Για όσους έχουν αφεθεί στη ριζική εμπειρία της ολονύκτιας/ολιγοήμερης χορευτικής σπατάλης, όχι τυχαία, η εμπειρία αυτή καταλήγει συνώνυμο μιας ασυγκράτητης ελευθέριας, ενός ιερού ξοδέματος από το οποίο πηγάζει ανανεωμένη η επιθυμία για ζωή. Θύλακας ιερότητας ή ψηφίδα μυθολογίας, η ρέιβ σκηνή υπήρξε για μια ολόκληρη γενιά όχι απλώς αναφορά στις μουσικο-χορευτικές αναζητήσεις της νεανικής κουλτούρας, αλλά ένα ορόσημο εποχής, ταξίδι στα διάκενα της μητροπολιτικής εμπειρίας, δύναμη και δυνατότητα απόδρασης από την καθημερινότητα. Βασική επιταγή και προϋπόθεση, το σώμα να «ξεφτιλιστεί», να «αδειάσει», μεταφέροντας την ενέργειά του στον κοινό παλμό του κόσμου που τα «σπάει» στο στέιτζ.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εποχή αυτή έχει παρέλθει, τουλάχιστον για τους νοσταλγούς της «αυθεντικής» ρέιβ εμπειρίας. Ωστόσο, η εποχή εκείνη, ιστορικά πλέον συνδεδεμένη με την ελευθεριότητα και την οριακή επαναστατική διάσταση του «ξοδέματος», είναι επενδεδυμένη και με συναισθηματική αξία. Η «εικόνα» του/της ρέιβερ, άλλοτε εξιδανικευμένη από τους οπαδούς της κι άλλοτε αποδυναμωμένη μέσα από την μέινστριμ πορεία που ακολούθησε η εν λόγω μουσικοχορευτική σκηνή, αποτελεί ακόμη και σήμερα προϊόν διεκδίκησης και συμβολικής διαπραγμάτευσης. Πολύ εύστοχα, η χορογράφος Κατερίνα Ανδρέου στο έργο της Rave to lament επικαλείται τον θρήνο και τοποθετείται στον απόηχο μιας εποχής ή μιας κουλτούρας που επιβιώνει μόνο ως «φάντασμα» ―τουλάχιστον μέσα από το πρίσμα της πρόσφατης συγκυρίας που θέτει υπό δοκιμασία κάθε συλλογικά βιωμένη εμπειρία. Ως μικρός επικήδειος, ο χορός της γίνεται «η ζωντανή εικόνα ενός νεκρού πράγματος», μαρτυρία για μια εμπειρία που επιβιώνει στις συσκοτισμένες περιοχές του χασίματος, του ονειρικού ταξιδιού, της αναπόλησης.
Σε αντίθεση όμως με τα εγχειρήματα που προσπαθούν να ανασυστήσουν την εμπειρία του ρέιβ συμποσιασμού εν μέσω ενός έξαλλου κι ανομοιογενούς πλήθους (βλ. το έργο της Ζιζέλ Βιέν, Crowd) που παραδίδεται στον ηδονισμό του «χασίματος», η Ανδρέου είναι μόνη. Το in situ έργο της ανοίγει με έναν φανταστικό διάλογο, ο οποίος προβάλλεται σε οθόνη. Το παράθυρο του υπολογιστή ―συνώνυμο μιας υπό όρους ελευθερίας στις μέρες μας― επιτείνει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του τοπίου: οι λέξεις που σχηματίζονται σταδιακά και διεκδικούν να επαναφέρουν το λησμονημένο ή να διατηρήσουν την αμφισημία τους (τι να σημαίνει η επιθυμία εκτόνωσης σε ένα ερημικό τοπίο;), το τρένο που διασχίζει την πλαγιά του βουνού, οι παρκαρισμένες μπουλντόζες, το απόμακρο αλύχτημα των σκυλιών στη μάντρα, όλα μαρκάρουν τον χώρο με την απουσία. Ακόμη και η ίδια η χορεύτρια-χορογράφος, αναδιπλωμένη στον εαυτό της μοιάζει αφημένη στη ροή των σκέψεων που περνούν από την οθόνη, σκέψεων που «αιωρούνται» πάνω από τα κεφάλια μας σαν να ήταν δικές μας, ξυπνούν μέσα μας την οικειότητα των διαλόγων με φίλους, με γνωστούς-άγνωστους πλάνητες της νύχτας, συγκροτούν τις γνώριμες αφηγήσεις για το αλησμόνητο, το ασυγκράτητο και το απερίγραπτο.
Εδώ, παρόλα αυτά, δεν υπάρχει «στέιτζ»· η σκηνή δεν οριοθετείται και δεν εκφράζεται μέσα από την εμπειρία του κλειστού, αποπνικτικού, διαποτισμένου με τον ιδρώτα των υπόλοιπων σωμάτων, χώρου. Ακόμη και ο ήχος από τα σαμπ-γούφερ του «φτιαγμένου» αμαξιού διαχέεται στο τοπίο, κάνοντάς το να μοιάζει με μινιατούρα της Hot Wheels. Αλλά είναι ακριβώς αυτό το ανορθόδοξο «άνοιγμα» που συνδέει τον χορό της Ανδρέου με το λυτρωτικό «τώρα», σαν το σώμα της να μπορεί ακόμα να ονειρεύεται την κίνηση, χωρίς να μπορεί όμως να «ξυπνήσει» ―ένας συνδυασμός ενύπνιας αφύπνισης και σωματικής φαντασίας. Η Ανδρέου βυθίζεται στον χορό, το σώμα της ανταγωνίζεται τα μπιτ, «ξοδεύεται», τα «δίνει», υπερπηδώντας το κατώφλι της σωματικής δοκιμασίας και αντοχής. Αν κάτι αναζητά είναι πέρα από το αυτονόητο· ο χορός της είναι ένας κεραυνός, μια παραισθητική αναλαμπή που καταστρέφει εκείνο το οποίο προσπαθεί να συλλάβει. Δεν πρόκειται απλώς για σχήμα λόγου, αλλά για τον πυρήνα της «οριακής» εμπειρίας.
Εξαιτίας αυτού επιβεβαιώνεται και ο πένθιμος χαρακτήρας του έργου. Η Ανδρέου γίνεται αγγελιαφόρος θανάτου ή φάντασμα από το μέλλον, παίζει ταυτόχρονα με την ανάμνηση μιας εμπειρίας και με τον τρόπο που επιτελείται σωματικά στο «εδώ και τώρα», στο «πουθενά», φτιάχνοντας έτσι έναν χορό που επιβιώνει ως ίχνος ενός πράγματος που (ίσως) έχει χαθεί (συνομιλώντας και με το τι μπορεί να σημαίνει η ασυγκράτητη ανάγκη για εκτόνωση σε μια περίοδο όπου η επανεκκίνηση ορίζεται με τον συμβιβασμό για όσα δεν μπορούν να ανακτηθούν). To Rave to lament είναι ένα είδος συντριμμιού ή κτερίσματος, εκπέμπει κάτι από τη χαμένη λαμπρότητα του είδους του, χωρίς να φιλοδοξεί να διευκρινίσει το τι σημαίνει τελικά αυτός ο επικήδειος. Όπως «αναρωτιέται» και η χορογράφος στο τέλος της παράστασης, σε ένα φανταστικό διάλογο με τον θεατή, το R.I.P. που είναι τυπωμένο στο μαύρο μπλουζάκι της είναι πολλαπλώς αναγνώσιμο: Rest in Peace, Rave in Pain, ή μήπως καλύτερα Revolution in Progress;
Εν αναμονή ενός χορού που θα ξανακερδίσει την ενέργειά του ερχόμενος σε επαφή με κάποιο σώμα έτοιμο να «ξοδευτεί», η Ανδρέου μας αφήνει με τη «φωτεινότητα» και τη μελαγχολική αισιοδοξία του δικού της ξεσπάσματος, όπως κάθε αποθνήσκον άστρο που αποτραβιέται στο σκοτάδι αφήνοντας το αχνό του φως καρφιτσωμένο στο στερέωμα.