Αυτή η συζήτηση με την Anja Lechner έγινε σε δόσεις, και μάλιστα σε διάφορες χώρες. Στην Ελλάδα, σε διάφορες επισκέψεις, αλλά και στο φεστιβάλ jazzahead στη Βρέμη, και αλλού. Όταν έχεις να κάνεις με μια τόσο πολύπλευρη μουσικό, είναι φυσικό αυτά που έχει να πει κανείς μαζί της να μην τελειώνουν ποτέ. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, πολλες τσελίστριες που να κινούνται με τέτοια άνεση ανάμεσα στην κλασική και σύγχρονη μουσική και στη τζαζ, ανάμεσα στην παρτιτούρα και τον αυτισχεδιασμό, ανάμεσα στη δυτική μουσική και τις διάφορες τοπικές παραδόσεις. Καθώς ο François Couturier, μουσικός της συνοδοιόρος σε διάφορα πρότζεκτ επί χρόνια, ήταν παρών σε αρκετές από αυτές τις συζητήσεις, οι παρεμβάσεις του, αφανείς εδώ, υπήρξαν καίριες στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

Πώς και σας βρίσκω στη χώρα μας; Κατ’ αρχάς αγαπώ πολύ την Ελλάδα. Κι έρχομαι με πολλές αφορμές.  Αυτή τη φορά είναι για τη συναυλία στη Σαντορίνη με τον François Couturier, το Moderato cantabile. Υπάρχουν όμως κι άλλα πρότζεκτ.

Μαζί παίζετε εδώ και χρόνια και στο Tarkovsky Quartet. Πώς ξεκίνησε αυτό; Νομίζω πως πρώτη του δουλειά ήταν το Nostalgia, που είχαμε παρακολουθήσει και στην Αθήνα. Έτσι είναι. Ήταν μια ιδέα του Manfred EIcher, που μας ρώτησε αν θέλουμε να κάνουμε ένα κουαρτέτο. Είχαν ήδη ένα τρίο με τον Jean-Louis (Matinier) και τον Jean-Marc Larché, κι εκείνος σκέφτηκε να προσθέσει κι ένα βιολοντσέλο. Τόσο απλά!

Τι άλλο κάνετε στην Ελλάδα; Η Μαρία Φαραντούρη είχε την ιδέα να κάνουμε μαζί ένα πρότζεκτ, την είχα γνωρίσει σε μια συναυλία της με τον Charles Lloyd στη Γερμανία, όπου ήμουν ακροάτρια και μου άρεσε πάρα πολύ. Μιλήσαμε λοιπόν και είπαμε να κάνουμε κάτι μαζί. πέρασαν χρόνια και ξαναβρεθήκαμε σε μια δική  μου συναυλία στην Πολωνία, και τότε η Μαρία το ξαναείπε. Και πριν δύο χρόνια μου έστειλε κάποια κομμάτια, κι αποφασίσαμε να λάβω μέρος στο πρότζεκτ. κι η δική μου ιδέα γι αυτό ήταν να προσθέσουμε και κανονάκι, που θα παίζει μια μουσικός από την Αρμενία που είχαμε συνεργαστεί στο σύνολο όπου παίζαμε μουσική του Γκουρτζίεφ. Έχουμε κάνει πρόβες, αλλά και ηχογραφήσεις που δεν έχουν ακόμα κυκλοφορήσει.

Ας επιστρέψουμε όμως στην αρχή. Θυμάστε τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στη μουσική; Και θυμάστε πότε αποφασίσατε πως αυτό θα κάνετε στη ζωή σας; Από πολύ νωρίς, στην πραγματικότητα.  Ο παππούς κι η γιαγιά μου ήταν μουσικοί. Ξεκίνησα με πιάνο όταν ήμουν πέντε χρονών, όμως στα οχτώ μου πέρασα στο βιολοντσέλο. Και νομίζω πως μετά από δυο-τρία χρόνια ήξερα πως αυτό θα είναι το επάγγελμά μου. Δεν είχα καμιά καλύτερη ιδέα!

Και πώς επιλέξατε το βιολοντσέλο; Ο παππούς μου ήταν τσελίστας. Υπήρχε λοιπόν το όργανο στην οικογένεια. Αλλά πιστεύω πως κατά κάποιο τρόπο ήταν το πεπρωμένο μου. Γιατί είναι σχέση ολόκληρης ζωής το με ποιο όργανο θα συναντηθείς και θα ταιριάξεις. Έτσι είναι και με τους ανθρώπους. Δεν πιστεύω πως είναι τυχαίο ότι συναντάς ένα πρόσωπο, ούτε το ότι συναντάς ένα μουσικό όργανο.

Σίγουρα είναι μια ευλογία να ανακαλύψει κανείς τόσο νωρίς το πεπρωμένο του. Όμως δεν έγινε ποτέ και βάρος; Ως παιδί, το ότι εσείς μελετούσατε όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν, δεν σας έκανε να νιώσετε ποτέ περίεργα; Σίγουρα. Χρειάζεται να είσαι πολύ μόνος σου. Είσαι μόνος όταν μελετάς, είσαι μόνος όταν ταξιδεύεις, και μόνο όταν κάνεις πρόβες με ένα γκρουπ είσαι μαζί με άλλους. Φυσικά, λοιπόν, όταν είσαι παιδί ή νέος νιώθεις να είσαι έξω από τη ζωή. Όμως έτσι είναι, τι να κάνεις!

Ένα μεγάλο μέρος της καριέρας σας ήταν με το κουαρτέτο Rosamunde. Αρκετά χρόνια, νομίζω. Πώς ξεκίνησε και πώς τελείωσε; Ήταν περίπου 18 χρόνια. Ξεκινήσαμε γύρω στα   1992 και σταματήσαμε πριν από περίπου εννιά χρόνια. Τρεις από εμάς, το πρώτο βιολί, η βιόλα κι εγώ, ήμασταν φίλοι, και ήδη παίζαμε μαζί. Συμπαθούσαμε πολύ ο ένας τον άλλο και θέλαμε να κάνουμε κάτι μαζί, κι έτσι αποφασίσαμε να κάνουμε ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Μετά ψάχναμε για το κατάλληλο δεύτερο βιολί, κι έτσι ξεκινήσαμε. Και μετά είχαμε την τύχη να κυκλοφορήσει τις ηχογραφήσεις μας η ECM. Ήταν πολύ σημαντική περίοδος για μένα, γιατί όταν κάνεις πρόβα κάθε μέρα με τους ίδιους ανθρώπους, φτάνεις πολύ πιο βαθιά από ότι σε άλλα πρότζεκτ. είναι πολύ δύσκολο. Είναι σαν να έχεις διαρκώς μπροστά σου ένα καθρέφτη, οι συνάδελφοί σου θα σου λένε διαρκώς τι να μην κάνεις. Είναι σαν να έχεις έναν αυστηρό δάσκαλο: δεν είναι οι συνάδελφοί σου ο δάσκαλος, αλλά η κατάσταση. Δεν θα ήθελα να το είχα χάσει, όσο δύσκολο κι αν ήταν. Υπήρξαν πολλοί λόγοι που τελείωσε. Είναι κάτι που το αγαπάς και το μισείς, πολύ ισορροπημένο, θα έλεγα. Μετά από δεκαπέντε χρόνια είχαμε καινούριο δεύτερο βιολί, αλλά μετά από τρία χρόνια αποφάσισε κι εκείνη να φύγει και τότε, αντί να αναζητήσουμε αντικαταστάτη, πολύ απλά ο καθένας μας αποφάσισε για τον εαυτό του πως δεν ήθελε να συνεχίσει. Έτσι χωρίσαμε σαν φίλοι. Ξαναβρισκόμαστε μια φορά το χρόνο και παίζουμε το Οι Επτά Τελευταίοι Λόγοι του Χάυντν, κι αυτό είναι…

Το κουαρτέτο εγχόρδων είναι μια αρχετυπική δομή, και για το κλασικό, αλλά και για το σύγχρονο ρεπερτόριο. Ναι. Κι αυτό είναι που μου λείπει πραγματικά: το ρεπερτόριο. Δεν είναι τόσο εύκολο να το βρεις.

Ποια είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που οπαίζετε στο κλασικό ρεπερτόριο, και σε αυτά που κάνετε με τον Dino Saluzzi, για παράδειγμα, ή τώρα, με τον François Couturier; Δεν ξέρω αν μπορώ να ορίσω τη διαφορά. Φυσικά και υπάρχει διαφορά, γιατί μαθαίνεις να διαβάζεις μουσική και να παίζεις αυτό που διαβάζεις: αυτός είναι ο τρόπος στην κλασική μουσική. Και με τον Dino και με τον François έχουμε κάποιες παρτιτούρες, αλλά δεν είναι όλα γραμμένα. Ειδικά με τον Dino Saluzzi, πρέπει να είσαι εξαιρετικά ευέλικτος, γιατί αλλάζει όλη την ώρα, και πρέπει να γνωρίζεις τη δική του μουσική κουλτούρα. Διαφορετικά απλώς παίζεις νότες. Κι αυτό δεν έχει νόημα. Με τον François Couturier, πήγα ένα βήμα πιο μακριά, γιατί επιλέγουμε μαζί το πρόγραμμα, κάνουμε μαζί τις ενορχηστρώσεις, κι αρχίζουμε μαζί να αυτοσχεδιάζουμε και να απελευθερωνόμαστε από τις παρτιτούρες που ‘έχουμε στα αναλόγιά μας. έχω λοιπόν περισσότερες πρωτοβουλίες από ότι στα άλλα μου πρότζεκτ. Με τον  Dino Saluzzi έχω τόσο πολλά να μάθω, κι είμαι ευγνώμων γι αυτό. Είναι μεγάλη πηγή έμπνευσης το να παίζω μαζί του και να τον ακούω να αυτοσχεδιάζει, και να αυτοσχεδιάζω κι η ίδια. Μαζί του όμως πρέπει να το κάνω με το δικό του τρόπο.

Και με τον François ; Αντίθετα, με τον François αυτοσχεδιάζω με το δικό μου τρόπο. βέβαια, και στην κλασική μουσική είναι σημαντικό να απελευθερωθείς με κάποιο τρόπο. ποτέ δεν αρκεί να παίζεις απλά τις νότες. Πρέπει να βρεις το χαρακτήρα του κομματιού, της μουσικής, του συνθέτη, του αιώνα του… Πρέπει να ξέρεις πολλά. Μετά όμως, τη στιγμή που παίζεις, πρέπει να απελευθερωθείς. Ίσως ο αυτοσχεδιασμός με βοηθάει σ’ αυτό. Φυσικά υπάρχουν κλασικοί μουσικοί, μεγάλοι δάσκαλοι, που ξέρουν και την παραμικρή λεπτομέρεια της παρτιτούρας, αλλά μετά απελευθερώνονται. Και σκέφτομαι τον Καβάκο, για να αναφερθώ και σε έναν έλληνα μουσικό, αλλά και τον András Schiff: όταν τον ακούω να παίζει Μπετόβεν, έχω την εντύπωση πως αυτοσχεδιάζει. Όταν όμως διαβάσεις την παρτιτιούρα, βλέπεις ότι τα κάνει όλα κατά γράμμα. Αυτή λοιπόν είναι η διαφορά. Αλλά την ώρα που παίζεις δεν θα έπρεπε να υπάρχει διαφορά.

Αυτοσχεδιάζατε πάντα, ή αυτό ήρθε αργότερα στην πορεία σας; Άρχισα να αυτοσχεδιάζω όταν ήμουν 16 χρονών. Αργά-αργά!

Ξέρω πως ένα από τα πράγματα στα οποία επανέρχεστε κατά καιρούς, όπως στη συνεργασία σας με τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο, είναι η μουσική του Γκουρτζίεφ. Ναι. Και τώρα μάλιστα ετοιμάζουμε κι ένα τρίτο project πάνω στη μουσική αυτή, και πάλι με τον François Couturier κι έναν νεαρό κλαρινετίστα από το Ιράν, γιατί θέλαμε να πλησιάσουμε περισσότερο την ανατολίτικη πλευρά αυτής της μουσικής. Η μουσική του Γκουρτζίεφ δεν είναι δική του: ήταν ένας ταξιδευτής που είχε ένα υπέροχο αυτί και συνέλεγε μουσική, όπως άλλοι μπορεί να συλλέγουν ιστορίες. Κι αργότερα τραγουδούσε αυτά τα τραγούδια στον Thomas de Hartmann, που ήταν κλασικός συνθέτης, κι αυτός τα κατέγραφε στο πιάνο – και φυσικά εκείνος το έκανε με το δικό του τρόπο. αυτή η μουσική δίνει μεγάλη ελευθερία στον ερμηνευτή. Προσπαθώ με αυτή τη μουσική να επιστρέψω στα μέρη όπου την άκουσε ο Γκουρτζίεφ, αλλά συνδέοντάς την με τα μέρη από όπου κατάγομαι εγώ. Με τον François συνήθως δεν παίζουμε τα κομμάτια ολόκληρα – κάποιες φορές μπορεί να πάρουμε μόνο μια μελωδία και να τη συνδέσουμε με άλλα κομμάτια, ή άλλες φορές αλλάζουμε αρμονίες. Κινούμαστε πολύ ελεύθερα. Δεν ξέρω αν αυτό αρέσει σε όλους, αλλά είναι υπέροχο υλικό για να αυτοσχεδιάζουμε με τον τρόπο που μας αρέσει να το κάνουμε. Το 2016, που υποτίθεται – γιατί κανείς δεν ξέρει με σιγουριά – πως ήταν τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Γκουρτζίεφ, αποφασίσαμε να κάνουμε το πρότζεκτ αυτό.

Τόσα πολλά πράγματα μαζί… Τι άλλο κάνετε αυτό τον καιρό; Ένα άλλο πρότζεκτ που δεν είναι καινούριο, αλλά ίσως να μην είναι τόσο γνωστό, είναι πάνω στη μουσική του ουκρανού συνθέτη Βαλεντίν Σιλβέστροφ που έχει συνθέσει πολλή μουσική για σόλο βιολοντσέλο, αλλά επίσης και για δύο βιολοντσέλα, την οποία ηχογραφήσαμε με τη γαλλίδα τσελίστρια Agnès Vesterman και κυκλοφόρησε πέρυσι. Αλλά δίνω και πολλές σόλο συναυλίες, συνδυάζοντας παλαιά μουσική με σύγχρονη και αυτοσχεδιασμό. Κι επίσης με τον κλασικό κιθαρίστα Πάμπλο Μάρκεζ, παίζουμε μαζί μουσική του Σούμπερτ, η οποία φυσικά δεν είναι γραμμένη για κιθάρα – αλλά κι η σονάτα Αρπετζιόνε δεν είναι γραμμένη για βιολοντσέλο, αλλά για ένα παλαιότερο όργανα που δεν υπάρχει πια παρά μόνο σε μουσεία. Παίζω λοιπόν εγώ αυτό το μέρος, κι ο Πάμπλο στην κιθάρα το μέρος του πιάνου, σε δική του μεταγραφή. Κι εκτός από αυτό το κομμάτι, παίζουμε μαζί και διάφορα τραγούδια του Σούμπερτ και άλλη μουσική της περιόδου. Είναι εύκολα τα πράγματα με την κιθάρα, απλά την παίρνεις μαζί σου οπουδήποτε και παίζεις! Ενώ με το πιάνο χρειάζεσαι κάποια οργάνωση…

Αλήθεια, το βιολοντσέλο πόσο απλό είναι να το πάρει κανείς μαζί του οπουδήποτε; Θέλω να πω, μετά την 11η Σεπτέμβρη, το να ταξιδεύετε με ένα βιολοντσέλο δεν έγινε κάπως προβληματικό; Πάντα ήταν προβληματικό! Οι αεροπορικές εταιρίες δεν είναι και πολύ ευέλικτες. Πρέπει να έχεις κλείσει έξτρα θέση, αλλά ακόμα και τότε θα υπάρξουν προβλήματα. Εξαρτάται από την εταιρία: κάποιες φορές είναι πολύ εύκολο, κάποιες άλλες πρέπει να περιμένεις ώρες μέχρι να σου κάνουν check-in. Και το παράδοξο είναι ότι στις ΗΠΑ είναι πολύ ευκολότερο!

Επειδή ξέρω πως στην ECM κάποια πράγματα μπορεί να ηχογραφηθούν σήμερα, αλλά να κυκλοφορήσουν ακόμη και δύο χρόνια αργότερα, σας συμβαίνει ποτέ να ακούσετε τον εαυτό σας σε κάτι που ηχογραφήθηκε πριν από καιρό και να σκεφτείτε πως δεν είστε πια μουσικά στην ίδια φάση όπως τότε; Ναι, αυτό μπορεί να συμβεί. Αν όμως αισθάνομαι πως δεν είναι πια καλό, τότε πιστεύω πως ο Manfred Eicher ούτως ή άλλως δεν θα το κυκλοφορούσε, γιατί πιθανότατα θα είχε κι εκείνος την ίδια άποψη! Αλλά μερικές φορές μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, να σκεφτείς: Ω! Δεν είναι και τόσο κακό αυτό! (Γέλια). Πάντως νομίζω πως είναι απαραίτητο να εξακολουθεί να έχει νόημα. Αν μια ηχογράφηση ακούγεται σαν κάτι από το παρελθόν, τότε μάλλον δεν ήταν καλή. Θα πρέπει πάντοτε με κάποιο τρόπο να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου σε αυτή. Αφού όμως η ECM έχει τον καλύτερο παραγωγό στον κόσμο, μπορούμε να τον εμπιστευτούμε! Στο τέλος όμως πάντα τον εμπιστεύομαι…

Θα συμφωνήσω σε αυτό! Ακόμα κι έτσι όμως, δεν υπάρχουν περιπτώσεις που να διαφωνείτε για το πού πρέπει να πάει ένα πρότζεκτ; Φυσικά. Έχω δική μου γνώμη, και κάποιες φορές γίνονται και καυγάδες! Βέβαια!

Η Anja Lechner και ο Francois Couturier θα παρουσιάσουν το project τους Moderato Cantabile την Παρασκευή 10 Αυγούστου στις 21.00 στο Πνευματικο Μέγαρο Γκύζη στα Φηρά, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Σαντορίνης.