Ο χορός έχει κυρίως εμποτιστεί με μια πλούσια εικονοποιία που αφορά τη σφριγηλή ομορφιά του σώματος, τις «ανεξάντλητες» εκφραστικές δυνατότητές του, την «ηρωική» του συγκρότηση και εξύμνηση. Αυτή η εικονοποιία είναι συχνά δηλωτική των πεποιθήσεων ενός πολιτισμού για τη ζωή και την ηλικίωση, των αναπαραστάσεων που μπορούν να υπάρξουν στην σκηνή, των αντιλήψεων που συντηρούν τους κυρίαρχους λόγους (discourses) σχετικά με το σώμα και τη νεότητα. Πολύ συχνά, επίσης, στην ελάχιστη εργογραφία για το γήρας ―ή τον πιο δόκιμο όρο, «τρίτη ηλικία»― τα πρόσωπα είναι διακοσμημένα με «ρομαντικές» αποχρώσεις, ελαχιστοποιώντας έτσι τη σπουδαιότητα των βιωμάτων που είναι φορτισμένα με την εμπειρία του χρόνου, άρα, αποκλείοντας σε κάποιο βαθμό και τις διαφορετικές αναγνώσεις γύρω από τη ζωή.

Η Παναγιώτα Καλλιμάνη, χορεύτρια και χορογράφος που επιμένει στην «ποιητική του ελαχίστου», με το έργο της Allez viens… επαναξιολογεί τους χρονικούς περιορισμούς και τον «αποκλεισμό» του ώριμου σώματος από την σκηνή. Η παράστασή της μας τοποθετεί σε ένα ξέφωτο αναμνήσεων· τέσσερα ζευγάρια ακινητοποιημένα στον χρόνο, επιχειρούν κοπιαστικά να «ξυπνήσουν» το σώμα τους ή να ξυπνήσουν στο σώμα τους, σαν να επρόκειτο για μια άσκηση επαναφοράς στο τώρα. Ο κόσμος που συγκροτούν είναι φτιαγμένος από σιωπές, παύσεις, πτώσεις κι αιφνίδια γέλια. Ένα πικ-απ στο κέντρο της αίθουσας εκδηλώσεων του Εθνικού, στριφογυρίζει και λαμποκοπά, σαν παλιά μπομπίνα του σινεμά στην οποία δεν υπάρχει πλεόν φιλμ, οι εικόνες από το κάθε καρέ βρίσκονται σκόρπιες στη μνήμη των ερμηνευτών που συμμετέχουν στην παράσταση. Η αίθουσα μοιάζει εκκενωμένη από καιρό, αντηχεί ενδεχομένως από τις φωνές των μακρινών καλεσμένων, από τη ζωηρή παρουσία εκείνων που έδιναν κάποτε ζωή στον χώρο.

Οι οχτώ ερμηνευτές, αρχικά καθισμένοι, μοιάζουν να μην αναγνωρίζουν ο ένας την παρουσία του άλλου. Πράγματι, τα βλέμματά τους είναι προσηλωμένα σε κάτι οικείο αλλά αδιόρατο σε μας, βλέπουν χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι κοιτούν. Ωστόσο, αυτή η επιμονή και η καθαρότητα του βλέμματός τους κάτι «φωτίζει» και σε μας τους ίδιους. Είναι άραγε το βλέμμα ενός ανθρώπου που αντικρίζει τις αναμνήσεις του; Ή πρόκειται για εκείνο το ξέφωτο στο οποίο σπάνια αλλά και ζωηρά ξεπηδούν πρόσωπα από το παρελθόν, εικόνες ανακτούν την χαμένη κίνησή τους και λέξεις σκορπισμένες στον χρόνο μάς παρακινούν να ξαναμπούμε στον χορό; «Πάμε!», αναφωνεί μια στο τόσο ένα πρόσωπο, «κράτα με» μοιάζει να εκλιπαρεί ένα άλλο ή ανάλογες, φανταστικές φράσεις «ακούγονται» από τα σιωπηλά σώματα καθώς εκδιπλώνουν τη σχέση τους με τον άλλο. Κι ενώ ο λόγος απουσιάζει, κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε τρίξιμο της καρέκλας, κάθε άγγιγμα είναι τόσο «εύγλωττο», τόσο σαφές σε πρόθεση και εκφραστικότητα που οι θεατές εισέρχονται ανενδοίαστα σε έναν κόσμο εκμυστηρευμένο, βαθιά προσωπικό, φτιαγμένο με τα μύχια υλικά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Όχι τυχαία, η χορογράφος είναι συνεπής στα ζεύγη που δημιουργεί. Ακόμη και όταν αποφασίζει να κινηθούν στον χώρο, οι σχέσεις τους δημιουργούν ένα ισχυρό πεδίο συγκίνησης, παραμένουν χαραγμένες και εντυπωμένες μέσα μας, σαν να παρατηρούσαμε επί χρόνια την ιστορία του κάθε ζεύγους χωριστά. Ένας άνδρας (Αντώνης Ιορδάνου) προσπαθεί επίμονα να κρατηθεί στην αγκαλιά μιας γυναίκας (Αννέζα Παπαδοπούλου) ενώ γλιστρά από τα χέρια της αβοήθητος, μια γυναίκα (Ράνια Οικονομίδου) «φορά» μια καρέκλα σαν το αντικείμενο να έχει σμιλευτεί πάνω της ενώ αδιάκοπα και τρυφερά (επι)στρέφει το βλέμμα της προς τον καθισμένο άντρα (Κώστας Γαλανάκης), ένας άνδρας (Βασίλης Καραμπούλας) αφαιρεί τα παπούτσια από τα πόδια μιας γυναίκας (Υβόννη Μαλτέζου) ενώ εκείνη τα κουνά ρυθμικά σαν να πλατσουρίζει στο νερό, ένα ανήσυχο κινητικά ντουέτο ανάμεσα σε δυο ατίθασα ώριμα σώματα (Αλίκη Αλεξανδράκη & Γιάννης Δεγαΐτης) ―εικόνες τρυφερές, δημιουργούν με την επαναληπτικότητά τους εκείνη την σπυροειδή, ολισθηρή αίσθηση του χρόνου, ίσως και εκείνο το γλυκόπικρο αίσθημα της επιθυμίας να επιστρέψουμε σε ό,τι αβίαστα παραδίδεται στη λήθη.

Το σπουδαίο είναι ότι η χορογράφος δεν δημιουργεί μια ατμόσφαιρα νεκροζώντανων στη σκηνή. Δεν είναι το πνιγηρό αίσθημα ενός αμετάκλητου τέλους που την κινεί, δεν είναι αυτό που προτείνουν τα ώριμα σώματα των ερμηνευτών. Τουναντίον έχει ενδιαφέρον η ζωηρότητα με την οποία επαναλαμβάνουν το «τελετουργικό» των σχέσεών τους, η ακρίβεια με την οποία όχι απλώς εκτελούν, αλλά νοηματοδοτούν την παραμικρή κίνηση, το ελάχιστο νεύμα. Επίσης, παρά την φορτισμένη συγκινησιακά ατμόσφαιρα, οι δράσεις παραμένουν πιστές στο κωμικοτραγικό της ζωής, στις συνεχείς εναλλαγές των διαθέσεων, στον μόχθο και ενίοτε στην ευχαρίστηση να μην εγκαταλείψει κανείς τον «αγώνα». Τα πρόσωπα στην παράσταση Allez viensείναι οικεία αλλά και με μια απόκοσμη νηφαλιότητα που επιτρέπει στον θεατή να κάνει δική του την ιστορία τους. Είναι πρωτίστως πρόσωπα αληθινά, που δεν καμώνονται σχέσεις ανύπαρκτες, αλλά σχέσεις βιωμένες και ουσιαστικά ενσώματες, γι’ αυτό και «γεμάτες» από χρόνο.

Το ερώτημα που φαίνεται να θέτουν τα σώματα επί σκηνής δεν αφορά την επιστροφή σε έναν χρόνο που έχει παρέλθει οριστικά και τη νοσταλγική αναβίωσή του. Το έργο δεν είναι ένας λυγμώδης θρήνος για τη θνητότητα και το αναπόδραστο του χρόνου. Αντίθετα, τα πρόσωπα στο τέλος της παράστασης ξεφεύγουν εύθυμα από τον όποιο δραματικό τόνο, ανοίγοντας την πόρτα σε μια άλλη «αίθουσα του χρόνου», εκεί όπου μπορεί κανείς να χορεύει τη ζωή, να διατηρεί ζωντανή τη μνήμη όσων έχει ζήσει. Ακόμη και αν κάποια πρόσωπα δεν επιστρέφουν από αυτό το ταξίδι, ο χορός τους ανοίγει ένα χάσμα, δημιουργεί μια ρωγμή στον χρόνο που τόσο σχηματικά αποκαλούμε ζωή. Και η ανοιχτή πόρτα που μας ζητούν να διαβούμε, μας προσκαλεί σε μια «ψυχαναλυτική» εμπειρία όπου, χάρη στην απόσταση που βιώνει κανείς από τον εαυτό του, μπορεί να ανακαλύπτεται ή να αποκαλύπτεται ως παρελθόν. Χάρη σ’ αυτή τη «δωρεά του χρόνου» οι οχτώ ερμηνευτές γεννούν αφηγήσεις και στιγμιότυπα, σαν σύγχρονοι αοιδοί «χορεύουν» αντί να τραγουδούν το πιο περίπλοκο από όλα τα θέματα: τη ζωή.