Ένας ηθοποιός, αγαπημένο παιδί των σκηνοθετών της γενιάς του και όχι μόνο, αποφασίζει να δοκιμαστεί στη σκηνοθεσία. Επιλέγει ένα ποίημα του Νίκου Καρούζου. Το αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από συγκινητική εντιμότητα και ευθυτητα, κι αποπνέει ομαδικότητα – ακριβώς όπως θα έλπιζε κανείς από το συγκεκριμένο κείμενο. Σεμνός κι ανεπιτήδευτος, ο Άρης Μπαλής ανοίγει τα χαρτιά του στο artivist κι εξηγεί τις – αφοπλιστικά αγνές – προθέσεις του.
Το να διαλέξει κανείς την Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη για πρώτη του σκηνοθεσία είναι αφ’ ενός ένα τόλμημα, αφ’ ετέρου όμως και μια υπογραφή. Λέει κάτι για το ποια είναι η θέση σου απέναντι στο θέατρο και στον κόσμο. Θέλω να μου πεις γιατί αυτή η επιλογή. Κοίτα, σίγουρα ξεκινάμε απ’ το ότι το δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει η σκηνοθεσία. Όταν συζητάγαμε με τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου και τη Νάνσυ Σιδέρη να κάνουμε κάτι μαζί όσο ήμασταν συμφοιτητές στο Εθνικό, τους είχα προτείνει αυτό το κείμενο, γιατί υπάρχει χρόνια στο κεφάλι μου, πολλά χρόνια, γιατί με κάποιο τρόπο συμπυκνώνει πολλά πράγματα που σκέφτομαι, που αισθάνομαι, που καταλαβαίνω. Πάντα καταλάβαινα ότι μέσα σ’ αυτό το ποίημα υπήρχε ο εαυτός μου. Αυτή την ιδέα με τα κορίτσια την είχαμε πριν πέντε χρόνια, σκέψου – αλλά δεν προχωρούσε γιατί όλοι μας τρέχαμε με χίλιες δυο δουλειές, και καταλαβαίναμε ότι ίσως και να μην υπήρχε η αναγκαιότητα να γίνει ακόμα. Αλλά ξαφνικά – νομίζω έχει να κάνει με την ηλικία στην οποία είμαι, το πόσο έχω δουλέψει αυτά τα χρόνια – επανήλθε πολύ έντονα το κείμενο μέσα μου και είπα: οκ, θα μαζέψω κόσμο που φαντάζομαι πως θα επικοινωνήσει με το ποίημα – όπως έγινε – και θα δοκιμαστούμε να το κάνουμε. Αλλά η αρχή σίγουρα είναι το ποίημα, δεν είναι ο δρόμος ή η σκηνοθεσία. Γιατί τώρα αυτό το ποίημα; Είναι το ιστορικό γεγονός το ίδιο, το οποίο κατά τη γνώμη μου συμπυκνώνει πολλά πράγματα. Μ’ αρέσει πάρα πολύ που είναι λεπτομέρεια της Ιστορίας,
Είναι αυτές οι υποσημειώσεις οι οποίες όμως κάτι λένε. Είναι αυτές οι λεπτομέρειες που είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και στη ζωή όπως την ζούμε και την καταλαβαίνουμε, παρά στην Ιστορία με Ι κεφαλαίο, όπου τα υποκείμενα δεν καταλαβαίνουν, δεν μπορούν να αντιληφθούν αν γράφουν ή δεν γράφουν ιστορία. Οπότε αυτό είναι κάτι πολύ γοητευτικό, τόσο ότι είναι μια φοβερή λεπτομέρεια της Ιστορίας, όσο και το ότι είναι και ένα χτύπημα πισώπλατο από τους συντρόφους, από αυτό που υποστηρίζεις, από αυτό που είσαι μαζί του, και λίγα χρόνια αργότερα, εκεί που εσύ θες να το πας παρακάτω, αυτό σου γυρνάει την πλάτη και σου λέει: όχι, ώπα, ως εδώ! Όχι άλλη ελευθερία, όχι περισσότερο άνοιγμα, ας συγκρατηθούμε! Το πώς ξαφνικά το προοδευτικό γίνεται συντηρητικό, με πολύ γενικούς όρους, δεν το χαρακτηρίζω και απόλυτα μέσα μου, απλά γιατί και το ποίημα το συμπυκνώνει πολύ ωραία σ’ αυτές τις δύο λέξεις: “οι σύντροφοί απέναντι” – πολύ ωραία συμπύκνωση – “που έρχονται”.
Το έχεις δει να συμβαίνει στη ζωή σου; Ναι, το βλέπεις. Και μπορώ να το κατανοήσω – δεν μπορώ να το δικαιολογήσω κιόλας, αλλά καταλαβαίνω ότι όσο περνάνε τα χρόνια και μεγαλώνουμε, μπαίνουν άλλες προτεραιότητες στον καθένα. Οπότε εκ των πραγμάτων μπορείς να έρθεις αντιμέτωπος με ανθρώπους με τους οποίους πριν είχες πολύ κοινές αναφορές και μοιραζόσουν εμπειρίες και σκέψεις, και βλέπεις ότι πλέον το βλέμμα του άλλου στρέφεται κατά κάποιες μοίρες αλλού.
Θεωρείς ότι αυτοί οι άνθρωποι το ξέρουν ότι θα βρουν το θάνατο από τα χέρια των συντρόφων απέναντι; Το ξέρουν ότι αυτό που κάνουν είναι ένα απονενοημένο διάβημα; Νομίζω πως ναι, είναι δεδομένο. Γιατί σκέφτομαι ότι κάθε εξέγερση, όπως ήταν και η εξέγερση της Κρονστάνδης, το εμπεριέχει πολύ αυτό. Ξέρεις ότι έχει μια ματαιότητα μέσα της σαν κίνηση φοβερή, αλλά αυτό την κάνει και πιο εκρηκτική, πιο θορυβώδη, πιο ουσιαστική κατά τη γνώμη μου. Είναι πιο μεγάλη ρωγμή μια εξέγερση, κάτι που είναι μια τεράστια κίνηση, μια τεράστια χειρονομία. Δεν είναι κάτι δομημένο. Είναι μια κραυγή. Οι κραυγές ανέκαθεν καταπνίγονταν, το ουρλιαχτό. Όλη η κοινωνία σου λέει: σταμάτα να ουρλιάζεις – και μαθαίνεις να μην ουρλιάζεις. Το λέγανε και στις εφημερίδες που γράφανε ότι “αν είσαι με τους λύκους, πρέπει να ουρλιάζεις και σα λύκος”.
Πετάχτηκα από την καρέκλα μου όταν ξανάκουσα αυτή τη φράση. Φοβερή φράση! Επιστρέφω στην αρχική σου ερώτηση. Και φυσικά στο ίδιο το ποίημα. Ο Νίκος Καρούζος ως προσωπικότητα, που σιγά-σιγά την έχω μάθει και τη μαθαίνω, και τα ποιήματά του κι ο λόγος του, που μαθαίνω και διαβάζω διαρκώς. Είναι ένα σύμπαν ολόκληρο. Ο τρόπος που γράφει και πώς με αγγίζει, πολύ λίγοι ποιητές με έχουν αγγίξει.
Εμένα ξέρεις τι με συγκίνησε σ’ αυτό που είδα; Διατήρησες κάτι χειροποίητο και φτωχό, το οποίο ταιριάζει με την προσωπικότητα αυτού του ανέστιου και πένητα ποιητή. Χαίρομαι που το διαβάζεις αυτό, γιατί και με τα παιδιά επιμείναμε πολύ. Διαβάσαμε πολλές συνεντεύξεις του, πολλά πράγματα, από τον Καρούζο, για τον Καρούζο. Συγκεντρώναμε αφηγήσεις διαφόρων ανθρώπων, και μας γοήτευσε πάρα πολύ ο τρόπος που υπήρχε. Ο οποίος ήταν πολύ μακριά από έναν κατεστημένο και κυρίαρχο τρόπο του να ζεις.
Φυσικά, κι εδώ που τα λέμε, αυτούς που θα αφήσουν την κραυγή, έστω και ξέροντας ότι θα πεθάνουν, αν δεν του υμνήσει ο πένητας, ο σαλός άγιος, ποιος θα το κάνει; Σωστά. Εκεί έρχεται το φοβερό σ’ αυτό το ποίημα. Έχει πάρει την ύπαρξή του την ίδια, τη θεώρησή του για τη ζωή, για την τέχνη, κι έχει κάνει ένα … εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι ως ποίημα αυτό, καταλαβαίνω ότι είναι χίλια δυο πράγματα. Ούτε με τα παιδιά το αντιμετωπίσαμε ως ποιητικό λόγο που έχει μία απόσταση. Σε άλλα σημεία είναι κραυγές και ουρλιαχτά, σε άλλα δοκίμιο, σε άλλα είναι ημερολογιακή καταγραφή απλή, σε άλλα είναι σκέψη συμπυκνωμένη. Έχει τόσες αλλαγές το ύφος, που καταλαβαίνεις τι ανάγκη υπήρχε σ’ αυτόν τον άνθρωπο να καταγράψει με ένα βέλτιστο τρόπο τον εαυτό του και την Κρονστάνδη, τον εαυτό του στην Κρονστάνδη, αυτός ως ναύτης, οι ναύτες ως ποιητές, τα εξεγερσιακά υποκείμενα ως ποιητές.
Χωρίς να θέλω να κάνω εύκολες αναγωγές – γιατί είναι κοινός τόπος πια να γίνονται: ένα μέρος του πράγματος είναι αυτά τα εξεγερσιακά υποκείμενα και ως άνθρωποι που τους αλέθουν οι μυλόπετρες της Ιστορίας,. Και αναρωτιέμαι, επειδή εγώ κι εσύ δεν ανήκουμε στην ίδια γενιά: ένα παιδί που μεγαλώνει και ανδρώνεται μέσα στην κρίση, και στο οικονομικό και στο θεατρικό τοπίο, πώς το βιώνει αυτό, αισθάνεται κάπως παρόμοια; Ότι έχει βρεθεί σε μία θέση όπου αυτά είναι τα δεδομένα και έτσι θα παίξουμε; Θα ξεκινήσω την κουβέντα από πιο παλιά. Για τη γενιά μου, ο Δεκέμβρης του ’08 ήταν ένα γεγονός πολύ συγκεκριμένο. Εγώ τότε ήμουν 22 χρονών, σπούδαζα αρχιτεκτονική, και καταγράφηκε πάνω στο φαντασιακό σώμα της γενιάς μου – συγγνώμη για την έκφραση – ότι το κράτος έλεγε: “Μαλάκες, μπορεί και να πεθάνετε, δεν είστε κάτι για μας”. Για την ευρύτερη παρέα μου τότε ήταν ένα σοκ αυτό. Υψώθηκε ένας τοίχος ματαιότητας απέναντι στη ζωή, παρανοϊκού μεγέθους. Εκεί πέρα έγιναν πολλές ρωγμές σε όλους μας. Εγώ εκεί παράτησα την αρχιτεκτονική και είπα: θα ασχοληθώ με το θέατρο. Αντιλήφθηκα ότι δεν έχει νόημα τίποτα. Έχεις μία κοινωνία και έναν κυρίαρχο λόγο – γιατί όλη η κοινωνία ούρλιαζε εκείνη τη στιγμή απέναντι στην εξέγερση, όλη, ένα ελάχιστο κομμάτι την υποστήριξε και την κατανοούσε. Ένιωθες πως είχες απέναντί σου μία κοινωνία που μπορεί να δικαιολογήσει και το θάνατο ενός 15χρονου αγοριού. Εκεί καταλαβαίνεις ότι η αγριότητα και η βαρβαρότητα έχουν φτάσει σε ακραίο σημείο. Κι υπάρχουν δύο δρόμοι να απαντήσεις, το λέει και στο Πεθαίνοντας στα 30: ή το παιχνίδι, το θέατρο, ή ο θάνατος. Κι εγώ επέλεξα το παιχνίδι, το θέατρο. Οπότε εξαρχής, μπαίνοντας σ’ αυτήν την τέχνη που μ’ αρέσει και τη λατρεύω, καταλαβαίνω ότι η σχέση μου μαζί της είναι βασισμένη πάνω σ’ αυτήν την αστάθεια. Είναι σαν να υποκειμενικοποιείται μια ματαιότητα. Δεν είσαι κι ακριβώς στη μηχανή παραγωγής, είσαι λίγο παράπλευρα, μπορείς να δεις τα πράγματα λίγο απ’ έξω. Κι αν καταφέρεις να ζεις κι απ’ αυτό, έχει ένα ενδιαφέρον γιατί είσαι πιο ήρεμος να ασχοληθείς με τα πιο σημαντικά, ψάχνεις να βρεις να κάνεις πιο δημιουργικά πράγματα. Νομίζω ότι έχει νόημα η ενασχόληση με το θέατρο αν δεν την κάνεις μεροδούλι – μεροφάι, αλλά να προσπαθείς να πεις κάτι, έστω και αποτυχημένα. Το καλό με την τέχνη είναι αυτό: μπορεί και να μην διαταραχτεί το σύμπαν. Σημασία έχει ότι προσπάθησες και ήθελες κάτι να πεις. Αυτό είναι εξαιρετική θέση απέναντι στη ζωή και στην πραγματικότητα. Αν όλοι είχαμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε πράγματα – και για την παράσταση το λέω αυτό –και να μη σε νοιάζει η αποτυχία, να είσαι συγκεντρωμένος στον πυρήνα του “θέλω να πω κάτι” και να διερευνάς αυτό που θες να πεις, καταλαβαίνοντας πού βρίσκεσαι και ποιο είναι το γύρω σου και πού απευθύνεσαι, υπάρχει η πιθανότητα να παραχθεί κάτι ενδιαφέρον.
Εγώ το εκτιμάω γιατί δε θεωρώ ότι υπερβάλλω αν πω ότι ως ηθοποιός έχεις υπάρξει αγαπημένο παιδί των δημιουργών της γενιάς σου, έχεις παίξει ωραία πράγματα, αρκετά πράγματα, και επιλέγεις να πάρεις ένα άλλο ρίσκο αυτή τη στιγμή, έναν άλλο δρόμο. Ξέρεις, αν όχι τώρα πότε, αν όχι εμείς ποιοι; (γέλια). Νομίζω ότι έχει πολλή σημασία το ποίημα το ίδιο, το οποίο το υπεραγαπώ – και ξέρω γιατί, οι άνθρωποι που μαζευτήκαμε να το κάνουμε αυτό, το ότι δημιουργήθηκαν με τόση ευκολία κοινές αναφορές αυτούς τους μήνες που κάναμε πρόβες, κουβεντιάζαμε και δουλεύαμε, είναι πολύ συγκινητικό, πολύ. Έγινε στο Βios με μηδενικά χρήματα, υπήρξε μια τρελή πίστη από όλους μας, πράγμα πολύ ενδιαφέρον. Πώς λίγο-λίγο, στην αρχή με ένα χάος, ενώ ούτε εγώ ήξερα τι μπορεί να γίνει το ποίημα αυτό παραστασιακά. Δυο μήνες πριν συζητάγαμε μήπως δεν χρησιμοποιήσουμε καν το ποίημα, να είναι η αφορμή μας ή να χρησιμοποιήσουμε μια δυο φράσεις. Και τελικά κατάλαβα ότι όλοι μας από κοινού πήραμε τα μεγαλύτερα ρίσκα, ακούγεται όλο το ποίημα. Χαίρομαι γιατί υπήρχε πολλή συγκέντρωση στο τι θέλουμε να πούμε, και ψάχναμε να βρούμε τον βέλτιστο τρόπο να ειπωθεί, χωρίς να επηρεαζόμαστε από τις θεατρικές προσλαμβάνουσες που είχε ο καθένας. Κατανοώ πλήρως ότι είναι ένα τεράστιο ρίσκο όλο αυτό, αλλά χαίρομαι πάρα πολύ γιατί υπάρχει η ηρεμία ότι αυτό που φανταστήκαμε όλοι μας πραγματώνεται σκηνικά. Πράγμα που νομίζω είναι αρκετά σημαντικό, το ότι φτιάξαμε έναν καινούριο κόσμο στο μυαλό μας και αυτή τη στιγμή όποιος έρχεται να δει την παράσταση βλέπει αυτόν τον κόσμο. Μπορεί να ακούγεται απλοϊκό, αλλά συμβαίνει.
Μα γιατί μπλέκουμε όλοι μας με το θέατρο, αν όχι γι’ αυτό; Μάλλον ναι… Μάλλον ναι.