Η εικαστικός Λουκία Αλαβάνου παρουσιάζει αυτές τις μέρες στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση το έργο της «Ο δρόμος για τον Κολωνό», που αποτέλεσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην τελευταία Μπιενάλε της Βενετίας. Το έργο, μια εγκατάσταση εικονικής πραγματικότητας (virtual reality), σημείωσε μεγάλη επιτυχία σε αυτή την εξαιρετικά σημαντική και ανταγωνιστική διοργάνωση, και τώρα συναντά το ελληνικό κοινό. Η Αλαβάνου ακολούθησε τα χνάρια του Οιδίποδα προς τον τελευταίο του προορισμό, επιλέγοντας ως πρωταγωνιστές τους σημερινούς κατοίκους των περιοχών που βρίσκονταν στη διαδρομή του: τους Ρομά της Νέας Ζωής Ασπροπύργου. Βρεθήκαμε για να μιλήσουμε για το έργο της, αλλά και για να ρίξουμε φως σε έννοιες και καταστάσεις που δεν είναι απαραίτητα οικείες σε ένα μεγάλο μέρος του κοινού που δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με τα εικαστικά, αλλά που θα ήταν κρίμα να μην απολαύσει ένα έργο όπως «Ο δρόμος για τον Κολωνό», που σίγουρα αφορά και ενδιαφέρει μυημένους και αμύητους.
Θέλω να ξεκινήσουμε από το «Αναζητώντας τον Κολωνό». Είχα τη χαρά να δω το έργο στη Βενετία. Ακολουθήσατε τα βήματα του Οιδίποδα σε πραγματικούς χώρους, πραγματικούς καταυλισμούς Ρομά. Φτιάξατε κάτι το οποίο απαιτεί σφαιρική παρατήρηση του θεατή: παντού κάτι συμβαίνει και παντού υπάρχει ένα κέντρο ενδιαφέροντος. Πώς ξεκίνησε η σκέψη για το έργο;
Συμπτωματικά βρέθηκα εκεί. Συμπτωματικά διάβαζα το κείμενο εκείνη την περίοδο. Μετά έγιναν οι συνδέσεις μόνες τους, με έναν οργανικό τρόπο. Μια μικρή, λίγο πιο πρωτόγονη κοινωνία απ τη δική μας. Και το γεγονός ότι είναι γκετοποιημένη τους κάνει πιο αλληλοεξαρτώμενους. Έχει στοιχεία κοντά στην τραγωδία πολύ περισσότερα απ ότι σε μια πόλη όπως αυτή, όπου οι σχέσεις είναι πλέον διασπασμένες. Εκεί η οικογένεια είναι θεσμός με τον τρόπο που είναι και στο Σοφοκλή. Με τους ανταγωνισμούς βέβαια, και με τις δύο όψεις του φάσματος. Το γεγονός ότι υπάρχει αυτό το πρωτόγονο εκεί, με έκανε να τη δω μπροστά μου πριν καλά-καλά το καταλάβω. Και μετά σκέφτηκα πως οφείλω να κάνω αυτό το έργο εδώ. Δεν έχω ξανασχοληθεί με την τραγωδία.
Με αυτή την κοινωνία, τον κόσμο των Ρομά, είχατε ξανασχοληθεί;
Είχα αποκτήσει κάποιες μεμονωμένες σχέσεις με ένα κοριτσάκι που είχα γνωρίσει όταν πήγαινα στην Τήνο. Είχα δημιουργήσει μια σχέση κάπως προστάτιδος, φιλική… Με είχε ιντριγκάρει πολύ ο κόσμος αυτός.
Μια σκέψη την οποία έκανα βλέποντας το έργο σας είναι ότι η αντιμετώπιση των Ρομά από το κύριο ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας, όπως και στην περίπτωση της καταραμένης οικογένειας του Οιδίποδα, έχει να κάνει με την έννοια του μιάσματος.
Πολύ σωστά το λέτε. Ακριβώς! Και είναι εξαιρετικά επώδυνο αυτό, γιατί πρόκειται για ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα εδώ και πολλές γενιές. Έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας και είναι Έλληνες πολίτες. Είναι η τελευταία μορφή ξενοφοβίας. Έτσι τους αντιμετωπίζουμε εμείς. Είναι αδύνατον να τους φύγει το στίγμα. Βλέπεις μετανάστες δεύτερης γενιάς από βαλκανικές χώρες, οι οποίοι πολύ πιο εύκολα ενσωματώνονται τελικά.
Είναι αυτά τα στερεότυπα τα οποία τα βρίσκει κανείς παντού. Είχα ενοχληθεί πολύ όταν είχα δει τον «Καιρό των τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα, διότι ενώ είναι μια τρυφερή ματιά στον κόσμο τους, καταλήγει ότι τίποτα δεν μπορεί ν αλλάξει. Αυτοί οι άνθρωποι έτσι θα μείνουν και έτσι είναι: δεν αλλάζει τίποτα.
Έχω χρόνια να τη δω την ταινία. Δεν το θυμάμαι αυτό που λέτε.
Στην τελευταία σκηνή είναι το παιδάκι κλέβει τα δύο νομίσματα που έχουν βάλει στα μάτια της γιαγιάς για το ταξίδι της στον άλλο κόσμο. Δηλαδή η κλοπή είναι απ τα γεννοφάσκια τους, άρα θα συνεχίσει για πάντα!
Όχι ότι δεν υπάρχει μια αλήθεια και σε αυτό, το καταλαβαίνετε. Και είναι φυσικό επόμενο.
Φυσικά και υπάρχει. Μια κοινωνία η οποία δεν έχει μπει σε μια κανονικότητα για να ζήσει, διότι δεν μπορεί -δεν την αφήνουμε να μπει- φυσικό είναι να στραφεί σε κάτι τέτοιο.
Δεν μιλάμε για το έργο πλέον -το έργο δεν είναι για τους τσιγγάνους και δεν ερμηνεύει τίποτα σε σχέση με όλα αυτά που λέμε, αλλά έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Το φοβερό για μένα είναι το γεγονός ότι η γλώσσα τους διατηρείται προφορικά και έχουμε ασχοληθεί τόσο λίγο μαζί της. Ένιωθα ότι είμαι μπροστά σε κάτι πολύτιμο και δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Υπάρχει τρομερό υλικό εκεί. Έχω στα χέρια μου πάρα πολλές ηχογραφήσεις που γίνανε εκεί, τραγούδια τους – όχι τα πολύ φολκλόρ μόνο, και νανουρίσματα, υβριδικά είδη μουσικής στη γλώσσα τους… Ή και μέσα από τα σόσιαλ μίντια. Η γλώσσα τους δεν είναι γραπτή. Γνώρισα πολλούς και με βοήθησαν να καταλάβω. Οι νεότερες γενιές, γράφουν στα ελληνικά και με ελληνικό αλφάβητο, και μεταξύ τους στη γλώσσα τους, στα ποστ που κάνουν…. Μήπως αυτό παίζει κάποιο ρόλο, το γεγονός ότι καταφέρανε να την κατοχυρώσουν τρομάζει τόσο πολύ την κοινωνία τη δική μας, ότι κάτι δικό τους το διατήρησαν με αυτόν τον τρόπο: μιλάνε μια γλώσσα ξένη σε εμάς. Μας τρομάζει το γεγονός ότι δεν είναι επισήμως μια γλώσσα που θα βρούμε σε λεξικό ώστε να πούμε: τουλάχιστον είναι κάτι θεσμοθετημένο. Το ότι κρατάει κάτι δικό της αυτή η κοινωνία. Φυσικά θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε με εξαιρετικούς τρόπους μια γλώσσα που έχει επιβιώσει προφορικά μια χιλιετηρίδα: θα είχε πολλά να δώσει και σε μας, αν την αποκωδικοποιούσαμε.
Φυσικά. Άλλωστε νομίζω ότι ένας από τους από τα βασικά επιχειρήματα του εντός ή εκτός εισαγωγικών εθνικισμού στην Ελλάδα, είναι ότι εμείς μιλάμε την ίδια γλώσσα τόσες χιλιάδες χρόνια κι άλλα τέτοια. Ε, δεν είμαστε οι μόνοι!
Πολύ σωστό. Πάρα πολύ σωστό.
Για να γυρίσω στο έργο. Όντως δεν χρησιμοποιείτε ούτε φολκλορικά τον κόσμο των Ρομά, ούτε ως πολιτικοκοινωνικό σχόλιο, αλλά αισθητικά.
Ναι. Αισθητικά. Υπάρχουν κι άλλα επίπεδα μέσα από την αφήγηση, τη γλώσσα, τον ήχο. Δεν είναι μόνο το αισθητικό κομμάτι. Αλλά ναι, σίγουρα. Αν υπάρχει κάποιου είδους ας πούμε σχόλιο ή μήνυμα -δεν μου αρέσει αυτή η λέξη- είναι σε πολύ βαθύτερο επίπεδο. Δεν ήθελα να είναι άσπρο-μαύρο. Ίσα-ίσα. Ήθελα να γίνει ένα έργο στο οποίο είναι όντως ηθοποιοί. Τίποτα παραπάνω. Ούτε δίνω στοιχεία για τον κόσμο τους, ούτε για τη γλώσσα τους. Δεν είναι ντοκιμαντέρ . Υπάρχει βέβαια μέσα από τις εικόνες. Γιατί βλέπεις μια κοινωνία έναν κόσμο, εικόνες στα οποία δεν είμαστε τόσο εκτεθειμένοι. Αλλά σε πολύ δεύτερο, τρίτο, τέταρτο επίπεδο. Αυτό έγινε πολύ συνειδητά. Δεν κάνω ντοκιμαντέρ. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Ως εικαστικό τι είναι αυτό που σας τράβηξε προς το Virtual Reality (VR); Δεν είναι καινούρια η ενασχόλησή σας με το είδος.
H αλήθεια είναι ότι με το 3d πειραματίζομαι καιρό τώρα, με την έννοια της εξατομικευμένης θέασης. Έχει κάτι πολύ ονειρικό. Είναι ένα πεδίο στο οποίο αισθανόμουν ότι μπορώ να κάνω κάτι κοντά στο όνειρο. Λόγω αυτής της εμβύθισης μου δίνει δυνατότητες να κινηθώ προς τα εκεί: να γίνουν ασυνείδητοι ελεύθεροι συνειρμοί περισσότερο από ότι με μια εικόνα δισδιάστατη όπως στο σινεμά, στην οποία υπάρχει μια απόσταση.
Πράγματι, εδώ θέλεις-δεν θέλεις, βυθίζεσαι μέσα σε αυτό, είναι παντού γύρω σου.
Και είσαι μόνος, όπως στο όνειρο.
Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την ενασχόληση ανθρώπων όπως εσείς ή η Σουζάνε Κέννεντυ που είδαμε πέρυσι το έργο της, με το VR, το οποίο λόγω του ότι είναι τεχνολογικά καινούριο, περιορίζεται λίγο στο στάδιο του αξιοπερίεργου. Όπως είχε συμβεί και με το σινεμά: το να βλέπουμε ένα τρένο να μπαίνει σ ένα σταθμό, σήμερα το θεωρούμε αυτονόητο. Στη γέννηση του κινηματογράφου ήταν κάτι πρωτοφανές. Νομίζω ότι στο ξεκίνημά του συμβαίνει κάτι αντίστοιχο.
Σίγουρα! Δεν είναι και πολύ ξεκίνημα. Το πράγμα έχει προχωρήσει. Το δικό μου είναι πλέον αντίκα! Σήμερα γίνονται παραγωγές όπου κινείσαι μέσα στο χώρο. Είσαι μέσα στην ταινία και κινείσαι. Δεν έχω αξιοποιήσει την πολύ τελευταία εξέλιξη, και ούτε ήθελα. Αλλά ισχύει αυτό, πιστεύω. Αναφέρεστε περισσότερο στην αντίδραση που υπάρχει; Ίσως υπάρχει μια καχυποψία απέναντι στο μέσο.
Πιο πολύ στον τρόπο με τον οποίο το προσλαμβάνει ο μέσος θεατής. Στο μυαλό του είναι περισσότερο video game παρά έργο τέχνης.
Αυτό ισχύει γιατί είναι! Εκεί είναι εφαρμοσμένα περισσότερο. Η χρήση του VR είναι κυρίως στην πορνογραφία και τα video games. Μιλάμε τώρα για τη μαζική κατανάλωσή του. Το σινεμά είναι ένα λαϊκό μέσο. Ακόμα αυτό δεν έχει συμβεί με το VR.
Το κομμάτι της πορνογραφίας το βρίσκω ελαφρά επικίνδυνο. Όχι από πλευράς ηθικής. Αλλά περνώντας στο τρισδιάστατο, ενισχύει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα της απομόνωσης. Βάζει κάποιον σε ένα χώρο όπου μπορεί να κινείται, να επιλέγει, να παρεμβαίνει και μειώνει την επιθυμία του να ζήσει στην πραγματικότητα.
Σίγουρα, δεν το συζητώ. Επίσης, μια άλλη παρεξήγηση πάνω σ αυτό που είπατε, έχει γίνει στο γεγονός ότι στους χώρους των σκηνοθετών το VR έχει ταυτιστεί με το politically correct, το WOKE κίνημα που λέμε: θα κάνω ένα έργο το οποίο θα αφυπνίσει και θα αλλάξει τον κόσμο. Θα ξυπνήσει την ενσυναίσθηση επειδή έχει αυτή τη δυνατότητα της εμβύθισης. Γίνονται πάρα πολλά ντοκιμαντέρ και ταινίες που είναι στο πρώτο επίπεδο: είσαι στη Γάζα και βιώνεις αυτό που βιώνει ένα παιδάκι εκεί. Έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό απορροφηθεί από αυτό το ρεύμα. Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, βέβαια…
Καλλιτεχνικά αυτό που μου περιγράφετε είναι πράγματι πολύ πρώτο επίπεδο.
Είναι, ναι. Είναι, αλλά ζούμε και σε μια εποχή του political correctness σε βαθμό που θυμίζει και μακαρθισμό: έχουμε πάει σε άλλα άκρα. Δηλαδή σχεδόν πρέπει να σκεφτούμε το τι gender θα είναι ο πρωταγωνιστής μου: Είμαι γυναίκα, άρα θα πρέπει να είναι γυναίκα. Τι χρώμα θα έχει; Καταλάβατε; Κάνουμε τέτοια αυτολογοκρισία οι δημιουργοί, που σχεδόν καταντάει επικίνδυνο.
Όταν έχουμε φτάσει να συζητάμε αν πρέπει να κατέβουν έργα από πινακοθήκες, τα πράγματα είναι άγρια.
Είναι κομμάτι της ιστορίας. Και η αποικιοκρατία ένα κομμάτι της ιστορίας: δεν το κατεβάζεις, ίσα-ίσα το εξετάζεις περισσότερο. έχετε καταλάβει τι εννοώ. Ε, αυτό εμένα με ξάφνιασε όταν ανακάλυψα το μέσον. Δεν είναι πολύς καιρός, πριν 6 χρόνια άρχισα να ασχολούμαι και το αγάπησα πολύ. Ήταν εξαιρέσεις τα έργα που ήταν ένας κόσμος του δημιουργού, είτε είχαν να κάνει με μια σχέση δύο ανθρώπων είτε με οτιδήποτε άλλο. Όχι με στόχο την αφύπνιση της ενσυναίσθησης, το οποίο έγινε μαζικά: βγήκαν πάρα πολλά έργα. Και ακόμα βγαίνουν.
Είναι ένα πεδίο στο οποίο θέλετε να συνεχίσετε να ψάχνετε;
Σίγουρα. Και αυτό κάνω τώρα. Έχω μάλιστα δύο έργα. Δεν έχω ξεκινήσει. Είμαι στη φάση της έρευνας. Στο ένα έχω γράψει το σενάριο. Το άλλο δεν έχει σενάριο, είναι πιο αφηρημένο. Αλλά θέλω να κάνω κι ένα διάλειμμα.
Θέλετε να αναφερθούμε στο τι αφορούν;
Ας πω λακωνικά. Έχει αρχίσει να με ενδιαφέρει πολύ η σχέση του θεάτρου με το VR. Βρήκα ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πλατφόρμα για να φτιάξεις κάτι που είναι μεταξύ θεάτρου και σινεμά. Καταργεί πολλά στοιχεία του σινεμά, οπότε κατά μία έννοια μπορείς να πεις ότι είναι πιο κοντά στο θέατρο: η κάμερα είναι σφαιρική. Στήνεις τους ανθρώπους γύρω, τα πάντα φαίνονται. Δεν υπάρχει κάδρο. Στο μοντάζ δεν έχεις τη δυνατότητα που έχεις στο σινεμά. είναι άλλοι χρόνοι και οι διάρκειες, Ο τρόπος που συνδέονται δύο σκηνές μεταξύ τους είναι πιο κοντά στο θέατρο. Θέλει το χρόνο του. Πώς στο θέατρο σβήνουν και ανάβουν τα φώτα ή αλλάζει το σκηνικό; Είναι πιο κοντά στο θέατρο από άποψη διαχείρισης του χρόνου. Έτσι είναι το ένα από τα δύο έργα που έχω ξεκινήσει, έχω γράψει το σενάριο και είμαι έτοιμη να υλοποιήσω. Έχει να κάνει με ένα μεταπολεμικό βρετανικό θεατρικό έργο, που για μένα είναι και αρκετά πολιτικό. Βασίζεται σε μια νουβέλα.
Η Μπιενάλε της Βενετίας τι σημαίνει για έναν εικαστικό καλλιτέχνη; Τι του δίνει,
Έλληνα καλλιτέχνη ή Αμερικανό; Έχει διάφορά! Είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Εγώ όσους επισκέπτες είχε αυτή η έκθεση, δεν είχα συνολικά στα προηγούμενα χρόνια της καριέρας μου! Σίγουρα γίνεται ευρέως γνωστή η δουλειά σου. Ή τουλάχιστον δίνει μια δυνατότητα να γίνει. Είμαι ευγνώμων που είχα αυτή την ευκαιρία. Είναι μια πολύ μαζική έκθεση και δημιουργεί ένα άγχος αυτό. Γιατί ξέρεις ότι πρέπει να υπάρξεις μέσα σε μια κατάσταση όπου πάει ο επισκέπτης τρεις μέρες σε μια πόλη που έχει πάρα πολλά distractions και θα δει πολλά πράγματα, οπότε αυτό είναι μια πρόκληση. Με τον επιμελητή μου, τον Heinz Peter Schwerfel, το είχαμε συζητήσει πάρα πολύ. Δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι που εύκολα γίνεται στόρι στα σόσιαλ μίντια. Αυτό το έργο ήθελα ούτως η άλλως να δείξω, αλλά ήταν ένας λόγος παραπάνω. Σκεφτήκαμε ότι θα υπάρχουν ουρές, ότι δεν θα μπορεί να καταναλωθεί με μια φωτογραφία. Η φωτογραφία της εγκατάστασης κάτι λέει, αλλά δεν έχεις δει τίποτα από το περιεχόμενο. Αυτό μας ενδιέφερε. Πάει λίγο αντίθετα στο ρεύμα. Το γεγονός ότι δεν μπορείς να το καταναλώσεις, να πεις: το είδα, έκανα story, τέλος, αυτό είναι το έργο! Είναι ίσως και ένα statement.
Σας άνοιξε πόρτες προς το εξωτερικό;
Ναι. Σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Θέλω να πάμε στην αρχή. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στον κόσμο της τέχνης ως παιδί;
Δύσκολα εντοπίζεται αυτό. Το ότι είχα δυσλεξία και δεν μπορούσα να γράψω ορθογραφημένα ίσως να έπαιξε κάποιο ρόλο. Ακόμα δεν μπορώ! Το εισιτήριο δεν θυμάμαι πού θέλει γιώτα και πού ήτα!
Δεν θυμάστε κάτι που να σας τράβηξε, να είπατε «αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου»;
Πολύ μικρή βρέθηκα να είμαι κομπάρσος σε μια ταινία του Βούλγαρη, «Τα πέτρινα χρόνια». Είχα εκστασιαστεί. Είναι ίσως από τις πρώτες μου αναμνήσεις. Αν παίζει κάποιο ρόλο αυτό… Μιας και αναφερθήκατε στα τρένα, ήμουν σε ένα τρένο!
Άρα η πρώτη καλλιτεχνική επιρροή σας ερχόταν από το σινεμά. Ίσως αυτό εξηγεί τη γοητεία του 3d πάνω σας.
Ναι. Πραγματικά. Ταλαντεύτηκα κάποτε, τα χρόνια του ξεκινήματός μου αν έπρεπε να ακολουθήσω το σινεμά ή όχι. Και πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν έκανα τη σωστή επιλογή. Σίγουρα με ενδιαφέρει η κινούμενη εικόνα πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτή είναι το μέσον μου. Ίσως να είναι και καλό και κακό. Το καλό είναι ότι δεν εγκλωβίστηκα σε κανόνες. Ίσως κάποιοι κανόνες στο σινεμά να είναι και δεσμευτικοί. Το έχω μετανιώσει κιόλας. Λέω, γιατί δεν έκανα αυτό; Τα εικαστικά είναι μια μεγάλη χύτρα όπου μπαίνουν όλα, αν το έχετε προσέξει.
Το έχω προσέξει. Ίσως βλέπω μια μικρή επάνοδο των πιο κλασικών αποτυπώσεων. Υπήρξε ένα διάστημα κάποιων ετών που όλα ήταν βίντεο, περφόρμανς, εγκαταστάσεις… Τώρα δείχνει να υπάρχει μια επιστροφή προς τη ζωγραφική.
Ναι, συμφωνώ και το θεωρώ καλό. Επίσης παρατηρώ να υπάρχει μια τάση προς άλλες μορφές τέχνης, το θέατρο και τα εικαστικά ή το σινεμά και τα εικαστικά να συγκλίνουν, το οποίο είναι πολύ καλό. Εγώ έχω λίγο πρόβλημα με το πολύ conceptual (εννοιολογικό),. Ενώ λατρεύω το ξεκίνημα του conceptual . Είναι ένα τρομερό κίνημα που έχει δώσει πάρα πολλά. Όμως για πολλά χρόνια ξεχείλωσε, τράβηξε, και επειδή έχει μια ευκολία στην εφαρμογή του, έδωσε την εντύπωση ότι τα πάντα μπορεί να είναι Τέχνη και δεν χρειάζεται προσπάθεια. Πήγε μακριά από αυτό που ήθελε να κάνει. Δεν είναι το αγαπημένο μου…
Το αγαπημένο σας ποιο είναι;
Νταντά. Σουρεαλισμός. Και λατρεύω όταν το Χόλυγουντ και τέτοια κινήματα κάπου συναντώνται: το πολύ μαζικό με το… Αϊζενστάιν-Ντίσνεϋ! Αυτή η σχέση, το ότι έγραψε ο Αϊζενστάιν για τον Ντίσνεϋ κάποτε, με τρελαίνει! Υπάρχει κάτι πολύ δυνατό. Στο ότι δεν είναι καθαρά ελιτισμός, κάπου έχει μπει μέσα το μαζικό. Είναι ένας δολοφόνος της Τέχνης ο Ντίσνεϋ. Καταρχάς άλλαξε τους νόμους για τα copyright, έχει κάνει «εγκλήματα». Αλλά από την άλλη υπήρξε μια περίοδος που βλέπεις ότι συγκλίνουν τα έργα του Ντίσνεϋ με τις σκέψεις του Αϊζενστάιν και αυτό έχει κάτι πολύ δυνατό.
Πως είναι να είναι κανείς εικαστικός καλλιτέχνης σε αυτή τη χώρα;
Εγώ νιώθω ότι όπου και να βρίσκομαι δεν είμαι σε κάποια χώρα συγκεκριμένα, οπότε κάπου έχω βρει το καταφύγιο μου. Πιστεύω είναι δύσκολο να είναι κανείς καλλιτέχνης γενικώς, να κάνει οτιδήποτε δημιουργικό. Γι αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπάρχει διάλογος με το εξωτερικό. Και έχει αρχίσει να συμβαίνει ευτυχώς. Να κοιτάμε προς τα έξω και να αφήνουμε να κοιτάνε προς τα μέσα. Για μένα ήταν σημαντικό το ότι συνεργάστηκα με έναν Γερμανό επιμελητή για αυτή την έκθεση.