Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Επιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Αλεξοπούλου
Ο Μανώλης Κιλισμανής είναι ένα πρόσωπο οικείο και αγαπητό σε όλους τους πιστούς των ροκ συναυλιών από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι τις μέρες μας – αυτής της άτυπης φυλής που συναντιόταν πάντα νύχτα σε συγκεκριμένους χώρους. Πριν λίγο καιρό, μας αιφνιδίασε εμφανιζόμενος με νέα ιδιότητα: αυτή του συγγραφέα του μυθιστορήματος Στο Χωριό. Η συζήτησή μας έμοιαζε να περίμενε χρόνια να συντελεστεί, κι απλώς να βρήκε την κατάλληλη αφορμή. Έτσι, μιλήσαμε για παρόν και παρελθόν με την ζεστασιά δυο ανθρώπων που δεν υπήρξαν στενοί φίλοι, αλλά ήξεραν ανέκαθεν πως ανήκουν στην ίδια οικογένεια του αέρα.
Είμαστε δύο άνθρωποι οι οποίοι συναντιούνται στο χώρο των ροκ συναυλιών και της ροκ δημοσιογραφίας κάποια χρόνια χωρίς ποτέ να έρθουμε πολύ κοντά αλλά πάντοτε έχοντας μία οικειότητα Ναι, η γνωστή φάρα του Ρόδον, τα εκατό γνωστά άτομα που ξέρεις ότι θα τα βρεις σχεδόν παντού. Αυτή η κάστα που μπορεί να μην χαιρετιστεί, αλλά ξέρει ο ένας τον άλλον και τον θεωρεί δικό του.
Σε αυτό τον χώρο, Μανώλη, πώς βρέθηκες; Τυχαία, εντελώς τυχαία. Πήγαινα σαν πελάτης από την πρώτη μέρα προφανώς. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο ο ‘Άλκης Στεφάνου από την Άνωση. Μου είπε ότι κάνει τις δημόσιες σχέσεις αλλά επειδή θα φύγει χρειάζεται κάποιον αντικαταστάτη. Με ρώτησε αν θέλω να το κάνω. Και είπα “γιατί όχι;”¨. Ήταν και μία περίοδος που δεν έκανα τίποτα, έπαιζα μόνο μουσική σε μαγαζιά το βράδυ και είχε αρχίσει να γίνεται λίγο κουραστικό. Έτσι βρέθηκα. Ούτε συνέντευξη, ούτε τίποτα. Ίσως ήταν και λίγο διαφορετικά τα πράγματα τότε. Ήμουν στην εταιρεία και η πρώτη μου δουλειά ήταν το tribute στον Miles Davis Και σιγά-σιγά έμεινα μέχρι το τέλος στο Ρόδον, έμεινα λίγο ακόμα στην Άνωση, αποφάσισαν ότι δεν με χρειάζονται και χώρισαν οι δρόμοι μας. Καλύτερα που έγινε έτσι γιατί η εταιρεία από ένα σημείο και μετά βάλτωσε.
Και μετά; Μετά, 3 χρόνια συνυπεύθυνος προγράμματος στις Νύχτες Πρεμιέρας ,και από εκεί και πέρα ως dj. Να βγαίνει το νοίκι. Έχω απορρίψει προτάσεις για δουλειές που δεν ήθελα να κάνω γιατί θα έχανα άλλα πράγματα από τη ζωή μου.
Τελικά στους χώρους τους δικούς μας το ταβάνι είναι κάπου εκεί; Να βγαίνει το νοίκι να μπορούμε να ζήσουμε; Όχι. Πιστεύω πως αν κάποιος ασχοληθεί αυστηρά επαγγελματικά και αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, δηλαδή όχι τα πράγματα που ζούμε αυτή την εποχή, υπάρχουν αρκετά περιθώρια κέρδους. Δεν έχουν πλουτίσει όλοι αυτοί που ασχολούνται με το άθλημα, αλλά σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν βγάλει παραπάνω από ένα μεροκάματο. Αν κάνει κανείς τη δουλειά του σωστά, είναι εντάξει με τους πελάτες του και δεν κοροϊδεύει τον κόσμο γιατί να μην βγάλει κάτι παραπάνω;
Μια ερώτηση πολυφορεμένη, αλλά με ενδιαφέρει η δική σου απάντηση. Όταν κάποιος παίζει νύχτα σε ένα μαγαζί, πόσο κάνει αυτό που είναι ο ίδιος, πόσο κάνει αυτό που περιμένουν να ακούσουν οι άλλοι από αυτόν, ποιες είναι οι αναλογίες στο μείγμα; Θα σου πω ένα παράδειγμα το οποίο είναι μάλλον ενδεικτικό, Αρχές δεκαετίας του ’90, ένας γνωστός ο οποίος δεν ζει πια, έπαιζε μια – δυο φορές την εβδομάδα στα Παπάκια, στην Ηριδανού. Θα έπρεπε να λείψει ένα βράδυ. Με ρώτησε αν θέλω να πάω να παίξω στην θέση του και δέχτηκα. Είχα πάει κάποιες φορές στο μαγαζί, ήξερα τι έπαιζε. Έρχεται το βράδυ, παίρνω τους δίσκους και πηγαίνω. Παίζω και όταν τελειώνει η βάρδια έρχονται οι ιδιοκτήτες και με ρωτάνε αν θέλω να αναλάβω τις καθημερινές. Δεν έπαιξα κάτι το οποίο ήταν έξω από το όριά μου, δεν έπαιξα ούτε ένα τραγούδι με τη σκέψη να το βάλω γιατί αρέσει στον κόσμο. Έχω όμως την εντύπωση ότι τα τραγούδια που παίζω, που δεν είναι κάτι εξαιρετικά ψαγμένο, και να μην τα ξέρει ο κόσμος θα είναι ευχάριστα σαν άκουσμα. Συχνά έρχονται και με ρωτάνε τι είναι αυτό που ακούμε και λένε ότι είναι ωραίο. Βέβαια, δεν μπορείς να πας σε ένα σκυλάδικο και να παίξεις Ramones. Πρέπει να ξέρεις σε τι μαγαζί μπαίνεις. Αν δεν σου αρέσει το συγκεκριμένο μαγαζί μην πας να δουλέψεις. Πολύ απλά! Πιστεύω ότι μπορείς να ελιχθείς με βάση τη θεματική του μαγαζιού και του τι σου αρέσει εσένα. Στο Hard Rock Cafe που είναι η τελευταία μου απασχόληση, λόγω ονομασίας, ο κόσμος έχει πολύ συγκεκριμένη εντύπωση για το τι ακούγεται εκεί. Δεν υπάρχει όμως λόγος να παίζεις αυτά που ακούγονται από το video wall, δεν θα υπήρχε λόγος για dj. Είναι και τόσο μεγάλη η γκάμα των πελατών που μπορείς να παίξεις πολλά διαφορετικά είδη. Από Barry White μέχρι Primal scream και Motorhead. Μπορείς αρκετά εύκολα στο σωστό μαγαζί να μην πουληθείς και να το χαρείς και εσύ ο ίδιος.
Μιας και το ανέφερες, η μανία του ψαγμένου, του ‘κοίτα τι παίζω και δεν το έχει κανένας άλλος’ , δεν ξέρω και πόσο νόημα έχει. Προσωπικά δεν με χαλάει να ακούσω κάτι που δεν ξέρω και μου αρέσει. Θα πάω να ρωτήσω κιόλας, δεν έχω τέτοια κολλήματα. Θα προτιμήσω να μην βάλω shazam, είναι πολύ καλύτερο να πας να μιλήσεις στον άνθρωπο που παίζει. Νομίζω πως το εκτιμάει και ο ίδιος. Αν πάω κάπου και αρχίσω να ακούω πειραματισμούς πάνω σε ένα κονσερβοκούτι, τι να πω; Δεν μου αρέσει το ‘άκου τι έχω εγώ και δεν το έχεις εσύ’. Ποιος ο λόγος να παίζεις μουσική για κόσμο; Πρέπει να σκεφτείς και τον άλλον. Τα λεφτά του σου δίνει. Εκτός αν υπάρχει μαγαζί που παίζει μόνο τέτοια, οπότε δεκτό. Πρέπει να υπάρχει και αυτό, να μαζεύει αυτούς που θέλουν να ακούσουν τα ψαγμένα που δεν τα ξέρει κανείς και να είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Η συγγραφή πώς σου προέκυψε; Ωραία ερώτηση! Γενικά έγραφα από μικρός, κρατούσα σημειώσεις για πράγματα. Υπήρχαν στο μυαλό μου για καιρό διάφορες ιστορίες. Το βασικό μου πρόβλημα ήταν να τις κάνω κείμενο. Κάποια στιγμή ήρθαν οι συγκυρίες έτσι, είχα χρόνο και αποφάσισα να το ξεκινήσω να δω πού θα πάει. Άρχισα να επεξεργάζομαι διάφορες ιδέες αλλά έπρεπε να επικεντρωθώ μόνο σε μία από αυτές. Δεν μπορείς ταυτόχρονα να ασχολείσαι με 3-4 διαφορετικά πράγματα και μάλιστα διαφορετικά σε ύφος. Αφοσιώθηκα όσο μπορούσα αλλά για κάποιον συγκεκριμένο λόγο το παράτησα. Πέρασαν 6-7 μήνες και σκέφτηκα ότι πρέπει να το τελειώσω. Ήθελα να το τελειώσω για μένα, δεν το έγραφα με σκοπό να εκδοθεί. Το τέλειωσα και αφού πέρασαν κάποιοι μήνες ακόμα, το έστειλα κάπου να δω τι θα μου πουν. Δεν είχα απάντηση. Έκανα μια δυο άλλες κινήσεις. Δεν είχα αποτελέσματα αλλά έμαθα πώς κινείται η κατάσταση για κάποιον ο οποίος είναι άγνωστος στο χώρο των εκδόσεων. Τυχαίνει να δω έναν παλιό ακροατή και φίλο και με έφερε σε επαφή με τον κύριο Δαμιανό από τα 24 Γράμματα, ο οποίος το διάβασε και ενδιαφέρθηκε. Κανονίσαμε ραντεβού, συμφωνήσαμε, μου έδωσε και τα συμβόλαια και προχωρήσαμε. Έτσι ξεκίνησε. Μετά άρχισε το στάδιο στης επεξεργασίας. Ακολούθησα τις πολύ σωστές συμβουλές του εκδότη, και τελικά κυκλοφόρησε πέρσι.
Να ρωτήσω για ποιον λόγο παράτησες για κάποιο διάστημα το βιβλίο; Είναι λίγο περίεργο. Την εποχή που έγραφα το βιβλίο, συγκεκριμένα ένα κεφάλαιο όχι τόσο ευχάριστο, είχαμε στο σπίτι ένα τεράστιο πρόβλημα υγείας. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, αλλά για αυτό άργησα να το ξαναπιάσω.
Διάβασα το βιβλίο σου μέσα σε 24 ώρες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσα να το αφήσω. Ο καθένας μας έχει τα γούστα του στο τι συνηθίζει να διαβάζει. Το δικό σου έχει μία γραφή η οποία είναι κοντά στον ρεαλισμό. Το ήθελα αυτό. Είναι η ιστορία τέτοια που πιστεύω ότι δεν μπορούσε να γραφτεί διαφορετικά, παρά μόνο στο πρώτο πρόσωπο. Δεν ήθελα πολλά «καλολογικά» στοιχεία. Ήθελα να είναι άμεσο. Ήταν και πιο εύκολο για μένα γιατί ήταν η πρώτη φορά.
Αυτό που με εξέπληξε εμένα είναι ότι ενώ η ρεαλιστική γραφή δεν με αφορά ως αναγνώστη, για να πέσω σε κάτι τέτοιο με τα μούτρα πάει να πει ότι κάτι έγινε. Θεωρώ, έχοντας τελειώσει το βιβλίο, ότι αυτού του είδους ο ρεαλισμός και το στρωτό της αφήγησης είναι και μία μικρή παγίδα για τον αναγνώστη, ο οποίος ξαφνικά φτάνοντας προς το τέλος διαπιστώνει ότι πάει αλλού από όπου φανταζόταν. Το τέλος το ήξερα πριν καν γράψω την πρώτη λέξη. Το να φτάσει να αποτυπωθεί με τον τρόπο που αποτυπώνεται είχε μια διαδικασία. Κάποιες λεπτομέρειες άλλαξαν και στην τελευταία διόρθωση. Προστέθηκαν κάποια πράγματα που βοηθάνε την εξέλιξη. Αλλά το τέλος το ήξερα ευθύς εξαρχής. Δεν μπορώ όμως να πω περισσότερα για αυτό γιατί θέλω να πιστεύω ότι είναι ατού. Πραγματικά, η ιστορία τελειώνει στην τελευταία πρόταση, χωρίς μετά την κατάληξη να υπάρχει κάποια αποκλιμάκωση. Ήθελα να τελειώσει εκεί ακριβώς!
Ένα άλλο πράγμα το οποίο με ενδιέφερε πάρα πολύ στο βιβλίο είναι ότι επιτέλους διάβασα την ιστορία μιας σχέσης μεταξύ δύο ανδρών, χωρίς στερεότυπα. Δηλαδή το ότι είναι μία ιστορία που συμβαίνει να είναι ανάμεσα σε δύο άντρες και είναι μία ανθρώπινη σχέση. Δεν προσπαθεί να στρατευτεί, δεν προσπαθεί να προκαλέσει, δεν προσπαθεί να υπογραμμίσει. Ίσα- ίσα κιόλας. Ηθελημένα υπάρχουν κάποια στοιχεία τα οποία αντιτίθενται σφόδρα στην οποιαδήποτε ομογενοποίηση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων η οποία αρέσκεται να ντύνεται με συγκεκριμένο τρόπο, να διασκεδάζει, να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο, μόνο και μόνο γιατί θεωρεί εαυτόν μέλος μιας ομάδας. Το θέμα ήταν να είναι καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι είναι αυτό που είναι αλλά δεν αρέσκονται να μπαίνουν σε ταμπέλες.
Μιλώντας για αυτές τις ομάδες οι οποίες περιχαρακώνονται: Όταν μία ομάδα αισθάνεται διωκόμενη – και μπορεί πράγματι να είναι – καταλήγει τρόπον τινά να περιχαρακωθεί. Δεν μου πάει να γκεττοποιηθώ σε μια συγκεκριμένη ομάδα και να πάω σε συγκεκριμένους χώρους, με συγκεκριμένη μουσική, να έρθω αντιμέτωπος με συγκεκριμένες συμπεριφορές. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτό. Για να το πω άπλα, ήθελα να κάνω ό, τι θέλω και όπως θέλω. Μπορεί να υπήρξα τυχερός στη ζωή μου και να έκανα πάντα αυτό που ήθελα με τις όσο δυνατόν λιγότερες συνέπειες. Στο τέλος της ημέρας πέφτω για ύπνο ήρεμος. Είμαι ο εαυτός μου, κάποιοι το εκτιμούν και κάποιοι όχι αλλά δεν μπορείς να τα έχεις καλά με όλους. Ήθελα να είναι τέτοιοι άνθρωποι οι χαρακτήρες του βιβλίου. Να είναι άνθρωποι που πραγματικά δεν κάθονται να σκεφτούν γιατί είναι αυτό που είναι. Δεν τους απασχολεί να το ψάξουν, να γυρίσουν στα παιδικά τους χρόνια να ανακαλύψουν κάποιο τραύμα. Έχουν αποδεχτεί τους εαυτούς τους και το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν τη ζωή τους όσο καλύτερα μπορούν. Όχι εις βάρος των άλλων. Μέσα σε μία κοινωνία στην οποία με τον τρόπο τους επιζητούν και επιτυγχάνουν την αποδοχή. Χωρίς να καταφεύγουν σε εξεζητημένες συμπεριφορές πετυχαίνουν να τους αποδεχθεί η κοινωνία δείχνοντάς τους ότι δεν διαφέρουν από τους υπόλοιπους. Όλα αυτά δεν τα σκεφτόμουν όταν έγραφα, δεν περνούσαν από το μυαλό μου.
Το ότι δεν περνάνε από το μυαλό μας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κάπου. Με έναν τρόπο, μία τέτοια συνέπεια σαν αυτή που μου παρουσιάζεις, ισχύει. Για να στο πω απλά, δεν υπήρχε περίπτωση να γράψω κάτι και να μην έχει ποδόσφαιρο μέσα. Και Παναθηναϊκό! Και όσοι με γνωρίζουν θα το περιμένουν. Και φυσικά δεν γινόταν να μην υπάρχει μουσική. Από την άλλη, θα μου ήταν αδύνατον να γράψω κάτι που έχει να κάνει με την εμπειρία μου στο χώρο. Θα ήταν το πιο προβλέψιμο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω.
Δεν ξέρω τι ενδιαφέρον θα είχε ένα ολόκληρο βιβλίο, αλλά θα μου ήταν αδύνατο να μη σε ρωτήσω για μια-δυο ιστορίες από τα χρόνια του Ρόδον. Από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες της ζωής μου, πριν πιάσω ακόμα δουλειά στην Άνωση,ήταν την πρώτη φορά που είχαν έρθει οι Ramones και πήγαμε στη συνέντευξη τύπου μαζί με ένα συνάδελφο από τον Ηχώ FM, και ζητήσαμε από τον Johnny να έρθει στην εκπομπή μας το απόγευμα. Κι αυτός μας είπε, Sure, guys, ελάτε να με πάρετε! Κι όταν φτάσαμε στο στούντιο, αυτό ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο που είχε μάθει πως θα ερχόταν… Ή μια φορά που κάποιος από το κοινό έφτυσε τηSiouxsie την ώρα της συναυλίας, κι εκείνη, με το ύφος της ντίβας που φαντάζεσαι, σταματάει και του λέει: Δεν είναι πανκ πλέον αυτό! Αλλά το πιο σημαντικό είναι οι σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί με μερικούς ανθρώπους και κρατάνε ακόμα και να κάνεις να τους δεις χρόνια.
Μετά το Στο Χωριό, έχεις επόμενο σχέδιο; Καταρχάς υπάρχει ήδη κάτι τυπωμένο σε βιβλίο. Ο εκδοτικός είχε την ιδέα να βγει μια συλλογή διηγημάτων με κεντρικό θέμα την καραντίνα. Μου ζήτησαν να συμμετάσχω κι εγώ, πράγμα που με εξέπληξε και με χαροποίησε. Έγραψα ένα μικρό διήγημα. Το ότι ασχολήθηκα με αυτή τη φόρμα με έβαλε να σκεφτώ τι θα κάνω στη συνέχεια. Υπάρχουν πολλές ιδέες υπό μορφή σημειώσεων, υπάρχει κάτι που είναι σχεδόν έτοιμο αλλά μου άρεσε η μορφή του διηγήματος οπότε σκέφτομαι να ακολουθήσω αυτή τη φόρμα. Δεν ξέρω ακόμα, αλλά υπάρχει πολύ υλικό.