Αν δεν είχε τύχει να συνομιλήσω την άνοιξη με την Αικατερίνη Παπαγεωργίου και την ομάδα The Young Quill για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου, θα έλεγα πως κατέληξαν σε αυτό τελευταία στιγμή για λόγους επικαιρότητας. Εκείνη η συζήτηση με καθιστά μάρτυρα υπεράσπισης για όσους σκεφτούν να τους αποδώσουν καιροσκοπισμό.
Ύστερα μια άλλη σκέψη, πιο σκοτεινή, μου πέρασε από το μυαλό καθώς ανέβαινα τα σκαλοπάτια του Θεάτρου Μπέλλος μετά την παράσταση: όποτε και να ανέβαινε το κείμενο του Ματέι Βίσνιεκ, δυστυχώς θα ήταν επίκαιρο. Αν στο μυαλό μας δεν ερχόταν η τραγωδία της Γάζας, θα ερχόταν η χαίνουσα πληγή της Ουκρανίας. Ενδεχομένως όταν έγραφε το κείμενό του ο συγγραφέας να είχε στο μυαλό του τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας –μια αδιανόητη σφαγή για την οποία ακόμα δεν τα ξέρουμε όλα. Αλίμονο: είναι πολλά τα δάση που παραμένουν γεμάτα από τα οστά όσων οι γονείς ποτέ δεν μπόρεσαν να κηδέψουν και να θρηνήσουν, στερούμενοι ακόμα και τη λύτρωση του πένθους. Είναι λίγοι οι τυχεροί λαοί που δεν έχουν στην –πρόσφατη- ιστορία τους τέτοιες στιγμές.
Η παγίδα που κρύβει το έξοχο κείμενο του Βίσνιεκ με τον μακροσκελή και ιδιοφυή τίτλο για τους επίδοξους σκηνοθέτες του είναι πολλές. Και βασικότερη όλων, η συνηθέστερη στο θέατρο: η ρεαλιστική απεικόνιση, ο νατουραλισμός. Παρόλο που οι εικόνες που πλάθει εύκολα παρασύρουν προς μια τέτοια κατεύθυνση, έχει ο ίδιος δώσει ξεκάθαρα δείγματα στη γραφή του πως η ενδεδειγμένη κατεύθυνση είναι άλλη: ο γιος που σχεδόν εκτελεί χρέη αφηγητή, είναι εξ αρχής νεκρός. Το ίδιο και οι φίλοι του που μιλούν κάθε τόσο, αφηγούνται το τέλος τους και δίνουν τις διευθύνσεις των οικείων του που ζουν –κάποιοι είναι μάλιστα και εχθροί. Το τραπέζι της κουζίνας είναι επικλινές, το πιάτο του γιου πέφτει και σπάει –ανατριχιαστική αναφορά σε γνωστό έθιμο του πένθους. Η μπουγάδα που απλώνεται επί σκηνής αποτελείται από ματωμένα πουκάμισα.
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου σκηνοθέτησε το έργο με ακρίβεια, λεπτομέρεια και δεξιότητες ισορροπιστή. Πολλά από τα εύσημα προφανώς και ανήκουν στους ηθοποιούς, αλλά και τους λοιπούς συντελεστές. Όμως είναι φανερή η κεντρική γραμμή, η σαφής άποψη και η δουλειά που έχει γίνει χωριστά με τον καθένα έτσι ώστε όλα να κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Ούτε νατούρα, ούτε «μαγικός ρεαλισμός», ούτε «σκηνοθετικά ευρήματα»: μόνο ένα βαθύ, ξερό και απελπισμένο παράλογο, όμοιο με τη συνθήκη που ζουν οι ήρωες του έργου –αυτοί τώρα, εμείς αύριο- εκτελεσμένο με σοφή λιτότητα. Δεν θέλω να συνεχίζω τα κλισέ για το νεαρό της ηλικίας της. Η Παπαγεωργίου είναι μια σκηνοθέτις με γνώση, όραμα και αποτελεσματικότητα.
Παρόλο που πρόκειται για μια δουλειά εμφανώς ομαδική, θα ήθελα να αναφερθώ στον καθένα ξεχωριστά. Ο Αλέξανδρος Βάρθης παραμένει σταθερός στην επιλογή του να κάνει θέατρο με μια ομάδα –και μάλιστα τέτοιου είδους θέατρο- ενώ διαθέτει την εμφάνιση (προαπαιτούμενο) και τις ικανότητες (όχι απαραιτήτως προαπαιτούμενο) για μια καριέρα σε πιο μεγάλες και εμπορικές σκηνές. Επίσης, συνεχίζει να εξελίσσεται. Ο τρόπος εκφοράς του λόγου σε καθέναν από τους ρόλους του στην παράσταση είναι μελετημένος μέχρι της τελευταίας νότας και εμπεριέχει ολόκληρο ρο χαρακτήρα.
Ο Τάσος Λέκκας ξεπέρασε το στάδιο της αποκάλυψης και της ελπίδας για το μέλλον και κατακτά τον τίτλο ενός από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Διατηρεί την ικανότητά του να μεταμορφώνεται –δεν θα τον αναγνώριζα αν δεν τον ήξερα, όπως μη αναγνωρίσιμος ήταν σε καθεμιά από τις προηγούμενες ερμηνείες του- και τη χρησιμοποιεί σοφά για τους λοιπούς ρόλους που υποστηρίζει. Στον κεντρικό, ως νεκρός γιος, είναι το πιο φυσικό, ρεαλιστικό, αληθινό πρόσωπο της παράστασης: η εικόνα της πραγματικότητας είναι ένας προ πολλού νεκρός.
Όλο το νόημα του έργου περνά μέσα από το βλέμμα της Ελίζας Σκολίδη. Αυτό το βλέμμα έκπληκτου, φοβισμένου, κυνηγημένου ζώου ήταν δύσκολο να το αντέξει κανείς: ένιωθα ένοχος για όσα έχω –και κυρίως ΔΕΝ έχω κάνει στη ζωή μου. Επέλεξε σωστά με τη σκηνοθέτιδά της να μη χρησιμοποιήσει την εμφάνισή της, να μη φανεί πιο σέξι –ενώ και το μπορούσε, και ο ρόλος το επέτρεπε. Ακόμα μια ηθοποιός που αξίζει να ακολουθούμε με προσοχή το κάθε της βήμα, και τώρα και στο μέλλον.
Η Μάνια Παπαδημητρίου δεν χρειάζεται συστάσεις, ούτε για τη στόφα, ούτε για την ποιότητα και την εμπειρία της. Θα πω μόνον αυτό: έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό την έχω δει να κάνει σε παραστάσεις περισσότερα από όσα θα χρειάζονταν –ναι, σύμφωνοι, το μπορεί, αλλά κάποιες φορές το επιπλέον αφαιρεί αντί να προσθέτει. Εδώ η υποκριτική της λιτότητα, η ακρίβειά της με το ελάχιστο, είναι που καθιστούν τη μάνα-αρχέτυπο που ερμηνεύει συγκλονιστική. Λίγη ακόμα υπογράμμιση ή «υποκριτική» και παραμόνευε το προφανές ή –ακόμα χειρότερα-το μελό. Απέφυγε το σκόπελο και μας καθήλωσε.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος υπήρξε ο άψογος πατέρας για το ρόλο. Εκτός από την ερμηνεία του, συγχαρητήρια του αξίζουν για την τόλμη του να συνεργαστεί με πολύ νεώτερούς του ανθρώπους σε ένα είδος θεάτρου που μπορεί και να μην είναι γι αυτόν το πιο οικείο, και να κερδίσει το στοίχημα. Αξιέπαινος.
Ομοίως και η Μυρτώ Σταμπούλου στα κοστούμια, η Ειρήνη Γεωργακίλα στα κοστούμια, η Χρυσηίς Λιατζιβίρη στην κίνηση και η Μαρίνα Χρονοπούλου στη μουσική, ήταν ακριβώς όπως απαιτούσε το εγχείρημα: χωρίς τη ματιά τους και τη συνεισφορά τους το «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» δεν θα ήταν το ίδιο.
Δυσκολεύομαι να κρύψω τη χαρά μου για αυτή την παράσταση: το θέατρο που υποστηρίζουν οι The Young Quill είναι ακριβώς αυτό που με ενδιαφέρει, αυτό στο οποίο πιστεύω. Τους ευχαριστώ για μια βραδιά όχι εύκολη, όχι κεφάτη ή ευχάριστη, αλλά σαφέστατα κερδισμένη.