Τον Ουαζντί Μουαουάντ στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε κυρίως από τις «Πυρκαγιές» -είτε θεατρικά, από την παράσταση του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, είτε κινηματογραφικά, από την ταινία του Ντενί Βιλνέβ. Πρόκειται για το μεσαίο μέρος της τετραλογίας του συγγραφέα «Το αίμα των υποσχέσεων» («Ακτή», «Πυρκαγιές», «Δάση», «Ουρανοί») –τα τρία πρώτα της μέρη είχα την τύχη να παρακολουθήσω σε μια ολονύκτια παράσταση το 2009 στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, σε δική του σκηνοθεσία. Πρόκειται για έναν αδιανόητα πολυσχιδή δημιουργό: συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, γεννημένος στο Λίβανο, έφτασε στο Κεμπέκ μέσω Γαλλίας, έζησε χρόνια στο Μόντρεαλ πριν επιστρέψει στο Παρίσι, όπου τα τελευταία χρόνια διηύθυνε το θέατρο La Colline. Τα έργα του, που συχνότατα σκηνοθετεί ο ίδιος, έχουν τέτοιο εύρος που μοιάζουν να μην έχουν γραφτεί από ένα μόνο πρόσωπο. Από το υπαρξιακό «Μόνοι» σε δικό του κείμενο, σκηνοθεσία και ερμηνεία, ως το πολιτικό θρίλερ «Ουρανοί». Το «Όλοι (εμείς) πουλιά», είναι το πιο πρόσφατο έργο του –βάζω τα «εμείς» εντός παρενθέσεως γιατί το θεωρώ –θεμιτή- μεταφραστική προσθήκη.
Ενώ η συνεχιζόμενη σφαγή στη Γάζα δίνει στο «Όλοι (εμείς) πουλιά» μια συνταρακτική επικαιρότητα, η επιλογή του για το φετινό ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου έγινε πολύ πριν ξεσπάσει το μακελειό. Και ήταν μια λαμπρή επιλογή: πρόκειται για ένα υπέροχο κείμενο, γεμάτο ανατροπές και αλήθεια –τόσες ανατροπές, μάλιστα, που θα προσπαθήσω να αποφύγω κάθε μη απαραίτητη αναφορά στην υπόθεση. Το πρόβλημα είναι πως ο σκηνοθέτης που επελέγη, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, δεν διέθετε την απαιτούμενη εμπειρία σε τέτοιου είδους κείμενα, αλλά όπως απεδείχθη ούτε και την αισθητική που θα μπορούσε να αναδείξει ένα έργο όπως αυτό του Μουαουάντ.
Αυτό έγινε ήδη φανερό από την πρώτη κιόλας σκηνή. Προσπαθούσα επί ώρα να καταλάβω τι μου θύμιζαν αυτές οι υπερβολές και οι χαριτωμενιές που έβλεπα να λαμβάνουν χώρα μεταξύ του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, αυτή η συγκεκριμένη εκφορά του λόγου. Μετά από λίγο όμως το βρήκα: σήριαλ Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Όχι, μη σπεύσει κάποιος να πει πως δαιμονοποιώ τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Απλώς ασχολείται με άλλο αντικείμενο και έχει διαφορετική απεύθυνση. Άλλο μέσον, άλλα ζητούμενα, άλλος τρόπος, άλλος σκοπός. Αυτά προς αποφυγήν παρεξηγήσεων.
Ένα κατεξοχήν πολιτικό έργο όπως αυτό του Ουαζντί Μουαουάντ χρειάζεται –απαιτεί, τολμώ να πω- πολιτική αντιμετώπιση. Όταν μάλιστα φλερτάρει με τον ποιητικό λόγο, οι απαιτήσεις αυξάνονται εκθετικά. Κι εκεί οι αδυναμίες φάνηκαν εξ αρχής.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος σκηνοθετεί με κλισέ. Αναμενόμενα. Τηλεοπτικά. Με δήθεν ευρήματα. Ο αποχαιρετισμός πάνω από ένα χάσμα με τα τεντωμένα χέρια σε προσπάθεια αγγίγματος, το κενό εν είδει διαχωρισμένης Ερυθράς Θάλασσας, είναι επιλογές τόσο προφανείς που μόνο πλήξη –ει μη θυμηδία- μπορούν να προκαλέσουν στο θεατή. Ειδικά σε μια παράσταση διαρκείας άνω των τριών ωρών. Επίσης, προσπαθώ ακόμα να θυμηθώ σε ποιες αλήστου μνήμης ελληνικές ταινίες άνω του μισού αιώνα πίσω έχω δει ασθενή σε κώμα να κουνάει διαρκώς το κεφάλι του δεξιά-αριστερά…
Κι όπως είναι αναμενόμενο, αυτή η σκηνοθετική γραμμή επηρεάζει και τις ερμηνείες των ηθοποιών που είναι πιο ευάλωτοι –δηλαδή των νεώτερων. Ο Μπάμπης Αλεφάντης ως Εϊτάν καθοδηγήθηκε εντελώς λάθος και οδηγήθηκε σε μια ερμηνεία επιδερμική, δήθεν εξωστρεφή –που δεν νομίζω πως ταίριαζε και στο χαρακτήρα που κλήθηκε να υποδυθεί. Η Μελίνα Πολυζώνη είχε το ιδανικό φυζίκ για την Ουαχίντα και θα μπορούσε να έχει εμβαθύνει πολύ περισσότερο με την κατάλληλη βοήθεια.
Προφανέστατα τέτοιο κίνδυνο δεν διέτρεχε η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Η λαμπρή ηθοποιός που όλοι θυμόμαστε με θαυμασμό από τις παραστάσεις του Βασίλη Παπαβασιλείου και αποφάσισε –προς μεγάλη μας θλίψη- να εγκαταλείψει για χρόνια την τέχνη της, διατηρεί ακέραιο το επίπεδό της. Η Λέα της αποτελεί την κορυφαία ερμηνεία της παράστασης.
Αντιστοίχως και η δαιμόνια ηθοποιός Άννα Μάσχα δεν δυσκολεύεται να δημιουργήσει έναν εντυπωσιακό χαρακτήρα ως Νόρα, ακροβατώντας ανάμεσα στη χειραγώγηση και την υστερία. Αληθινά πολύτιμη για κάθε παράσταση και κάθε σκηνοθέτη, απέδωσε τα αναμενόμενα.
Ο Ντάβιντ είναι ένας χαρακτήρας φανατισμένος και μονοκόμματος, αλλά όχι μονοδιάστατος όπως αυτός στον οποίο κατέληξε ο Δημήτρης Παπανικολάου. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν αυτό οφείλεται σε λάθος δικές του επιλογές ή λάθος οδηγίες. Πάντως είναι δύσκολο να γίνει κανείς πειστικός ακολουθώντας αυτό το δρόμο.
Ο Γιώργος Ζιόβας απέδωσε τον παππού με απλότητα και ακρίβεια, δημιουργώντας με αδρές γραμμές το χαρακτήρα του. Η πιο αληθινή στιγμή της παράστασης είναι ένα κράκερ που τρώει ο Ζιόβας ως Έντγκαρ αφού κάνει τη μεγάλη αποκάλυψη: μιας σωματική δράση που εμπεριέχει αλήθεια.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα, αγνώριστη ως Έντεν, συνεχίζει ένα σερί καλών ερμηνειών. Όμως -πράγμα που φάνηκε ήδη από τη σκηνή της ανάκρισης- η ομοερωτική πλευρά του χαρακτήρα της –που φυσικά έχει κι άλλες διαστάσεις- αντιμετωπίστηκε άτολμα και συντηρητικά από τη σκηνοθεσία.
Η Στεφανία Σαμαρά ερμήνευσε τη γιατρό λιτά, με την ευθύτητα και την ψυχρότητα που ταιριάζει σε έναν άνθρωπο που τα μάτια του βλέπουν συνεχώς πράγματα ανείδωτα και πρέπει να πάρει αποστάσεις για να αντέξει. Σωστότατη.
Η Ελένη Βαροπούλου είναι ένα πρόσωπο με πολύπλευρη προσφορά στο ελληνικό θέατρο και επαξίως χαίρει μεγάλου σεβασμού. Η μεταφραστική της ιδιότητα δεν είναι πάντα αυτή στην οποία την προτιμώ. Εδώ όμως έχει παραδώσει ένα κείμενο που ρέει αβίαστα.
Σκηνικά και κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη ήταν ενδιαφέροντα, όπως και οι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη -εκτός από τα σημεία που ακολούθησαν τους κραυγαλέους συμβολισμούς που ζητούσε η σκηνοθεσία. Επίσης, όσο κι αν το βίντεο είναι πλέον ένα συνηθέστατο συστατικό μιας θεατρικής παράστασης, αυτά που ετοίμασε ο Βασίλης Μαντζώρος δεν νομίζω πως προσέθεσαν τίποτα. Αντιθέτως, μου φάνηκαν εύκολα και αυτοαναφορικά και η αισθητική τους με ενόχλησε.
Απορώ που δεν χρησιμοποιήθηκε η μουσική που έγραψε η Ελένη Καραΐνδρου για την παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Μουαουάντ –και που παρακολούθησα στο Παρίσι στο θέατρο La Colline. Αυτή που έγραψε ο Πάνος Γκίνης δεν ενόχλησε, αλλά ούτε και ξεχώρισε.
Μόνο το Εθνικό θέατρο μπορούσε να ανεβάσει ένα έργο της έκτασης και του βάθους του «Όλοι (εμείς) πουλιά», που έχει ουκ ολίγες απαιτήσεις ως παραγωγή, αλλά που αξίζει να παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό. Όμως δεν είναι όλοι οι σκηνοθέτες για όλα τα έργα, Δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου την επιλογή του Παπασπηλιόπουλου, η οποία και απεδείχθη ολέθρια. Θέλησαν κάποιον με επιτυχίες στο λεγόμενο εμπορικό θέατρο; Μα οι σκηνοθεσίες του εκεί ήταν σε έργα εντελώς άλλης φύσεως. Και προτιμώ να μη θυμάμαι τι συνέβη στον «Αμαντέους». Απλά είναι κρίμα να χάνεται η ευκαιρία να απολαύσει το κοινό ένα έργο σημερινό, υπέροχο, σημαντικό και δυστυχώς τραγικά επίκαιρο σε μια παράσταση που θα το αναδείκνυε όπως του αξίζει. Όταν θέλει κανείς να κρατήσει ισορροπίες, μερικές φορές απλά πέφτει.