Στην επιστροφή του για δεύτερη συνεχή χρονιά στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο χορογράφος και χορευτής Μπορίς Σαρμάτς «ανακινεί» και πάλι τα δεδομένα της τέχνης του για να επεξεργαστεί, κινητικά αλλά και διανοητικά, το εξής ρητορικό ερώτημα: «τι θα συνέβαινε αν οι χορευτές μετρούσαν έως το άπειρο;» ―αν δηλαδή εφευρίσκαμε έναν άλλο τρόπο να μετράμε τον χρόνο/ρυθμό (tempo) στον χορό; Τι «αναπαριστούν» τα διαφορετικά «μεγέθη» στην κλίμακα του χρόνου αν όχι το πώς αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος την ίδια του την υπόσταση, το ευμετάβλητο γίγνεσθαι και την ακατάληπτη κινητικότητα της αισθητής πραγματικότητας γύρω του; Τι είναι ο αντικειμενικός και ο βιωματικός χρόνος, πώς μπορούν να υπάρξουν τέτοιες διαφοροποιήσεις επί σκηνής; Είναι η εξωτερίκευση του χρόνου, το σημειακό αποτύπωμά του, όντως μια εμπειρία του χρόνου, ένας τρόπος να αντιληφθούμε το διάβα του;

Πράγματι, η παράσταση χορού infini (άπειρο) είναι κατά κύριο λόγο «φτιαγμένη» από χρόνο. Η διάρκειά της ορίζει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος «αναπλάθονται» από τη ροή ερεθισμάτων, δημιουργώντας συχνά μια αίσθηση πύκνωσης ή αραίωσης στη δράση. Οι κορυφώσεις, τα κενά, οι παύσεις αποτελούν «χρονοδείκτες», σημεία από τα οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε τις μεταβολές στον ρυθμό των σωμάτων, των βιωμάτων και της κίνησης που ενοικεί τον χώρο. Κατά γενική ομολογία, όσο πιο συμπαγής είναι η σύνθεση των παραπάνω, τόσο αμιγής είναι η αίσθηση των προσλαμβανόμενων στοιχείων μιας χορογραφίας. Έτσι, το ερώτημα που θέτει ο χορογράφος στους χορευτές του, τίθεται με την ίδια ένταση και στον θεατή: «τι μετράει» σε μια παράσταση χορού;

Ο Σαρμάτς ευφυώς μας δίνει μια φωνητική σταθερά ―τη δράση «μετρώ τον χρόνο»― για να την αντιδιαστείλει προς τις ρευστές χειρονομίες και άτακτες σωματικές δράσεις των χορευτών. Σκοπίμως, λοιπόν, σαμποτάρει τον τρόπο να «μετράμε τον χρόνο», επικαλούμενος άσχετες τεχνικές, όπως το μέτρημα «των προβάτων» για να μας πάρει ο ύπνος, τις χρονολογίες, τα δεκαδικά ψηφία, ένα παιδικό τραγούδι εκμάθησης των αριθμών, το τραγούδι Chandelier της Sia. Στέκεται ειρωνικά σχεδόν απέναντι στις φιλοσοφικές θεωρήσεις που εκλαμβάνουν τόσο τον χώρο ως ένα a priori της ανθρώπινης αντίληψης, αλλά και ενάντια στην φετιχοποιημένη πρακτική του κρατήματος του ρυθμού στον χορό. Υπό αυτή την οπτική οι δράσεις δεν βγάζουν «νόημα», τουναντίον μοιάζουν βυθισμένες σε μια διάρκεια, στην οποία το να μετρήσουμε τον χρόνο δεν έχει σημασία, δεν είναι αυτή η πρόθεση αντικειμενικότητας που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την χορογραφική σύνθεση.

Με όρους πιο απλούς το μέτρημα του χρόνου στην παράσταση του Σαρμάτς «ξεδιπλώνεται» προς πάσα κατεύθυνση: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Είτε εμφανίζεται με τη μορφή ιστορικών χρονολογιών, είτε εκτείνει το διάνυσμα του χρόνου σε μέλλοντες μακρινούς, το ζητούμενο παραμένει στο τώρα. Το παρόν συνιστά και την πιο αμφίσημη τάξη του χρόνου, αποτελεί όμως και ό,τι καλούμαστε να βιώσουμε στον χορό. Το παρόν μάς επισημαίνει: ό,τι μετράμε δεν είναι εκεί, όπως επίσης αυτό που βιώσαμε δεν μπορούμε να το ανακαλέσουμε απλώς ως «μετρήσιμο», τοποθετημένο σημειακά σε έναν οριζόντιο άξονα του χρόνου. Εισερχόμαστε, άρα, σε μια «διάρκεια που δεν επιδέχεται μέτρηση», αφού κάθε αριθμητική αλληλουχία δεν φανερώνει μια ποσοτική, αλλά μια ποιοτική σχέση με τα πράγματα. Το μέτρημα καθίσταται, όπως και στην χεγκελιανή φιλοσοφία, «η εμμενής ποσοτική συμπεριφορά δυο ποιοτήτων μεταξύ τους» και η διαλεκτική αυτή μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τόσο τον χώρο όσο και τον χρόνο αλληλένδετους και συνάμα «κατοικήσιμους» από την κίνηση.

Μέχρι το σημείο αυτό, περιέργως, δεν έχουμε ακόμη μιλήσει για τον χορό. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι όλη αυτή η θεωρητικολογία στρέφεται ενάντια στον χορό, στα επί σκηνής τεκταινόμενα, εξαφανίζει τα σώματα για να επενδύσει νοητικά σε κάτι που δεν «είναι» εκεί. Ωστόσο, αυτό που μας αποκαλύπτει αλλά και σαμποτάρει σ’ έναν βαθμό ο Σαρμάτς είναι αυτή ακριβώς η επαναλαμβανόμενη ρυθμική διάταξη που έχει θεσπιστεί ιστορικά στον χορό, η «ερρύθμιση» των δεξιοτήτων του χορευτικού σώματος ώστε μέσα στην χορογραφία να προκύπτουν «εύλογες» μορφές οργάνωσης του χώρου, ή αν θέλετε, ώστε να επιτυγχάνεται η «μιμητική» λειτουργία του χορού σε σχέση με τον ρυθμό. Στην περίπτωσή μας, παρότι τα σώματα υπακούουν σε ένα κοινό κώδικα μετρήματος, επιδεικνύουν επίσης τις «πολλαπλότητες» του ρυθμού, μέσα από φαινομενικά ασύνδετες δράσεις. Βεβαίως δεν έχει νόημα να αναζητήσουμε τον τρόπο που αυτές θα μπορούσαν να συνδέονται νοηματικά ―και εδώ τίθεται πια έντονα το ερώτημα του «τι μετράει» για τον θεατή που παρακολουθεί σήμερα χορό.

Σε ένα βιβλίο του για την τεχνική, ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σέννετ αναφέρει ότι η ανάπτυξη της δεξιότητας εξαρτάται από τον τρόπο που οργανώνεται η επανάληψη και πως όσο πιο επιδέξιος γίνεται ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ μπορεί να ανέχεται την επανάληψη. Η δράση του μετρήματος στην παράσταση του Σαρμάτς μας προτείνει μια ανάλογη ανάγνωση στη «μηχανική» και στο κράτημα του ρυθμού· ο χορευτής από νεαρή ηλικία εκπαιδεύεται πάνω σε αυτή τη «ρυθμιστική» λειτουργία, ανακαλύπτοντας έτσι πως ο χορός, περισσότερο από διαδρομές στον χώρο, άλματα, πιρουέτες, αλλαγές κατευθύνσεων κ.ο.κ. αντανακλά, εκφράζει, πραγματεύεται εκφάνσεις του χρόνου. Το μέτρημα γίνεται μια «επανάληψη» που μπορεί να αλλάζει το περιεχόμενό της ―όχι μόνο κυριολεκτικά, όπως διαπιστώσαμε με τα παραπάνω παραδείγματα στη συγκεκριμένη παράσταση―, να γίνεται η «ενσαρκωμένη γνώση» του χορευτή, ένας αλγόριθμος βάσει του οποίου μπορεί να αλλάζει τα ίδια τα δεδομένα της χορογραφίας.

Τα στρόμπο φλας τοποθετημένα στο δάπεδο, οι εναλλαγές στα φωνητικά, η δίνη στην οποία ανοίγονται και αφήνονται τα σώματα ―παρά την αρχικά χαοτική εντύπωση― συγκλίνουν στην ιλιγγιώδη αίσθηση του χρόνου, σ’ αυτή τη φαινομενικότητα που καθορίζει τον χείμαρρο από εντυπώσεις και βιώματα γύρω μας. Και αν τα κινητικά υλικά μοιάζουν ανόμοια μεταξύ τους ―με τρόπο ώστε να διατηρούν την ανομοιότητά τους σε όλη τη διάρκεια της παράστασης― συμπλέγματα κινήσεων αναδύονται σε στιγμές καθιστώντας μας μάρτυρες σπάνιων εντάσεων και εκτονώσεων, ειδικά όταν το τραγούδι συνηχεί αρμονικά με την προτεινόμενη κίνηση. Θα έλεγε κανείς ότι ο ρυθμός δεν οργανώνει απλώς το χορευτικό σύνολο σε χωρικά διευθετημένες δράσεις, αλλά καθιστά «ηχηρή» τη σωματική (απο)φόρτιση με την οποία εκτελείται η κίνηση. Γίνεται, με άλλα λόγια, το μέσο με το οποίο η στιγμή ανυψώνεται στην «αιωνιότητα», ως ένα ενορχηστρωμένο συμβάν σ’ αυτό το συνεχές που ρέει ακατάπαυστα από το μηδέν στο σήμερα.