Θυμόμουν από την εποχή που πρωτοείδα την ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, την ύπαρξη μιας έξοχης κριτικής τοποθέτησης του Ρολάν Μπαρτ πάνω σε αυτήν. Ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη η συμπερίληψη του εν λόγω κειμένου στο πρόγραμμα της παράστασης της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ. Ξαναδιαβάζοντάς το όμως μετά την θέαση της δουλειάς του Άρη Μπινιάρη, το ένιωσα να λειτουργεί σχεδόν ως αυτοκαταγγελία.
Γράφει ο Μπαρτ: «Από την πολιτική σκοπιά, ο Παζολίνι έσφαλλε επίσης. Ο φασισμός είναι υπερβολικά σοβαρός και ύπουλος κίνδυνος για να τον αντιμετωπίσει κανείς με μια απλή αναλογία, όπου οι φασίστες εξουσιαστές παίρνουν «απλώς» τη θέση των ελευθεριακών. Ο φασισμός είναι ένα αντικείμενο που μας δεσμεύει: μας υποχρεώνει να τον σκεφτούμε με ακρίβεια, αναλυτικά, πολιτικά· το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει η τέχνη με αυτόν, αν τον αγγίξει, είναι να τον καταστήσει πιστευτό, να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει, όχι να δείξει με τι μοιάζει· εν ολίγοις, δεν βλέπω κανένα άλλο μέσο να τον αντιμετωπίσει κανείς παρά μόνο με τον τρόπο του Μπρεχτ. Ή αλλιώς: αναλαμβάνει κανείς μια ευθύνη όταν παρουσιάζει αυτόν το φασισμό ως διαστροφή· ποιος δεν θα έλεγε με ανακούφιση, μπροστά στους ελευθεριακούς του Σαλό: Εγώ δεν είμαι σαν κι αυτούς, δεν είμαι φασίστας εγώ, αφού δεν μου αρέσουν τα σκατά!».
Όταν λοιπόν απλά τοποθετεί κανείς επί σκηνής τις εικόνες του Παζολίνι, δεν επαναλαμβάνει νομοτελειακά και το σφάλμα του, όπως το επισημαίνει τόσο εύστοχα ο Μπαρτ;
Θαυμάσιο πράγματι το πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο Χαράλαμπος Γωγιός. Το μόνο που μου έλειψε ήταν μια πιο εμπεριστατωμένη ιστορική ανάλυση αυτού που υπήρξε η βραχύβια «Δημοκρατία του Σαλό», η τελευταία εστία αντίστασης της φασιστικής κυβέρνησης της Ιταλίας πριν από την τελειωτική πτώση.
Η αλήθεια είναι πως η παράσταση του Μπινιάρη, πέρα από την αδιαμφισβήτητη αρτιότητά της –ουδείς μπορεί να ισχυριστεί πως ο σκηνοθέτης δεν γνωρίζει καλά τη δουλειά του- μου δημιούργησε δύο βασικά προβλήματα. Ηθικής φύσεως, ενδεχομένως, αλλά ουσιαστικά.
Το πρώτο είναι το ζήτημα της πρωτότυπης δημιουργίας. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν βρήκα τίποτα στην παράσταση της Εναλλακτικής Σκηνής που να μην το θυμάμαι από την ταινία. Δεν ισχυρίζομαι πως είναι εύκολο να μεταφέρει κανείς στη θεατρική σκηνή της εικόνες της τόσο σοκαριστικής ταινίας του Παζολίνι, και μάλιστα με τέτοια πιστότητα. Όμως δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ κατά πόσον αποτελεί αυτόνομο καλλιτεχνικό έργο, νέο και αυτόνομο δημιούργημα, κάτι το οποίο δεν είναι απλώς βασισμένο –όπως δηλώνεται- στην ταινία του Παζολίνι, αλλά την ακολουθεί κατά γράμμα. Κι ούτε ξέρω κατά πόσον νομιμοποιείται κανείς να βάλει την υπογραφή του πλάι σε εκείνη του αρχικού δημιουργού. Στα δικά μου μάτια, η ανάπλαση ενός έργου που έχει αφήσει τόσο έντονο στίγμα απλώς αλλάζοντας το μέσον –αυτό που κάποτε ονομαζόταν μεταγλώσσα- αποτελεί ένδειξη καλλιτεχνικής στειρότητας.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την ουσία και το περιεχόμενο της παράστασης. Είναι η τρίτη φορά –τουλάχιστον, τέταρτη αν συνυπολογίσουμε και τον «Προμηθέα»- που ο Άρης Μπινιάρης ασχολείται σε παράσταση με το ζήτημα των φασιστικών καθεστώτων: οι άλλες δύο ήταν «Η φάρμα των ζώων» και «Η άνοδος του Αρτούρο Ούι». Και είναι η τρίτη περίπτωση που αναζητώ εναγωνίως τις αναλογίες με αυτό που συμβαίνει σε όλη σχεδόν την Ευρώπη αυτή τη στιγμή και δεν τις βρίσκω. Η άρτια καλλιτεχνικά δουλειά και η ορθή αναπαράσταση μιας εποχής ή μιας κατάστασης είναι αρκετές; Αρκούν για να χαρακτηριστεί –όπως εμφανώς διεκδικεί- ένα θέατρο ως πολιτικό; Ουδείς, φυσικά, μιλά για ευθείες αντιστοιχήσεις και εύκολες μεταφορές όπως έχουμε δει σε παραστάσεις στο παρελθόν. Όμως όταν το αυγό του φιδιού δεν έχει απλώς σπάσει, αλλά τα φιδάκια του μεγάλωσαν και κυβερνούν χώρες όπως η γειτονική όπου διαδραματίζεται το «Σαλό» και τα φαντάσματα του παρελθόντος έχουν μετενσαρκωθεί, ποιος πιστεύει πως είναι αρκετή η επιλογή του θέματος και η παρουσίαση του τότε για να λάβει το σήμα κινδύνου το κοινό του σήμερα; Το κοινό που εξάντλησε τα εισιτήρια όλων των παραστάσεων από την αρχή της προπώλησης –sold out ελληνιστί- πέραν από το σοκ της υπέρμετρης σεξουαλικής, σκατολογικής και λοιπής βίας που ήδη είχε κατακτήσει ο Παζολίνι σχεδόν μισό αιώνα πριν, ποιο ακριβώς ξυπνητήρι ακούει να ηχεί; Αφυπνίζεται ή παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά τη φρίκη όσων διαδραματίζονται επί σκηνής και επιστρέφει στο λήθαργό του –αυτόν που έχει οδηγήσει στην καταγραφή τέτοιων εκλογικών ποσοστών για ξεκάθαρα ακροδεξιούς πολιτικούς τα τελευταία χρόνια; Και πάλι νιώθω την ανάγκη να χρησιμοποιήσω τη λέξη στειρότητα.
Νιώθω την απόλυτη υποχρέωση να αναφέρω εντός κειμένου, και όχι στη διανομή, τα ονόματα των ηθοποιών που ενσάρκωσαν τα θύματα της φασιστικής κτηνωδίας: η έκθεση που υφίσταται και η άνευ όρων αφοσίωσή τους στο εγχείρημα έχει τον απόλυτο σεβασμό μου και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να τους κατονομάσω. Είναι οι: Εβίτα Αγαΐτση, Γιώργος Ζιάκας, Νάντια Κατσούρα, Μάριος Κρητικόπουλος, Λένα Μποζάκη, Εύη Οικονόμου, Ειρήνη Τσέλλου, Γιάννης Χαρκοφτάκης, Κώστας Phoenix. Επίσης αξιέπαινοι στους ρόλους των φρουρών οι Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου –ο οποίος υπογράφει και την ορθότατη κινησιολογία της παράστασης- Απόστολος Καμιτσάκης, Νικόλας Ντούρος, Άιντι Ορμένι. Τελευταίους αναφέρω, όχι γιατί υστέρησαν –κάθε άλλο- αλλά γιατί ως ήδη καταξιωμένες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου έχουν λιγότερο ανάγκη την επισήμανση της άψογης ερμηνείας τους από ότι οι ηρωικοί νεώτεροι συνάδελφοί τους, τους Ιερώνυμο Καλετσάνο, Γιάννη Κότσιφα και Κώστα Μπερικόπουλο στους ρόλους των δημίων, και τις Ιωάννα Μαυρέα και Αγορίτσα Οικονόμου ως αφηγήτριες. Οι όποιες αντιρρήσεις εξέφρασα δεν αγγίζουν κανέναν από τους ερμηνευτές ούτε στο ελάχιστο.
Υπερβολικά περιγραφική η μουσική του Τζεφ Βάγγερ, μου φάνηκε να υπογραμμίζει τα αποτρόπαια που συνέβαιναν στη σκηνή. Άρτιες τόσο η σκηνογραφία της Μικαέλας Λιακατά όσο και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, αλλά δεν μου έδωσαν ούτε κι αυτά την αίσθηση πως αυτονομούνταν από την ταινία του Παζολίνι.
Όταν κάποιος επανέρχεται συστηματικά σε μια συγκεκριμένη θεματολογία, οφείλει να καταθέτει την προσωπική του ματιά, και να καθιστά σαφέστερο τι είναι αυτό που τον οδηγεί σήμερα σε δημιουργίες που αφορούν αυτά τα ζητήματα. Αν όχι, παραμένει απλώς ένας ικανός τεχνίτης χωρίς πολιτικό λόγο, αλλά και χωρίς ουσιαστικό καλλιτεχνικό στίγμα. Κι αυτό στο δικό μου τουλάχιστον βιβλίο παίρνει μαύρη μελανιά.
Το «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα», βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη και μετάφραση, δραματουργία και θεατρική διασκευή Άρη Μπινιάρη και Έλενας Τριανταφυλλοπούλου, θα παίζεται ως τις 10 Μαρτίου στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Πληροφορίες και εισιτήρια –αν και όλες οι παραστάσεις εμφανίζονται ως υπερπλήρεις: Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα – Εθνική Λυρική Σκηνή (nationalopera.gr)
*Ο τίτλος του κειμένου προέρχεται από στίχο του Διονύση Σαββόπουλου.