Υπάρχουν κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας που δεν έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα τη δραματουργία –εκτός, φυσικά, κάποιων εξαιρέσεων. Άλλωστε το πολιτικό θέατρο και γενικότερα η πολιτική θεματολογία δεν αποτελούν την τελευταία λέξη της μόδας στα ελληνικά θεατρικά έργα των τελευταίων ετών. Θα εξαιρέσω τον Δημήτρη Δημητριάδη που παραμένει πολιτικός –όπως εξ αρχής ήταν- με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Τον Γιώργο Αδαμαντιάδη τον γνώρισα από το «Mute», ένα άλλο έργο με ξεκάθαρα πολιτικό θέμα, που άγγιζε μια περίοδο που παραμένει terra incognita για τους περισσότερους από μας και ιστορικά –πολλώ μάλλον θεατρικά: αυτήν των ληστοσυμμοριτών. Ήταν ένα κείμενο εξαιρετικό που με τη συνδρομή του Στέλιου Πατσιά στη σκηνοθεσία οδήγησε σε μια παράσταση πανίσχυρη. Όρισε το πεδίο προβληματισμού του συγγραφέα με ιδανικό τρόπο, και κατά τα φαινόμενα αυτός θα είναι και ο δρόμος που θα ακολουθήσει.
Τα επόμενα έργα του – «Ανάθεμα» και «Τα μπάσταρδα του Σίσυφου» έπεσαν μέσα στη δίνη της πανδημίας, παίχτηκαν ελάχιστα και διέλαθαν της προσοχής που μάλλον άξιζαν. Το «Disorder» έχει ως αφετηρία και πάλι ένα ιστορικό γεγονός: τις δολοφονίες των αρχιβασανιστών Ευάγγελου Μάλλιου και Πέτρου Μπάμπαλη – η πρώτη από τη «17 Νοέμβρη» και η δεύτερη από την «Ομάδα: Ιούνης ’78». Είχαν προηγηθεί οι δίκες των βασανιστών, που καταδίκασαν τους κατηγορούμενους σε ασήμαντες, κυρίως εξαγοράσιμες ποινές, ή και τους αθώωσαν τελείως. Το αληθινό θέμα όμως είναι και πάλι κάτι εξόχως επώδυνο: όχι μόνο η σιωπηρή ανοχή της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αλλά και ο –απροσδιόριστος, καθώς ουδέποτε αποκαλύφθηκαν ή διώχθηκαν- αριθμός των άμεσων συνεργατών ή και πληροφοριοδοτών της. Κοινώς, των χαφιέδων. Η αυτοδικία που γεννά η έλλειψη απόδοσης δικαιοσύνης από τους φορείς που έφεραν αυτή την ευθύνη, είναι ζήτημα ευαίσθητο, επώδυνο και αμφιλεγόμενο.
Είναι σοκαριστικό το πώς η σημερινή ελληνική κοινωνία συνδυάζει δύο καταστάσεις εκ πρώτης όψεως εντελώς αντίθετες. Η μία είναι η πασιφανής συνέχιση μιας πολιτικής αντιπαράθεσης που αντλεί τις ρίζες της από τον Εμφύλιο πόλεμο, μιας πληγής που παραμένει ανοιχτή, καθώς ουδείς θέλησε ή κατόρθωσε μέχρι σήμερα να μιλήσει ανοιχτά για τα αίτια, τις συνθήκες, αλλά και τα επακόλουθά του τις επόμενες δεκαετίες. Ακούω όλο και συχνότερα για το σήμερα την έκφραση «χαμηλός εμφύλιος» -και διόλου άδικα. Ταυτόχρονα, μοιάζει σαν κανείς να μη θέλει να αγγίξει τις πληγές του παρελθόντος –Εμφύλιος, μετεμφυλιακά χρόνια, ταραγμένη δεκαετία του 60, στρατιωτική δικτατορία και τα επακόλουθά της. Μια σιωπή, είτε ένοχη είτε τραυματική, μοιάζει να καλύπτει αυτά τα ζητήματα. Όποτε όμως γίνεται λόγος για τα γεγονότα του τότε, οι αντιδράσεις κι η αντιπαράθεση είναι από έντονες έως και βίαιες: χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση που αφορά τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, τους οποίους μέχρι σήμερα διακεκριμένα στελέχη της κυβερνώσας παράταξης αρνούνται να αναγνωρίσουν. Αν θέλει κανείς να έχει μια σαφή εικόνα, ας ανοίξει τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας που αναφέρονται –όσα αναφέρονται- σε αυτές τις περιόδους –αφήνω που τα εν λόγω κεφάλαια δεν διδάσκονται σχεδόν ποτέ.
Τολμηρή, λοιπόν, η απόφαση του Γιώργου Αδαμαντιάδη να καταπιαστεί με ένα τέτοιο ζήτημα. Η φόρμα του πολιτικού θρίλερ που επέλεξε, με πολλά μυστικά και ανατροπές που προσπαθώ να αποφύγω να αποκαλύψω μέσα στο κείμενο, υπηρετεί το σκοπό του και επιτυγχάνει αυτό που ήθελε. Το κείμενο κρατάει αυτά τα μυστικά του ως το τέλος, και το ενδιαφέρον εντείνεται όσο οδεύει προς το φινάλε.
Θεωρώ πως η σκηνοθεσία του Αλεξάν Σαριγιάν και της Ειρήνης Κατσινούλα -αλήθεια, αναρωτιέμαι πώς πέτυχαν τον άθλο μιας συν-σκηνοθεσίας- παρότι προσεγμένη, φλέρταρε με τον ρεαλισμό πολύ περισσότερο από ότι το κείμενο απαιτούσε. Διακρίνω μεν την προσπάθειά τους να ξεκολλήσουν από την νατουραλιστική προσέγγιση, αλλά δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι θα είχε συμβεί αν είχαν χρωματίσει τους δύο εφιάλτες που λαμβάνουν χώρα παράλληλα επί σκηνής με αποχρώσεις εξπρεσιονιστικές.
Οι ερμηνείες εμπεριέχουν όλη την αφοσίωση και την επιθετικότητα μιας ομάδας δεμένης και αποφασισμένης. Όμως το γεγονός πως αρκετοί από τους ηθοποιούς βρίσκονται στην πρώτη περίοδο της πορείας τους και ερμήνευαν έναν από τους πρώτους –ή και τον πρώτο-ρόλο τους, είναι εμφανές σε ένα έμπειρο ή πιο απαιτητικό μάτι. Ο συγγραφέας, στο ρόλο του μυστηριώδους βασανιστή, ξεχωρίζει λόγω πείρας.
Δεν θα ήθελα αυτές οι επισημάνσεις περί ερμηνειών ή σκηνοθεσίας να δημιουργήσουν την εντύπωση πως η παράσταση δεν είναι επαρκώς συναρπαστική –κάθε άλλο. Απλώς όταν κάτι είναι ισχυρό και αξιόλογο, αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε να ανέβει ακόμη ένα επίπεδο. Όμως το «Disorder» ούτως ή άλλως αξίζει την προσοχή όσων θέλουν να πληροφορηθούν πώς φτάσαμε στη σημερινή πολιτική σύγχυση, ή κι αν γνωρίζουν, να εμπλουτίσουν την εικόνα που έχουν παρακολουθώντας ένα θέαμα τολμηρό και απολαυστικό.