“Αυτός ο πλανήτης με απορρίπτει Τζιλ. Αυτή η ατμόσφαιρα μού καίει τα σωθικά. Πρέπει να σε προστατεύσω προτού να είναι αργά. Γερνάω Τζιλ. Αιώνες τώρα ζω…”
Ενκί Μπιλάλ: Γυναίκα Παγίδα, 1986
Το 1986, ο Ενκί Μπιλάλ δημοσιεύει το έργο του Γυναίκα Παγίδα, το δεύτερο μέρος τής εμβληματικής Τριλογίας τού Νικοπόλ (1980-1992). Στο συγκεκριμένο έργο, ο γάλλος κομίστας πλάθει μια μετα-Αποκαλυπτική πραγματικότητα, στην οποία άνθρωποι, ανθρωποειδή – προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης και θεοί, συμβιώνουν στη μελλοντική δυστοπική Νέα Υόρκη.
Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, η Λητώ Κάττου, με την έκθεσή της Days of San (μουσείο Μπενάκη, έως 29/07/2018), εισαγάγει τον επισκέπτη σε μια δική της μετά – Αποκαλυπτική δυστοπία, η οποία παρουσιάζεται, όχι πλέον ως φαντασίωση για το μέλλον του πλανήτη και της ανθρωπότητας, αλλά περισσότερο ως μετάφραση και εικονοποίηση των σχετικών χαρακτηριστικών του παρόντος.
Η εικαστικός δημιουργεί την οντότητα San, ένα ανθρωποειδές με σαφή αναγνωρίσιμα μορφικά χαρακτηριστικά, τα οποία το τοποθετούν στο όριο μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Η άφυλη φύση τού πλάσματος παραπέμπει αμέσως στη θεϊκή του υπόσταση, στην οποία παραπέμπει και το μοναδικό του καθήκον: να προστατεύει την περιοχή της Κόκκινης Λίμνης. Η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται κοντά στη Λευκωσία της Κύπρου και αποτελεί “απομεινάρι ενός αρχαίου μεταλλείου χαλκού”.
Η έκθεση περιλαμβάνει γλυπτικές κατασκευές, που αποτελούν ενσαρκώσεις τής οντότητας και απεικονιστικά θραύσματα του βιότοπου – κατοικίας της. Οι κατασκευές οδηγούν στο κεντρικό κομμάτι της έκθεσης, την βιντεοπροβολή με τίτλο Red Lake.
Στο συγκεκριμένο έργο μπορεί κανείς να διακρίνει τον φύλακα της Κόκκινης Λίμνης να κινείται ασταμάτητα, υπακούοντας στον αρχικό προγραμματισμό του, αφού παρόλο που η περιοχή είναι πλέον έρημη, το πλάσμα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από απόλυτη αίσθηση καθήκοντος. Καθώς ο χρόνος έχει γδύσει το ον από τον μοναδικό του ρόλο, η συνεχής κίνησή του μπορεί να γίνει αντιληπτή ως διαρκώς εν εξελίξει χορογραφία, ενώ παράλληλα το ίδιο το πλάσμα μετατρέπεται στο βασικό τοπόσημο της περιοχής. Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις δύο περιπτώσεις, η οντότητα διατηρεί πλέον μόνον αισθητική αξία.
Η επιλογή χρήσης cgi γραφικών στη βιντεοπροβολή, θα μπορούσε να ιδωθεί και ως φόρος τιμής στο ευρύτερο είδος του sci-fi, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το επιμελητικό κείμενο της έκθεσης, στο οποίο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι “τo επινοημένο ον με το όνομα San παρουσιάζεται ως ένα … κατασκεύασμα Τεχνητής Νοημοσύνης”, είναι ασφαλές να επισημάνουμε ότι η Λητώ Κάττου δεν πρέπει να ταυτίζεται με το φαντασιακό υποκείμενο που εμπνεύστηκε και δημιούργησε την οντότητα San. Μέσα στο σύμπαν κίνησής του, το πλάσμα δημιουργήθηκε από χέρι ανθρώπου ή θεού προκειμένου να φέρει εις πέρας μια αποστολή. Η Κάττου δεν βρίσκεται σε θέση “θεού-δημιουργού”, αλλά περισσότερο στη θέση ενός καντιανού καλλιτέχνη-μεσάζοντα, προσφέροντάς μας τους απαραίτητους κώδικες, ώστε να αναγνώσουμε το ήδη δυστοπικό παρόν μας, ως ένα σημείο στο χώρο και το χρόνο, όπου η οντότητα-φύλακας San ήρθε ως απόλυτη αναγκαιότητα.