“When young people dance, they do not dance forever. It is written on the sun with a tip of feather” απαγγέλει ένας νεαρός στη μέση της πλατείας Αβησσυνίας, την πλατεία με το μακροβιότερο υπαίθριο παζάρι της Αθήνας -το λεγόμενο γιουσουρούμ-, πλέον αναπόσπαστο μέρος της πολύβουης καθημερινότητας στο «ιστορικό» κέντρο της πόλης. Η πλατεία επιλέχθηκε για τη δημόσια δράση “Your body is a field” που συντόνισε η χορογράφος Άρια Μπουμπάκη, στο πλαίσιο ενός νέου ευρωπαϊκού προγράμματος erasmus+, με τίτλο: Here and There – Performing Ecologies. Μια ομάδα νεαρών, από Ελλάδα και Ιρλανδία, για μισή ώρα περίπου, αναζήτησαν έναν δικό τους τρόπο συνύπαρξης στο δημόσιο χώρο, μέσα από το παιχνίδι και διάφορες σωματικές καταστάσεις που τους επέτρεψαν να εκφράσουν τις δικές τους ανησυχίες για τη φύση μέσα στην πόλη ―αυτή την αναμφίβολα παραμελημένη συμβίωση στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας. Υπενθύμιση, αν μη τι άλλο, για όσους έχουν μεγαλώσει εκτός μητροπολιτικού κέντρου, πως ο πλούτος των συναισθημάτων και των εμπειριών που απορρέουν από το παιχνίδι, δύναται να μετασχηματίσει εφήμερα τη δημόσια σφαίρα και να παράγει νέες σημασίες για τον κατοικημένο δημόσιο χώρο.
Ο παραπάνω πλούτος γίνεται ολοένα και πιο δυσεύρετος, πρόσκαιρος, αδύνατος, σε αντίθεση με το επεκτεινόμενο δίκτυο οικονομικών συναλλαγών μέσω του οποίου ο δημόσιος χώρος προσφέρεται κυρίως ―αν όχι αποκλειστικά― με αφορμή την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών. Πράγματι, τα ευάλωτα σώματα των εφήβων και νεαρών, εκτεθειμένα στα βλέμματα των περαστικών, στην άναρχη κινητικότητα της πλατείας και του πλήθους που επιθυμεί να τη διασχίζει απερίσπαστο, εκτός κι αν πρόκειται για τις φωτεινές βιτρίνες των καταστημάτων, μαρτυρά πόσο δύσκολη είναι αυτή η προσωρινή συμβίωση-συγκατοίκηση στην πόλη, πόσο δύσκολα πια μπορεί να οικοδομηθεί μια ζωή κοινών αγαθών σε χώρους και χρόνους αυτόνομους, απαλλαγμένους από τους ρυθμούς των καταναλωτικών έξεων και συμπεριφορών. Ομολογουμένως, πρόκειται για μια θέση με πολιτικό πρόσημο, ειδικότερα στο αθηναϊκό αστικό τοπίο, το οποίο έπειτα από χρόνια οικονομικής κρίσης έχει αρχίσει να αφομοιώνεται ταχύτατα από την τουριστική βιομηχανία και την προτεινόμενη από αυτήν αστική εμπειρία.
Με τη συλλογική ευζωία να περνάει σε δεύτερη μοίρα, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς πως σε αυτή τη γειτνίαση των όρων οικο-νομία και οικο-λογία υπάρχουν διαφορετικές προτεραιότητες, σίγουρα όμως ακόμη και οι καθημερινές αναφορές για τις γεωπολιτικές, υγειονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της αναθέρμανσης του πλανήτη και της συρρίκνωσης του φυσικού περιβάλλοντος δεν έχουν καταφέρει να διαμορφώσουν μια πολιτική βούληση που θα μας επιτρέψει να επανεξετάσουμε το δημόσιο χώρο μέσα από τους όρους της φροντίδας των σωμάτων που τον κατοικούν. Η αναντιστοιχία του τι ξέρουμε και των περιθωρίων δράσης ώστε να αλλάξουμε αυτό που ήδη ξέρουμε, δημιουργεί ενδεχομένως ασύμβατες μεταξύ τους παραστάσεις και μια νοητική παραφωνία ή αντίφαση που συχνά καταλήγει σε μια απενοχοποιημένη μορφή μηδενισμού. Αν τίποτε δε φαίνεται να αλλάζει, μήπως είναι μάταιο να προσπαθούμε να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι; Σ’ αυτού του είδους την «ερημιά» (loneliness), με τις κοινωνικές, πολιτικές και ανθρωπολογικές της διαστάσεις αναφέρθηκε και η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ, λέγοντας πως αυτό που σταδιακά εκλείπει από τις σύγχρονες κοινωνίες είναι ό,τι μας επέτρεπε να συμμετέχουμε στον κοινό κόσμο και στη διαμόρφωσή του.
Επομένως, το ουσιώδες σήμερα είναι να γίνει (ξανά) αντιληπτή η συλλογική διάσταση της ύπαρξης, οπτική που συνδέει τον καθένα μας με τη σωματικότητα, την τρωτότητα και την φροντίδα. Με βάση αυτό το τελευταίο θα έλεγε κανείς πως η δράση του Here and There ανέδειξε όχι απλώς ένα φλέγον ζήτημα των καιρών μας ―άλλωστε η οικολογία συνιστά από μόνη της μια ταλαιπωρημένη έννοια, χωρίς πραγματικά ερείσματα όταν έρχεται η στιγμή των πολιτικών αποφάσεων―, αποτέλεσε συνάμα και μια τρυφερή υπενθύμιση πως στο «θρηνούμενο μέλλον» μας οι επερχόμενες γενιές έχουν λόγο και δικαίωμα να αγωνιούν, αν σκεφτούμε ότι καλούνται όχι μόνο να κατοικήσουν έναν κόσμο που κινδυνεύει, αλλά και την ευθύνη να διατηρήσουν τον κόσμο αυτό κατοικήσιμο. Αυτή η υπόσχεση, αν όχι ελπίδα ανανέωσης του κόσμου, είναι μέρος μιας οικο-σοφίας που μας επιτρέπει να παραμένουμε ανθρώπινοι, άρα να συνειδητοποιούμε, όπως κάθε έμβιον ον, ότι δεν ζούμε απλώς από τον πλανήτη μας, αλλά «ζούμε με» και ιδανικά «για» τον πλανήτη αυτό.