Η Βασιλική Καραγιάννη είναι όνομα πασίγνωστο και αγαπημένο για τους φίλους του λυρικού θεάτρου, και τους έχει χαρίσει μεγάλες στιγμές. Σοπράνο κολορατούρα με διεθνή καριέρα, φέτος ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο στη Λουτσία ντε Λαμερμούρ του Ντονιτζέτι στην Εθνική Λυρική Σκηνή, ρόλο που η ίδια θεωρεί σταθμό στην καριέρα της. Αυτό το διάστημα, με ευελιξία που θα τρόμαζε και τις πλέον καταξιωμένες συναδέλφους τους, πέρασε στη Σουζάνα στους Γάμους του Φίγκαρο του Μότσαρτ. Συνομιλώντας με το artivist, φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρη, μιλώντας για κάθε πτυχή της καριέρας και της ζωής της. Την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη της. Απολαύστε την…

Πώς ξεκινάει κανείς σε μια τέτοια τέχνη; Πώς συνέβη; Πώς το έπαθα; (Γέλια). Η αλήθεια είναι ότι λάτρευα τη μουσική από τη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου. Από διηγήσεις των γονιών μου, ξέρω πως από τη στιγμή που γεννήθηκα και μ’ έφεραν στο σπίτι, ο μπαμπάς μου – τον οποίο έχασα πριν από ενάμιση χρόνο – με υποδέχτηκε παίζοντάς μου ακορντεόν, που το αγαπούσε πολύ. Έκτοτε, νεογέννητο, το είχαν δίπλα στην κούνια μου – δεν κοιμόμουν αν δεν ήταν εκεί, ούρλιαζα! Κι είχα και φωνή δυνατή από τότε… (Γέλια). Επίσης δεν έτρωγα αν δεν είχα το ακορντεόν δίπλα μου! Και φυσικά για το μπαμπά μου, που ήμουν και το πρώτο του παιδί, ήταν η καλύτερή του να μου παίζει ακορντεόν, φυσαρμόνικα, να μου μαθαίνει να τραγουδάω… Μπορεί να ακουστεί στερεότυπο και κοινότοπο, αλλά τραγουδούσα από μικρή – το λένε πολλοί τραγουδιστές, αλλά καλώς ή κακώς έτσι συνέβη. Προτού αρθρώσω λεξούλες, έλεγα λα-λα-λα όλη την ημέρα! Ό,τι άκουγα, το τραγούδαγα. Κι είχα κι ένα παρατσούκλι γι αυτό το λόγο: με λέγανε Λαλιλώ! Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω τραγουδίστρια, πόσο μάλλον τραγουδίστρια όπερας. Ήθελα όμως να γίνω μουσικός σώνει και καλά. Ξεκίνησα πολύ μικρή ήθελα να μάθω ακορντεόν αφού έπαιζε ο μπαμπάς και ήταν ο αγαπημένος μου ήχος. Ξεκίνησα επτά χρονών. Μεγάλη αγάπη! Αμέσως διέκριναν στο ωδείο ότι είχα μια μουσικότητα. Προχωρούσα πολύ γρήγορα, και στα δεκατέσσερα πήρα το πτυχίο του ακορντεόν. Με προέτρεπαν να κάνω πιάνο, που έχει μέλλον. Ξεκίνησα στα δέκα μου, υπερπηδώντας κάποιες τάξεις, και στην πορεία κάνοντας θεωρητικά μαθήματα, στο σολφέζ ακούστηκε και η φωνή! Παρόλο που ήδη θεωρούσαν πως έχω ταλέντο στο πιάνο, είπαν: πρέπει να κάνεις τραγούδι… Αν και υπήρξε θέμα επιλογής ανάμεσα στα δύο, διάλεξα το τραγούδι, και το ένστικτό μου λειτούργησε σωστά!

Σε τι ηλικία; Ξεκίνησα, στα δεκατέσσερα – πολύ νεαρή ηλικία για να κάνεις τραγούδι.  Ευτυχώς είχα την τύχη να πέσω σε πολύ καλά χέρια που με πρόσεξαν, αυτά της πρώτης μου δασκάλας στην Πάτρα – γιατί είναι επικίνδυνο να πάθεις ζημιά, πρέπει να έχει ολοκληρώσει κανείς την ανάπτυξη για να κάνει  τραγούδι. Η ηλικία για τα κορίτσια να ξεκινήσουν είναι 16-17, ίσως και 18. Για τα αγόρια σίγουρα 18 και πάνω –  καμιά φορά και στα 21 περνάνε δεύτερη μεταφώνηση. Όπερα είχα ακούσει μόνο από την τηλεόραση, γιατί ήμασταν επαρχία, δεν είχα την ευκαιρία να δω παραστάσεις ζωντανές. Με το που άνοιξα το στόμα μου να τραγουδήσω την πρώτη άσκηση, ήταν ό,τι καλύτερο είχα νιώσει στη ζωή μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ένιωθα ότι αιωρούμαι. Δεν μπορώ να το περιγράψω, σκίρτησε η καρδιά μου. Είπα: το λατρεύω, αυτό θέλω να κάνω. μετά από δυο χρόνια, στα δεκάξι μου, η δασκάλα μου θέλησε να με φέρει στην Αθήνα για να με ακούσει η δική της δασκάλα, η κα Σπηλιοπούλου – μεγάλη σε ηλικία τότε, δεν ζει πια – που υπήρξε δασκάλα και της Μπάλτσα. Κι εκείνη μου έδωσε κατευθύνσεις ως προς το ρεπερτόριο.  Στα 18 μου έφυγα από την Πάτρα και ήρθα στην Αθήνα και συνέχισα με την κα Γκαβάκου, που μου δίδαξε την τεχνική μου και με καθοδήγησε σε όλα μου τα επόμενα βήματα. Έτσι  ξεκίνησα την πορεία μου.

Η οποία είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή. Ευχαριστώ…

Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά από αυτά που έχετε κάνει. Για σας, οι σταθμοί ποιοι ήταν; Ρόλοι, αίθουσες… Η Σκάλα του Μιλάνου, ας πούμε, είναι όνειρο για όλους; Είναι ένα όνειρο που δεν το είχα ως στόχο. Γιατί πάντα, από μικρό παιδί, ακόμα κι αν μου έλεγαν πως έχω τα προσόντα, πάντα ήμουν πολύ προσγειωμένη. Έλεγα: ΟΚ, θα δούμε, βήμα-βήμα! Ένας στόχος όπως η Σκάλα του Μιλάνου είναι πάρα πολύ υψηλός. Υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, αλλά δεν ήξερα καν αν μπορώ. Όχι μόνο λόγω καλλιτεχνικών δυνατοτήτων, αλλά και λόγω συνθηκών – δεν είναι εύκολο να φτιάσεις μέχρι εκεί, υπάρχουν προϋποθέσεις, να έχουν προηγηθεί άλλα μεγάλα θέατρα. Έφτασα αρκετά πιο γρήγορα από ότι μπορούσα να φανταστώ. Ένα θέατρο-στόχος για μένα υπήρξε το Κόβεντ Γκάρντεν: ήθελα να φτάσω και το επεδίωξα. Στη Σκάλα είχα κάνει μια οντισιόν στο παρελθόν γιατί με είχε στείλει ο ατζέντης μου, η οποία δεν απέφερε κάτι, αλλά ξαφνικά μετά από 2-3 χρόνια, προέκυψε – με ζήτησε η Σκάλα! Ήταν μια εμπειρία παραπάνω από μοναδική… Σαφώς είναι σταθμός για μένα.

Είναι η αίθουσα; Το κοινό; Και τα δύο. Κι η ιστορία της. Είναι και το ότι η δικιά μας Μαρία Κάλλας βασίλεψε εκεί δέκα χρόνια! Είναι και μια ευθύνη, όταν μετά από αυτό λένε: να, κι άλλη μια ελληνίδα έρχεται εδώ… Κι υπάρχει κι ένας φόβος σύγκρισης – κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της. Το τεράστιο δέος ήταν για το χώρο, για το κοινό – το πιο αυστηρό του κόσμου! Έζησα σε παράστασή μου να γιουχάρουν το συνάδελφο, είναι τραγικό αυτό! Ωστόσο, για όλους αυτούς τους λόγους, το να έχεις επιτυχία εκεί είναι τεράστια χαρά.  Και σε μια από τις παραστάσεις εισέπραξα τόσο μακρύ χειροκρότημα στο τέλος της άριας, που μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Περίμενα ότι θα σταματήσει, αλλά το κοινό συνέχιζε με την ίδια ένταση. Πρώτη φορά συγκινήθηκα σε χειροκρότημα.

Τι τραγουδήσατε στη Σκάλα, και τι στο Κόβεντ Γκάρντεν; Και στα δύο, σε διαφορετικές παραγωγές, Ολυμπία στα Παραμύθια του Χόφμαν. Προηγήθηκε το Κόβεντ Γκάρντεν, σε μια εξαιρετική παραγωγή που είχε κάνει πρεμιέρα  το 1981 με τον Ντομίνγκο ως Χόφμαν, η οποία είναι από τις αγαπημένες των λονδρέζων κι επαναλαμβανόταν κάθε 2-3 χρόνια. Την έκανα σε δύο επαναλήψεις της. Μετά προέκυψε η Σκάλα, σε μια άλλη σκηνοθεσία, επίσης αρκετά διάσημη παραγωγή. Κι αυτός σίγουρα είναι ένας ρόλος-σταθμός για μένα. Παρ’ ολίγο να γίνει και στη Μετροπόλιταν, αλλά δεν συνέβη για πρακτικούς λόγους.

Άλλοι ρόλοι; Η Λουτσία σαφώς. Βεβαίως πολλοί με έχουν ταυτίσει με τη Βασίλισσα της Νύχτας. Τραγουδάω το ρόλο πάνω από 20 χρόνια και είμαι ακόμα ενεργή. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει, μέχρι που μου το επεσήμαναν σε μια συνέντευξη! Ο δημοσιογράφος μού είπε πως δεν θυμάται άλλη σοπράνο να ερμηνεύει το ρόλο τόσο καιρό.

Δεν είπατε ποτέ: Φτάνει, δεν το ξανακάνω; Η αλήθεια είναι πως ο θεός ή το σύμπαν, όπως θέλει να το πει κάποιος, έχει μεγάλο χιούμορ. Γιατί πάνω που ετοιμαζόμουν να το πω, για να μη με ταυτίσουν κιόλας με το ρόλο, μου ήρθε συμβόλαιο για 15 παραστάσεις στη Δανία! Μεγάλο δέλεαρ για να πω όχι… Και την ίδια σεζόν το τραγούδησα και στη Λυρική με την Κωμική Όπερα του Βερολίνου. 22 παραστάσεις τη Βασίλισσα σε μια σεζόν!!!

Μου προκύπτει φυσικά ένα ερώτημα: Εδώ στην Ελλάδα τι κάνετε; Πώς αποφασίσατε να παραμείνετε;  Ήταν από την αρχή αυτός ο σκοπός μου. Ήθελα να είναι εδώ η βάση μου. Είχα την ευκαιρία να ζήσω στο εξωτερικό: είχα πρόταση από θέατρα της Γερμανίας – από τη Δρέσδη, και αργότερα από τη Βόννη – να μείνω εκεί με διετή συμβόλαια. Ίσως αν είχα από κάποια άλλη χώρα – μπορεί να ακούγεται κάπως, αλλά είναι αλήθεια… Την πρώτη φορά, με τη Δρέσδη, ίσως δεν έγινε γιατί συνέπεσε χρονικά στον ίδιο μήνα που ξεκίνησε το συμβόλαιό μου με τη Λυρική. Μέχρι τότε είχα μόνο συμβόλαια έργου, ως guest δηλαδή. Όταν λοιπόν δυο εβδομάδες αργότερα, ο ατζέντης μου μού μετέφερε την πρόταση της Δρέσδης, είπα πως δεν μπορώ να αθετήσω το λόγο μου. Από την άλλη, ίσως ενδόμυχα δεν ήθελα να φύγω. Ήθελα να κάνω οικογένεια. Ήθελα οπωσδήποτε παιδί στη ζωή μου. Και θα μου πει κανείς: Δεν μπορούσες να κάνεις παιδί στη Γερμανία; Δεν ξέρω. Ήθελα εδώ. Ήθελα να έχω εδώ τη βάση μου και να τραγουδάω έξω ως guest. Και τελικώς έκανα αυτό που ήθελα. Βέβαια όταν έκανα το παιδί μου, και δεν ήθελα να φεύγω τόσο πολύ, αυτό συνέπεσε με την περίοδο της μεγάλης κρίσης, που είχε επιπτώσεις σε όλες τις δουλειές, και σε μας σαφώς. Μέχρι τότε ήμουν συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι! Και τώρα τραγουδάω έξω, δεν έχω παράπονο. Απλώς όχι όσο πριν. Πέρυσι ήμουν στη Βασιλική Όπερα της Δανίας για 15 παραστάσεις ως Βασίλισσα της Νύχτας – πολύ μεγάλο συμβόλαιο για αυτή την εποχή. Δεν μετανιώνω που δεν πήγα να ζήσω στο εξωτερικό.

Το ελληνικό κοινό πώς είναι σε σχέση με τα άλλα; Το ελληνικό κοινό έχει την τέχνη μέσα του, στο κύτταρό του. Η όπερα είναι η εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Έχει λοιπόν ο έλληνας δράμα στο κύτταρό του, εντός εισαγωγικών.

Και εκτός! (Γέλια). Ναι… εννοώ στην τέχνη του δράματος. Σαφώς υπήρξε το μεγάλο διάστημα της τουρκοκρατίας, που μας άφησε τεράστια κενά. Παρόλα αυτά επιβιώσαμε, και το κοινό εκπαιδεύεται. Έχει εκπαιδευτεί ήδη – φυσικά έχει μεγάλα περιθώρια ακόμα. Δεν έχει την παιδεία του κοινού της  Γερμανίας ή της Νέας Υόρκης – ή της Ιταλίας, που είναι η παράδοσή του. Αλλά έχει ένστικτο, μαθαίνει γρήγορα, κι έχουμε και πολύ ωραίες παραγωγές που του προσφέρονται, και μαθαίνει κι απ’ αυτό.

Νομίζω πάντως πως ρέπει προς το κλασικό ρεπερτόριο. Στην πιο σύγχρονη όπερα κλωτσάει λίγο. Όχι; Σίγουρα. Είναι αλήθεια. Θέλει ακόμα δουλειά ως προς αυτό. Αλλά δεν θεωρώ πως είναι ένα κλειστό κοινό, είναι ανοιχτό. Σίγουρα στους Γάμους του Φϊγκαρο δεν πρόλαβε να αρχίσει η προπώληση και είναι sold out!

Νομίζω πως με τη Γενούφα δε είχε γίνει το ίδιο! Απ’ότι ξέρω όχι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να ανεβαίνουν τέτοια έργα. Πώς αλλιώς θα εκπαιδευτεί το κοινό; όχι μόνο Τραβιάτα, Ριγκολέτο, Μποέμ, Κουρέα της Σεβίλλης, Μαγικό Αυλό… Θα πρέπει να μάθει και το καινούριο. Μέσα στο κλασικό ρεπερτόριο, θα πρέπει να μπαίνουν κι άλλα, πιο σύγχρονα, όσα θεωρεί ο κάθε οργανισμός ότι «παίρνει», αναλόγως με το πώς τα δέχεται το κοινό.

Είπαμε πως η όπερα είναι εξέλιξη του αρχαίου δράματος. Υπάρχει λοιπόν κι ένα μεγάλο κομμάτι που είναι υποκριτική. Πώς το προσεγγίζετε; Πρώτα απ’ όλα, μέσα από το ίδιο το έργο, το ρόλο. Δεύτερο και κυριότερο, αν μελετήσεις το χαρακτήρα μέσα από τη μουσική, η οποία από τη μία σε περιορίζει, γιατί έχεις να πεις συγκεκριμένα πράγματα μέσα από συγκεκριμένο δρόμο, κι από την άλλη σου δίνει και φτερά! Και φυσικά, μέσα από τη σκηνοθετική προσέγγιση: τι είναι αυτό που θέλει να δώσει ο σκηνοθέτης, πώς βλέπει το ρόλο που θες να κάνεις; Τι περιθώρια σου δίνει να βάλεις προσωπική σφραγίδα; Την οποία ούτως ή άλλως θα βάλεις με τη φωνή σου – δεν αποφεύγεται αυτό. Αλλά σίγουρα ο σκηνοθέτης μπορεί να σε βοηθήσει δίνοντάς σου κι άλλα στοιχεία, κι άλλες διαστάσεις του ρόλου, ή και το αντίθετο: να σε περιορίσει, γιατί έχει στο μυαλό του ένα συγκεκριμένο concept, τόσο για την παραγωγή όσο και για το ρόλο. Μέσα από εκεί λοιπόν.

 

Μια που έχουμε πρόσφατη τη Λουτσία ντε Λαμερμούρ: η Κέιτι Μίτσελ είναι μια σκηνοθέτις με δική της σφραγίδα. Υπήρξαν πράγματα που συζητήθηκαν πολύ. Κάποιοι παραδοσιακοί θεατές της όπερας ενοχλήθηκαν. Εσείς πώς τα είδατε; Εμένα στο σύνολο – γιατί αυτό είναι το σημαντικό, και πώς το έχει υποστηρίξει ο σκηνοθέτης – μπορώ να πω πως δεν με ενόχλησε σχεδόν τίποτα. Μπορεί κάποια στοιχεία να φάνηκαν υπερβολικά ρεαλιστικά. Αλλά γιατί όχι; Ήταν μια εντελώς κινηματογραφική προσέγγιση, η οποία πρακτικά ήταν λίγο δύσκολη για ένα τέτοιο ρόλο – ογκόλιθο. Σε υποχρέωνε να είσαι στη σκηνή συνέχεια: ακόμα κι όταν δεν τραγουδούσε η Λουτσία, έπρεπε να είναι εκεί. Δεν είχε περιθώριο να κάνει διάλειμμα, να πιει νερό, να βάλει λίγο τα ποδαράκια της ψηλά για να ξεκουραστεί για τη σκηνή της τρέλας! Από την άλλη, αυτό σε μένα λειτούργησε και θετικά, γιατί δεν με άφησε στιγμή να φύγω από το χαρακτήρα. Μπήκα μέσα στην ηρωίδα. Δεν με ενόχλησε ούτε το αίμα, δεν με απασχόλησε. Κρατάω πάντα αυτό που μου χρειάζεται για να μπορέσω να δώσω αυτό που θέλω εγώ ερμηνευτικά. Κι η προσέγγισή της με βοήθησε πολύ να εμβαθύνω στο χαρακτήρα. Θεωρώ μεγάλη τύχη μάλιστα που η πρώτη μου σκηνοθετημένη Λουτσία ήταν αυτή.

Έχουν υπάρξει σκηνοθεσίες που να είπατε: Όχι, αυτό πάει πολύ μακριά; Ναι. Είναι πολύ πρόσφατο, κι είναι η πρώτη φορά – δεν πίστευα ότι θα το κάνω – που αποχώρησα από την παραγωγή. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο. Δεν το κρίνω, αλλά δεν μπορούσα να το υποστηρίξω, και προτίμησα να αποχωρήσω. Δεν ήταν εύκολο, είχαμε δουλέψει ήδη ένα μήνα. Δεν το μετανιώνω όμως.

Τα όχι βοηθάνε; Εξαρτάται. Αν το όχι είναι σε ένα ρόλο που δεν είσαι φωνητικά έτοιμος ακόμα να κάνεις, ναι, βοηθάνε. Αν μου ζητηθεί κάτι πολύ δραματικό, που δεν είναι ακόμα η ώρα να το κάνω, αλλά θα είναι μετά από πέντε ή δέκα χρόνια, γιατί να επιβαρύνω τη φωνή μου και να τη ζημιώσω για να κάνω μια παραγωγή, η οποία θα μου κοστίσει όλες τις υπόλοιπες μετά; Μπορεί βέβαια να σου κάνουν και κακό, γιατί σε κάποιους δεν αρέσει να λες όχι.

Υπάρχουν ρόλοι στους οποίους στοχεύετε σε πέντε-δέκα χρόνια; Σαφώς, πάντα. Σύμφωνα με την ωριμότητα.

Τι ονειρεύεστε; Υπάρχουν και πιο κοντινά όνειρα, ρόλοι που είμαι έτοιμη και τώρα να τους κάνω. Η Sonnambula, που δεν έχω κάνει ποτέ, η Ελβίρα στους Πουριτανούς, στον Πειρατή – απίθανος ρόλος! Όλο το μπελκάντο είναι αυτή τη στιγμή στους στόχους μου. Και μετά τη Λουτσία, αυτοί οι ρόλοι είναι λογικό να έλθουν στη φωνή. Επίσης, όλο το γαλλικό ρεπερτόριο, έχει πολλά έργα που ταιριάζουν στη φωνή μου: η Μανόν, η Λακμέ, την οποία θέλω τόσο πολύ, αλλά είναι ένα έργο που δεν ανεβαίνει πολύ συχνά. Θέλω πολύ και την Οφηλία από τον Άμλετ του Τομά. Για τα πιο μακρινά, έχουμε καιρό ακόμα!

Η ομορφιά βοηθάει, ή δημιουργεί προβλήματα; Ανοίγει πόρτες ή κλείνει; Και τα δύο! Σχεδόν ισάξια… Σαφώς βοηθάει, γιατί η όπερα είναι θέαμα. Κι αν θέλεις να κάνεις ρόλους όπως η Βιολέτα ή η Μποέμ, απαιτούν μια εμφάνιση. Παίζει ρόλο, γιατί σε όλους αρέσει το ωραίο. Αλλά μπορεί και να κλείσει…

Γιατί; Δεν θα σώσει τον κόσμο, όπως λέει ο Ντοστογιέφσκι; (Γέλια). Να τον σώσει, αν μπορέσει! Δεν ξέρω… Αλλά όχι όλους! Δεν μπορεί να τους σώσει όλους δυστυχώς!

Τώρα όμως έχουμε τη Σουζάνα στους Γάμους του Φϊγκαρο! Η Σουζάνα έρχεται χρονικά μαζί σχεδόν με τη Λουτσία, κάτι που είναι πολύ δύσκολο, γιατί φωνητικά είναι πολύ διαφορετικοί ρόλοι. Πολύ κόντρα. Η Λουτσία είναι ένας λυρικοδραματικός ρόλος κολορατούρας με υπερβολικές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις, ενώ η Σουζάνα είναι ένας βατός φωνητικά ρόλος, όχι εύκολος, αλλά χωρίς πυροτεχνήματα και καντέντσες, όπως η σκηνή της τρέλας στη Λουτσία ή η Βασίλισσα της Νύχτας ή η Sonnambula: αυτό είναι διπλά δύσκολο για μια κολορατούρα. Πρέπει λοιπόν τώρα να μαζέψω τη φωνή μου για να κρατήσω το στυλ του Μότσαρτ. Η Σουζάνα είναι επίσης ο μεγαλύτερος σε διάρκεια ρόλος που έχει γραφτεί για λυρικό τραγουδιστή! Είχα την εντύπωση πως ήταν η Μπατερφλάι ή κάποιος ρόλος στο Βάγκνερ, αλλά τελικά είναι η Σουζάνα! Το είδα σαν πρόκληση που ήρθαν και τα δύο έργα μαζί. χαίρομαι που το κάνω. Όταν το είχα συζητήσει με τη μεγάλη Αγνή Μπάλτσα, ότι την ίδια σεζόν – όχι ταυτόχρονα, δεν τόλμησα καν να της το πω! – έχω να κάνω Λουτσία και Σουζάνα, με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και είπε: Γιατί δεν αρνείσαι ένα από τα δύο; Αλλά δεν ήθελα να αρνηθώ! Ήθελα να το τολμήσω. Και το τολμώ… Ερμηνευτικά, λοιπόν, έχει πολλές απαιτήσεις η Σουζάνα – αλλά και φωνητικά, γιατί είναι μακρύς, με πολλά recitativi, πολλά duetti, με δύο άριες… Δεν είναι εύκολο να κρατήσεις τη γραμμή που απαιτεί ο Μότσαρτ, ο οποίος σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται να έχει απλά ωραίες μελωδίες, αλλά είναι από τους πιο σύνθετους και πιο δύσκολους συνθέτες που υπάρχουν.  Δεν είναι τυχαίο ότι στις οντισιόν εκτός από ό,τι άλλο ζητούν οπωσδήποτε κι ένα Μότσαρτ,  και στις εξετάσεις επίσης. Κι όχι μόνο στους τραγουδιστές, αλλά και στους μουσικούς. Μια δυσκολία λοιπόν αυτή, μία στην εκμάθηση… και φυσικά ερμηνευτικά: είναι ένα πρόσωπο που φέρνει τα πάνω κάτω, τους χειρίζεται όλους, περιπλέκει τα πράγματα, προκειμένου να πετύχει το σκοπό της: να παντρευτεί τον αγαπημένο της Φίγκαρο, και να αποφύγει την παράδοση που ήθελε το αφεντικό της να προηγηθεί του συζύγου την πρώτη νύχτα του γάμου! Είναι μια πολύ ωραία ιστορία, αρκετά μπλεγμένη. Ευχαριστιέμαι πολύ την παραγωγή, γιατί κι αυτή είναι μια αρκετά κινηματογραφική προσέγγιση –  κι αυτή με θέλει συνέχεια στη σκηνή, πέραν του ότι ο Μότσαρτ με θέλει! Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη μας τοποθετεί κάπου στη δεκαετία 60 προς 70, vintage! Είμαστε ένα πολύ όμορφο καστ, με ωραία χημεία, με δύο εκπληκτικούς αρχιμουσικούς.

Το να είναι κανείς τραγουδιστής της όπερας, τον υποχρεώνει και σε συγκεκριμένο τρόπο ζωής, όπως τους αθλητές; Απολύτως! Θα πρέπει να προσέχει σίγουρα τις ιώσεις, γιατί η φωνή, που είναι το όργανό μας, πηγάζει από το σώμα. Θέλει ξεκούραση, καλό, ποιοτικό φαγητό, ενέργεια δηλαδή, και καλό ύπνο γιατί θέλει και το νου ξεκούραστο. Και να μη μιλάει πολύ όταν έχει να τραγουδήσει!

Τον έχετε νιώσει ποτέ ως περιοριστικό αυτό τον τρόπο ζωής; Πάντα μου ερχόταν φυσικό. Δεν έχω θυσιάσει πολλά πράγματα. Μόνο που κάποιες φορές μένω κλεισμένη και δεν βγάζω το παιδί μου έξω. Ποτέ δεν κάπνιζα, ούτε πίνω υπερβολικά, οπότε δεν μου λείπει. Η φύση μου είναι κοντά στη ζωή του τραγουδιστή της όπερας.

Οι Γάμοι του Φίγκαρο του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ παρουσιάζονται από την Εθνική Λυρική Σκηνή στις 12, 14, 16, 17ν και 20 Απριλίου με εναλασσόμενη διανομή. Για πληροφορίες και εισιτήρια:  https://www.nationalopera.gr/aithousa-stavros-niarxos/kentrikis-skini-opera/item/2203-oi-gamoi-tou-figkaro