Κάθε χρόνο έχουμε στην Αθήνα τόσες παραστάσεις έργων του Άντον Τσέχωφ, που το φαινόμενο σχολιάζεται, διακωμωδείται, γίνεται σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα, θέμα άρθρων στην πολιτιστική δημοσιογραφία, αστείο στις παρέες που ενδιαφέρονται για το θέατρο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ένας είναι σίγουρα πως τα έργα του ιδιοφυούς ρώσου είναι πλέον ελεύθερα δικαιωμάτων, πράγμα που ενθαρρύνει μικρές ομάδες χωρίς πολλά μέσα, αλλά και μεγάλους θιάσους να τα επιλέξουν. Ένας άλλος, πως δεν υπάρχει δραματική σχολή που να μην κάνει χρήση –και κατάχρηση- μονολόγων και αποσπασμάτων από τα έργα του. Και σίγουρα είναι πλήθος οι ομάδες και οι σκηνοθέτες που θεωρούν –σωστά ή λανθασμένα- πως έχουν κάτι να πουν για το έργο του. Τεράστιο σουξέ εν Ελλάδι ο Τσέχωφ! Και παρόλο που όλα του τα έργα βρίσκουν κάθε τόσο το δρόμο προς τη σκηνή –όπως και φέτος, που έχουμε παραστάσεις των περισσοτέρων- το «σουξέ των σουξέ» παραμένει ο «Γλάρος». Δύσκολα θα περάσει σαιζόν που να μην έχουμε τουλάχιστον μία παράστασή του, συχνά και περισσότερες –κοπάδια ολόκληρα! Δεν είναι η πρώτη φορά φέτος που συμβαίνει να έχουμε τρεις διαφορετικές παραστάσεις του «Γλάρου». Ίσως όμως να είναι η πρώτη που και οι τρεις, εντελώς διαφορετικοί στην προσέγγισή τους, είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες και άξιοι της προσοχής των θεατρόφιλων.
Κι ίσως εδώ να βρίσκεται ο ορισμός του κλασικού αριστουργήματος: ένα κείμενο που όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένει συναρπαστικό και αφορά το θεατή, αλλά και επιδέχεται αμέτρητων ερμηνειών, εκδοχών και παρεμβάσεων. Οι οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί κανείς να το ανεβάσει στη σκηνή είναι ατελείωτες, και όλες είναι θεμιτές και ενδιαφέρουσες.
Η σειρά αναφοράς στις παραστάσεις που ακολουθούν δεν είναι αξιολογική, αλλά σύμφωνη με της σειρά με την οποία ανέβηκαν. Όλες τους επιδέχονται μεγαλύτερης ανάλυσης και σχολιασμού –και την αξίζουν- απλά θα γίνει μια προσπάθεια το κείμενο να παραμείνει σε διαχειρίσιμο από τον αναγνώστη μέγεθος.
Η παράσταση της Ομάδας Σημείο Μηδέν στο Νέο Χώρο του θεάτρου Άττις σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου, ακολουθεί τη μέθοδο και την προσέγγιση του σκηνοθέτη τα τελευταία χρόνια, που έχει δώσει σημαντικά αποτελέσματα και στο παρελθόν. Είναι ένα θέατρο φορμαλιστικό, πολιτικό και ποιητικό ταυτόχρονα. Αυτό είναι και ο «Γλάρος» του: συμπύκνωση του κειμένου και των προσώπων, ερμηνείες χτισμένες πάνω στη φόρμα που χαρακτηρίζει την ομάδα, μια λεπτότατη ειρωνεία προς τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Και κάτι βασικό: αναφορές με λοξή ματιά στο πολιτικό υπόβαθρο που υπάρχει πίσω από όλα ανεξαιρέτως τα έργα του Τσέχωφ, χωρίς ποτέ –ούτε κι εδώ- να περνάει σε πρώτο πλάνο. Έχω την αίσθηση πως η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί απαραίτητο εξελικτικό βήμα για τον Στρούμπο και την ομάδα του, ένα σημαντικό βήμα σε ένα συνολικότερο work in progress. Καθόλου τυχαία, έχει μεγαλύτερη διάρκεια από τα συνήθη πονήματά τους. Οφείλω να πω πως αυτή είναι η συνολικότερη αίσθηση που μου αφήνουν οι παραστάσεις της Ομάδας Σημείο Μηδέν: πως είναι μέρη ενός συνολικότερου σχεδίου που προχωρά σταδιακά προς έναν απώτερο στόχο. Δεν θεωρώ σωστό να αναφερθώ σε ξεχωριστές ερμηνείες παρόλο που όλες είναι άξιες αναφοράς, γιατί απλούστατα είναι τέτοια η αντίληψη και η λειτουργία τους, που πρόκειται για κατ’ εξοχήν δουλειά συνόλου. Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς το «Γλάρο» τους ως κάτι απολύτως και εξόχως αναπάντεχο: όσες φορές κι αν έχετε δει το έργο, αυτή σίγουρα δεν θα μοιάζει με καμία άλλη.
Η παράσταση του Αλέξανδρου Διαμαντή στο θέατρο «Σημείο» είναι εντελώς διαφορετική. Έχει επιλέξει μια σκηνική λιτότητα –η σκηνογραφία αποτελείται κυρίως από μια σειρά από καρέκλες- κι έχει επίσης δώσει σε ηθοποιούς άνω του ενός ρόλου. Όμως το πραγματικό τόλμημα είναι οι μικρές παρεμβάσεις στη δραματουργία: το κείμενο του έργου που ανεβάζουν ο Κόστια και η Νίνα είναι άλλο, ενώ υπάρχουν και ένθετα στη ροή του έργου –δεν θέλω να αποκαλύψω τι, ούτε πού. Αν ένας νεαρός σκηνοθέτης όπως ο Διαμαντής ζητούσε την άποψή μου πριν ξεκινήσει πρόβες για το αν θα έπρεπε να αποτολμήσει τέτοιες παρεμβάσεις, σαφώς θα τον απέτρεπα –θα τον προειδοποιούσα πως το κείμενο του Τσέχωφ μάλλον θα πετούσε από μόνο του έξω τις προσθήκες του. Κι όμως: η δραματουργία της παράστασης είναι άψογη και λειτουργική –κι αυτό είναι ήδη κατόρθωμα. Αν προσθέσει κανείς την αληθινά τσεχωφική ατμόσφαιρα, αλλά και τις θαυμάσιες ερμηνείες όλων των ηθοποιών, που υποστήριξαν με αφοσίωση το εγχείρημα, ο «Γλάρος» του Αλέξανδρου Διαμαντή συστήνεται ανεπιφύλακτα.
Η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά είναι από κάποιες απόψεις η πιο κλασικίζουσα –παρόλο που ποτέ οι δουλειές του δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνονται: πλήρης διανομή και κείμενο επίσης. Η ενασχόληση του Καραντζά με τον Τσέχωφ τα τελευταία χρόνια υπήρξε πολύ συστηματική, και με θαυμάσια αποτελέσματα – με αποκορύφωμα, κατ’ εμέ, τον περσινό «Θείο Βάνια». Μακριά από το φορμαλισμό που χαρακτήριζε ένα μέρος της δουλειάς του, ο σκηνοθέτης βρίσκει την τρυφερότητα που απαιτεί η προσέγγιση των χαρακτήρων αυτών των παράξενων έργων που ο συγγραφέας τους τα θέλει κωμωδίες, αλλά η αίσθησή τους παραμένει βαθιά μελαγχολική. Παρόλα αυτά, το χιούμορ είναι παρόν: θα ήταν αφόρητο να πλησιάσει κανείς χωρίς το άγγιγμά του αυτές τις χαμένες ζωές σε τέτοιο βάθος όπως αυτό που επιτυγχάνει ο Καραντζάς. Στυλοβάτες αυτής της εξαιρετικής παράστασης, οι ηθοποιοί της εξαιρετικής διανομής.
Τολμηρή η επιλογή του Μανώλη Μαυροματάκη ως Τριγκόριν, αλλά κερδήθηκε απολύτως. Υπέροχος, σκέτη απόλαυση ο Σόριν του Δρόσου Σκώτη. Η Θεοδώρα Τζήμου δημιουργεί ένα αξιολάτρευτο τέρας ως Αρκάντινα –θεσπέσια. Προσωπική μου αδυναμία εδώ και καιρό ο Φιντέλ Ταλαμπούκας. Και καλύτερος από ποτέ ο Αινείας Τσαμάτης ως Τρέπλιεφ. Έχω απορίες για τη Νίνα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου: δεν μου ήταν ξεκάθαρη η θεώρηση του Καραντζά για την ηρωίδα, ούτε και η επιλογή της θαυμάσιας ηθοποιού. Ίσως απλά κάτι μου διέφυγε. Αναρωτήθηκα πώς θα ήταν η διανομή αντίστροφα με την –εντυπωσιακή ως Μάσα- Νατάσα Εξηνταβελώνη. Πολύ μεγάλη η συμβολή των σκηνικών του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη. Και τι αξέχαστο φινάλε…
Να, λοιπόν, που μέσα στην ίδια σαιζόν βρίσκει κανείς τρεις εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις του «Γλάρου» που αξίζουν τον κόπο να τις δει κανείς. Ανθρώπινοι οι δισταγμοί μπροστά στον τσεχωφικό πληθωρισμό -πιστέψτε με, τους είχα κι εγώ όλους, σε ένα συνδυασμό ειρωνείας προς το φαινόμενο και πλήξης για το ενδεχόμενο θέασης. Κι όμως: τρεις δημιουργοί με βάθος σκέψης και ικανότητας με έκαναν να μην έχω καν αυτή την αίσθηση déjà vu που θα ήταν λογική όταν παρακολουθεί κανείς το ίδιο έργο τρεις φορές. Μην παραμένουμε δύσπιστοι και προκατειλημμένοι: η Αθήνα παραμένει ένας πολύ ενδιαφέρων τόπος για να πηγαίνει κανείς θέατρο.