Στις 18 Νοεμβρίου 1952 πέθανε, από πάθηση της καρδιάς, στα 57 του χρόνια, ο ποιητής Πωλ Ελυάρ, στρατευμένος κάποτε στις γραμμές του υπερρεαλιστικού κινήματος και δια βίου οραματιστής του σοσιαλισμού, της ειρήνης και της ελευθερίας των λαών. Η σορός του εκτέθηκε σε προσκύνημα. Στις 21 Νοεμβρίου, μία ημέρα πριν την κηδεία, ο Πάουλ Τσέλαν «επισκέφτηκε», όπως έγραψε, τη σορό και την ίδια μέρα σχεδίασε το ποίημα «In Memoriam Paul Éluard». Ποίημα αινιγματικό, σκοπίμως (;) κρυπτικό, πυκνής ύφανσης, χωρίς ονόματα και με επίμονες προσωπικές, δεικτικές, και λοιπά, αντωνυμίες. Ἀλλωστε ανάλογης υφής είναι και τα οκτακόσια περίπου ποιήματά του. Όμως, εδώ οι λόγοι της τεχνητής αποσιώπησης είναι ξεχωριστοί και υποσκάπτουν το «φαίνεσθαι» του ποιήματος. Ο ποιητής (ας θυμηθούμε την «Φούγκα θανάτου») δίνει τόνο ειρωνικό στα δραματικά επεισόδια της ιστορίας, ακόμη και στην ανείπωτη τραγωδία, για να τα σηκώσει και να τα μεταφέρει στο χαρτί.

Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Texte und Zeichen (Βερολίνο, τ. 2, 1955, σ. 153) και εντάχθηκε στη συλλογή Από κατώφλι σε κατώφλι (Von Schwelle zu Schwelle) που κυκλοφόρησε επίσης το 1955. Στην παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης (μτφρ. Στέλλα Γ. Νικολούδη, εκδ. Δελφίνι 1998) ο κριτικός και συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης έγραψε σχετικά με το εν λόγω ποίημα: «Στο In memoriam Paul Eluard [ο Τσέλαν] θρηνεί τον υπερρεαλιστή ποιητή» (Το Βήμα, 30 Αυγούστου 1998). Συμβαίνει πράγματι αυτό;

Ας το διαβάσουμε πρώτα:

Βάλε στον τάφο του νεκρού τις λέξεις

που είπε για να ζήσει,

Ακούμπησε το κεφάλι του ανάμεσά τους,

άσ’ τον να αισθανθεί

τις γλώσσες της νοσταλγίας,

τις τανάλιες.

 

Βάλε στα βλέφαρα του νεκρού τη λέξη

που αρνήθηκε σ’ εκείνον,

σ’ εκείνον που τον αποκαλούσε «συ»,

τη λέξη

όπου τινάχτηκε πλάι το αίμα της καρδιάς του,

όταν ένα χέρι, τόσο γυμνό σαν το δικό του,

έδεσε κείνον που τον αποκαλούσε «συ»

με το λουλούδι του μέλλοντος.

Βάλε τη λέξη στα βλέφαρά του:

ίσως

στο μάτι του που είναι ακόμη γαλανό,

μπει ένα δεύτερο, ακόμη πιο ξένο γαλανό,

κι εκείνος που τον αποκαλούσε «συ»,

ονειρευτεί μαζί του: Εμείς.

Στο πρώτο σχεδίασμα του ποιήματος, σε σελίδα των Poems τοῦ Gerard Hopkins, υπάρχουν οι λέξεις «αγχόνη» και «ενοχή». Παρελείφθησαν στο δεύτερο σχεδίασμα, λίγο αργότερα, στο ξενοδοχείο του Παρισιού Lutetia, επιταγμένο κατά τη διάρκεια της Κατοχής από την Γκεστάπο και όπου μετά την απελευθέρωση φιλοξενήθηκαν κρατούμενοι στρατοπέδων συγκέντρωσης. Χωρίς τα πραγματολογικά στοιχεία που το γέννησαν, το ποίημα δύσκολα «αποκωδικοποιείται». Μας τα κομίζει ο ποιητής επτά χρόνια αργότερα. Στις 29 Μαρτίου 1962 γράφει στον εκδότη Karl-Eberhardt Felten ότι το ποίημα δεν αποτίει φόρο τιμής στον Ελυάρ, αλλά στον Τσέχο ποιητή και ιστορικό Zavis Kalandra (Ζάβις Καλάντρα), γεννημένον το 1902, ο οποίος το 1950, στις Δίκες της Πράγας, καταδικάστηκε ως αντιφρονών σε θάνατο και εκτελέστηκε. Στὴν επιστολή ο Τσέλαν αναφέρει ότι ο Ελυάρ αρνήθηκε να μεσολαβήσει με το βάρος του ονόματός του και ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας για απονομή χάριτος. Την πρωτοβουλία είχαν αναλάβει ο Αντρέ Μπρετόν και ο Αλμπέρ Καμύ, φίλοι του Καλάντρα. Σε διάφορα σημεία του ποιήματος ο Τσέλαν υπαινίσσεται το γνωστό ποίημα του Ελυάρ προς τιμήν της αντίστασης «Liberté», το οποίο  μετέφρασε το 1956, επεμβαίνοντας μάλιστα μεταφραστικά («διορθώνοντας», αναφέρει η επιμελήτρια των Απάντων του Β. Wiedemann που γνωρίζει το χειρόγραφο, δεδομένου ότι η μετάφραση δεν δημοσιεύθηκε).

«Φόρος τιμής», λοιπόν, στον Ελυάρ, που ισοδυναμεί με καταγγελία της σιωπής του. Τώρα το ποίημα ανοίγεται: «Βάλε στα βλέφαρα του νεκρού [Ελυάρ] τη λέξη / που αρνήθηκε σ’ εκείνον [Καλάντρα], / σ’ εκείνον που τον αποκαλούσε συ»˙ ένδειξη δεσμού φιλίας, τουλάχιστον μέχρι τη σύλληψη του Καλάντρα. Ο Ελυάρ θυσίασε τη φιλία και τον φίλο του χάριν της κομματικής νομιμότητας (και ορθοδοξίας). The rest is silence.

(Οι πληροφορίες στο: Paul Celan Gedichte Kommentierte Gesamtausgabe [σχολιασμένη έκδοση Απάντων των ποιημάτων του Πάουλ Τσέλαν]. Επιμέλεια B. Wiedemann. Suhrkamp, Frankf.  M. 2003, 82-83. Και στη βιογραφία του J. Felstiner: paul celan ποιητής, επιζών, εβραίος. Μτφρ. Ι. Αβραμίδου. Νεφέλη 2008, 119-120.)

Σημείωση: Η μετάφραση του ποιήματος είναι δική μου. Δυστυχώς, δεν έχω στη διάθεσή μου, στον τόπο που γράφεται το σημείωμα, αντίτυπο της έκδοσης, ὁπου περιλαμβάνεται το ποίημα σε μετάφραση της κ. Στέλλας Νικολούδη.

Ο Συμεών Σταμπουλού είναι φιλόλογος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής.   Δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία και γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.