Όσοι αγαπούμε τη τζαζ στην Ελλάδα, έχουμε τη μόνιμη πίκρα της πεπερασμένης της απήχησης στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια, όμως, μας αποζημιώνει μια συναρπαστική νέα γενιά μουσικών, που είχαμε τη χαρά να τους γνωρίσουμε από σχεδόν παιδιά, και να τους δούμε να εξελίσσονται σε λαμπρούς παίκτες χωρίς να χάσουν την επαφή μεταξύ τους: εξακολουθούν να παίζουν μαζί σε διάφορα σχήματα, αλλά κι ο καθένας τους στους δίσκους του άλλου σε κάθε λογής συνδυασμούς. Από τα πιο ξεχωριστά ταλέντα, είναι ο ντράμερ Βaσίλης Ποδαράς, γνωστός ως Billy Pod. Τον πρωτογνωρίσαμε στο Baby Trio του Γιώργου Κοντραφούρη, γνωστό φυτώριο νέων αστεριών, και τον βλέπουμε να ωριμάζει σε έναν ολοκληρωμένο και εμπνευσμένο μουσικό. Αφορμή για την κουβέντα μας υπήρξε το άλμπουμ του Drums Τo Heal Society, αλλά και η επερχόμενη εμφάνιση του all star group της γενιάς του, των Next Step Quartet, των οποίων αποτελεί το ένα τέταρτο, μαζί με τον πασίγνωστο σαξοφωνίστα και ακτιβιστή Gilad Atzmon στο Φεστιβάλ Jazz+Πράξεις 2019 στην Πάτρα,
Βασίλη, είναι τόσο χαρακτηριστικός ο τίτλος του δίσκου σου, που θέλω ένα σχόλιο. Τα τελευταία χρόνια, από τότε που ωρίμαζε μέσα μου η απόφαση να κάνω δικό μου δίσκο, ήθελα και ο δίσκος αλλά και η μουσική που θα παίζω να συνδέεται με αυτό που γίνεται γύρω μας και γενικότερα με τον κόσμο, να μην είναι ένα πράγμα αποκομμένο, μόνο μουσικό, ή μόνο προσωπικό. Σκέφτηκα αυτόν τον τίτλο, αφενός γιατί προφανώς αυτή τη στιγμή κοινωνικά βρισκόμαστε σε σημείο καμπής, και σα χώρα και σε παγκόσμιο επίπεδο, και αφετέρου γιατί ο δίσκος και τα ντραμς είναι το μέσον με το οποίο εκφράζομαι, πορεύομαι. Είναι το πάθος μου Οπότε το έθεσα σαν πρόταση αλληγορικά: όταν κάποιος κάνει αυτό που είναι, θα έρθει μια αλλαγή και στην κοινωνία, θα έχουμε κάποια αποτελέσματα. Δεν εννοώ ότι τα τύμπανα καθεαυτά θα αλλάξουν την κοινωνία. Αν και υπάρχουν παραδείγματα, σε μικρές κοινωνίες που χρησιμοποιούσαν τα τύμπανα τελετουργικά σαν μέσον ηρεμίας, γαλήνης, ψυχολογικής ανάτασης κλπ. Έτσι προέκυψε.
Ίσως είναι η ουτοπία όσων ασχολούμαστε με την τέχνη. Η τέχνη γενικώς μπορεί να γιατρέψει την κοινωνία; Μακροπρόθεσμα κυρίως. Υπάρχει το καλό και το κακό πλέον με τα μέσα, με τη νέα τάξη πραγμάτων, το facebook κλπ, όπου κάθε καλλιτέχνης μπορεί να παρουσιάσει τη δουλειά του μόνος του. Από την άλλη, πρέπει και να τον ψάξουν. Σίγουρα η τέχνη μπορεί να επιφέρει ενός είδος αλλαγής, και πιστεύω ότι μπορεί να προσφέρει μία εναλλακτική. Μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να προχωρήσουν, να νιώσουν καλύτερα με όλο αυτά που αντιμετωπίζουν. Αλλά είναι κάτι το οποίο απαιτεί προσπάθεια και από τον ακροατή, και από αυτόν που θα πάει να δει μια έκθεση ζωγραφικής, να θέλει να μπει μέσα σ’ αυτό. Δεν είναι ψυχαγωγία η τέχνη, θέλει προσπάθεια κι από το κοινό.
Τα ντραμς είναι το πάθος σου. Πώς συναντήθηκες μαζί τους; Ο πατέρας μου ήταν ντράμερ ερασιτέχνης από μικρός. Ήταν στην εποχή των συγκροτημάτων: Socrates, Κάστορες, σ’ αυτόν τον κύκλο – αν και δεν έγινε ποτέ επαγγελματίας. Μεγάλωσε στο Περιστέρι. Έχει ένα σετ ντραμς, κι από όταν ήμουν μικρός με παρότρυνε να ακούσω μουσική, τους δίσκους του – είχε μια συλλογή από βινύλια – συνέχεια, ήταν πάντα εκεί το ερέθισμα. Μου άρεσαν τα ντραμς. Κομβικό σημείο ήταν όταν με πήγε 10 χρονών στο θέατρο Πέτρας που έπαιζαν οι Socrates και είδα το Γιώργο Τρανταλίδη. Εκεί του είπα: μπαμπά, θα γίνω ντράμερ! Πωρώθηκα πάρα πολύ με το Γιώργο και από τότε ξεκίνησα να μελετάω, να παίζω, κι ούτε που έχω καταλάβει πώς έχω φτάσει εδώ!
Τα ακούω και σκέφτομαι και το Γιώργο Τρανταλίδη, που ήταν σε μια γενιά όπου η τζαζ στην Ελλάδα ήταν περίεργο φρούτο… Ακόμα είναι λίγο! (Γέλια).
Λιγότερο! Πολύ λιγότερο, είμαι σίγουρος. Ακούω και από το Γιώργο Κοντραφούρη, κι από το Γιώργο Τρανταλίδη από όλους τους παλιούς, ότι δεν έχει καμία σχέση.
Σκέψου ότι των Sphinx είναι από τους πρώτους δίσκους στην ελληνική τζαζ δισκογραφία. Πριν δεν υπήρχε τίποτε… Και σκέφτομαι τη χαρά και του Γιώργου- γιατί τον ξέρω πώς λειτουργεί. Εσύ αισθάνεσαι ότι υπάρχει ένα νήμα συνέχειας ανάμεσα στους παλιότερους και σε σας; Βέβαια. Αν δεν υπήρχαν οι παλιότεροι, εμείς δε θα’ χαμε βγει. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμά μου: εγώ αν δεν είχα δει το Γιώργο, ενδεχομένως θα είχα πάρει τα ντραμς πολύ πιο επιπόλαια, μπορεί να μην είχα παθιαστεί. Μπορεί να έπαιζα πολύ πιο περιστασιακά, μπορεί κι εγώ να έπαιζα ερασιτεχνικά. Όταν είδα το Γιώργο φαντάστηκα τον εαυτό μου σε μια μεγάλη σκηνή να παίζω, κι αυτό έγινε το όνειρό μου, κατάλαβες;
Μου είπες ότι ο πατέρας σου έπαιζε ερασιτεχνικά. Αυτό του ήταν αρκετό για να μην προσπαθήσει να σε ωθήσει κάπου αλλού; Γιατί ξέρεις, είναι πολύ συνήθης ασθένεια στην Ελλάδα αυτό το “Ρε αγόρι μου τώρα, με τα ντραμς, πού πας; Πώς θα ζήσεις ;” Το πέρασες αυτό; Το έζησες; Καθόλου, ούτε από το μπαμπά μου, ούτε από τη μαμά μου. Και μάλιστα ήμουν και πολύ καλός μαθητής, στις πανελλήνιες είχα γράψει 19.000 μόρια, πέρναγα Πολυτεχνείο άνετα. Αλλά δεν με πιέσανε ποτέ, πάντα με υποστηρίζανε να γίνω μουσικός, να κάνω αυτό που μου αρέσει. Κι ο πατέρας μου με έναν έντεχνο τρόπο μου πέρασε τη μουσική και με έκανε να την αγαπήσω, δε με πίεσε: Άκου αυτό, άκου εκείνο, ή: Μην κάνεις αυτό, μην κάνεις το άλλο. Πάντα άφηνε τα ερεθίσματα να υπάρχουν γύρω μου και να τα εξερευνώ μόνος μου. Ήταν τρομερό αυτό. Όλοι ήταν φουλ υποστηρικτικοί, ακόμα και η γιαγιά μου! (γέλια)
Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Κι εγώ έχω τελειώσει Πολυτεχνείο. Όπως βλέπεις δεν χτίζω σπίτια…(γέλια) Είναι και τι θα αποφασίσεις να κάνεις.
Εκεί που σε τραβάει το πράγμα, εκεί θα πας. Μην τρελαθούμε! Εγώ πήγα στην Κέρκυρα που είχε 9.000 μόρια Και δεν το μετάνιωσα καθόλου. Η Κέρκυρα μου άνοιξε έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο. Εκεί γνώρισα το Γιώργο Κοντραφούρη, το Δήμο Δημητριάδη, το Στέφανο Ανδρεάδη, το Βασίλη Ρακόπουλο, το Βασίλη Καλατζή… όλη τη σκηνή! Δεύτερη σκέψη δεν υπήρξε ποτέ. Βέβαια έγινα 30 πρόσφατα (Σ.Σ. Λυπήσου μας αγόρι μου!) οπότε βλέπω τις πρακτικές δυσκολίες. Είναι μεγάλη δυσκολία να αποφασίσεις να ηχογραφήσεις ένα δίσκο και να κάνεις όλη την παραγωγή εσύ, να τον τρέχεις μόνος σου. Απαιτεί μεγάλες θυσίες και είναι πολύ δύσκολο οικονομικά να το στηρίξεις, αλλά. ξέρεις, αυτό κάνουμε. Άρα…
Φαίνεται ότι στην Κέρκυρα υπήρξε ένα τρομερό φυτώριο, γιατί βλέπω πολλούς από σας που έρχεστε από κει. Ναι, κι ακόμα συνεχίζει να γίνεται αυτό. Υπάρχουν εξαιρετικοί μουσικοί τώρα στην Κέρκυρα, δεν τους έχουμε δει ακόμα εδώ. Εγώ έχω την ευκαιρία και τους βλέπω εκεί. Υπάρχουν εξαιρετικοί κιθαρίστες, πολύ καλοί ντράμερ, ένας εξαιρετικός πιανίστας… συνεχίζεται!
Το ενδεχόμενο του εξωτερικού σού πέρασε από το μυαλό; Βέβαια. Και ακόμα δεν το έχω αποκλείσει. Το 2014 είχα φτάσει σε ένα τέλμα, έπαιζα συνέχεια από δω κι από κει, και μου μπήκανε ερωτηματικά: στο εξωτερικό τι συμβαίνει; Και αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι. πήγα στη Νέα Υόρκη και κάθισα 6 εβδομάδες, σκεπτόμενος κιόλας να κάνω κάποιο μεταπτυχιακό ή να πάω να ζήσω εκεί. Ήταν μια εμπειρία που μου άλλαξε εντελώς τον τρόπο σκέψης, άνοιξε πολύ το μυαλό μου, είδα πάρα πολλούς από τους ήρωες που θαυμάζω. Ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία. Μετά πήγα άλλες τρεις φορές. Τελικά δεν πήγα να σπουδάσω, για διάφορους λόγους. Έκανα ένα μεταπτυχιακό στην Κέρκυρα. Και παράλληλα μία δύο φορές το χρόνο, τυχαίνει και πηγαίνω στο εξωτερικό για συναυλίες, οπότε προσπαθώ να κρατάω επαφή όσο γίνεται με αυτό που συμβαίνει, γιατί εκεί υπάρχει μεγαλύτερη συνέχεια. Παρατηρώ ότι η τζαζ σχεδόν παντού έχει πλέον ενσωματωθεί στα καλλιτεχνικά δρώμενα κάθε χώρας, έχει βρει το χώρο της. Υποστηρίζεται πάρα πολύ, ειδικά στη βόρεια Ευρώπη. Εδώ δεν συμβαίνει το ίδιο, είναι κάτι που το κάνουμε εμείς, μόνοι μας. Οπότε δεν είναι ένα ενδεχόμενο που το έχω αποκλείσει. Θέλω να έχω επαφή με το εξωτερικό, να ταξιδεύω πιο πολύ.
Να πας να ζήσεις εκεί πάντως αυτή τη στιγμή, δεν… Θα μπορούσα να το έχω κάνει: “Φεύγω, τα αφήνω όλα και πάω να δω τι γίνεται”. Αλλά δεν υπήρξαν οι συνθήκες για να γίνει αυτό. Δεν είναι κάτι που το έχω αποκλείσει, αλλά να γίνει με πιο οργανωμένο τρόπο.
Είπες πριν: Είδα τους ήρωές μου. Αλήθεια, ποιοι είναι; Είδα μουσικούς τους οποίους τους άκουγα πάρα πολύ, από τη σύγχρονη σκηνή, αλλά και παλαιότερους. Είδα ντράμερς που θαυμάζω πάρα πολύ, είδα τον Eric Harland, είδα τον Mark Juliana, τον Nasheet Waits, τον Ari Hoenig, το Gregory Hudson, τον Kendrick Scott, τον Joe LaBarbera που έπαιζε με τον Bill Evans, τον Billy Mintz, έναν τρομερό ντράμερ, τον Dan Weiss… Είδα στη σκηνή μερικούς από τους τοπ ντράμερ αυτή τη στιγμή. Ήταν τρομερό συναίσθημα να έρθω σε επαφή άμεσα με αυτό που συμβαίνει τώρα. Βρέθηκα σε μια σκηνή όπου όλοι αυτοί συνυπάρχουν και δημιουργούν ταυτόχρονα. Και κατάλαβα ότι αυτοί οι μουσικοί, παρόλο που είναι πολύ υψηλού επιπέδου, είναι σταρ, είναι τοπ, όλοι μαζί βρίσκονται στον ίδιο χώρο, συνεργάζονται, κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Συνειδητοποίησα ότι σ’ αυτή τη μουσική ο καθένας έχει το χώρο του. Δεν έχει σημασία πού βρίσκεσαι, σε ποιο μέρος του πλανήτη, όλοι για το ίδιο πράγμα παλεύουνε, άλλοι σε καλύτερες συνθήκες άλλοι σε χειρότερες, άλλοι με καλύτερους μουσικούς, άλλοι με χειρότερους. Αλλά όλοι θέλουν να είναι δημιουργικοί και όλοι παλεύουν να ξεχωρίσουν, να εξελιχθούν, να προσφέρουν κάτι στη μουσική, ο καθένας από τη θέση που είναι. Αυτό με έκανε να απομυθοποιήσω λίγο τα πράγματα, γιατί μέχρι τότε είχα όλους αυτούς τους ανθρώπους σε ένα βάθρο κι έλεγα: Εγώ ποτέ δε θα γίνω αυτό, είναι κάτι άφταστο. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Πρέπει να κάνεις αυτό που πιστεύεις, και θα έχεις το χώρο σου. Γνώρισα μουσικούς όπως το ντράμερ του Roy Hargrove, οι οποίοι ενδιαφέρονται να μάθουν τι κάνεις και να δουν σε σένα κάτι που αυτοί δεν το είχαν σκεφτεί. Είναι πάρα πολύ ανοιχτό το πράγμα. Αυτή η επαφή είναι πάρα πολύ υγιής, μπορούν να σου δώσουν μόνο έμπνευση και να σε κάνουν να προχωρήσεις. Κατά μία έννοια, αυτοί είναι οι ήρωές μου. Αν και ήρωά μου θα έλεγα τον Tony Williams για παράδειγμα. Είναι άνθρωποι που θαυμάζω, αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρώ ότι κατά μία έννοια είμαστε όλοι σ’ αυτό, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί.
Σας θυμάμαι στην Jazz on Tinos που παίξατε με τον Manfred Schoof, έναν άνθρωπο από τελείως άλλη γενιά, που έχει πίσω του… και τι δεν έχει!. Kαι τον θυμάμαι στην ηλικία του που σας θαύμαζε, τον θαυμάζατε κι εσείς… Ήταν ένα όνειρο! Ναι, ήταν πάρα πολύ ωραία βραδιά. Και μου έχει συμβεί πολλές φορές να παίξω με μουσικούς από τηn Αμερική είτε από την Ευρώπη, που έχουν μεγάλη πορεία. Και αυτό που βίωσα και στη Νέα Υόρκη, αλλά και παίζοντας μ’ αυτούς, είναι ότι πάντα μπορούμε να γινόμαστε καλύτεροι, να εξελισσόμαστε στον τρόπο που παίζουμε, στην τεχνική μας, σε όλα – το μόνο που κάνει τη διαφορά και σε φέρνει σε άμεση επαφή μαζί τους είναι το πόσο πιστεύεις σε αυτό που κάνεις. Μπορεί να παίζεις πέντε πράγματα, να μην παίζεις διακόσια, αλλά αν τα πιστεύεις πάρα πολύ, αυτό είναι αρκετό για να επικοινωνήσεις με όλους αυτούς και να βρεθείς στον ίδιο χώρο, να ανταλλάξεις γνώμες. Να είσαι σοβαρός σ’αυτό που κάνεις και να είσαι ταπεινός, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γιατί άμα δεν το πιστεύεις, ό,τι και να κάνεις δεν έχει κανένα νόημα. Αυτό για μένα ήταν μεγάλο μάθημα, και με τον Manfred Schoof, και με οποιονδήποτε. και να παίζεις σαν να μην υπάρχει επόμενη μέρα! Πάντα να παίζεις το καλύτερο που μπορείς.
Να μιλήσουμε και για το δίσκο. Βρήκα μέσα στον ήχο σου και πάρα πολλά πράγματα έξω από τη τζαζ, η τουλάχιστον την παραδοσιακή τζαζ. Και βλέπω ότι αυτό πια είναι ίσως το μέλλον: είναι μια μουσική που έχει ανοίξει προς όλες τις κατευθύνσεις και όπου όλα μπαίνουν μέσα και βρίσκουν τη θέση τους. Αυτό είναι αλήθεια. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που με απασχολούν, είναι πώς η μουσική θα επικοινωνεί με τον κόσμο, το ακροατήριο. Θεωρώ ότι το πιο σημαντικό χρέος που έχουμε σαν καλλιτέχνες είναι να επικοινωνούμε με αυτούς που έρχονται να μας ακούσουν. Ο καλύτερος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να έχουμε την πρόθεση να συμβεί, ό,τι στυλ και να παίζουμε, είτε παίζουμε traditional mainstream jazz, είτε modern jazz, είτε hip-hop jazz, είτε free jazz. Το δεύτερο, εξίσου σημαντικό, είναι να είμαστε σ’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Κάθε εποχή έχει τις δικές της τάσεις μουσικά, και η ιστορία έχει δείξει ότι η τζαζ ακολουθεί το τώρα. Στα ’30s παίρνανε τα κομμάτια που υπήρχαν στις ταινίες, τα ποπ κομμάτια, στα ’40s… Και μέσα από τη γλώσσα που είχε διαμορφωθεί, τα μεταμορφώνανε και τα προσαρμόζανε στον ήχο τους. Πιστεύω ότι αντίστοιχα το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Θεωρώ ότι αν πάρουμε κάτι στυλιστικά περιορισμένο, πολύ μουσικοκεντρικό, με πολύ συγκεκριμένο ύφος ή σχετικό με μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αυτό λίγο αποκόβεται από αυτό που συμβαίνει τώρα. Είναι μέσα κι αυτό, κάποιοι μουσικοί μπορεί να το κάνουν. Εγώ προσπάθησα να είμαι σε επαφή με το τώρα, μ’ αυτό που μ’ αρέσει. Γι αυτό υπάρχουν και στοιχεία ροκ, και ηλεκτρονικής μουσικής, η οποία είναι σε τρομερή άνθηση αυτή την περίοδο, και ποπ, όλα αυτά τα πράγματα… Δεν το έκανα επιτηδευμένα, αλλά το έκανα συνειδητά.
Είναι απόλυτα φυσικό να είναι και τα ακούσματά σου αυτά. Αν δεν το κάνεις εσύ αυτό στα 30 σου, ποιος θα το κάνει; Μα να βγω να παίξω 4-5 standards υπηρετώντας ένα συγκεκριμένο στυλ, όσο καλά και να παιχτεί, πού αναφέρεται, πού στοχεύει; Ποιος θα έρθει να το ακούσει; το ελληνικό κοινό για παράδειγμα δεν έχει καμία σύνδεση με την παράδοση και την κουλτούρα της τζαζ. Οπότε θεωρώ ότι είναι πολύ πιο ουσιαστικό η ουσία της μουσικής αυτής, ο αυτοσχεδιασμός, η διάδραση, να εκφραστούν μέσα από έναν ήχο πιο μοντέρνο, μέσα από μουσικούς οι οποίοι κινούνται και σε διαφορετικούς χώρους, όπως η Κατερίνα Ντούσκα, ο Στέφανος Χυτήρης, ο Γιάννης Αναστασάκης, οι οποίοι αυτή τη στιγμή είναι ενεργοί σε διαφορετικούς χώρους, απευθύνονται σε διαφορετικό κοινό από ότι κάποιος που παίζει mainstream jazz.
Όταν παίζεις live, επειδή στην Ελλάδα έχουμε συνδέσει το κοινό της τζαζ με ηλικία πιο προχωρημένη, ποιος είναι ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού συνήθως; Το είδα και με τους Next Step, αλλά και στο Six Dogs, που παρουσίασα το δίσκο μου, και με εντυπωσίασε: ο κόσμος ήταν κυρίως 22-23 με 35, εκεί μέσα. Υπήρχαν και κάποιοι πιο μεγάλοι φυσικά, αλλά ένα 70% ήταν εκεί. Αυτό αποδεικνύει ότι η μουσική αυτή αναφέρεται σε κάτι που συμβαίνει τώρα, σε ανθρώπους που ψάχνονται σε μια ηλικία πιο νεαρή. Εγώ δεν βάζω όριο ηλικίας, δεν λέω ότι η μουσική μου απευθύνεται σε μια μόνο γενιά.. Αλλά το παρατηρώ, και θεωρώ ότι είναι καλό. Κάποιος που είναι 25 – 30 έχει χρόνο μπροστά του να ακολουθήσει, να διαμορφωθεί. Ένας που είναι 60-65 κατά πάσα πιθανότητα έχει ακούσει πενήντα πράγματα… Αλλά όλα μέσα είναι.