Ο Mathias Eick, ένας από τους σημαντικότερους τρομπετίστες που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία στην νορβηγική αλλά και στην ευρωπαϊκή τζαζ, θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στη χώρα μας αυτό το Σάββατο, στα πλαίσια του πατρινού Φεστιβάλ Jazz+Πράξεις 2019, που κάθε χρόνο κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του στα μουσικά πράγματα του καλοκαιριού, και καθιερώνεται ως ένα από τα σοβαρότερα μουσικά events της καλοκαιρινής περιόδου. Με την ευκαιρία της έλευσής του, το artivist άδραξε την ευκαιρία να συνομιλήσει μαζί του και να τον γνωρίσει λίγο καλύτερα στο ελληνικό κοινό.

Σε λίγες μέρες θα σας χαρούμε στην Πάτρα. Είναι η πρώτη φορά που θα παίξετε στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι; Ναι. Δεν έχω έρθει ποτέ στη χώρα σας.

Έχετε παίξει όμως σε διάφορα μέρη του κόσμου.. πόσο διαφορετικό είναι το κοινό της τζαζ από το ένα στο άλλο; Είναι κάπως διαφορετικό, πρέπει να πω. Έχω παίξει στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη. Οι άνθρωποι νοιάζονταν για τη μουσική, ήταν σχεδόν μεθυσμένοι, και φώναζαν! Ήταν φανταστικά! Αυτό είναι το καλύτερο για μένα, ένα κοινό σε εγρήγορση. Όταν παίζουμε σε αίθουσες συναυλιών στην Ευρώπη – στη Γαλλία, στη Γερμανία ή τη Νορβηγία, το κοινό είναι συνήθως καθιστό και χειροκροτεί. Φυσικά κι αυτό επίσης είναι ωραίο, αλλά είναι όμορφα να παίζεις καμιά φορά και να είναι σαν να παίζεις σε ροκ συναυλία. Εξαρτάται λοιπόν. Πάντως πέρασα πολύ ωραία παίζοντας στις ΗΠΑ, γιατί οι άνθρωποι είναι αληθινά ξύπνιοι.

Η Νέα Υόρκη θεωρείται άλλωστε η πρωτεύουσα της τζαζ μουσικής. Ναι, κατά κάποιο τρόπο είναι. Κι ήταν υπέροχα να παίζουμε εκεί μου αρέζει πολύ να δίνω συναυλίες. Είναι πάντοτε ενδιαφέρον να βλέπεις πώς λειτουργεί το κοινό. αλλά συνήθως το κοινό με αφήνει πάντα ικανοποιημένο. Αρκεί να έρθουν!

Για τη τζαζ σκηνή της Νορβηγίας, μοιάζει να έχουμε μια παγιωμένη αντίληψη: είναι κοινός τόπος να μιλάμε για το πώς το τοπίο περνάει και στη μουσική, κλπ. Αναρωτιέμαι όμως πώς το βλέπετε εσείς: υπάρχει στ’ αλήθεια μια σκηνή με κοινά χαρακτηριστικά; Ή κάθε καλλιτέχνης έχει εντελώς διαφορετικό ήχο; Νομίζω πως το πιο μοναδικό χαρακτηριστικό της Νορβηγίας είναι πως είμαστε πολύ λίγοι άνθρωποι εδώ! Είναι λοιπόν πολύ συνηθισμένο οι καλοί τζαζ μουσικοί της Νορβηγίας να δουλεύουν μαζί με τους καλούς ποπ και ροκ καλλιτέχνες. Έτσι με κάποιο τρόπο επηρεάζουμε ο ένας τον άλλο. Όλοι κι όλοι είμαστε περίπου πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι λοιπόν εύκολο να συναντηθείς με το γείτονά σου.  Ο πιο κοντινός μου γείτονας είναι ένας από τους μεγαλύτερους rappers της Νορβηγίας, κι έχω συνεργαστεί μαζί του στο παρελθόν!  (Γέλια) Και νομίζω πως αυτό κάνει τη μουσική να ακούγεται λίγο πιο ενδιαφέρουσα. Σε κάνει πιο ανοιχτόμυαλο το ότι δεν βρίσκεσαι συνεχώς μόνο με ανθρώπους της τζαζ ή μόνο με ανθρώπους της ροκ. Όλοι οι μουσικοί δουλεύουμε μαζί. Και νομίζω πως αυτό είναι το μοναδικό στη νορβηγική μουσική.

Ενδιαφέρον! Αυτό ισχύει και για τις διαφορετικές γενιές των νορβηγών μουσικών; Έχετε παίξει με τους παλαιότερους; Ναι, βέβαια! Τα περισσότερα φεστιβάλ της Νορβηγίας έχουν jam sessions, όπου είναι πιθανό να συναντήσεις κάποιος από τους παλιούς μάγκες, τους μουσικούς των προηγούμενων γενεών, και να παίξεις μαζί τους. Όταν ήμουν νεώτερος, έπαιζα με τη μπάντα του πατέρα μου, κι εκείνοι ήταν 50, 60, 70 ετών. Έχω παίξει swing, be bop, big band jazz, κάθε είδους μουσική, και η εντύπωσή μου για τους νορβηγούς μουσικούς είναι πως είναι ανοιχτοί σε όλα τα στυλ. Και βέβαια μπορείς να μάθεις πολλά από τις μεγαλύτερες γενιές. Κι έτσι γίνεσαι καλύτερος, μαθαίνεις περισσότερα για τους λόγους που παίζεις τη μουσική που παίζεις.

Για να μου λέτε πως παίζατε με τη μπάντα του πατέρα σας, προφανώς υπήρχε μουσική στην οικογένειά σας. Εσείς πώς καταλάβατε πως αυτό θα κάνατε στη ζωή σας; Νομίζω πως ήμουν περίπου 12-13 ετών όταν κατάλαβα πως αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που θα έκανα, για πάντα! Έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό, και σαν παιδί ήθελα πάντα να γίνω σαν κι αυτόν. Κι αυτός είναι επίσης μουσικός. Ήθελα να πάω στα ίδια σχολεία, να παίζω την ίδια μουσική, να κάνω όλα όσα έκανε κι αυτός. Ήταν ο μεγάλος μου ήρωας!

Και θυμάστε πότε επιλέξατε την τρομπέτα ως το βασικό σας όργανο – γιατί ξέρω ότι παίζετε κι άλλα διάφορα. Άρχισα πιάνο όταν ήμουν πέντε χρονών, και στα έξι άρχισα την τρομπέτα. Νομίζω πως από πολύ νωρίς κατάλαβα πως η τρομπέτα ήταν Σε λίγες μέρες θα σας χαρούμε στην Πάτρα. Είναι η πρώτη φορά που θα παίξετε στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι; Ναι. Δεν έχω έρθει ποτέ στη χώρα σας.

Έχετε παίξει όμως σε διάφορα μέρη του κόσμου.. πόσο διαφορετικό είναι το κοινό της τζαζ από το ένα στο άλλο; Είναι κάπως διαφορετικό, πρέπει να πω. Έχω παίξει στις ΗΠΑ< στη Νέα Υόρκη. Οι άνθρωποι νοιάζονταν για τη μουσική, ήταν σχεδόν μεθυσμένοι, και φώναζαν! Ήταν φανταστικά! Αυτό είναι το καλύτερο για μένα, ένα κοινό σε εγρήγορση. Όταν παίζουμε σε αίθουσες συναυλιών στην Ευρώπη – στη Γαλλία, στη Γερμανία ή τη Νορβηγία, το κοινό είναι συνήθως καθιστό και χειροκροτεί. Φυσικά κι αυτό επίσης είναι ωραίο, αλλά είναι όμορφα να παίζεις καμιά φορά και να είναι σαν να παίζεις σε ροκ συναυλία! Εξαρτάται λοιπόν. Πάντως πέρασα πολύ ωραία παίζοντας στις ΗΠΑ, γιατί οι άνθρωποι είναι αληθινά ξύπνιοι.

Η Νέα Υόρκη θεωρείται άλλωστε η πρωτεύουσα της τζαζ μουσικής. Ναι, κατά κάποιο τρόπο είναι. Κι ήταν υπέροχα να παίζουμε εκεί μου αρέζει πολύ να δίνω συναυλίες. Είναι πάντοτε ενδιαφέρον να βλέπεις πώς λειτουργεί το κοινό. αλλά συνήθως το κοινό με αφήνει πάντα ικανοποιημένο. Αρκεί να έρθουν!

Για τη τζαζ σκηνή της Νορβηγίας, μοιάζει να έχουμε μια παγιωμένη αντίληψη: είναι κοινός τόπος να μιλάμε για το πώς το τοπίο περνάει και στη μουσική, κλπ. Αναρωτιέμαι όμως πώς το βλέπετε εσείς: υπάρχει στ’ αλήθεια μια σκηνή με κοινά χαρακτηριστικά; Ή κάθε καλλιτέχνης έχει εντελώς διαφορετικό ήχο; Νομίζω πως το πιο μοναδικό χαρακτηριστικό της Νορβηγίας είναι πως είμαστε πολύ λίγοι άνθρωποι εδώ! Είναι λοιπόν πολύ συνηθισμένο οι καλοί τζαζ μουσικοί της Νορβηγίας να δουλεύουν μαζί με τους καλούς ποπ και ροκ καλλιτέχνες. Έτσι με κάποιο τρόπο επηρεάζουμε ο ένας τον άλλο. Όλοι κι όλοι είμαστε περίπου πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι λοιπόν εύκολο να συναντηθείς με το γείτονά σου.  Ο πιο κοντινός μου γείτονας είναι ένας από τους μεγαλύτερους rappers της Νορβηγίας, κι έχω συνεργαστεί μαζί του στο παρελθόν!  )Γέλια) Και νομίζω πως αυτό κάνει τη μουσική να ακούγεται λίγο πιο ενδιαφέρουσα. Σε κάνει πιο ανοιχτόμυαλο το ότι δεν βρίσκεσαι συνεχώς μόνο με ανθρώπους της τζαζ ή μόνο με ανθρώπους της ροκ. Όλοι οι μουσικοί δουλεύουμε μαζί. Και νομίζω πως αυτό είναι το μοναδικό στη νορβηγική μουσική.

Ενδιαφέρον! Αυτό ισχύει και για τις διαφορετικές γενιές των νορβηγών μουσικών; Έχετε παίξει με τους παλαιότερους; Ναι, βέβαια! Τα περισσότερα φεστιβάλ της Νορβηγίας έχουν jam sessions, όπου είναι πιθανό να συναντήσεις κάποιος από τους παλιούς μάγκες, τους μουσικούς των προηγούμενων γενεών, και να παίξεις μαζί τους. Όταν ήμουν νεώτερος, έπαιζα με τη μπάντα του πατέρα μου, κι εκείνοι ήταν 50, 60, 70 ετών. Έχω παίξει swing, be bop, big band jazz, κάθε είδους μουσική, και η εντύπωσή μου για τους νορβηγούς μουσικούς είναι πως είναι ανοιχτοί σε όλα τα στυλ. Και βέβαια μπορείς να μάθεις πολλά από τις μεγαλύτερες γενιές. Κι έτσι γίνεσαι καλύτερος, μαθαίνεις περισσότερα για τους λόγους που παίζεις τη μουσική που παίζεις.

Για να μου λέτε πως παίζατε με τη μπάντα του πατέρα σας, προφανώς υπήρχε μουσική στην οικογένειά σας. Εσείς πώς καταλάβατε πως αυτό θα κάνατε στη ζωή σας; Νομίζω πως ήμουν περίπου 12-13 ετών όταν κατάλαβα πως αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που θα έκανα, για πάντα! Έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό, και σαν παιδί ήθελα πάντα να γίνω σαν κι αυτόν. Κι αυτός είναι επίσης μουσικός. Ήθελα να πάω στα ίδια σχολεία, να παίζω την ίδια μουσική, να κάνω όλα όσα έκανε κι αυτός. Ήταν ο μεγάλος μου ήρωας!

Και θυμάστε πότε επιλέξατε την τρομπέτα ως το βασικό σας όργανο – γιατί ξέρω ότι παίζετε κι άλλα διάφορα. Άρχισα πιάνο όταν ήμουν πέντε χρονών, και στα έξι άρχισα την τρομπέτα. Νομίζω πως από πολύ νωρίς κατάλαβα πως η τρομπέτα ήταν το όργανό μου, γιατί ήταν πολύ πιο εύκολο να συγκεντρωθείς στο να παίζεις με λίγα κουμπιά, ενώ στο πιάνο χρησιμοποιείς και τα δύο χέρια, και πρέπει να μάθεις αρμονία… Ήμουν απλά τεμπέλης! Επέλεξα τον ευκολότερο δρόμο. Κι ήταν πολύ διασκεδαστικό να παίζω τρομπέτα, μου άρεσε πολύ. Συνέχισα και το πιάνο, και το κοντραμπάσο, και κιθάρα και βιμπράφωνο. Στο σπίτι υπήρχαν κάθε είδους όργανα, και έτσι μου ήταν εύκολο να δοκιμάζω να τα παίξω όλα. όμως η τρομπέτα ήταν το αγαπημένο μου.

Είχατε ήρωες στην τρομπέτα, και στη τζαζ γενικότερα; Κι έχετε ακόμα; Όταν ήμουν παιδί άκουγα Louis Armstrong και Chet Baker. Μετά άκουγα Dizzy Gillespie, και στα 10-11 άκουσα τον Clifford Brown, κι ήταν φανταστικός – αυτός ήταν ο μεγάλος μου ήρωας για πολλά χρόνια. Και μετά στα 17-18 μου άρχισα να ακούω προσεκτικά Miles Davis, και ήθελα να τον ακούω όλη την ώρα, αυτός ήταν πια ο μεγάλος μου ήρωας. Όλοι γι αυτόν μιλούσαν. Κι ύστερα προσπάθησα να μην τον ακούω τόσο πολύ, γιατί δεν ήθελα να αρχίσω να ακούγομαι σαν αυτόν. Κι ύστερα στράφηκα στον Kenny Wheeler, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να είναι ο μεγάλος μου ήρωας.

Ξέρετε, ένας άλλος κοινός τόπος για τον ήχο της Νορβηγίας, τον θέλει χαμηλών τόνων και μελαγχολικό, για να ταιριάζει με τις μακριές χιονισμένες νύχτες… Όμως η δική σας μουσική μού ακούγεται αρκετά χαρούμενη! Ναι, είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος. Φυσικά, μου φαίνεται πάντα πιο ενδιαφέρον να γράφω μουσική στη σκοτεινή περιοχή, πιο χαμηλή και μελαγχολική, όμως μετά μου αρέσει να εμφυσώ λίγη αισιοδοξία στο σκοτάδι. Αυτή είναι η τέλεια ισορροπία που προσπαθώ να βρω: να υπάρχει πολύ συναίσθημα στη μουσική, βαθιά συναισθήματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή και το θάνατο, το χρόνο που περνάει, αλλά να τα συνδυάζω με μια πιο αισιόδοξη θεώρηση.

Κι από την νορβηγική σκηνή ποιοι μουσικοί σας αρέσουν περισσότερο; Ο τρομπετίστας Arve Henriksen είναι ένας από τους αγαπημένους μου. Αλλά παίζω πολύ συχνά και με έναν τραγουδοποιό, τον Thomas Dybdahl – είναι σπουδαίος καλλιτέχνης. Και φυσικά ο τρομπετίστας  Nils Petter Molvær – μεγάλος μουσικός και καλός μου φίλος. Αλλά και στη ροκ υπάρχουν πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες.

Από νωρίς στην καριέρα σας αρχίσατε να ηχογραφείτε για την ECM. Πώς συνέβη αυτό; Έγινε χάρις στον Nils Petter Molvær, γιατί το 1998-99 γνώρισε μεγάλη επιτυχία με ένα από τα πρώτα άλμπουμ του στην ECM, το Khmer. Μετά από αυτό είχε πολλές συναυλίες, κι αποφάσισε να παίζει μόνο με το δικό του συγκρότημα. Εγώ τότε σπούδαζα μουσική στο Toneheim, κι εκείνος μου έκανε κάποια μαθήματα, και μετά μου πρότεινε να τον αντικαταστήσω σε μερικά από τα συγκροτήματα που έπαιζε. Αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να παίζω με πραγματικούς καλλιτέχνες. Άρχισα να παίζω τρομπέτα στο συγκρότημα του Jacob Young. Κι εκείνος είχε μια επαφή με την ECM γιατί ο Manfred Eicher ήθελε να κυκλοφορήσει το καινούριο του άλμπουμ. Έτσι μπήκαμε στο στούντιο. Εγώ ήμουν είκοσι τριών χρονών, κι ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Manfred Eicher. Πάνε δεκάξι χρόνια από τότε… Είχαμε πολύ καλή επικοινωνία με τον Manfred, και του άρεσε το παίξιμό μου. Και λίγο καιρό αργότερα, με ρώτησε αν θέλω να κάνω ένα σόλο άλμπουμ. Ήμουν τόσο χαρούμενος, γιατί στα είκοσι τρία μου χρόνια γινόταν πραγματικότητα το μεγαλύτερό μου όνειρο. Άρχισα να γράφω μουσική, και μου πήρε 4  χρόνια. Κι έτσι το 2008, στις 5 Μαΐου, κυκλοφόρησε το ντεμπούτο μου στην ECM, το The Door. Έχω κάνει συνολικά τέσσερα άλμπουμ. Προσπαθώ να κυκλοφορώ ένα καινούριο δίσκο κάθε τρία χρόνια, αυτός είναι ο στόχος μου.

Καθώς γνωρίζω αρκετά καλά τον Manfred Eicher, θα έλεγα ότι μιλάμε για μια αληθινή ιδιοφυία, αλλά και για έναν άνθρωπο με πολύ ισχυρή άποψη για το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Υπάρχουν φορές που αυτό κάνει δύσκολο το να διατηρήσει κανείς την προσωπική του ταυτότητα; Αυτό έχει να κάνει πολύ με την αυτοπεποίθηση του καθενός, και κατά πόσον είναι ικανός να παραβλέψει για λίγο την τεράστια ιστορία του, και να  μείνει στην παρούσα στιγμή, να υποστηρίξει με ταπεινότητα την άποψή του, και να επικοινωνήσει μαζί του σε ανθρώπινο επίπεδο, όπως με έναν κανονικό άνθρωπο, αντί να τον φοβηθεί. Αλλά, ξέρετε, μου πήρε μερικά χρόνια μέχρι να μπορέσω να σκέφτομαι έτσι, κι απλώς να επικοινωνώ μαζί του. Μετά όλα ήταν cool, γιατί φυσικά σέβεται μια καλή ιδέα, και σέβεται την καλή επικοινωνία, όπως όλοι. Όταν άρχισα να τον σκέφτομαι σαν μουσικό, και σαν συνδημιουργό,  μετά μου ήταν πιο εύκολο να διατυπώσω τις δικές μου απόψεις και να τις συζητώ μαζί του ελεύθερα. Άλλωστε έχει τόσες υπέροχες ιδέες, που είναι υπέροχο να βρίσκεσαι μαζί του. Κι έχει ένα πολύ ξεκάθαρο όραμα για το πώς θα έπρεπε να είναι η μουσική.

Τι να περιμένουμε από την εμφάνισή σας στην Πάτρα αυτό το Σάββατο; Θα παίξουμε το μεγαλύτερο μέρος από το τελευταίο μας άλμπουμ, το Ravensburg, καθώς και αρκετό από το παλαιότερο υλικό μας. ια έχουμε αρκετά ανοιχτά μέρη με πολλή ενέργεια και αυτοσχεδιασμούς και πιστεύουμε πως θα περάσουμε πολύ καλά, και αυτό ελπίζουμε και για το κοινό. Είμαι πολύ ευτυχής με το Ravensburg, και θα χαρούμε να το παίξουμε για σας.

Οι Mathias Eick Quintet θα εμφανσιτούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ Jazz+Πράξεις 2019 στην Πάτρα, το Σάββατο 8 Ιουνίου, ώρα 21.30.