Φωτογραφίες: Αλέκος & Χρήστος Μπουρελιάς

Ξεφεύγοντας από το δίλημμα της τέχνης έναντι της τεχνικής, τη 2η μέρα του ατελιέ, μέσα από τα διάφορα εργαστήρια και τη lecture-performance του Σάλβα Σάντσις, Σκέψη και τεχνική, θεωρία και πρακτική: zoom in & out, ήρθαμε αντιμέτωποι με την αντιπαλότητα δυο άλλων όρων, αυτών της θεωρίας και της πρακτικής. Αξίζει να σταθούμε στην εισήγησή του, ακριβώς γιατί προβληματοποιεί αντί να καταλύει την όποια «ένταση» στο παραπάνω δίπολο. Ο Σάντσις αναφέρεται στον όρο του Κλωντ Λεβί-Στρως, bricolage ―ένα είδος «πνευματικού μαστορέματος»― για να επισημάνει τη διαφορά ανάμεσα στη χρήση των εργαλείων που κάνει ο μηχανικός και εκείνη που κάνει ο μάστορας, ο οποίος δεν τα προορίζει για μια συγκεκριμένη κατασκευαστική δραστηριότητα. Εδώ επανέρχεται η έννοια της επινοητικότητας-κινητικότητας της πρακτικής, ή μάλλον της «πρακτικής ποίησης», σύμφωνα με την οποία ο bricoleur «χωρίς ποτέ να ολοκληρώνει το εγχείρημά του, βάζει πάντα κάτι από τον εαυτό του μέσα σε αυτό».

Ο Σάντσις αναφέρεται στη συνέχεια στην μελέτη της Ανν-Μαρί Μολ,  Το πολλαπλό σώμα –  Οντολογία στην ιατρική πρακτική, επισημαίνοντας έτσι την κατηγοριοποίηση των σωμάτων βάσει του νεωτερικού διχοτομικού ιατρικού μοντέλου, ανάμεσα σε υγιή και άρρωστα. Και πάλι, τα ερώτηματα που προκύπτουν δεν σχετίζονται με το πως η ιατρική γνωρίζει το αντικείμενό της, το σώμα, αλλά με τον τρόπο που η ιατρική ορίζει τα αντικείμενα του ενδιαφέροντός της. Στην ιατρική πρακτική, τόσο το σώμα όσο και οι ασθένειές του δεν συνιστούν μια ενική οντότητα στην αλήθεια της οποίας επιθυμούμε να φτάσουμε. Ωστόσο, η σωματική πολλαπλότητα δεν αναφέρεται από την άλλη σε έναν αόριστο πληθυντικό, αλλά υποδηλώνουν την «οντολογική πολιτική» της ιατρικής, τον τρόπο δηλαδή που η ιατρική πλαισιώνει τα προβλήματα υγείας για να δώσει λύσεις, καθώς και τον τρόπο που τα σώματα εισέρχονται σε συγκεκριμένα ερμηνευτικά πλαίσια, ορίζοντας έτσι και τον τρόπο που ζούμε τις ζωές μας ως υγιείς ή άρρωστοι.

Πώς όμως, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, συνδέονται όλα τα παραπάνω με την καλλιτεχνική πρακτική; Ο Σάντσις, στο τελευταίο μέρος της παρουσίασης-διάλεξής του επιχειρεί ένα λογικό άλμα αναφερόμενος στη φυσιολογία του εγκεφάλου. Επισημαίνει, λοιπόν, την συναπτική κλάδευση (synaptic pruning) για να μας εξηγήσει ότι ο εγκέφαλος καθώς «ωριμάζει» αποκτά μια γενική εποπτική δυνατότητα δια της αφαίρεσης. Επίσης, η αντιληπτική ικανότητα του ατόμου που μαθαίνει και αλληλεπιδρά με άλλα άτομα, δεν είναι άσχετη από το γεγονός ότι το υποκείμενο της γνώσης είναι πάντα ενσώματο και πλαισιοθετημένο σε συγκεκριμένο πραγματιστικό, χωρο-χρονικό, διαπροσωπικό, κοινωνικο-ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Ο Σάντσις, ως δάσκαλος κινητικού αυτοσχεδιασμού, μάς προτείνει το εξής διττό μοντέλο αντιληπτικής μάθησης: «μαθαίνω μια κινητική φράση και μαθαίνω από μια κινητική φράση», δηλαδή εντοπίζω γνωστικές διαδικασίες (μαθαίνω από μια φράση) που αφορούν το ενσώματο βίωμα (μαθαίνω τη φράση).

Ο χορός γίνεται έτσι ιδανικό όχημα για το άνοιγμα ενός διαλόγου σχετικά με την ιδέα του σώματος ως «τόπου πληροφορίας». Αυτό σημαίνει ότι το σώμα αποτελεί ένα τόπο σημαντικών πληροφοριών για την βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης δραστηριότητας –είτε διανοητικής είτε πρακτικής . Όχι τυχαία, ο Σάντσις ξεκινά την παρουσίασή του χορεύοντας, αυτοσχεδιάζοντας, για να καταστήσει σαφές ότι η θεωρία (του) δεν αποκλίνει από την πρακτική (του) στον χορό. Ο δημιουργικός εναγκαλισμός θεωρίας και πρακτικής, μαζί με τα παράγωγά τους, όπως πρακτική θεωρία και θεωρητική πρακτική, μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε το σώμα στο διαχρονικό αυτό δίπολο χωρίς ωστόσο να (ανα)παράγουμε τις αντινομίες του. Αντιμετωπίζουμε έτσι το σώμα ως ένα ανοιχτό εγχείρημα, στη λογική που και η Πηνελόπη αντιμετωπίζει το πλεξιμό της ως απολύτως επιτελεστική δράση που πραγματώνει κάθε φορά αυτό που σημαίνει (στην προκειμένη, την πίστη της στην επιστροφή του Οδυσσέα).

Στην προοπτική αυτή, το σώμα υποστηρίζει με τη διαρκή παρουσία του την ένταση μεταξύ θεωρητικού και πρακτικού πεδίου, υποκινώντας έτσι τη δημιουργικότητα. Ο Σάντσις εφιστά την προσοχή στην ανάγκη ορισμού του πλαισίου της εκάστοτε πρακτικής (που;), στη δυνατότητα σύμπραξης των μελών της ομάδας και διαμοιράσματος της παραχθείσας γνώσης (με ποιον/α;) καθώς και στην συνεχή επαναφορά στο σώμα και στη σχεσιακή του συγκρότηση. Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα διαλεκτική, αναρωτιέται κανείς αν τόσο η θεωρία όσο και η πρακτική διαχωρίζουν με σαφήνεια την αμοιβαία ανταπόκριση ενός συνόλου από την ατομική επίδοση και επιβεβαιώση του ενός. Ο εισηγητής πολύ σωστά μας ζητά να κάνουμε zoom out, να διευρύνουμε το πεδίο πρόσληψης από το άτομο στο σύνολο, από την ομάδα στην κοινωνία, εντοπίζοντας έτσι τους περιορισμούς εντός της ομάδας ή την τυποποίηση των σχέσεων μεταξύ των μελών της. Αλλιώς οι δεξιότητες που σχετίζονται τόσο με την θεωρία όσο και με την πρακτική, είναι «φορητές», επιτελούνται ατομικά και λειτουργούν ελεγκτικά, ως κριτήρια αξιολόγησης του εκάστοτε υποκειμένου.

Αυτό το χαρακτηριστικό δεν μπορεί παρά να αναφέρεται εμμέσως και στη σύγχρονη «ευέλικτη» εργασία, στο παρόν οικονομικο-πολιτικό πλαίσιο. Η έμφαση στις ανθρώπινες δεξιότητες, ο εμπλουτισμός των γνώσεων-πρακτικών του ατόμου χωρίς να αναφερόμαστε πλέον στα επιτεύγματα της ομάδας ή της κοινωνίας, αφήνει ένα κρίσιμο ερώτημα αναπάντητο, σε σχέση με τις δυνατότητες αντίστασης στο υπάρχον σύστημα μέσα από σχήματα ή δυνάμεις που αξιοποιούν ποιητικά αλλά και πολιτικά το άτομο στην ομάδα. Κατευθυνόμαστε αναπόφευκτα σ’ αυτό που θίγει ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σέννετ στο βιβλίο του Ο ελαστικοποιημένος άνθρωπος ―μιας που στο διήμερο ατελιέ μνημονεύτηκε πολλάκις το όνομά του― στη μεταφορική χρήση της λέξης ομάδα, ως οχήματος για να δικαιολογήσουμε την ευέλικτη εργασία και την ακόμη πιο ευέλικτη κατανάλωση. «Εντός της ομάδας, οι φανταστικές επινοήσεις που αρνούνται τον αγώνα μεταξύ των ατόμων για εξουσία ή τις αμοιβαίες συγκρούσεις χρησιμεύουν για να ενισχύουν τη θέση εκείνων οι οποίοι είναι (πάντα) στην κορυφή».

Στην πραγματικότητα, ενισχύοντας τα αισθήματα αυτοεκτίμησης και όλες τις θετικές βιωματικές επιπτώσεις από τη συμμετοχή των ανθρώπων στα σεμινάρια του διημέρου, χωρίς την προοπτική ενός χρόνου που εγγυάται τη δέσμευση και τη συνεχή παρουσία των ατόμων στις προσωρινές έστω μορφές κοινότητας που δημιουργήθηκαν, αφήνουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο η συνεύρεση αυτή να υποβιβαστεί σε ένα ουδέτερο πολιτικά συμβάν, οδυνηρή επαλήθευση του ότι τα ευρύτερα κοινωνικά σύνολα δύσκολα ενοποιούνται πολιτικά και κοινωνικά μέσα από τη βιωμένη εμπειρία. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε άμεσα ότι ο καπιταλιστικός μηχανισμός, ακόμη και στις περιπτώσεις που η απασχόληση διοχετεύεται μέσα σε δημιουργικούς τομείς και κοινοτικές δραστηριότητες, μπορεί πολύ εύκολα να καταστήσει την ίδια την εκδίπλωση της ατομικότητας-συλλογικότητας χρήσιμη στην εμπορευματική παραγωγή. Οι βιωμένες μορφές κοινοτικών σχέσεων που υπάρχουν στο περιθώριο του κοινωνικού συστήματος, μακριά από κάθε κενό επαναστατικό ουτοπισμό, προκύπτουν από την αυτόνομη και ανιδιοτελή πρωτοβουλία των ατόμων που σχετίζονται ελεύθερα μεταξύ τους. Αυτού του είδους η ελευθερία γίνεται η αφορμή να ξανασκεφτούμε τη διαλεκτική ανάμεσα στις αυτόνομες ποιητικο-τεχνικές δραστηριότητες και την ετερόνομη καλλιτεχνική παραγωγή.