Ίσως όχι ευρύτερα γνωστός εντός Ελλάδας, ο Παύλος (Διονυσόπουλος) είναι ένας διακεκριμένος δημιουργός που αναγνωρίζεται διεθνώς για το πρωτοποριακό του έργο. Πολύ συχνά η πρώτη ύλη των έργων του δημιουργεί την απορία του κοινού για το τι ακριβώς βλέπει εμπρός του εν είδει ζωγραφισμένου καμβά. Πράγματι, η έκθεση Pavlos – Almost Magic με την οποία ξεκινά τη λειτουργία της η Roma Gallery, ο νέος χώρος τέχνης στο Κολωνάκι, ξεδιπλώνει μια ασυνήθιστη ζωγραφική από χαρτί : σύννεφα ενός πυκνότατου καπνού από πούρο που γεμάτα χρώματα μοιάζουν περισσότερο με φτερά παγωνιού˙ μια εξαιρετική γκάμα μοτίβων σε πολύχρωμες γραβάτες και κάλτσες ˙ μια ελαφρώς κυματισμένη θάλασσα˙ νεκρές φύσεις με μπουκάλια, ποτήρια, φρούτα που εμφανίζονται τρισδιάστατα, ένα παλτό και ένα καπέλο κρεμασμένα στον τοίχο.
Στα δέκα έργα της έκθεσης, ίσως και τα πιο αντιπροσωπευτικά της καλλιτεχνικής του πορείας, είναι ξεκάθαρο πως ο Παύλος αφήνει στην άκρη λάδια, ακουαρέλες και ακρυλικά χρώματα. Επιλέγει να δουλέψει με λωρίδες χαρτιού από αφίσες που εγκαταλείπουν τη πρώτη χρήση τους και «ανακυκλώνονται» σε κύριο εκφραστικό μέσο, διευρύνοντας τα όρια της ζωγραφικής τέχνης. Οι κατασκευές του συλλαμβάνονται ως δισδιάστατες ή τρισδιάστατες αρχιτεκτονικές μακέτες με ιδιαίτερη υφή που τις καθιστά άκρως θελκτικές για αγγίγματα.
«Ο μάγος Παύλος» που μας «προκαλεί να ονειρευτούμε», όπως έχει αναφέρει ο Pierre Restany, γεννήθηκε το 1930 στα Φιλιατρά Μεσσηνίας και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου ζει μέχρι και σήμερα. Σημείο αναφοράς της πορείας του υπήρξε η γνωριμία του με τον Pierre Restany το 1960 και η σύνδεση του με τους Νεορεαλιστές. Εν γένει, συγγενεύει με διάφορα αλληλοσυμπληρούμενα κινήματα της τότε εποχής όπως Pop art (αμερικανική εκδοχή του Νεορεαλισμού), Αrte Povera, Conceptual Art, Minimalism. Ουσιαστικά, όμως, θεωρείται ένας ανένταχτος καλλιτέχνης, όντας ο ίδιος «ένα κίνημα εν κινήσει που δεν δημιουργεί αλλά διασκεδάζει», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει για τον εαυτό του.
Συμπίπτει χρονικά δηλαδή με το γενικότερο κλίμα των αρχών της δεκαετίας του ΄60 όπου η τέχνη επαναπροσδιορίζεται, σημειώνοντας μια στροφή στις φτωχές πρώτες ύλες και στα καθημερινά χρηστικά αντικείμενα. Το χαρτί από περιοδικά που αρχίζει και δουλεύει ήδη από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης του στο Παρίσι, γρήγορα αντικαθίσταται από πολύχρωμες αφίσες εκθέσεων που συναντά παντού στους δρόμους και το μετρό του Παρισιού. Οι λωρίδες, κομμένες σε τυπογραφική μηχανή, άλλοτε τοποθετούνται κατακόρυφα και διαδοχικά η μια δίπλα στην άλλη και άλλοτε ομαδοποιούνται σε κυματοειδή διάταξη απελευθερώνοντας κίνηση και ζωντάνια. Τα έργα του Παύλου αν και δεν δημιουργούνται με πινέλα και χρώματα δεν υπολείπονται σε πλαστικότητα και πλουραλισμό χρωμάτων. Αναδιπλώνοντας το χαρτί, συνθέτει ποικίλα εικονιστικά μοτίβα: καταναλωτικά προϊόντα, καθημερινά αντικείμενα, νεκρή φύση σε μεγεθυμένη διάσταση που αποφορτίζονται από τη σημασία της καθημερινής τους χρήσης και επαναπροσδιορίζονται ως ένα αντικείμενο τέχνης.
.
Καταπιάνεται με ό,τι ακριβώς και οι Nouveaux Realistes της δεκαετίας του ’60 οι οποίοι προσεγγίζουν τα μαζικά παραγόμενα υλικά που αρχίζουν να αποτελούν τη πρώτη ύλη της παραγωγής των έργων τους. Απεικονίζει αντικείμενα που προέρχονται από τον χώρο της διαφήμισης, του θεάματος και εν γένει της καθημερινότητας μέσα από το προσωπικό ζωγραφικό ιδίωμα και ύφος του. Μάλιστα, κάποιες φορές οι συνθέσεις του περικλείονται από πλεξιγκλάς, αποκτώντας μουσειακή διάσταση.
Το 1980 εκπροσωπεί την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας όπου επηρεασμένος από τη τέχνη του Assemblage δημιουργεί μια εγκατάσταση με κορδέλες και όγκους από χαρτί περιτυλίγματος, ενώ το 1988 σχεδιάζει διαφημιστική καμπάνια για την Air France με το έργο του «Μαγικό τραπέζι» (Νεκρή φύση σε χαρτί). Το 2000 οι Αθηναίοι είχαν τη δυνατότητα όχι μόνο να γνωρίσουν αλλά και να συμμετέχουν στη δημιουργία του έργου «Ποδοσφαιριστές». Ουσιαστικά επρόκειτο για μεγάλων διαστάσεων επιτοίχια εγκατάσταση από κόντρα πλακέ θαλάσσης πάνω στην οποία ο Παύλος με τη βοήθεια μιας κόλλας βραδείας στέγνωσης σχεδίασε σκηνές αόρατες, που αποκαλύφθηκαν μόνο όταν το κοινό άρχισε να ρίχνει πάνω στον τοίχο χαρτοπόλεμο. Η σύλληψη του παραπέμπει σε έργο – χάπενινγκ του 1973 όπου ξανά ο χαρτοπόλεμος είχε χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο εορτασμού.
Μέσα σε μια επίμονα παρατεταμένη περίοδο οικονομικής κρίσης, όπου τόσα πολλά αντιφατικά και αντικρουόμενα έχουν ειπωθεί και γραφτεί για την εικαστική σκηνή της Αθήνας, η Roma Gallery ξεκινά τη δράση της παρουσιάζοντας έναν από τους κύριους εκπροσώπους της ελληνικής avant-garde σκηνής στο εξωτερικό. Η έκθεση «Pavlos almost magic» αποτελεί λοιπόν ιδανική ευκαιρία να γνωρίσουμε σημαντικά έργα – σταθμούς της πορείας ενός καλλιτέχνη που χωρίς μπογιές και πινέλα εναποθέτει τη πραγματικότητα στη ποιητική της χροιά.