Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου
Είναι ευρέως γνωστή η επιρροή της σκέψης του φιλοσόφου Μερλώ Ποντύ στον χορό, κυρίως για τη διάκριση που πρότεινε ανάμεσα στο σώμα ως εμπειρία του είναι μέσα στον κόσμο(φαινομενικό) και το σώμα (προσίδιο) ως στοιχείο αναγνώρισης της ενικότητας του εκάστοτε υποκειμένου, αναδεικνύοντας έτσι την ένσαρκη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σάρκα, αντιληπτή μέσα από τις φαινομενολογικές έννοιες του βιωμένου(corps vécu) και έμψυχου σώματος (corps animé), θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας προτείνει να συλλάβουμε την υλική μας υπόσταση «εν τω κόσμω» κι «εν κινήσει». Το σώμα, λοιπόν, ως προϋπόθεση και έκφραση των υπαρκτικών δυνατοτήτων του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον χορό, την κατεξοχήν σωματική τέχνη. Μέσα από αυτό το πρίσμα εμπλουτίζονται και οι εμπειρίες των χορευτών και χορευτριών, ξεφεύγουμε δηλαδή από τη μηχανιστική αντίληψη του σώματος ως εργαλείου και περνάμε στην αναγνώριση ότι ο χορός γίνεται ένα πεδίο συνύπαρξης και συναίσθησης γύρω από αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κοινή εμπειρία» του κόσμου.
Υπό αυτή την έννοια, ο ρυθμός δεν είναι απλώς μια χρονική μεταβλητή, το βλέμμα που σαρώνει τον χώρο δεν είναι απλώς μια συνθήκη αναγνώρισης των χωρικών συντεταγμένων, η αντίληψη δεν είναι απλώς εγκεφαλική προεργασία αλλά συγχρονική λειτουργία σώματος και νου (ιδιοδεκτικότητα). Όσο αφουγκραζόμαστε (με) το σώμα, άλλο τόσο τα δεδομένα που εισπράττουμε εκλεπτύνονται, άλλο τόσο τα διακριτά όρια ανάμεσα στο σώμα-ως-μονάδα και στο σώμα-ως-κατάσταση αίρονται. Όχι τυχαία, λοιπόν, ο χορός οικειοποιήθηκε και αφομοίωσε πολλές από τις σωματικές πρακτικές στις οποίες θεμελιώνεται η ζωντανή παρουσία, προτείνοντας εν τέλει την κίνηση ως βίωμα. Στον αστερισμό των παραπάνω ιδεών κινείται η νέα δουλειά της Ίριδας Καραγιάν, A dance as a dance, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Σε έναν λιτό αλλά αυστηρά διαμορφωμένο χώρο ―έμμεση παραπομπή στο παρεκκλήσι του Ρόθκο;― με τρία πανέλα-καμβάδες και τέσσερα διαφορετικά πατάρια να ορίζουν το πεδίο δράσης των τεσσάρων χορευτριών, η χορογράφος καταθέτει μια σπουδή για το αυτονόητο: έναν χορό ιδωμένο ως χορό. Ταυτολογία ή κυριολεξία;
Η διαδρομή που προτείνεται, μάλλον, είναι από «μέσα» προς τα «έξω»: από τον συντονισμό των φωνών στις ρυθμικές φωνητικές παραλλαγές, από την μικροκίνηση στις δυναμικές αναπηδήσεις, οι τέσσερις χορεύτριες επιτελούν ή αναζητούν στον χορό τους την αίσθηση του κοινού ρυθμού, το «μαζί». Η χορογραφία λειτουργεί περισσότερο ως «δυναμική» κατάσταση, σαν ένα είδος ζεστάματος και προετοιμασίας για να ξεδιπλωθεί στη συνέχεια η πολυρρυθμία των σωμάτων, κινήσεων, φωνών. Κάθε χορεύτρια κινείται στον «δικό» της χώρο που ορίζεται από το πατάρι, αλλά και μέσα από τον χώρο που ορίζει το σώμα της, παρατηρεί τον εαυτό της ενώ ταυτόχρονα γίνεται αντικείμενο παρατήρησης από τις υπόλοιπες· φυσικά με τη διευρυμένη σημασία που αποδίδουμε στην «παρατήρηση» στον χορό, δηλαδή της αντιληπτικής ευφυίας που δεν σχετίζεται μονάχα με την αίσθηση της όρασης. Φαίνεται, συνεχώς, να διακυβεύεται αυτό το «μέσα»-«έξω» ―ένα πηγαινέλα ανάμεσα στην εμπεδωμένη εσωτερικότητα της κίνησης και τη μεταδιδόμενη αισθητικότητά της.
Κάποια στιγμή γίνεται παύση, οι χορεύτριες στρέφουν το βλέμμα στο κοινό, σωματικά «αλλαγμένες», διεκδικούν την επαφή ως άλλη επιβεβαίωση ότι ο χορός συμβαίνει «μεταξύ μας»· τον ακούμε, τον βλέπουμε, σχεδόν αναγνωρίζουμε πάνω μας το σωματικό αποτύπωμά του. Τοξοειδείς διαδρομές στον χώρο, βηματισμοί στα διάκενα των παταριών, γύρω από αυτά, μέσα στον χώρο που περικλείεται από τους τοίχους, χώρος υπαρκτός και συνάμα βιωμένος. «Χα-χα-χαχα», ανάσες, ρυθμός οργανικός, σωματικός και σωματοποιημένος. Τελικά, αδύνατο να μιλήσεις για τον χορό, δίχως να επικαλεστείς τα αυτονόητα. Αλλά, μια στιγμή: επικαλούμενοι τα αυτονόητα, μιλάμε πάντα για τον χορό; Και με ποιον τρόπο; Τι έχω παραλείψει μέχρι εδώ; Πώς είναι τα σώματα αυτά; Μήπως είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις στον χορό ώστε να παρακάμπτουμε τα αυτονόητα; Και γιατί την παράσταση «προλογίζουν» βίντεο που αναπαράγουν τον ευφημισμό ότι ο χορός είναι μια «παγκόσμια» γλώσσα, με κοινά στοιχεία που απαντώνται διαπολιτισμικά, σε μια διαχρονία που εξισώνει την μεταμοντέρνα αισθητική με τις εθνομουσικολογικές έρευνες του Alan Lomax και της παιδαγωγού-χορεύτριας Forrestine Paulay;
Τι υπερασπίζεται η ταυτολογία «ο χορός ως χορός»; Ότι δεν υπάρχει τίποτα να παρατηρήσουμε πέρα από το ίδιο το συμβάν της κίνησης; Ότι η χορογραφία είναι ένας μηχανισμός (apparatus) που λειτουργεί αυτοτελώς, με δικούς της κανόνες και σκοπούς; Ή ότι ο χορός συνίσταται στο αδρό πρότυπο ενσώματων έξεων που παρατηρούμε σε μια ομάδα ανθρώπων; Στην παραπάνω ταυτολογία αυτό που εξαφανίζεται είναι ακριβώς ο χαρακτήρας του δεδομένου: ο χορός. Σε ένα ανάλογο πρότζεκτ, η Βελγίδα χορογράφος Ανν Τερέζα ντε Κερσμάεκερ, δήλωνε: My Walking Is My Dancing. «Ο χορός μου» εννοεί την εμπρόθετη αυτή εξωτερίκευση, όχι απλώς το συμβάν της κίνησης. Αλλιώς παρακάμπτουμε τι είναι αυτό που εγχαράσσεται στα σώματα των χορευτριών, τί είναι εν τέλει αυτό που νοηματοδοτεί το συμβάν ως συμβάν. Οι αναφορές στο διαπολιτισμικό, ως λανθάνουσες παρασκηνιακές πληροφορίες, μας δίνουν ένα ερμηνευτικό και γενεαλογικό σχήμα όπου ζητούμενο θα ήταν η επιτέλεση του διαπολιτισμικού ή η αναταραχή του. Η θεωρητική συνοχή δεν μπορεί να αποτελεί το μέγιστο κριτήριο εγκυρότητας ενός χορού. Πρακτικά, αν η ταυτολογία συνιστά τρόπο να «δούμε» τον χορό αλλιώς, πρέπει να γίνει σαφές σε τι συνίσταται αυτό το αλλιώς και πως επιτελείται.
Το ερώτημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι πώς μπορούμε να παρεκκλίνουμε από τις υπάρχουσες πολιτισμικές διαμεσολαβήσεις ώστε οι εμπειρίες μας να μην εγκλωβιστούν στη νόρμα αλλά στην επίκληση αυτού που φαινομενικά υπερασπίζεται ο τίτλος. Πιστεύω πως για να επιτευχθεί η παραπάνω ανατροπή/αναταραχή, οφείλουμε να κατανοήσουμε τα ρευστά όρια της εμπειρίας μας μέσα στον χορό: αυθαιρετώντας σε σχέση με τους όρους της σκηνικής του πραγμάτωσης ―ως «κλειστού» θεάματος δηλαδή, με αρχή, μέση, τέλος― σε σχέση με τους προτεινόμενους τρόπους θέασης, επιτρέποντας άλλους όρους συμμετοχής του κοινού, αλλά, κυρίως, σε σχέση με τα σώματα που μετέχουν στο συμβάν της κίνησης. Αλλιώς επαληθεύουμε το μπανάλ, it’s just a dance, και όχι το ευκταίο: my dance as a dance.