Εξαιρετικά δύσκολο πράγμα το πολιτικό θέατρο. Γιατί για να είναι αντάξιο του τίτλου του, πρέπει να γίνεται με πολιτικό τρόπο. Διαφορετικά εκπίπτει σε φτηνή συνθηματολογία, εύκολο κήρυγμα, καθησυχαστικό δίδαγμα. Πολλές οι παγίδες κι οι κίνδυνοι, και αυστηροί οι κανόνες του πολιτικού θεάτρου. Ένας από τους ήρωες του έργου αναφέρεται συχνά σε τσιτάτα του Μπρεχτ: καθόλου τυχαίο. Η μέθοδός του είναι δόκιμη και άντεξε στο χρόνο, και το θέατρό του παραμένει ουσιαστικά και βαθιά πολιτικό. Και ναι, είναι ένας τρόπος να μας δηλώσει ο ίδιος ο δημιουργός της ότι η «Καταρίνα» είναι μια μπρεχτική παράσταση.
Θεωρώ πως ο βασικός άξονας της παράστασης έχει ήδη διαρρεύσει, κι έτσι δεν θα διστάσω να τον αναφέρω. Παρόλα αυτά, οφείλω να προειδοποιήσω πως αυτό το κείμενο ίσως αποκαλύπτει λεπτομέρειες της πλοκής της που κάποιος που δεν την είδε ακόμα ενδέχεται να μην θέλει να μάθει πρόωρα. (Ελληνιστί: Spoiler Alert). Μια οικογένεια της οποίας όλα τα μέλη –ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικής κατεύθυνσης- ονομάζονται Καταρίνα, προς τιμήν μιας προγιαγιάς που με τον ηρωισμό της σημάδεψε τις επόμενες γενιές, ακολουθεί απαρέγκλιτα μια ιδιότυπη τελετή ενηλικίωσης: κλείνοντας τα 26 τους χρόνια, σκοτώνουν ένα φασίστα. Μέχρι που η Καταρίνα (ποια άλλη, άλλωστε;) θα αρνηθεί να το κάνει.
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης προσεγγίζει με συμπάθεια την φιλειρηνική αντίδραση της νεαρής –όπως άλλωστε και τον βηγκανισμό της αδελφής της: όποιο κι αν είναι το πρόταγμα μιας οικογένειας, δεν είναι φυσικό τα νεότερα μέλη της να αντιτίθενται σε αυτό, διαχωρίζοντας τη δική τους θέση και πορεία; Όμως δεν σημαίνει πως κάθε αντίδραση είναι απαραιτήτως προς τη σωστή –ή και επωφελή- κατεύθυνση.
Ακολουθώντας, λοιπόν, το πρότυπο του Μπρεχτ, ο Τιάγκο Ροντρίγκες γράφει ένα έργο κατεξοχήν διαλογικό: τα πρόσωπα εκθέτουν τις ιδέες τους και συγκρούονται επ’ αυτών. Ενδεχομένως μέρος του κοινού –ειδικά στο πρώτο μέρος- να βρει τους διαλόγους αυτούς μακρόσυρτους. Όμως δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο τρόπο να εκτεθούν συγκρούσεις κατεξοχήν ιδεολογικές όπως αυτή για τη νομιμοποίηση της πολιτικής βίας, της ευαλωτότητας της δημοκρατίας όταν ο φασισμός χρησιμοποιεί εναντίον της τα ίδια της τα όπλα, της ελευθερίας και των ορίων της, των διλημμάτων που αντιμετωπίζει όποιος επιλέγει την πολιτική δράση. Όμως, εκεί που η συζήτηση μοιάζει θεωρητική, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας μάς παρασέρνει σε μια διαρκή –αν και αρχικά ανεπαίσθητη- αύξηση της έντασης, μέχρι που να κρεμόμαστε από τα χείλη των χαρακτήρων του. Ο διάλογος μεταξύ μάνας και κόρης για τον τρόπο που οι φασίστες χρησιμοποιούν το δημοκρατικό δικαίωμα έκφρασης γνώμης για να καταλύσουν της ίδιες τις δημοκρατικές ελευθερίες είναι κομμάτι ανθολογίας.
Η ένταση κορυφώνεται τόσο μέσα στην αίθουσα, που πλησιάζοντας προς το τέλος οι αντιδράσεις γίνονται έως και βίαιες. Όταν η αντάρτισσα Καταρίνα αποφασίζει να μην εκτελέσει το παραδοσιακό της καθήκον κι όχι μόνο αρνείται να σκοτώσει το φασίστα, αλλά τοποθετείται ανάμεσα σε αυτόν και τα όπλα της οικογένειας ώστε να μην το κάνει και κανένας άλλος, προκαλείται μια σειρά πυροβολισμών που αφήνει μόνο μία «Καταρίνα» όρθια. Και τότε, ο –απόλυτα σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή-φασίστας σηκώνεται, φοράει το σακάκι του και απευθύνει λόγο προς το κοινό. Ένα λόγο μακροσκελέστατο, που περιέχει όλα όσα συνήθως εκφράζονται στους λόγους πολιτικών του ακροδεξιού –και όχι μόνο- φάσματος, με πρώτο και καλύτερο την άρνηση του όρου με τον οποίο τους χαρακτηρίζουν κι ο οποίος και περιέχεται στον τίτλο του έργου. Είναι σοκαριστικό το πόσο οικεία σε όλους μας ακούγονται όσα εκστομίζει αυτό το πρόσωπο. Προκαλεί ανατριχίλα το πόσες γνωστές στην ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή πολιτική ζωή φάτσες έχουν πει ακριβώς τα ίδια λόγια με τις ίδιες εκφράσεις –πιθανότατα ο συγγραφέας και σκηνοθέτης να συνέρραψε αυτό το λόγο από πραγματικά αποσπάσματα. Κι όσο ο λόγος του τραβάει σε μάκρος, γίνεται τόσο εξοργιστικός, που οι νεκροί σηκώνονται και ξαναπαίρνουν τα όπλα. Και όχι μόνο: και το ίδιο το κοινό αρχίζει να εξεγείρεται! Κάποιοι αρχίζουν να του φωνάζουν να το βουλώσει, βρίζουν, άλλοι προτρέπουν τους χαρακτήρες να τον πυροβολήσουν κι άλλοι αποχωρούν εξοργισμένοι. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις όπου παρουσιάστηκε η παράσταση, οι οργισμένες φωνές και οι αποχωρήσεις ξεκίνησαν ακόμα νωρίτερα: το αθηναϊκό κοινό της πρεμιέρας συγκριτικά επέδειξε αυτοσυγκράτηση…
Η τεράστια ευφυΐα του Ροντρίγκες εντοπίζεται στο γεγονός πως αυτή την εύκολη ικανοποίηση δεν τη χαρίζει ποτέ στους θεατές –παρόλο που οι χαρακτήρες του κοιτούν κάθε τόσο προς την πλατεία σαν να λένε: «Να τον πυροβολήσουμε; Τι καθόμαστε και τον ακούμε;». Όμως ο λυτρωτικός πυροβολισμός –όπως έλεγε σε ένα σπαρακτικό του κείμενο ο Χέρμπερτ Άχτερνμπους- δεν θα έρθει ποτέ. Εύκολα θα κέρδιζε ένα κατακλυσμιαίο χειροκρότημα με μια τέτοια εκτόνωση της έντασης. Σοφά πράττων – ή απλά παρατηρώντας τα τεκταινόμενα ανά τας Ευρώπας και ακολουθώντας τα- δεν το διαπράττει.
Και κάπου εδώ αρχίζουν οι δυσάρεστες σκέψεις… Αυτό το κοινό που τόσο ενοχλείται από όσα ακούγονται από τη σκηνή ώστε δεν μπορεί να συγκρατήσει την οργή του, παίρνει στην καθημερινότητά του κάτι από αυτή την αγανάκτηση; Ή απλούστατα εκτονώνεται φωνασκώντας στην αίθουσα –άραγε τόσο το έπνιξε η οργή ώστε να ξεχάσει πως βλέπει θέατρο;- κι ύστερα πηγαίνει ήσυχο για φαγάκι μετά συζητήσεως για την «Καταρίνα», ποτάκι και νανάκια; Τα εκλογικά αποτελέσματα, οι φωνασκίες και τα σεξιστικά, ομοφοβικά, υπερσυντηρητικά και ρατσιστικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι χλιαρές και περιορισμένης συμμετοχής αντιδράσεις στους δρόμους για όλα όσα συμβαίνουν, μάλλον το δεύτερο δείχνουν. Λυπάμαι για τη θλιβερή επισήμανση. Στέργει γαρ ουδείς άγγελον κακών επών.
Υ.Γ. Και για να μην αφήνουμε πράγματα ανολοκλήρωτα: Ολόκληρο το δίστιχο του Φώντα Λάδη που μελοποιήθηκε από το Θάνο Μικρούτσικο και χάρισε τον τίτλο σε αυτό το κείμενο είναι : Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον. Δεν θα πεθάνει μόνος: ΤΣΑΚΙΣΕ ΤΟΝ. Άντε, να σας (μας) δω…