Αν βρεθείτε στην Κοζάνη και στα πέριξ της, αναζητήστε την κυρία Καίτη Μαζόχα. Στην πίστα ή στο θέατρο. Και συγκρατήστε το όνομα (όχι πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο) γιατί αναμένεται να το ακούτε όλο και συχνότερα στο εγγύς μέλλον.

Φεβρουάριος και είμαι στην Κοζάνη. Σαββατόβραδο, στο μαγαζί που πίνουμε το ποτό μας κόβεται το ρεύμα, βγαίνουμε έξω στην παγωμένη νύχτα.

Η Νικολέτα μου λέει: – Θυμάσαι την παράσταση στο ΔΗΠΕΘΕ που δούλεψα ως βοηθός σκηνοθέτη; Θα σε πάω τώρα να γνωρίσεις την πρωταγωνίστρια. – Στις δύο και μισή το πρωί; – Αυτή είναι η ώρα της, μου απαντά με χαμόγελο.

Φτάνουμε στην είσοδο μιας  πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης και ανεβαίνουμε μια τσιμεντένια σκάλα. Ρε Νικολέτα, τι είναι εδώ; Θα δεις. Και σε λίγο βλέπω μια πόρτα. Και πίσω απ’ την πόρτα βλέπω το χάος.

Κοζάνη by night. Ημίφως και φωτορρυθμικά, πάγκοι και σκαμπό, τσιγάρα και ουίσκια, μπάρα στρογγυλή στη μέση και πίσω δεξιά της η πίστα και πάνω στην πίστα ένα λευκό βουνό χαρτοπετσέτες και πίσω του ένας μπουζουξής κι ένα πληκτράς. Και στο κέντρο μια κυρία με ξανθό κοντό μαλλί. Η Καίτη. Η Καίτη η Μαζόχα.

Καλώς το θέατρο! λέει στο μικρόφωνο μόλις βλέπει τη Νικολέτα. Εγώ ακόμα προσπαθώ να χωνέψω πώς χώρεσαν αυτό το μαγαζί σε πρώτο όροφο πολυκατοικίας. Από πού το έβαλαν; Γύρω ο κόσμος μες τον νταλκά και την καψούρα, η Καίτη αρχίζει να τραγουδά κι όλο το μαγαζί βογκά και εγώ σταματώ να ασχολούμαι με τα παρελκόμενα και συντονίζομαι: φωνάρα η Καίτη. Ο Πασχάλης Τερζής σε γυναίκα. Μαθαίνω πως το “Μαζόχα” είναι το καλλιτεχνικό της. Κατέβα στην Αθήνα να κάνεις καριέρα, της έλεγαν κι αυτή τους έλεγε πώς δε φεύγει από τα μέρη της και αυτοί της έλεγαν: Ε, είσαι μαζόχα ρε Καίτη! Κι αυτή το κράτησε για επίθετό της. Ήταν και πιασάρικο…

Η Καίτη έχει τραγουδήσει σε όλα τα μαγαζιά της ευρύτερης περιοχής, ακόμα και στο αυθεντικό “Βιετνάμ” (Στη  Λευκόβρυση ήταν, αρχικά ονομαζόταν “Πάμπολα” αλλά από τις πολλές φασαρίες και το ξύλο που έπεφτε εκεί μέσα το ξαναβάφτισαν κι αυτό), μεσουράνησε στα όμορφα 80’s, και μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει να τραγουδά. Σαράντα δύο χρόνια από το “Μπόρα μπόρα”, στο “Πιατάδικο” και φέτος πρωταγωνίστρια στο θέατρο.

Στο διάλειμμά της περνάει από όλα τα τραπέζια, έρχεται και στο δικό μας, γνωριζόμαστε, κάνει νόημα να κεραστούμε άλλη μια γύρα. Λέει πως θα παιχτεί η παράσταση το Μάρτη στην Αθήνα, θα έρθω της λέω. Αλήθεια; Με ρωτάει σαν παιδί και τα μάτια της λάμπουν. Της ζητάω ένα κομμάτι, θα στο πω, εννοείται, θα στο πω, φεύγει να επιστρέψει στο πόστο της. Μέχρι το ξημέρωμα θα τραγουδάει και το λευκό βουνό με τις χαρτοπετσέτες θα ανεβαίνει.

“Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια”. Ένα μήνα μετά είμαι στο θέατρο Άλμα και περιμένω να ξεκινήσει η παράσταση. Η Καίτη είναι ήδη στη σκηνή, φοράει ένα πράσινο ντε πιες και  καθισμένη σε μια καρέκλα έχει πλάτη στο κοινό. Μπροστά της ένα τζάμι θαμπό, στολισμένο γύρω γύρω με γαρύφαλλα και στο πλάι της ο Αλέξανδρος Τσούγιεφ στο ακορντεόν. Που είναι τα φωτορυθμικά και το συνθεσάιζερ;

Ο Λευτέρης Γιοβανίδης, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, είναι υπεύθυνος για τη “Γαλάτεια”, εκείνος σκέφτηκε να γραφτεί ένα έργο για τη ζωή μιας λαϊκής τραγουδίστριας, για ένα σκηνικό ανέβασμα που να συνδυάζει πρόζα και τραγούδι. Είχε δει τις αφίσες της που γεμίζουν την Κοζάνη, την πήρε τηλέφωνο και της είπε: όποιον και να ρώτησα, κακή κουβέντα δεν μου είπε για εσένα. Θέλω να πρωταγωνιστήσεις στο ΔΗΠΕΘΕ. Έμεινε η Καίτη. Η τελευταία φορά της στο θέατρο ήταν σε μια σχολική παράσταση που έκανε την Μπουμπουλίνα. Αλλά δέχτηκε. Ο Μιχάλης Πιτένης, γνωστός λογοτέχνης της πόλης, ανέλαβε τη συγγραφή και ο Στέλιος Χλιαράς, επίσης Κοζανίτης,  τη σκηνοθεσία. Γιατί κανένας πριν τον Λευτέρη Γιοβανίδη δεν την είχε σκεφτεί αυτή τη συνάντηση; (Παρένθεση: δική του ιδέα και το “Romeo + Ιουλιέτα”, συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης με το Κρατικό Θέατρο της Κροατίας, μια τρίγλωσση παράσταση όπου ο Κροάτης Romeo ερωτεύεται την Ελληνίδα Ιουλιέτα).

Τα φώτα χαμηλώνουν και η Καίτη γυρίζει προς τους θεατές.  Με λίγο παραπάνω άγχος, με κάποια λάθη τα οποία διασώζει η αμεσότητά της, η Καίτη τα καταφέρνει. Είναι καλή κι ειλικρινής. Κι η όποια αμηχανία, σβήνει με το επόμενο τραγούδι. Κι ακούγονται, μόνο με τη συνοδεία του ακορντεόν ή χωρίς ούτε αυτό, πολλά: από το “Βραδιάζει” στο  “Θα σπάσω κούπες”, στο “Μια χαμένη Κυριακή”, στο “Νύχτα ονειρομάνα” (Νύχτα με το που έρχεσαι, σέρνεις μαζί σου πειρασμούς, σέρνεις μαζί σου πάθος), στο “Δε θέλω γράμμα”.

Η σκηνοθεσία λιτή, υπογραμμίζει το μονόλογο εκμεταλλευόμενη το σκηνικό με παραλλαγές στη χρήση των λουλουδιών και του τζαμιού-καθρέφτη και το κείμενο καταφέρνει να αποφύγει το λαϊκισμό και την αγιογραφία· βοηθάει σε αυτό το χιούμορ που το διαπνέει και που φαίνεται να ταιριάζει και στην Καίτη. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή είναι μια παράσταση sur mesure για εκείνη. Μια κυρία απ’ τα πιατάδικα, στο θεατρικό σανίδι. “Εγώ τραγουδάω πρώτα για μένα”, λέει απευθυνόμενη στο κοινό. Την πιστεύεις.

Στο τέλος της παράστασης πήγα να τη βρω στο καμαρίνι. Της είπα ότι την είδα στο μαγαζί της πριν ένα μήνα. Ναι καλέ μου λέει, σε θυμάμαι, και τα μάτια της γυαλίζουν. Μα το δικό σου αμάρτημα, έτσι;

Έτσι.