Μερικές φορές, βλέποντας τις πρώτες σκηνοθετικές απόπειρες ενός ηθοποιού – ή και νεαρού σκηνοθέτη – να αστοχούν δραματικά, κάνουμε σαν να μην τις είδαμε. Λογικό: ίσως το να παραβλέψει κανείς νεανικά παραπτώματα όταν διακρίνει ταλέντο και προσήλωση να είναι θεμιτό, καθώς στο μέλλον μπορεί ο καλλιτέχνης να βρει το δρόμο του, χωρίς τις δυσάρεστες επισημάνσεις μιας αρνητικής κριτικής. Τι γίνεται, όμως, όταν υπάρξει υποτροπή; Όταν πριν λίγα χρόνια ο Χάρης Φραγκούλης είχε παρουσιάσει το Ο Άρντεν Πρέπει να Πεθάνει, τα σημάδια ήταν ήδη εξαιρετικά ανησυχητικά. Δυστυχώς με τον Οθέλλο το ατόπημα επαναλήφθηκε, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, σε έργο της ίδιας περίπου περιόδου…
Υπάρχουν πράγματα που λαμβάνουν χώρα στην πρόβα, ως ασκήσεις, αυτοσχεδιασμοί, δοκιμές, που μπορεί να οδηγήσουν ή να μην οδηγήσουν κάπου, αλλά που επ’ ουδενί δεν βρίσκουν το δρόμο τους προς την παράσταση – γιατί, απλούστατα, δεν έχουν καμιά θέση εκεί. Είναι πολύτιμα στη διαδικασία της προετοιμασίας: πιθανότατα το όποιο σκηνικό αποτέλεσμα δεν θα προέκυπτε ποτέ χωρίς αυτά. Όμως όταν πλησιάζει κανείς την ημέρα της παράστασης, τα αφήνει πίσω του. Στην περίπτωση του Οθέλλου, είναι σαν ο Φραγκούλης να παρέμεινε για πάντα σε αυτή την πρώιμη φάση. Σαν να προσκολλήθηκε σε ένα παιγνιώδες στάδιο που σαφέστατα έχει τη χρησιμότητά του, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός – διαφορετικά καταντά σύμπτωμα παιδισμού. Σαν να εννοούσε να σερβίρει σε εστιατόριο κάθε παραψημένη, ωμή, ανάλατη ή «λύσσα» εκδοχή των δοκιμών του, αντί για το ολοκληρωμένο πιάτο.
Δύσκολα μπορεί να με κατηγορήσει κανείς για συντηρητισμό στο θέατρο. Μπορώ να δεχτώ κάθε προσέγγιση που πλησιάζει σε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, ακόμα κι αν δεν φτάνει εκεί, όσο ανορθόδοξη και ασυνήθιστη κι αν είναι: Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, το θέμα είναι να πιάνει ποντίκια… Ατυχώς εδώ ο δυστυχής γάτος μένει θεονήστικος – κι εμείς μαζί του. Φυσικά και δεν απαγορεύεται να επιχειρήσει κανείς να αστειευτεί με τον Σαίξπηρ: ιδού η Ρόδος… Το ζήτημα όμως είναι να αντιλαμβάνεται πότε ο δρόμος που ακολουθεί τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Όταν αναγκάζεται, πλησιάζοντας το τέλος του έργου, να ανακρούσει πρύμναν και να αφήσει μέσα στο πόνημά του στιγμές αληθινά παλιού θεάτρου, οφείλει να καταλάβει πως κάτι δεν πήγε καλά. Θέλεις να τρολάρεις τον Σαίξπηρ; Μαζί σου, καλή τύχη! Πρέπει όμως να λάβεις υπόψιν πως αν δεν διαθέτεις την απαιτούμενη επιδεξιότητα, το ίδιο το κείμενο του βάρδου θα γυρίσει και θα σε δαγκώσει στον πισινό. Και τότε το κοινό δεν θα πιστεύει πια τίποτα. Όσο οι ηθοποιοί γρυλλίζουν και γαυγίζουν τόσο οι θεατές θα σκυλιάζουν. Κι αν το πιάνο υπογραμμίζει τη δραματική ένταση, θυμίζοντας προβολή βωβού κινηματογράφου, καλό είναι να μην πρόκειται για ταινία του συμπαθούς Αχιλλέα Μαδρά…
Όταν η συνθήκη είναι τέτοια, είναι δύσκολο έως αδύνατο για τους ηθοποιούς να διασωθούν. Τι να κάνει ο Γιάννης Παπαδόπουλος όταν – για να το πω σεμνά – αφήνεται τόσο δραματικά ακάλυπτος; Η Σοφία Κόκκαλη δείχνει σε στιγμές τη στόφα της, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος υποκύπτει στο γενικό αχταρμά – πώς αλλιώς; Ως γνωστόν, στο θέατρο κανείς δεν παίζει μόνος του. Δεν είναι τυχαίο που οι δύο λιγότερο ενοχλητικοί στην παράσταση είναι ο μουσικός Κορνήλιος Σελαμσής, παρόλο που η άρθρωση που δεν (οφείλει καν να) διαθέτει κάνει σε στιγμές τα λόγια του ακατάληπτα, κι ο Άγγελος Παπαδημητρίου, που εν πολλοίς παίζει τον …Άγγελο Παπαδημητρίου. Δεν έχω, επίσης, ιδέα τι είδους μετάφραση έκανε ο Δημήτρης Δημητριάδης: εφόσον δεν μπόρεσα να την ακούσω, θα πρέπει να τη διαβάσω.
Άραγε θα είχε βοηθηθεί ο σκηνοθέτης αν, την εποχή του Άρντεν, η κριτική τού είχε επισημάνει με αυστηρότητα πως το έργο χάθηκε εντελώς μέσα στο γενικευμένο αλαλούμ, τα «μωρή καύλα» και τα «γ… την Παναγίτσα μου» που είχε την έμπνευση να χρησιμοποιήσει; Θα είχε γλιτώσει το νέο ατύχημα; Αν κάποιοι εξ ημών είχαν επισημάνει πως αυτού του είδους η μεταμοντερνιά κι η αποδόμηση εξεμέτρησαν προ πολλού το ζην ακόμα και στις χώρες όπου άνθησαν; Προφανώς και θα μπορούσε κανείς να το αφήσει κι αυτό να περάσει, όμως υπάρχουν και νεώτεροι, μαθητές ή πρόσφατοι απόφοιτοι δραματικών σχολών, που κινδυνεύουν να θεωρήσουν πως κάπως έτσι γίνονται τα πράγματα. Άνθρωποι που εμπιστεύομαι απόλυτα και εκτιμώ την άποψή τους, μου είπαν ομόφωνα πως ο Λεντς που είχε σκηνοθετήσει ο Χάρης Φραγκούλης, και πάλι με την ομάδα Kursk στο Bios – και δυστυχώς δεν είδα – ήταν ασυγκρίτως καλύτερος: δεν έχω λόγο να μην το πιστέψω. Πάντως, λίγες ημέρες πριν, απήλαυσα πραγματικά το μεγάλο του ταλέντο στο Γυάλινο Κόσμο, όπου δίνει ίσως την κορυφαία ανδρική ερμηνεία της χρονιάς…