Με αφορμή τη 2η Συνάντηση Νέων Καλλιτεχνών ΝΑ Ευρώπης για το Αρχαίο Δράμα και την Πολιτική, που θα διεξαχθεί από τις 22-29 Σεπτεμβρίου στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, συνομιλήσαμε με έναν από τους συνιδρητές της ιταλικής θεατρικής ομάδας Anagoor, τον σκηνοθέτη Simone Derai. Η ομάδα που επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, εκφράζει –από τη δική της σκοπιά– τον θαυμασμό της για την αρχαιοελληνική γραμματεία και τον πολιτισμό, χωρίς ωστόσο να φοβάται να αναμετρηθεί με μια τόσο μεγεθυμένη παράδοση σκέψης. Το έργο που θα παρουσιάσουν, Ο Σωκράτης επέζησε, είναι βασισμένο στο σύγχρονο μυθιστόρημα του Antonio Scurati, Ο επιζών.
Αν μπορούσαμε να κάνουμε μια επισκόπηση της εικοσάχρονης πορείας της ομάδας, ποια σημαντικά γεγονότα θα ξεχωρίζατε; Ποιον δρόμο πιστεύετε ότι έχετε χαράξει, ή σε ποια καλλιτεχνική κατεύθυνση προσανατολίζεται η δουλειά της θεατρικής ομάδας Anagoor; Η ομάδα Anagoor είναι αποτέλεσμα μιας θεατρικής διαδρομής, εντελώς ανεξάρτητης και μακριά από τα μείζονα πολιτιστικά κέντρα της Ιταλίας. Αρχική μας πρόθεση ήταν να προσφέρουμε μια θεατρική εμπειρία στα μέλη της κοινότητάς μας. Η ομάδα συσπειρώθηκε γύρω από την εξονυχιστική έρευνα για τον εντοπισμό ενός νέου θεατρικού λεξιλογίου, το οποίο ωστόσο αντλεί εικόνες και σύμβολα από την πολιτισμική μας μνήμη, καθιερώντας έτσι την παρουσία μας στον θεατρικό χάρτη της χώρας μας. Στο εγχείρημα αυτό, ήδη από την ίδρυση της ομάδας, έχουμε συνοδοιπόρους καλλιτέχνες και επαγγελματίες του χώρου, οι οποίοι εμπλουτίζουν το ταξίδι μας και επαναπροσδιορίζουν την έννοια του συλλογικού. Πρόκειται για ένα εργαστήρι διαρκείας, με την ομάδα Anagoor ως βασικό κανάλι μιας δημιουργικότητας ανοιχτής στην πόλη και σε διαφορετικές γενιές. Είναι μια διαρκή πρόκληση για τη δημιουργία μιας θεατρικής τέχνης της πόλης –και όχι μόνο στην πόλη–, που δεν εξαντλείται στη μέριμνα για την παιδαγωγική δραστηριότητα σε σχολεία, την κοινοτική παρέμβαση, τις συλλογικότητες και τις παραγωγές της ίδιας της ομάδας. Το θέατρο που αναζητούμε ανταποκρίνεται σε μια αισθητική «εικονιστική» η οποία διαφαίνεται στον διάλογο μεταξύ επιτελεστικής τέχνης, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, ψηφιακών μέσων και διαμεσικότητας, με την ελπίδα, παρόλα αυτά, εξαιτίας και χάρη στην φύση της τέχνης αυτής, ότι όλα αυτά εξακολουθούν να είναι θέατρο.
Φαίνεται πως τη δουλειά σας χαρακτηρίζει η διαστρωμάτωση σημείων και σημασιών: ένα ιστορικής σημασίας κείμενο που εκλαμβάνεται ως παλίμψηστο, αλλά και μια εκ νέου ανάγνωση της εποχής μέσα από την προοπτική που προσφέρει το κείμενο. Σ’ αυτή τη διαλεκτική, η οποία ξεπερνά τη μονοσήμαντη αναπαράσταση του κειμένου αλλά και την σαγήνη της εικόνας, πιστεύετε ότι κρύβεται η επιθυμία να (ξανα)βρεθεί μια πολιτική διάσταση στην τέχνη του θεάτρου; Το θέατρο ποτέ δεν έπαψε να έχει πολιτική διάσταση. Ακόμη κι όταν φαίνεται να καταλήγει απλώς σε μια μορφή ψυγαγωγίας, το θέατρο αφηγείται ευθέως –όπως σε μια κατοπτρική αντανάκλαση– την πολιτική κατάσταση στην οποία στρέφεται το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Αυτός ο αντικατοπτρισμός μπορεί να λειτουργεί λίγο ή πολύ μιμητικά, λίγο ή πολύ αποκαλυπτικά, λίγο ή πολύ καταστρεπτικά. Σε μερικές περιπτώσεις, αυτή η αντιστροφή λειτουργεί για τον θεατή προειδοποιητικά. Από τη δική μας πλευρά δεν υπάρχει πρόθεση διδακτισμού, εκτός από εκείνη που μας αξιώνει στο να μην εγκαταλείπουμε τη συνθετότητα του κόσμου και του λεξιλογίου του θεάτρου. Η επιλογή ορισμένων αρχαίων κειμένων (το ποίημα του Βιργίλου στο Φλέγων Βιργίλιος, ο πλατωνικός διάλογος στο Ο Σωκράτης επέζησε, η Ορέστεια του Αισχύλου) απαντούν όχι τόσο στην επιθυμία να διασώσουμε τους κλασικούς από τη λήθη, ή να υποδείξουμε έναν κανόνα ως πρότυπο, αλλά στην επιθυμία του να ανακαλύψουμε αναπάντεχες προοπτικές στα έργα αυτά. Η αναμέτρηση με ένα αρχαίο κείμενο γίνεται η αφορμή για να αναδείξουμε εκφάνσεις του παρελθόντος που προηγουμένως δεν ήταν ορατές. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια αναβίωση του παρελθόντος –διαδικασία που δεν μας ενδιαφέρει–, αλλά για την ανακάλυψη της αρχαιότητας. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός αρχαιολογικού ευρήματος, μπορούμε να το αγγίξουμε με «σύγχρονους» όρους και ταυτόχρονα να αντιληφθούμε την απόστασή μας από αυτό. Αυτή η απόσταση, αυτή η καταμέτρηση αποκαλύπτει πράγματα για μας και για τη θέση που κατέχουμε.
Ο Σωκράτης είναι μια μορφή επενδεδυμένη με πάμπολλες σημασίες· αποτελεί πλέον ένα σύμβολο για τη δυτική φιλοσοφία. Η «παρουσία» του, σε καλλιτεχνικό και πολιτικό επίπεδο, ανακαλεί την ηθική, με την πραγματική σημασία της λέξης, το έθος που προάγει τη σύνδεση του ατόμου με την πόλη και του εξασφαλίζει υπηκοότητα. Πως μπορούμε όμως να αναφερόμαστε σε αυτή την ιδέα, στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης, χωρίς να καταλήγουμε σε μια οπτική με οικουμενικές αξιώσεις ή απλώς ομογενοποιημένη; Ο Σωκράτης μπορεί ακόμη και σ’ αυτή την εποχή της κρίσης να λειτουργεί ως φάρος. Η διδασκαλία του είναι ζωτικής σημασίας, ίσως περισσότερο από ποτέ αυτή την χρονική στιγμή, στην οποία η πολιτική έννοια της συνύπαρξης θεμελιωμένης στην σχέση μας με τον άλλο φαίνεται να οπισθοχωρεί προς όφελος ιδεών σχισματικών και πολιτικών ταυτότητας. Ο διάλογος ως τόπος συνάντησης, το αμοιβαίο βλέμμα, η αντίληψη των θέσεων του άλλου ώστε να μην χαθεί η –συλλογική– αναζήτηση της αλήθειας, όλα αυτά συναποτελούν τρόπους εκγύμνασης για τη θεραπεία της ψυχής και την ευημερία της πολιτικής.
Μιλώντας για το θέατρο ως τόπο ηθικής και εκπαίδευσης που μπορεί να δημιουργηθεί σε μία παράσταση, οφείλουμε να καταλάβουμε, την ίδια στιγμή, και τη συνολικότερη λειτουργία του. Ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οφείλουμε να καταλάβουμε πως το θέατρο ήταν ανέκαθεν ένα παιχνίδι φαινομενικοτήτων, μια δημιουργική δηλαδή πρόσμιξη εικόνων και εννοιών, ένας ψυγαγωγικός μηχανισμός που αν τεθεί σε λειτουργία θα μας δώσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μια αλήθεια εκ των υστέρων. Η λέξη, όμως, «αλήθεια» σε έναν κόσμο «μετα-αλήθειας» είναι ήδη προβληματική. Πώς μπορούμε να ξαναβρούμε τη σημασία της χωρίς να μείνουμε σε απόλυτα μεγέθη; Το θέατρο και η θεωρία έχουν την ίδια ετυμολογική ρίζα. Το θέατρο είναι θεωρία των ορατών αντικειμένων, έκθεση των όσων μπορούν να ιδωθούν/κατανοηθούν, παρουσίαση εικόνων και λέξεων-παραστάσεων, όπως ένα πλήθος μορφών, που ακολουθούν η μία την άλλη, εν πομπή. Στον θεατή έγκειται η ελευθερία και το καθήκον να αντιληφθεί τους δεσμούς, το συνδετικό νήμα που συσχετίζει την μία μορφή με την άλλη. Στο μυαλό του θεατή απόκειται το καθήκον να ενεργοποιήσει το σύνολο, να μεταμορφώσει την προτεινόμενη σκηνική παράταξη σε ένα συντακτικό αρχών και κανόνων. Το θέατρο προσφέρεται ως πνευματική τροφή, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε τα όργανα που τροφοδοτούν και τις αισθήσεις. Πρόκειται για ένα πεδίο δοκιμασίας της λογικής και για ένα μέσο εκγύμνασης της ενσυναίσθησης.
Θα ήθελα να σας θέσω ένα ερώτημα παραθέτοντας μια φράση του Ντελέζ: Το μεγαλειώδες και επαναστατικό δεν υφίσταται παρά μόνο στο έλασσον. Χωρίς να πρέπει να στραφούμε στις ουτοπιστικές βλέψεις της μοντέρνας τέχνης, δηλαδή σε μια επαναστατική λειτουργία της τέχνης εξ ορισμού ουτοπική, θα ήθελα να καταλάβω σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να διαφυλάξουμε αυτήν την ελάσσονα καλλιτεχνική γλώσσα. Εκτιμώντας τις καταστάσεις, κατά πόσο είναι δυνατόν να διατηρούμε τη δική μας γλώσσα χωρίς να υποκύπτουμε στην επίσημη λειτουργία της; Στην προηγούμενη δουλειά μας, Φλέγων Βιργίλιος, σκιαγραφήσαμε τη φιγούρα ενός ποιητή όπως ο Βιργίλιος. Ένας άνδρας πραός, συνεσταλμένος, σχεδόν δειλός, εγκατεστημένος στα περίχωρα της Ρώμης, εφαπτόμενος όμως με το κέντρο της ιστορίας, τη στιγμή της ίδρυσης της Αυτοκρατορίας. Εκείνος ο γλυκύτατος ποιητής των βοσκών και χωρικών ενώπιον του ηγεμόνα Αύγουστου. Η έκκληση να παράσχει μια επίσημη γλώσσα στην αυτοκρατορία ήταν ρητή. Ο ποιητής, υπέρ το δέον προσηνής στην αυλή, δεν αρνήθηκε και υποσχέθηκε στην Ρώμη το ποίημα που της έλειπε. Το υπόλοιπο της ζωής του το αφιέρωσε στο να καταρρίψει αυτό που θα του εξασφάλιζε την καθιέρωσή του ως εγκωμαστιακού ποιητή, κάνοντας έτσι την Αινειάδα ένα έργο αφιερωμένο στον πόνο των ηττημένων, στην οδύνη της αλλαγής. Ακόμη και μέσα στο ασφυκτικό δίκτυο των επίσημων σχέσεων, ο ποιητής αναζητούσε τον τρόπο να απαλλαχθεί από τη θηλειά και το φίμωτρο της εξουσίας, τολμώντας την πιο επαναστατική των δράσεων: να εισαγάγει στην επίσημη γλώσσα εκείνα τα αντισώματα για μια πιθανή κατάλυσή της. Είναι δύσκολο να αποφύγουμε την προσάρτηση του προσωπικού μας καλλιτεχνικού ιδιώματος στην επίσημη λειτουργία της γλώσσας· η επέκταση της ισχύος της ηγεμονίας είναι αδίστακτη, τροφοδοτείται διαρκώς από νέα φαντασιακά και καταλήγει να ενσωματώνει ακόμη και τις πιο αποκλίνουσες γλώσσες, τις πιο περιφερειακές, στο βαθμό που ποιητές και καλλιτέχνες κινδυνεύουν να δώσουν, κόντρα στην επιθυμία τους, φωνή στην εξουσία. Είναι, λοιπόν, σημαντικό οι λέξεις και οι εικόνες να αντιστέκονται σ’αυτή την βουλιμία εκ μέρους της εξουσίας, σαν ένα είδος Δούρειου ίππου που απελευθερώνει τα αντισώματα εντός του ξενιστή. Για παράδειγμα, σ’ αυτή τη διαδικασία, η εξουσία τείνει να απλοποιεί τις λέξεις, να ελαχιστοποιεί το φαντασιακό προς όφελος μιας πιο «ευρείας» χρήσης. Μια ελάσσονα λειτουργία της καλλιτεχνικής γλώσσας συνίσταται σ’ αυτό που διαφοροποιείται από την «μεγάλη» κλίμακα, που απορρίπτει την απλοποίηση και αγκαλιάζει τη συνθετότητα, που δεν υποκύπτει στη λογική του σλόγκαν.
Από το μετα-δραματικό θέατρο στο θέατρο-ντοκουμέντο, έχουμε πλέον μεταβεί σε μια εποχή που απαιτεί μια πιο ευρεία αντίληψη των κοινών· δεν είναι μόνο το υποκείμενο που καθορίζει την πολιτική διάσταση του θεάτρου (ο δημιουργός, ο ήρωας, ο πρωταγωνιστής), αλλά και η εκάστοτε κοινότητα που ζωντανεύει μέσα από τις ιστορίες-αφηγήσεις της. Ωστόσο, υπάρχει, επίσης, ο κίνδυνος της τυποποίησης του «εμείς» που ζητά να συσχετιστεί όλο και λιγότερο –σε ένταση και σε διάρκεια– με τον Άλλο. Ποιες τεχνικές αφήγησης αυτού του «εμείς» μπορούμε να εντοπίσουμε στη δουλειά της ομάδας Anagoor; Τόσο το Ο Σωκράτης επέζησε όσο και το Φλέγων Βιργίλιος επικεντρώνονται στα πρόσωπα δυο ανθρώπων της αρχαιότητας ―εικονικές φιγούρες του δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο, οι παραστάσεις αυτές φαίνεται να μην έχουν πρωταγωνιστές. Είναι πράγματι έτσι; θα αναρωτηθεί κανείς. Ναι, με την σύγχρονη ερμηνεία του όρου. Όχι όμως, με τη σημασία –αρχαία και κυριολεκτική– της λέξης πρωταγωνιστής: ο Βιργίλιος και ο Σωκράτης βρίσκονται σε πρώτο πλάνο στη διαδραμάτιση της αγωνίας τους, όπου με τον όρο αγωνία δεν εννοούμε μόνο το θάνατό τους –που υπεισέρχεται στην σκηνή– αλλά και τον προσωπικό τους αγώνα. Η μάχη που δίνουν είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής. Τα φαντάσματα που ξυπνούν αρνούνται τους κανόνες ενός θεάτρου αναπαράστασης και εμφανίζονται στην σκηνή προτρέποντας τον θεατή να σκεφτεί με την καρδιά και να αισθανθεί με το νου. Ακόμη και στην Ορέστεια, την τελευταία μας δουλειά, ο πρωταγωνιστής φαίνεται να είναι –παρότι αόρατος στην σκηνή– ο ίδιος ο Αισχύλος, πολύ πριν από τον Ορέστη. Ο ίδιος ο Αισχύλος καθίσταται ο πρωταγωνιστής της Ορέστειας –εκείνος που αρθρώνει τη «δυσφορία» του αναδυόμενου δυτικού πολιτισμού, ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε η φιλοσοφία, την προοπτική της ιδέας του μηδενισμού που τροφοδότησε ολόκληρο τον τρόπο σκέψης μας. Ο Ορέστης, ο ήρωας, είναι μονάχα μια από τις τόσες πτυχές της θεωρίας που ο ποιητής-φιλόσοφος ξεδιπλώνει ενώπιόν μας. Ο Αισχύλος ορίζει το ραντεβού στο οποίο θεατές και Ορέστης συναντιούνται μέσα στην ιστορία και σ’ αυτό το ραντεβού εμείς προσθέτουμε και τον Αισχύλο ως πρόσωπο. Το ίδιο το έργο γίνεται μια μάχη που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας.
Αν μιλάμε σήμερα για την οικονομία του θεάματος, την αποθέωση της εμπειρίας του θεατή, αυτό μας επαναφέρει, εκ νέου, σε μια ηδονοβλεπτική συμπεριφορά που μας περιορίζει στο ρόλο του παθητικού θεατή και μας αποξενώνει από το υπόλοιπο κοινωνικο-πολιτικό σύνολο. Αν το θέατρο μπορεί να «αφηγηθεί μια ιστορία που βλέπεται», θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε ένα θέατρο που μας ζητά να δράσουμε εκτός από το να βλέπουμε; Το βλέπειν δεν συνιστά ποτέ καθαρή και αθώα παθητική πρόσληψη. Το βλέμμα συνίσταται σε πρακτικές/πράξεις επιλογής. Την ίδια στιγμή ο καλλιτέχνης έχει συνείδηση αυτών των πρακτικών του βλέμματος, μπορεί να υιοθετήσει στρατηγικές ρητορικής που να κατευθύνουν το ίδιο το βλέμμα, να φανερώσουν αυτό ή το άλλο αντικείμενο και να ενθαρρύνουν μια συγκεκριμένη ανάγνωση στη θέση μιας άλλης. Αυτή είναι η λειτουργία της ρητορικής. Στόχος κάθε ειλικρινούς καλλιτέχνη θα ήταν να εκθέσει και να αποκαλύψει αυτές τις τεχνικές, με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχει στον θεατή εργαλεία ή μια μέθοδο αναγνώρισης των παγίδων της ρητορικής. Αυτή η αγαθή πρακτική θα δημιουργούσε θεατές εφοδιασμένους με εργαλεία και περισσότερο ικανούς να διακρίνονται σε άλλους τομείς του κοινοτικού βίου. Η άλλη, θεμελιώδης, λειτουργία του θεάτρου είναι εκγύμανση της ενσυναίσθησης. Έχουμε εξίσου επείγουσα ανάγκη κι από αυτή.