Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς

 

Βρεθήκαμε για να μιλήσουμε σε ένα καφέ στο Γκάζι. Ακριβώς απέναντι, τα δύο θέατρα που φιλοξενούν τις παραστάσεις όπου παίζει ο Δημήτρης Μαμιός: το 104 το μονόλογο «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» σε σκηνοθεσία Ντίνου Ψυχογιού, και το Σύγχρονο το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Εξαντλημένα τα εισιτήρια και για τις δύο παραστάσεις, που συγκαταλέγονται στις επιτυχίες της ανεξάρτητης αθηναϊκής σκηνής. Από τις αποκαλύψεις των τελευταίων ετών ο Δημήτρης Μαμιός, με είχε καταπλήξει με τη σκηνική του ευθύτητα στην «Αντιγόνη» που είχε σκηνοθετήσει η Μαρία Πρωτόπαπα. Η κουβέντα μας αγγίζει θέματα ευαίσθητα, δύσκολα, προσωπικά, αλλά ο Δημήτρης δίνει την αίσθηση πως θέλει να μιλήσει για αυτά. Τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και την εξομολόγηση.

 

Πήγα να σου πω να ξεκινήσουμε από την παράσταση εδώ απέναντι. Αλλά και η  άλλη απέναντι είναι!

Έλα ντε! Δεν φεύγω μακριά. Οι παραστάσεις αυτές είναι το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού».

«Δυσλεκτικός» είναι η λέξη που δεν θα ακούσουμε ποτέ στην παράσταση. Σωστά;

Σωστά. Είναι σαν απαγορευμένο αυτό. Επί της ουσίας είναι και όλο το έργο αυτό. Δεν θα ακούσεις ποτέ για το στίγμα που κουβαλάς. Είναι σαν να έχεις κάποια αρρώστια και απλά την κρύβουν οι γονείς σου, όπως γινόταν και με τη δυσλεξία παλιά και με οποιαδήποτε μορφή στίγματος που οι γονείς κρύβουν από τον κόσμο. Γι αυτό δεν ακούγεται. Γιατί μάλλον δεν πρέπει να ακουστεί. Όπως πολλά πράγματα και καλά «δεν πρέπει να ακουστούν» σε αυτή τη ζωή. Όταν έχεις ένα γιο ομοφυλόφιλο και το κρύβεις, ή ότι είσαι από φτωχή οικογένεια; Να ντρέπεσαι να πας τα παιδιά στο σπίτι σου επειδή δεν θέλεις να δουν το σπίτι σου. Για όλα αυτά είναι η παράσταση. Δεν είναι μόνο η δυσλεξία. Είναι η αφορμή για να μιλήσουμε για εμάς, τα παιδιά που έχουμε περάσει, διάφορα, που όλοι αως παιδιά έχουμε ζήσει: μέχρι και ο καλός μαθητής έχει ένα στίγμα, μια πίεση από τους γονείς ότι πρέπει να είναι άριστος. Το αποκορύφωμα είναι οι πανελλήνιες, όπου μαθαίνουν τόσα πράγματα τα παιδιά για να αποδείξουν τι; Όταν σταμάτησα πια στο θέατρο να θέλω να αποδείξω κάτι, εκεί έγινε μια καμπή καλλιτεχνική. Δεν θέλω να αποδείξω ότι είμαι καλός, τη βιρτουοζιτέ μου, αλλά απλά τι κάνω εδώ επί της ουσίας. Ο διάλογος που έχουμε τώρα μεταξύ μας είναι το ίδιο πράγμα με μια καλή παράσταση.

Όταν έρχεται επιτέλους αυτή η αποενοχοποίηση, είναι τρομερό σημείο.

Είναι απαραίτητο. Αλλά ο ηθοποιός συνήθως χρειάζεται χρόνια για να μπορεί να φτάσει σε αυτό το σημείο, να νιώσει την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να μιλήσει. Στην αρχή μαθαίνει τη γλώσσα. Πώς μαθαίνει ο μουσικός τις νότες; Μπορεί να ερμηνεύσει ένα κομμάτι κατευθείαν; Πρέπει να μάθει λίγο το όργανό του. Αυτό κάνουμε στις αρχές. Μαθαίνουμε το όργανό μας, ώστε να μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, να μιλήσουμε. Αυτό πιστεύω τώρα. Του χρόνου μπορεί να λέω άλλα!

Μου έκανε εντύπωση κάτι που είπες: ότι και η φτώχεια είναι ένα στίγμα. Σε μια συνέντευξη ο Εντουάρ Λουί, συγγραφέας του «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» και του «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», ανέφερε κάτι που του είπε η μητέρα του. Στα έργα του περιγράφει πολύ σκληρές σκηνές: σεξουαλικές επαφές σκηνές μεταξύ ανηλίκων, στις οποίες συμμετείχε ο ίδιος, εξευτελισμούς… Η μάνα του δεν του είπε ποτέ κάτι γι αυτά. Του έκανε όμως το παράπονο: «Ήταν ανάγκη να μάθει όλος ο κόσμος ότι είμαστε τόσο φτωχοί;» Το βρήκα τρομερό.

Είναι τρομερό και στενάχωρο. Και αυτή η νοοτροπία βλέπεις ότι μεταφέρεται από τους γονείς στα παιδιά, και τα παιδιά γίνονται γονείς. Συνεχίζεται αυτός ο φαύλος κύκλος. Εμένα η ερώτησή μου είναι πώς σταματάει και αν σταματάει ποτέ αυτό να υπάρχει. Αυτό ψάχνω με αυτή την παράσταση. Το στίγμα αυτό που κουβαλάμε, εγώ το δικό μου και εσύ το δικό σου, όπως ο καθένας, φεύγει; Το ξορκίζεις ή το κουβαλάς για πάντα; Νομίζω ότι το κουβαλάς, αλλά με έναν άλλο τρόπο πια. Αυτή η παράσταση επί της ουσίας είναι σαν να ξορκίζω το στίγμα μου. Κι εγώ μπορεί να είμαι δυσλεκτικός. Εγώ έχω περάσει, επειδή ήμουν ένα παιδί πιο έντονο, να λένε οι γονείς των άλλων παιδιών, επειδή οι δικοί μου ήταν χωρισμένοι: «Μην κάνεις παρέα με αυτό το παιδί γιατί θα γίνει αλήτης κι η αδερφή του θα γίνει πουτάνα, γιατί ζει με μια μπάλα μόνο…». Η μάνα μου επίσης, επειδή δεν είχε άντρα και ήταν μια γυναίκα μόνη της, άκουγε διάφορα… Όλα αυτά τα είχα σαν παιδί. Και όντως, ξέρεις, έμπαινα στη διαδικασία να ντραπώ. Να μην έρχεται ο μπαμπάς μου στα πάρτι. Γιατί; Τι να πω; Καμιά φορά έκρυβα ότι είναι χωρισμένοι οι γονείς μου.

Αυτό που μου περιγράφεις είχε κάποια σχέση με την επιλογή σου να ακολουθήσεις το δρόμο του θεάτρου;

Σίγουρα. το θέατρο για μένα ήρθε σe μορφή ανάγκης. Δεν ήταν ότι μου άρεσε ο κόσμος του θεάτρου και όλο αυτό είχε μια ρομαντική μορφή. Ήταν πιο βίαιο για μένα. Ήταν μια ανάγκη, σαν ένστικτο, να μπω μέσα σε αυτό ώστε να μπορέσω να λυτρωθώ. Δεν ένιωθα ότι θα πάω να παίξω τους μεγάλους ρόλους. Με ρωτάνε «Ποιο ρόλο θέλεις να παίξεις;» Δεν έχω καμία ανάγκη να παίξω κάποιον συγκεκριμένο ρόλο. Απλά έχω την ανάγκη να μιλήσω. Βεβαίως είναι και δουλειά. Γιατί ξέρεις, λένε: «Α, εντάξει, αυτός κάνει αυτό και περνάει καλά». Όχι, δεν είναι καλά, είναι επίπονο. Είναι σαν να αυτομαστιγώνεται στη σκηνή συνέχεια για να μπορείς να μιλήσεις, για να φτάσεις στο σημείο να πεις ειλικρινά αυτό που πρέπει να πεις. Αυτή είναι η ειλικρίνεια. Έλεγα και στον Ντίνο Ψυχογιό που σκηνοθέτησε την παράσταση, ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Κι αυτός μου το έλεγε. Ας πούμε την ιστορία, και αν νιώσουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι, ας το κάνουμε. Ας μας πάει η ιστορία.

Και πώς το ανακάλυψες το θέατρο ως διέξοδο; Πώς συναντηθήκατε;

Συνέβη σε μια φάση που πραγματικά δεν ήξεραν τι να κάνουν με μένα, και η μάνα μου αναρωτιόταν «τι θα γίνει το παιδί». Της μητέρας μου της άρεσε το θέατρο πολύ, και μας πήγαινε και εμένα και τις αδερφές μου. Πήγα  σε μια ομάδα ερασιτεχνική και με περίμενε στις αρχές η μάνα μου απ’ έξω μέχρι να τελειώσω για να φύγουμε. Και κάποια στιγμή  της λέει η καθηγήτρια: «Γιατί δεν έρχεστε και εσείς;» Και ήρθε και η μάνα μου! Μέχρι τώρα ασχολείται και εκείνη με το ερασιτεχνικό θέατρο. Σαν να ξεκινήσαμε μαζί με τη μάνα μου ένα ταξίδι. Η καθηγήτρια ήταν πολύ καλή σκηνοθέτις, σπουδαία, από μεγάλη οικογένεια. Ήταν και με τον Πήτερ Μπρουκ. Στο πρώτο ή δεύτερο μάθημα, μας βάζει μια άσκηση και λέει: διαλέξτε κάποιον από την ιστορία, έναν σούπερ ήρωα, όποιον θέλετε, για  να είστε εσείς. Εγώ ήμουν, πόσο ήμουν, 15 χρονών; Φτάνει λοιπόν σε εμένα: «Τι θα ήθελες να είσαι;» Εγώ ήμουνα ένα παιδί νευρικό, ήθελα να κάνω λίγο εντύπωση, να είμαι διαφορετικός ώστε να μπορώ και εγώ να υπάρχω. Λέω: «Ο Νέρωνας!» «Γιατί; Σοβαρά, γιατί θες να είσαι ο Νέρωνας;» «Γιατί θέλω να τα κάψω όλα!»  «Τι θες να κάψεις;» «Το παρελθόν μου». Και μου λέει: «Βρες κάποιον εδώ που να σου θυμίζει κάτι από  το παρελθόν σου και πες του να σηκωθεί». Εγώ κοιτάζω αμήχανα τους άλλους. Ποιον να φωνάξω; Σηκώνεται λοιπόν ένας, και μου λέει: «Κάψε τον. Τώρα». Αντιλαμβάνομαι ότι εννοεί να τον διώξω να φύγει. Του φώναζα: Φύγε! Τον σπρώχνω. Δεν έφευγε. Και ήμουν μια ώρα εκεί. Βασανιστήριο! Δεν ήξερα τι να κάνω. Και κάποια στιγμή γυρνάω και τον κοιτάω στα μάτια για ώρα. Κι  απλά σηκώνεται και φεύγει. Αυτό έδωσε λύση στη ζωή μου. Ένιωσα ότι πρέπει να δω αυτό που έχω κρύψει καλά. Για να φύγει, ή να συμβαδίσουμε, ή να αγκαλιαστούμε ή οτιδήποτε. Αλλά πρέπει να το δω. Αυτό συνέβαινε σε πολλά πράγματα στη ζωή μου, όπως στη σχέση μου με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος. Δύσκολος άνθρωπος, δεν μπορούσα με τίποτα να τον καταλάβω, δεν υπήρχε συνεννόηση. Είχα κάνει και ψυχοθεραπεία, κι είχαμε αναφέρει θυμάμαι πως ήταν σαν να είχα βάλει το θέμα σε ένα μπαούλο, το είχα κλειδώσει με κλειδαριές κάπου και είχα ξεχάσει κιόλας πού! Μέχρι που το ξεκλείδωσα κι αυτό. Και μια μέρα πάω και του λέω «Μπαμπά σ’ αγαπώ». Δάκρυσε. Και ξαναφτιάξαμε τη σχέση μας. Τον είδα και είπα: ΟΚ, αυτός είναι ο μπαμπάς μου. Γιατί καμιά φορά ντρεπόμουνα. Ο μπαμπάς μου ήταν λίγο βίαιος, έπινε λίγο και έκανε κάποια χοντροκομμένα αστεία… Πάντα έβλεπα έναν θείο μου και έλεγα: γιατί να μην είναι αυτός ο μπαμπάς μου; Γιατί σαν παιδί ήθελα και εγώ ένα πρότυπο, κάτι να μιμηθώ, και δεν θεώρησα καλό τον μπαμπά μου γι αυτό. Όλα αυτά μου δημιούργησαν την ανάγκη να βρω λύσεις.

Μεγάλο μάθημα θεάτρου αυτό, το πώς θα αντιμετωπίσεις αυτόν που είναι απέναντί σου…

Ναι. Αν και μετά που μπήκα στη δραματική σχολή, σαν να το ξέχασα αυτό που είχα ζήσει. Στη δραματική σχολή, ασχολούμουν με την τεχνική, πώς θα γίνω καλός, τι θεωρώ καλό και κακό. Τώρα λέω σε μια μαθήτριά μου: «Μην ακούς κανέναν. Δεν υπάρχει καλό και κακό. Δεν υπάρχει λάθος και σωστό. Απλά μίλα και πες τι θες». Μου φέρνει πέντε-έξι κομμάτια που μίλαγαν όλα για τον έρωτα. Της λέω: Δεν είναι μόνο αυτή η ζωή. Δεν είναι το θέατρο μόνο ο έρωτας, είναι και ο θάνατος. Εσύ που είσαι 19 χρονών πρέπει να μιλήσεις για αυτά που ζεις τώρα. Δεν μπορείς να μιλήσεις χωρίς να τα έχει ζήσει αυτά. Θα πεις μπούρδες. Θα κάνεις σαν τα παιδάκια που μιμούνταν και τα λέγαμε μικρομέγαλα! Πρέπει να το έχεις βιώσει. Αν παίξω τώρα τον Ρωμαίο, θα τον παίξω διαφορετικά απ’ ότι θα το έκανα στα 25 μου, γιατί έχω άλλη αντίληψη για τον έρωτα. Αυτό δεν μπορεί να μου το αλλάξει κάποιος. Αυτό είναι το ωραίο με το θέατρο. Τον κάθε ηθοποιό τον βλέπεις μικρό, και μετά λες: τι, τώρα έγινε καλύτερος; Δεν ξέρω αν είναι καλύτερος ή χειρότερος, απλά έχει άλλα πράγματα να πει. Η τεχνική βοηθάει: είναι οι νότες σου. Πρέπει να τις εξασκείς. Είναι απλά τα πράγματα. Δεν είναι τόσο σύνθετα όσο τα σκεφτόμαστε. Εξασκείς το όργανό σου και όταν έρθει η ώρα να μιλήσεις, μιλάς με ειλικρίνεια.

Πρώτη φορά που σε ξεχώρισα στο θέατρο ήταν ως Αίμονα στην Αντιγόνη του Ανούιγ σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαπα.

Είναι τρομερό να δεις πώς μου τα φέρνει η ζωή! Είχα δυο σκηνές βασικές, τη σκηνή που χώριζα και τη σκηνή που έχω γίνει πατέρας του πατέρα μου. Και στη ζωή μου ήμουν αντιμέτωπος με τον μεγάλο μου χωρισμό μετά από 13 χρόνια σχέσης, και με τον πατέρα μου που έχει καρκίνο. Όλα επαναλαμβάνουν την αρχική ιστορία που σου είπα. Έλεγε ο Αίμονας: «Μπαμπά, πού είσαι; Πού είναι ο πατέρας μου που με σήκωνε στα μπράτσα του και ήταν ο Θεός για μένα;» Και εγώ είχα τον πατέρα μου που με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε «πεθαίνω», ή έκανε την ανάγκη του πάνω του και ντρεπόταν και έπρεπε να τον φροντίσω εγώ σαν μωρό. Και πήγαινα κάθε μέρα στο θέατρο και έλεγα αυτά τα λόγια. Ή ο χωρισμός μου, που ήταν μεγάλο γεγονός: μετά από 13 χρόνια κι ενώ προσπαθούσα να κάνω παιδί με αυτή τη γυναίκα. Με αγάπη χώρισαν οι δρόμοι μας. Όμως στο έργο μού έλεγε: «Φύγε, μη μου ξαναμιλήσεις». Και στη ζωή με την ίδια σειρά ήρθαν, όπως στο έργο: πρώτα χώρισα και μετά έγινε αυτό με τον πατέρα μου. Σαν να ήρθε το ένα για να ξεχάσω το άλλο. Με φοβίζει κιόλας όταν γίνεται μπέρδεμα της δουλειάς με τη ζωή.

Αυτό πώς λειτούργησε; Πονούσε; Βοήθησε; Και τα δύο;

Μου έδωσε λύσεις το να το αντιμετωπίζω συνέχεια, δεν το έκρυβα πια. Ερχόμουν σε επαφή κάθε μέρα με αυτό. Είναι τρομερό το πώς επαναλαμβάνεται η πρώτη ιστορία που σου είπα…

Χρησιμοποιήσαμε πριν τη λέξη «στίγμα». Μπορεί να το βλέπω λιγάκι ρομαντικά, αλλά θα ήθελα να πιστεύω ότι στον χώρο στον οποίο κινούμαστε τώρα πια αυτά είναι δεδομένα. Δεν θα ήθελα να σκεφτώ ότι υπάρχουν στον χώρο μας άνθρωποι που θα κοιτάξουν τον άλλον στραβά ανάλογα με το τι χρώμα έχει, τι σεξουαλικό προσανατολισμό…

 Συγκαλυμμένα είναι. Μπορεί κάποιος για να ενταχθεί σε αυτόν τον χώρο όπου έχουμε μια κοινή άποψη -και καλά κάνουμε- να κρύβει π.χ. την ξενοφοβία του. Έχω συναντήσει ανθρώπους τέτοιους. Είναι αυτοί που λες: δεν τον κάνω παρέα, δεν θέλω να δουλέψω μαζί του, δεν ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Αλλά παντού υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. στην πλειοψηφία, πιστεύω κι εγώ αυτό που λες. Αλλά το συγκαλυμμένο μπορεί να είναι πιο πολύ πιο ύπουλο. Κι έχουμε και το αντίθετο, το politically correct, που τα παγώνει όλα. Δεν μιλάω για τόσο όσο χρειάζεται για να μπορούμε να εργαζόμαστε σωστά. Αλλά η ακραία μορφή του είναι τρομακτική, φτάνει στα άκρα. Τα ζούμε αυτά, και θα ζήσουμε κι άλλα πιστεύω. Γιατί ο κόσμος θέλει να επαναστατεί για τα πάντα. Και στον νέο είναι φυσιολογικό. Ο έφηβος θέλει να επαναστατήσει ενάντια στους γονείς του. Πάντα θα γίνεται αυτό. Το θέμα είναι η παιδεία, η μόρφωση. Εκεί πρέπει να επενδύσουμε για να στραφεί εκεί που πρέπει αυτή η επανάσταση.

Για μένα είναι δεδομένο ότι είσαι ένας ηθοποιός του θεάτρου. Και κάποια στιγμή με έκπληξη και διαπίστωσα ότι για πολλούς εσύ είσαι ένας ηθοποιός της τηλεόρασης.

Ναι! Εντάξει, τώρα έτυχε αυτό  μαζεμένο τα τελευταία τρία χρόνια! Είναι τρομερό όμως να παίζεις 13 χρόνια θέατρο και με μία σειρά που έχεις κάνει να είσαι τηλεοπτικός ηθοποιός. Αλλά δεν τις βαριέμαι αυτές τις κατηγοριοποιήσεις. Η δουλειά μου απαιτεί να μπορώ να κάνω και μια ταινία, και μια διαφήμιση… Αλλά πιο πολύ θέατρο έχω κάνει. Άρα είμαι ηθοποιός που προέρχομαι από το θέατρο. Η βάση είναι το θέατρο. Τα άλλα είναι σαν έξτρα. Και αν θα γίνει, και πώς θα γίνει και γιατί… Ο κόσμος με γνώρισε από την τηλεόραση ίσως. Και τα θέατρα που παίζω δεν είναι εμπορικά, από αυτά που θα έρθει λαϊκό κοινό.

Εμπορικά ή μη, πάντως και στα δύο δεν πέφτει καρφίτσα! Αλλά είναι πολύ σοβαρό  θέατρο.

Σαν θεματολογία, ναι. Και τα δύο θα σε κάνουν να προβληματιστείς έντονα. Και επιθετικά κιόλας. Στα σήριαλ με γνώρισε κι ένα άλλο κοινό, που μπορεί να μην μπορούσε να παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή του αυτές τις παραστάσεις –ή δεν θέλει. και με γνώρισε σε κάτι φουλ τηλεοπτικό.

Έναν άνθρωπο όπως εσύ, που έχεις τη βάση σου στο θέατρο εδώ και χρόνια, δεν θεωρώ ότι μπορεί να σε επηρεάσει μια πρόσκαιρη ή μη επιτυχία στην τηλεόραση. Αυτούς που φοβάμαι είναι τους ηθοποιούς οι οποίοι βγήκαν από τη σχολή πριν λίγο, είδαν το θέατρο ως κάτι επίπονο όπου μπορεί να παιδεύεσαι, να παίζεις σε μια άδεια αίθουσα για ψίχουλα, και ξαφνικά βρέθηκαν στα φώτα, στα εξώφυλλα, στο να τους αναγνωρίζει ο κόσμος στο δρόμο. Είναι αδύνατον να μην γλυκάθηκαν.

Μπορεί κι εγώ αν έβγαινα από τη σχολή και να μου τύχαινε κάτι τηλεοπτικό, να με έπαιρνε η μπάλα προς τα εκεί. Δεν ξέρω. Μου τα έφερε έτσι η ζωή. Αλλιώς μπορεί να είχα γλυκαθεί, όπως λες και εσύ, και να είχα μπει στην πλάνη του κρασιού. Και να έπινα, να έπινα, και να γινόμουν αλκοολικός!  Είναι πολύ επικίνδυνο όντως για τους νέους ηθοποιούς, και είναι σημαντικό να το λέμε αυτό ότι γίνεται μια στροφή προς το εύκολο ή προς στο δύσκολο. Πιο εύκολα θα γίνεις αναγνωρίσιμος, πιο εύκολα θα έχεις χρήματα, πολύ σημαντικό στάτους – το αντίθετο του στίγματος! Ξέρεις, το στάτους τα καλύπτει όλα! Ξαφνικά γίνεσαι Θεός! Τώρα δεν το σκέφτομαι έτσι. Το σκέφτομαι απλά σαν μια δουλειά, σαν challenge -επειδή δεν είχα κάνει ποτέ τηλεόραση. Να ασχοληθώ και να εξελιχθώ σε αυτό. Γιατί είναι άλλο πράγμα: άλλη υποκριτική στην τηλεόραση, άλλη υποκριτική στο θέατρο. Κι εγώ τώρα τη γνώρισα, δεν είχα ασχοληθεί. Είναι άλλος κι ο κινηματογράφος. Είναι πολύ γρήγορη η τηλεόραση. Πρέπει κατευθείαν να βγεις και να πεις ένα κείμενο που μπορεί να μην είναι και πολύ καλά γραμμένο. Ξέρεις γιατί; Είναι 400 επεισόδια! Η λογική λέει ότι δεν θα κάτσουν δύο χρόνια να γράφουν για να παιχτεί. Δεν γίνεται! Οπότε καλείσαι να τα πεις γρήγορα, να μπεις σε ένα άλλο mood. Με βοήθησε αυτό στη συνειδητοποίηση του τι κάνω, και πώς πρέπει να το κάνω. Αλλά για τους νέους είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που λες, να γνωρίσουν πρώτα αυτό. Αλλά από την άλλη, άμα τους δοθεί η ευκαιρία, πώς θα γίνει;

Έχω δει όμως ανθρώπους να καίγονται από αυτό.

Σίγουρα. Αλλά, από την άλλη τι θα του πεις; «Πρέπει να πονέσεις πρώτα για να τα καταφέρεις»; Θέλεις το παιδί σου να πονέσει; Οπότε του λες να μπει στο δημόσιο. Αυτή είναι η συμβουλή που του λέει ο γονιός. Να έχεις μια σταθερή δουλειά παιδί μου! Και επιστρέφουμε ξανά στο θέμα: τι κάνουν οι γονείς; Μπορούμε να μιλάμε για αυτή την παράσταση για πάντα! Γιατί όλα συνδέονται με αυτό. Συμβαίνει και στη δουλειά μας και συμβαίνει και με εμάς. Γιατί η μάνα μου ποτέ δεν μου είπε «Πήγαινε να πονέσεις, παιδί μου, για να τα καταφέρεις». Μου είπε «βρες μια σταθερή δουλειά, να βγάζεις λεφτά, να είσαι καλά». Γιατί αυτό τη νοιάζει. Αλλά νομίζω ότι η διαδικασία να πονέσεις για να τα καταφέρεις και να τα κατακτήσεις σιγά-σιγά, είναι η μόνη που θα σε κάνει να έχεις και μια συνειδητότητα στο τι γίνεται. Από την άλλη, ο πόνος μπορεί να σου δημιουργήσει άλλα πράγματα που έχουν κάποιοι ηθοποιοί, όπως το «Γιατί όχι εγώ; Γιατί όχι σε εμένα;»  Μεγάλο θέμα αυτό! Φαίνεται και επί σκηνής, και φαίνεται και στη συμπεριφορά του προς τους άλλους ανθρώπους ότι εμένα κάτι μου χρωστάνε πάντα. Άρα και το ένα είναι κακό και το άλλο είναι κακό. Και το ένα καλό, και το άλλο είναι καλό -γιατί ο άλλος μπορεί να έχει χορτάσει πιο γρήγορα.

Να σε ρωτήσω για σχέδια; Να σε ρωτήσω για όνειρα; Να κοιτάξουμε στο μέλλον.

Δεν κάνω ποτέ πολλά σχέδια. Αφήνω τα πράγματα να έρθουν όπως έρχονται. Και σύμφωνα με την ανάγκη μου για το τι θέλω να κάνω. Το να κάνω ένα μονόλογο  μου ήρθε σαν μορφή ανάγκης. Και όταν μου έστειλε  ο Ντίνος Ψυχογιός το κείμενο και το διάβασα, είπα: αυτή είναι η ζωή μου. Είναι τρομακτικό όταν το συναντάς. Είναι σαν να με οδηγεί μόνο του. Αφήνω να με οδηγήσουν τα πράγματα. Έτσι με έχει πάει προς το παρόν. Δεν μπορώ να μιλήσω για σχέδια και όνειρα. Δεν θέλω.

 

«Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» παίζεται στο Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι) κάθε Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:15. Κείμενο: Γιάννης Πάσχος. Σκηνοθεσία: Ντίνος Ψυχογιός. Παίζει ο Δημήτρης Μαμιός. Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Σπετσιώτη. Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης. Σκηνογραφία – Ενδυματολογία: Νίκη Ψυχογιού. Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη. Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Χατζηευθυμιάδη. Πληροφορίες και εισιτήρια: https://www.more.com/theater/to-xroniko-enos-dyslektikou-tou-gianni-pasxou-1/
Το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» παίζεται στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι) κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15.  Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη. Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου. Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα. Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης. Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα. Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου. Βοηθός σκηνοθέτη: Αθανασία Κυμπούρη. Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης  Μαμιός, Γιάννης Μάνθος. Πληροφορίες και εισιτήρια: https://www.more.com/theater/kala-esy-skotothikes-noris-2/