Γνωρίσαμε τους El Conde de Torrefiel το Δεκέμβριο του 2016 στο MIRFestival, που συνηθίζει να αποκαλύπτει εξαιρετικά μυστικά στο αθηναϊκό κοινό. Η παράστασή τους τότε λεγόταν Guerilla κι έκανε μεγάλη αίσθηση – νομίζω, άλλωστε, πως πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες θεατρικές ομάδες στην Ευρώπη . Τότε παρέμειναν στην Αθήνα για ένα περίπου μήνα, κι εδώ ξεκίνησε η δημιουργική διαδικασία του LA PLAZA που θα δούμε τώρα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Θυμάμαι, μάλιστα, πως το MIRfestival είχε επιμεληθεί μια παρουσίαση του πρώτου δείγματος αυτής της νέας τους δουλειάς τον Ιανουάριο του 2017, σε μια ιδιότυπη εγκατάσταση-περφόρμανς που σίγουρα θυμόμαστε όλοι οι ελάχιστοι που τη χαρήκαμε. Από τότε χρονολογείται κι αυτή η συζήτησή μας, που εξηγεί πολλά για τον τρόπο που σκέφτονται και δουλεύουν η Tanya Beyeler και ο Pablo Gisbert, το ζευγάρι που κρύβεται πίσω από το όνομα της ομάδας. Οι El Conde de Torrefiel, μάλιστα, επιθυμούν να κλείσουν τον κύκλο αυτής της δουλειάς εδώ όπου ξεκίνησε, και θα επανέλθουν το χειμώνα με ένα έργο που θα λέγεται Unir Todo και θα δημιουργηθεί ειδικά για την Αθήνα και για το MIRfestival 2018.
Κατ’αρχάς: τι σημαίνει El Conde de Torrefiel; Έτσι, για να σπάσει ο πάγος: El Conde de Torrefiel είναι η οδός όπου γεννήθηκε ο Πάμπλο, και σημαίνει ο Κόμης του Torrefiel. Ένα αριστοκρατικό όνομα, λοιπόν, από την περιοχή απ’ όπου κατάγεται ο Πάμπλο, το Αλικάντε της Βαλένθια. Όταν ξεκινάς να κάνεις φτωχό θέατρο, το να έχεις ένα αριστοκρατικό όνομα είναι ενδιαφέρον. Το διαλέξαμε τυχαία: πρέπει να έχεις ένα όνομα όταν ξεκινάς στο θέατρο, και μετά το κρατάς…
Από τη μια έχετε ένα αριστοκρατικό όνομα, κι από την άλλη η προηγούμενη φορά που σας είδαμε στην Αθήνα, στο MIR Festival, η παράστασή σας λεγόταν Guerilla! (Αντάρτης). Ενδιαφέρων τίτλος! Κι ήταν η πρώτη φορά που είχαμε σύντομο τίτλο! Συνήθως οι τίτλοι μας είναι πολύ μακριές προτάσεις. Οι παραστάσεις μας έχουν συνήθως πολύ κείμενο, κι ο τίτλος μας δεν περιγράφει την παράσταση, αλλά είναι σαν μια πρόσκληση – αλλά με κείμενο, υπαινίσσεται αυτό που θα δεις! Ήταν ο πρώτος μας σύντομος τίτλος λοιπόν, αλλά κι η πρώτη φορά που δουλέψαμε με αυτό τον τρόπο. Πρωτιά για πολλά πράγματα… Guerilla ήταν το όνομα του πρότζεκτ. Δοκιμάσαμε πολλά πράγματα επί ενάμιση χρόνο, πολλές μικρές παρεμβάσεις – εργαστήρια, συνεντεύξεις, μια συναυλία – και το αποτέλεσμα ήταν δύο έργα: το The possibilities that disappear before a Landscape, και το Guerilla. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας θέλαμε να κάνουμε πολλά διαφορετικά πράγματα. Το ένα ήταν να δουλέψουμε με πολλούς ανθρώπους, πράγμα που μας ήταν πολύ δύσκολο να το κάνουμε ως δομή, γιατί δεν έχουμε χώρο, ούτε χρήματα, ούτε τίποτα. Σχεδιάσαμε λοιπόν διάφορες δράσεις όπως happenings, π.χ. καλούσαμε κόσμο για το κομμάτι του rave party, δημιουργώντας ένα event στο facebook και λέγοντας: ελάτε να χορέψετε πάνω στη σκηνή σε μια παράσταση, και θα έχουμε δωρεάν μπύρες. Το σύνολο όμως της παράστασης δεν μπορούσαμε να το κάνουμε, γιατί δεν είχαμε λεφτά, ούτε παραγωγή. Κι έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε μια κανονική παράσταση με τέσσερις ερμηνευτές. Μέχρι που το συζητήσαμε με το διευθυντή ενός φεστιβάλ, και μας είπε πως είχαν τη δικτύωση για να μαζέψουν κόσμο, και μπορούσαμε να κάνουμε για πρώτη φορά το έργο όπως θέλαμε και δεν μπορούσαμε αλλού. Να λοιπόν πώς δημιουργήθηκαν οι δύο παραστάσεις, οι οποίες μάλιστα μοιράζονται κάποια κείμενα. Ήταν λοιπόν μια ακατάστατη και περίπλοκη διαδικασία, κι έτσι δημιουργήθηκε η σύλληψη του Guerilla: να εμφανίζεσαι σε ένα μέρος, να κάνεις κάτι και μετά να φεύγεις. Γιατί το κάναμε σχεδόν χωρίς πρόβες, η με ένα μικρό τριήμερο εργαστήριο. Όλα με μεγάλη ένταση: για να δούμε τι θα γίνει! Κι η αρχική ιδέα ήταν να γίνει μόνο μια φορά, αλλά τελικά το επαναλάβαμε.
Υπάρχει στα έργα σα μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει στη σκηνή και στο κείμενο. Ενώ βλέπουμε εικόνες οικείες, γνώριμες στο δυτικό κόσμο, αυτά που λέγονται είναι πράγματα που όλοι προτιμάμε να αποφύγουμε και κανείς δεν μιλάει γι αυτά. Ναι. Μας απασχόλησε αυτό το είδος της κοινωνίας της ευχαρίστησης. Πρόκειται γι αυτό που ο Philippe Muray – που ήταν ο καλύτερος φίλος του Μισέλ Ουελμπέκ – εδώ και δέκα χρόνια ονόμασε Homus festivus: αυτός που κάνει χαρούμενα πράγματα, πηγαίνει στο θέατρο, σε συναυλίες, αποφεύγει κάθε είδους συγκρούσεις κι αναζητά απολαύσεις. Φαινομενικά λοιπόν δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά πίσω τα σκατά σχηματίζουν ποτάμια. Δουλεύουμε επίσης πάνω στην ιδέα της μνήμης της σάρκας .των κυττάρων. Ακόμα κι αν δεν θυμάσαι, ή προσπαθείς να ξεχάσεις από πού προέρχεσαι, το σώμα θυμάται τι είσαι κι αυτό θα έχει συνέπειες στο μέλλον. Αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις, όπως δεν μπορείς να αποφύγεις και το θάνατο. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό για μας να επισημάνουμε τη μετάβαση από τη σύγκρουση με τους ανθρώπους του 20ου αιώνα, τους παππούδες μας, οι οποίοι δημιούργησαν τον κόσμο όπου ζούμε, κι αυτό που συμβαίνει τώρα που θα δημιουργήσει το μελλοντικό κόσμο. Καμιά φορά άκουγα τη γιαγιά μου να διηγείται πράγματα που πέρασε, και της έλεγα: Μα πώς μπορούσες να ζεις έτσι; Κι όμως έτσι έζησαν, κ εμείς προήλθαμε από αυτούς. Ο κόσμος όπου βρισκόμαστε είναι το αποτέλεσμα όσων έγιναν, ποιος θα είναι λοιπόν ο μελλοντικός; Νομίζω πως είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Γι αυτό και είναι δύσκολο να βρούμε φινάλε για το έργο. Το βρήκαμε στη γενική δοκιμή. Δεν υπάρχει τρόπος να το τελειώσεις, απλά σταματάς. Είναι ο πιο έντιμος τρόπος.
Ενδεχομένως και ο πιο ισχυρός. Πράγματι. Γιατί τα ερωτήματα έτσι εξακολουθούν να αιωρούνται πάνω από το κοινό. αυτός είναι ο τρόπος να το μοιραστείς, κι όχι απλώς να δώσεις στους θεατές τη δική σου άποψη. Δεν δίνεις απαντήσεις, αυτό εναπόκειται στο κοινό. στην πραγματικότητα το ζήτημα είναι η οικονομία, η οποία καθοδηγεί κάθε δραστηριότητα της ζωής μας: το σεξ, την οικογένεια, την εργασία, την πόλη, τον έρωτα τους ανθρώπους… Το μόνο που η οικονομία δεν κατάφερε να εξαγοράσει είναι η πλήξη. Έχουμε λοιπόν ανάγκη την πλήξη για να σκεφτούμε. Η πλήξη είναι το μόνο που απέμεινε από την ανθρώπινη φύση μας. Εμείς νιώθουμε την ανάγκη να σταματήσουμε, νιώθουμε πως δουλεύουμε για κάποιον άλλο, πως είμαστε στρατιώτες κάποιου άλλου. Όλοι είναι στρεσαρισμένοι, όλοι είναι πηγμένοι και κανείς δεν απολαμβάνει τη ζωή, τις στιγμές και τους ανθρώπους που είναι γύρω του, γιατί έχει τόσο πολλά να κάνει… Μας κρατούν εξαιρετικά απασχολημένους έτσι ώστε να μην σκεφτόμαστε. Κάνεις τόσα πολλά, αλλά όχι για σένα, αλλά για να αποδείξεις στους άλλους ότι υπάρχεις. Αυτό δεν λειτουργεί… Έχω πάντα την αίσθηση πως κάποιος μας παρακολουθεί με μια κάμερα και γελάει μαζί μας. εμάς το αντικείμενό μας είναι το θέατρο, και μέσα από αυτό προσπαθούμε να δράσουμε. Γιατί αυτό που μας κάνει ανίκανους, είναι πως δεν ξέρουμε πού να κατευθύνουμε το θυμό και την απογοήτευσή μας. Ποιος είναι ο ένοχος; Δεν ξέρουμε. Κι έτσι κατευθύνουμε την οργή μας στον εαυτό μας. είναι ένας πολύ διεστραμμένος μηχανισμός.
Και το LA PLAZA, που ξεκίνησε εδώ στην Αθήνα, τι ειδικότερα χαρακτηριστικά έχει; Ξεκινήσαμε να αναρωτιόμαστε τι θα συμβεί στο μέλλον, σε 100 χρόνια από τώρα. Επικεντρωθήκαμε στην έννοια του χρόνου. Στο είχαμε ασχοληθεί με το σήμερα και τα επόμενα 3-4 χρόνια, αλλά τώρα μας απασχόλησαν τα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν και θα περάσουν. Φυσικά αυτό είναι μόνο μια αισθητική φόρμα. Το θέμα είναι πάντα το ίδιο – όχι μόνο στα δικά μας έργα, γενικά: τα υπαρξιακά ερωτήματα. Μόνο η φόρμα αλλάζει, ο τρόπος που τα αντιμετωπίζεις. Θέλουμε να μιλήσουμε για τη βία, σε σχέση με τον έρωτα, την οικογένεια… Όπως έλεγε κι ο Καστελλούτσι στη διάλεξη που τον βάζαμε να δίνει στο Guerilla, η τραγωδία είναι κάτι αμετακίνητο, είναι πάντα εκεί, δεν έχει ούτε χρόνο, ούτε χώρο. Είναι σαν τον Πολικό Αστέρα, δεν κουνιέται. Θελήσαμε να κινηθούμε λοιπόν ελεύθερα στο χρόνο, μη γραμμικά, στο απώτατο παρελθόν και μέλλον, αλλά πάντα με αυτή τη σπάθη του Δαμοκλέους να κρέμεται από πάνω μας: την τραγωδία. Κι η τραγωδία είναι πως γεννιέσαι, τα μαθαίνεις όλα, και μετά πεθαίνεις. Και το ίδιο κι ο επόμενος από σένα. Γι αυτό και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, έχουμε κολλήσει. Αυτό είναι το θέμα μας.
Διαισθάνομαι τη βαθιά σχέση σας με τη λογοτεχνία. Θέλετε να μου αναφέρετε κάποιους αγαπημένους σας; Σίγουρα ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Όταν τον ανακαλύψαμε, μας επηρέασε βαθιά. Τα έχει όλα, πνευματικά ζητήματα, υπαρξιακά, φόνους, θρίλερ… Είναι σαν τον Σαίξπηρ! διατρέχει όλο το ρεπερτόριο. Και πριν από αυτόν, μας άγγιξαν ο Ρέημοντ Κάρβερ, ο Τόμας Μπέρνχαρντ – μεγάλη μας αγάπη! – ο Μισέλ Ουελμπέκ… Αλλά κι η Σάρα Μέτζα, μια νέα ισπανίδα συγγραφέας που γνωρίζουμε και μας αρέσει πολύ. Μιλάει για φτωχούς, καθημερινούς ανθρώπους, με μίζερες, βαρετές ζωές, αλλά ο τρόπος που το κάνει είναι πολύ κομψός. Δεν βρίσκω τα επίθετα που ταιριάζουν στη γραφή της. Δεν εξωραΐζει τους ήρωές της, είναι χυδαίοι, αλλά δεν τους επικρίνει.