Δουλεύοντας αθόρυβα και με συνέπεια εδω και πολλά χρόνια, έχει κατακτήσει το να θεωρείται ένας από τους σοβαρότερους και αξιολογότερους ηθοποιούς της γενιάς του. Έχοντας το σεβασμό σκηνοθετών και συναδέλφων και την αναγνωρισημότητα στο κοινό, με κάθε ρόλο γίνεται όλο και πιο περιζήτητος. Ο Θέμης Πάνου διανύει μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδο, κάνοντας ταυτόχρονα θέατρο και τηλεόραση, αλλά και προετοιμάζοντας την έκδοση του νέου του βιβλίου. Έχοντας την τύχη να τον γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια, ήμουν σίγουρος πως η συζήτησή μας θα είναι αποκαλυπτική. Και δεν έπεσα έξω…
Ξέρω πως είσαι πολύ απασχολημένος αυτό τον καιρό. Επειδή κάνω τηλεόραση τώρα και είναι καθημερινό, έρχονται συνέχεια σενάρια, είναι πολλή δουλειά.
Πες μου γι’ αυτήν την απόφαση; Καθημερινή τηλεόραση! Πώς και έγινε; Είναι ο Πρίγκιπας της Φωτιάς. Είναι στο Open, το πρώην Έψιλον, το γράφει ο Γιώργος Κυρίτσης και η ομάδα του, σκηνοθετεί ο Χρήστος Δήμας και έχει συνεργάτες τον Βασίλη Τσελεμέγκο και τον Κώστα Βαρελίδη, εξαιρετικοί.
Εντάξει, καλή συνθήκη ακούγεται. Και είναι παραγωγή, εκτέλεση δηλαδή, του γραφείου Λαμπρόπουλου, με το οποίο εγώ δουλεύω από το Νοτιά, αλλά και πιο πριν, έχω μια μόνιμη, σταθερή συνεργασία και τους εμπιστεύομαι. Κι επειδή είδα όλο αυτό και ήταν για μένα και τις εποχές που ζούμε τα οικονομικά ικανοποιητικά και οι συνεργάτες – ο Αλέκος Συσσοβίτης, η Πέγκυ Σταθακοπούλου, η Νάνσυ Μπούκλη, πολύς κόσμος εν πάση περιπτώσει. Είπα ναι, γιατί όχι. Είναι τρομακτική εμπειρία, γιατί δεν έχεις χρόνο να αποφασίσεις αν είναι κάτι καλό ή κακό: το κάνεις και τελείωσε. Θέλει πάρα πολλή δουλειά, 5 μέρες την εβδομάδα, 40 ώρες.
Φάμπρικα! Φάμπρικα καλή, και είσαι υπεύθυνος για το προϊόν, αναλαμβάνεις την ευθύνη σου, δεν είναι «επειδή είναι έτσι το προϊόν, αυτοί το γράφουν, οπότε τι να κάνω, δε με νοιάζει». Αναλαμβάνεις την ευθύνη που σου αναλογεί, εγώ έτσι το κατάλαβα. Εννοώ ότι πρέπει να μάθω 40 σελίδες την εβδομάδα, όπως είναι ένα θεατρικό μικρό, να παραγάγω προϊόν για να είμαι συνεπής σ’ αυτό που μου ζητείται, και να παρέχω υλικό για να γράψουν για μένα στα επόμενα 30 επεισόδια. Είναι ένα πάρε-δώσε. Όσο μου αναλογεί προσπαθώ να φέρω την εμπειρία μου από το θέατρο και να αποδείξω ότι ο ηθοποιός, όταν του δίνουν τις συνθήκες, δεν παράγει σκουπίδια, αλλά μπορεί και πολύ καλά πράγματα. Αυτό πιστεύω. Είναι άνθρωποι τέτοιοι και κατάλαβα τι μου είπαν: Έλα εδώ, θέλεις; Αναγνωρίζουμε αυτό που είσαι, θα σου παρέχουμε ό, τι μπορούμε ανάλογα με αυτά που έχουμε, σε θέλουμε, σε χρειαζόμαστε. Ευχαριστώ!
Δεν είναι τυχαία κι η ομάδα που μου περιγράφεις. Βέβαια. Είναι άνθρωποι που ξέρουν καλά την τηλεόραση. Ο Λαμπρόπουλος δεν έχει ξανακάνει καθημερινό, αλλά είπε: θέλω να μπω σ’ αυτό, να δω πώς είναι. Υπάρχει αυτός ο νόμος που τους υποχρεώνει να κάνουν σειρά ελληνική καθημερινή, και είπαν κάποιοι άνθρωποι, να το κάνουμε. Κι είπα κι εγώ να το δοκιμάσω. Είναι μια εμπειρία καλή, μαθαίνω πολλά πράγματα. Γιατί όχι;
Και παραλλήλως και θέατρο, εδώ που είμαστε τώρα. Ποιος Σκότωσε το Σκύλο τα Μεσάνυχτα. Σπουδαίο έργο…
Και τολμηρό. Πολύ τολμηρό. Καλογραμμένο. Σε 58 σκηνές παρακολουθούμε την περιπέτεια ενός παιδιού που είναι στο φάσμα του αυτισμού, την ενηλικίωσή του και την έξοδό του προς τον κόσμο, σ αυτήν την κοινωνία που οι άνθρωποι που συναντάει στο μετρό στο δρόμο δεν είναι εκπαιδευμένοι για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια περίπτωση. Ένας κόσμος ο οποίος είναι άλλοτε βοηθητικός κι άλλοτε απειλητικός. Αλλά η μεγαλύτερη απειλή βρίσκεται μέσα στο σπίτι, από τους γονείς: απαίδευτοι άνθρωποι ως προς αυτό, κάνουνε λάθη και προσπαθούν να τα διορθώσουν. Μια κανονική περιπέτεια. Παρακολουθούμε την περιπέτεια ενός ήρωα ο οποίος είναι αδύναμος. Ο θεατής ταυτίζεται μ’ αυτόν: για να δούμε, θα τα καταφέρει; Η πεμπτουσία του σασπένς της κλασικής λογοτεχνίας.
Άραγε το ελληνικό κοινό, το οποίο δεν είναι απαραίτητα πληροφορημένο γι αυτό που ονομάζεται αυτισμός, πώς θα αντιδράσει σ αυτό που βλέπει; Ευτυχώς ο ίδιος ο συγγραφές δεν ήθελε να το βάλει σε πρώτο επίπεδο, κι ούτε ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος θέλησε να το τονίσει. Ούτε ο Γιάννης Νιάρρος που παίζει τον πρώτο ρόλο επιμένει σε κάτι τέτοιο. Έχει βρει μια κινησιολογία η οποία θυμίζει κάτι, μια παράξενη συμπεριφορά, η οποία όμως δεν είναι απωθητική, να το πω έτσι. Γι αυτό κι ο θεατής μπορεί να παρακολουθεί ένα νέο άνθρωπο, που έχει κάποιες δυσκολίες επικοινωνίας: δεν θέλει να τον αγγίζουν, δεν μιλάει με ξένους, δεν του αρέσουν τα κίτρινα χρώματα, δεν μπορεί τις φωνές… Αλλά αυτά είναι πράγματα που λίγο ως πολύ όλοι μας έχουμε, απλώς δεν φαίνονται τόσο όσο σε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν μια δυσαρθρία, παράγουν ήχους… Στην ουσία είναι η εξωτερίκευση ενός άγχους. Όλοι μας έχουμε τέτοια πράγματα. Απλώς σε αυτούς είναι άμα τη εμφανίσει.
Με ενδιαφέρει αυτό που λέμε, ότι όλοι τα έχουμε αυτά. Βέβαια. Δεν υπάρχει ψυχική υγεία, ή κανονικό. Είμαστε όλοι στην περιοχή του 40: 60!
Επειδή πολλές φορές επιλέγει κανείς την τέχνη ως πεδίο δράσης του ακριβώς επειδή αισθάνεται διαφορετικός, με σένα συνέβη κάτι τέτοιο; Πώς έκανες αυτή την επιλογή; Ήμουν ένα παιδί υπερκινητικό πολύ στο παρελθόν, όχι σκάλωμα, το οποίο είχε μια ενέργεια η οποία ήθελε να εκτονωθεί, να γίνει, να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο. Το θέατρο φαινόταν εύκολο γι αυτό το πράγμα. Αποδείχτηκε σωτήριο γιατί ήταν πολύ δύσκολο: Κι αναγκάστηκα να σκεφτώ να παρατηρήσω τον εαυτό μου. Δεν θα έλεγα ότι ήμουν διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους, απλώς είχα μια επιμονή, και πιθανόν και έναν υγιή ανταγωνισμό ή μια υγιή φιλοδοξία – τώρα πόσο υγιή είναι αυτά δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι είναι απαραίτητα στοιχεία, μια επιπλέον επιμονή, ένα πείσμα δηλαδή να τα καταφέρω, που μπορεί να έχει να κάνει κιόλας με θέματα καταγωγής, με θέματα της οικογενείας μου, ο νεότερος ή ο μεγαλύτερος αδελφός, όλα αυτά πάντα παίζουνε ρόλο. Να πάρω τη θέση του άλλου, να με προσέξουνε, συνήθη πράγματα τα οποία είναι η πρώτη ύλη, που νομίζει ο ηθοποιός πως αυτό είναι το λίπασμά του. Δεν είναι όμως, μπορεί να ανακαλύψεις ότι ήθελες να είσαι εκεί, όχι γιατί είσαι διαφορετικός, απλά γιατί εκεί νιώθεις καλύτερα, γιατί μπορείς να είσαι και παιδί – και αυτό είναι το πιο δύσκολο – μπορείς να είσαι και ενήλικας, γιατί πρέπει να είσαι ενήλικας, ώριμος, υγιέστατος, αλλά μπορείς να έχεις αυτήν την αφέλεια την παιδική
Η καταγωγή σου από πού είναι; Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη, Ο πατέρας μου κατάγεται από την Ήπειρο. Η οικογένειά του, και της μητέρας μου, ήταν μετανάστες εκεί, κι ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Πόλη στις αρχές του αιώνα. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου το να είσαι ξένος ήταν κάτι πολύ ισχυρό. Η σιωπή, το να κρύβεις πράγματα, ήταν πάρα πολύ καθημερινό. Να μη μιλάς, να δείχνεις ότι είσαι ένας άλλος. Μετά κατάλαβα ότι κι αυτό επίσης το κρυφό, ότι προς τα έξω υπάρχει μια άλλη συμπεριφορά ενώ στο σπίτι κάτι άλλο, προφανώς ήταν πράγματα που εγώ τα βίωσα στα 13 χρόνια που έζησα εκεί, ενώ οι γονείς μου που μεγάλωσαν εκεί, κι ο παππούς μου το ζούσαν ανέκαθεν. Αυτά είναι πληροφορίες που σου μεταφέρονται: υπάρχει μια απειλή , ένας κίνδυνος. Δεν πρέπει να δείξω, πρέπει να είμαι κρυπτικός . Αυτό είναι ένα υλικό που μετά ανακάλυψα ότι είναι πολύ βοηθητικό στο θέατρο: ο ηθοποιός κρύβει πράγματα! Φανερώνει τον εαυτό του, δείχνει κομμάτια του, αλλά ταυτόχρονα τα κρύβει κιόλας. Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος όταν αντιμετωπίζει τη ζωή και το παρελθόν του μπορεί να το κάνει αυτό. Θέλει απλώς κι έναν επιπλέον ναρκισσισμό, ισχυρότερο, γιατί δεν είναι εύκολο να εκτίθεσαι.
Έφυγες λοιπόν στα 13 από την Κωνσταντινούπολη. Υπό τι συνθήκες; Πώς ελήφθη αυτή η απόφαση; Την είχε πάρει ο παππούς, ο πάτερ φαμίλιας, πολλά χρόνια πριν. Από το 60 ήδη σχεδίαζε τη μετακόμιση της οικογένειάς του στην Αθήνα συγκεκριμένα, είχε φροντίσει γι αυτό. Προετοιμαζόταν αρκετά χρόνια, έλεγε: Τα παιδιά μου θέλω να μεγαλώσουν στην Αθήνα, να έχουν ελληνική παιδεία. Όλο αυτό ήταν στο μυαλό του μέσα, το ελληνικό στοιχείο, η γλώσσα η θρησκεία, όλα αυτά γι αυτόν ήταν πολύ σημαντικά. Του το οφείλω βέβαια. Ήταν μια μετακίνηση πάρα πολύ έντονη – μετά το κατάλαβα – αλλά πολύ ομαλή, μια μέρα φύγαμε, δεν υπήρξε διωγμός. Αλλά πάντοτε υπήρχε αυτή η πίεση του να είσαι ξένος, στο περιθώριο, αλλά υπήρχαν κι οικονομικές απειλές, με τις εφορίες, ήταν δύσκολα.
Και βρέθηκες το ‘73 σε μια άλλη συνθήκη. Ναι, σε μια άλλη συνθήκη στα Πατήσια όπου εγώ πήγα σχολείο 10 Σεπτέμβρη και λιγότερο από δύο μήνες ήμουνα στην Πατησίων και λέγανε: Έρχονται , έρχονται! Οικοδόμοι από τη Νέα Ιωνία κατέβαιναν στο Πολυτεχνείο… Αυτό εμένα μου άρεσε πολύ, χωρίς να ξέρω γιατί. Ήταν μια τονωτική ένταση, κάτι που μου ταίριαζε φαίνεται. Οι άνθρωποι εκδηλώνανε με οργή, με φωνή τα συναισθήματά τους – επιτέλους και δημόσια, στο δρόμο, πράγμα που δεν μπορούσαν να κάνω εγώ! Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Φοβήθηκα, η δύναμη της μάζας είναι πολύ ισχυρή. Το έζησα, στα πεζοδρόμια της Πατησίων. Άλλος κόσμος… Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η καινούρια ζωή. Και το 79-80 έδωσα εξετάσεις και δεν πέρασα, ούτε στο Τέχνης ούτε στο Εθνικό ,και πήγα σε μια ιδιωτική σχολή κινηματογράφου μέχρι τα 20 μου, της Χατζίκου, που δεν υπάρχει πια, έκλεισε.
Το στάτους που έχεις αυτή τη στιγμή έχει κυρίως να κάνει με τις επιλογές σου. Νομίζω ναι.
Ξέρω ότι είναι πάντα δύσκολο αυτό, αλλά θέλω να μου πεις ποιους θεωρείς σταθμούς για σένα, και στο θέατρο και στο σινεμά. Σταθμοί… Πώς τον εννοείς το σταθμό; Ότι εκεί αλλάζουν οι ράγες, ας πούμε; Το 95-96 βρέθηκα στο Αμόρε. Πριν ήμουν στην Ξένια Καλογεροπούλου, για τρία χρόνια, στο θέατρο Πόρτα. Και πιο πριν δούλευα με το Νίκο Καμτσή στο Αερόπλοιο. Και πιο πριν, όσο ήμουν στη σχολή, με τον Δημήτρη Βλάσση, ο οποίος είχε μια θεατρική ομάδα – είναι εξαιρετικός εικαστικός και γλύπτης. Υπάρχουν κι άλλοι μικροί θίασοι, με τον Αντώνη Αντωνίου, το Νίκο Χατζηπαπά, έκανα θέατρο δρόμου, πολλά σεμινάρια… Στόχος μου όμως ήταν πάντοτε να ζω από τη δουλειά μου, Η πρώτη μου λοιπόν τέτοια δουλειά ήταν με τον Αντωνίου το 89 και μετά στην Ξένια στο Πόρτα. Εγώ ένιωσα εκεί, από το 83 που το τελείωσα, πως μετά την πρώτη επταετία σταμάτησα να κάνω άλλες δουλειές. Μετά ήταν το Αμόρε, και μετά το 99 με τον Μαρμαρινό στον Αγαμέμνονα, και το 2000 στο Εθνικό, όπου παρέμεινα μέχρι το ’17.
Πολλά χρόνια! Πολλά χρόνια, είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της θεατρικής μου ζωής και της καριέρας μου, μου πρόσφερε πάρα πολλά πράγματα, κυρίως εξωθεατρικά: η οικονομική σταθερότητα που μου προσέφερε, μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω πάρα πολλά πράγματα. Να σπουδάσω κι άλλο, να πάω στη θεατρολογία, να γράψω… Μ’ αυτήν την έννοια εξωθεατρικά, δεν είναι τόσο έξω, αλλά είναι συγγενή. Το ήξερα αυτό, ότι εγώ ήθελα να βρίσκομαι σε τέτοιους χώρους, σε έναν οργανισμό, σε μια οικογένεια, σε ένα χώρο όπου θα αμείβομαι για να ζω καλά – εντός εισαγωγικών – παίρνοντας έναν μεσαίο μισθό. Ήμουν διατεθειμένος να ρυθμίσω την καθημερινότητά μου και τα έξοδά μου έτσι. Αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να τηρώ πάντοτε, ότι εγώ θέλω να ζω από τη δουλειά μου καλά. Και όταν λέω καλά, εννοώ αυτά τα 1000 με 1200 ή 1300 ευρώ που μπορεί να παίρνει κανείς. Με αυτό συμβιβάστηκα, αλλά είπα πως θα έχω άλλα κέρδη. Πολύ μεγάλος σταθμός. Έφυγα από το Εθνικό και βρέθηκα στο θέατρο Πορεία, στον Τάρλοου, με την Αγριόπαπια. Και τώρα είμαι εδώ, με κάλεσε ο Βαγγέλης να κάνω μια αντικατάσταση. Αυτή είναι η πορεία. Και ανάμεσα διάφορα φεστιβαλικά. Στο σινεμά βέβαια είναι η Miss Violence, κι άλλες ταινίες, o Μπουλμέτης με το Νοτιά, και πριν με την Πολίτικη Κουζίνα, όπου έκανα κάτι πολύ μικρό. Σταθμοί όμως είναι κι οι άνθρωποι είναι και οι δυσκολίες. Ο Μαρμαρινός είναι ένας σταθμός, γιατί συνάντησα εκεί έναν άλλο τρόπο, κι αναγκάστηκα εγώ να δουλέψω αλλιώς – κι είχα σχεδόν 17 χρόνια στη δουλειά. Πάντοτε είναι ελκυστικές οι συναντήσεις με το Μιχαήλ, όπως πρόπερσι στη Λυσιστράτη, στο Πεθαίνω σα Χώρα…
Η γραφή είναι ένας άλλος τομέας δραστηριότητας; Τώρα είχα μια συνάντηση προχτές με το Σταύρο Πετσόπουλο της Άγρας, , και συμφώνησε να μου βγάλει τέσσερα μικρά διηγήματα την άνοιξη του ’19. Ναι, αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, πάρα πολύ, και δεν το ξεχωρίζω από το θέατρο γιατί είναι ένας άλλος τρόπος να ασχολούμαι με το λόγο. Κι αυτό είναι πολύ κεντρικό κομμάτι στο θέατρο για μένα. Και είναι ένας τρόπος άσκησης με τις λέξεις, με τους ρυθμούς, με τους ήχους, αλλά μ αρέσει να παίζω με όλο αυτό το υλικό, σαρκάζοντας ειρωνευόμενος. Δεν είμαι της μεγάλης αναπνοής, δυστυχώς, του μυθιστορήματος, μάλλον πρέπει να πω ότι καλύτερα τα βολεύω στη μικρή φόρμα. Υπάρχει αρκετό υλικό αδημοσίευτο. Είναι κι αυτό ένα από τα πείσματά μου, μ’ αρέσει. Εργάζομαι γι αυτό, διαβάζω, μελετάω, το θεωρώ μέσα στη δουλειά. Δεν είναι δυο διαφορετικά πράγματα για μένα η συγγραφή με το θέατρο, είναι μαζί.
Έτσι είναι δυστυχώς δεν είναι το σύνηθες αυτό που μου περιγράφεις, Πέρασα πολλά χρόνια θεωρώντας ότι το ένα αντιμάχεται το άλλο, ή ότι κάνω το ένα εις βάρος του άλλου. Κατάλαβα ότι δεν έχει βάση αυτό, γιατί και τα δύο εκκινούν από εμένα, κι εφόσον είμαι εγώ η αφετηρία και το υλικό είναι ό,τι κουβαλάω, η ιστορία μου, δεν μπορεί να είναι δύο αντίθετοι κλάδοι, Αντιθέτως είναι δυο διαδρομές που συναντιούνται και αλληλεπιδρούν. Εκεί έμαθα να διαβάσω καλύτερα, και στις διδασκαλίες μου να λέω: αν θέλετε να γίνετε καλοί ηθοποιοί διαβάστε λογοτεχνία. Διαβάστε το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο, και δείτε πώς περιγράφει ο Προυστ μια στιγμή που μπαίνει σε ένα ξενοδοχείο, κι είναι σαν αν είναι , το βασίλειο του σαν. Θεωρώ τη λογοτεχνία πολύ ισχυρό όπλο για τον ηθοποιό.
Μαγειρεύεις ακόμα; Ναι, βέβαια. Και μ’ αρέσει πολύ, και για το σπίτι και για μένα, γιατί έχω καλή τροφή. Θεωρώ πολύ βασικό να τρέφεται κανείς καλά και να φροντίζει τον εαυτό του. Και το μαγείρεμα είναι φροντίδα.