Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς

 

Η παράσταση του «The Aliens» της ‘Ανι Μπέικερ πέρυσι, μας αποκάλυψε ένα νέο σε ηλικία σκηνοθέτη με οξυδέρκεια, τόλμη και προσωπική γραφή: τον Μιχάλη Πανάδη. Φέτος ο Πανάδης επέμεινε στην ενασχόλησή του με το έργο της Μπέικερ, ανεβάζοντας το «John». Παράλληλα, ο Μιχάλης Πανάδης συνεχίζει τη δραστηριότητά του ως ηθοποιός, το επάγγελμα που σπούδασε και ασκεί παράλληλα με τη σκηνοθεσία, και από το οποίο βιοπορίζεται παίζοντας στο θέατρο και την τηλεόραση. Ήθελα πολλά να μάθω για τον ίδιο, τη γενιά του, την πεποίθησή του πως το θέατρο έχει πολιτικό χαρακτήρα και την οκταετή αποχή του από τη σκηνοθεσία. Πήγαμε στο θέατρο «Δίπυλον» όπου παίζεται το «John», καθίσαμε στο εξαιρετικά εντυπωσιακό σκηνικό της παράστασης και μιλήσαμε για τα πάντα.

 

Καταρχάς είναι φανερό ότι αυτή τη συγγραφέα την αγαπάς πολύ.

Ναι. Έχω μεγάλο έρωτα. Το έχω πει αρκετές φορές. Τη γνώρισα όταν είχαμε κάνει το «Κλικ» με τον Μαυρογεωργίου το ’19 – εκείνος σκηνοθετούσε και εγώ έπαιζα. Έπαθα. Νιώθω μεγάλη συγγένεια. Αν είχα την ικανότητα να γράφω, νομίζω πως έτσι θα έγραφα. Συνδυάζει πολλά πράγματα που μου αρέσουν. Καταρχάς είναι πολύ καλλιεργημένη. Φιλοσοφικά, μεταφυσικά, ψυχιατρικά, πολιτικά, ιστορικά. Είναι τέρας μορφώσεως. Οι αναφορές που έχει, αν ψάξεις… Οι γνώσεις της είναι αβυσσαλέες σε πολλά επίπεδα. Δεύτερον, μου αρέσει πάρα πολύ η φόρμα που γράφει. Γιατί σε όλα της τα έργα σε «κοροϊδεύει» ότι είναι μια ρεαλιστική, στα όρια του νατουραλισμού φόρμα -και μόνο αυτό δεν είναι. Και επειδή μοιάζει πιο κοντά στη ζωή, κερδίζει άμα τη εμφανίσει το έργο μια οικειότητα. Όλα τα θέματά της, που είναι δύσκολα, δύστροπα, περίεργα, με μια οικεία φόρμα στα περνάει πιο εύκολα -ή σε παρασύρει πιο εύκολα. Αυτή είναι η αίσθησή μου. Και μου αρέσει πάρα πολύ το χιούμορ της. Δεν «τρολάρει» μόνο τον σύγχρονο άνθρωπο. Σαρκάζει και τον ίδιο της τον εαυτό σαν συγγραφέα, τους χαρακτήρες της, τον τρόπο που γράφει, το ίδιο το θέατρο. Είναι πολύ απενοχοποιημένο. Και πολύ, πολύ σύγχρονο.

Όλα αυτά που μου είπες -και τις γνώσεις της σε όλους τους τομείς που ανέφερες, και τον αυτοσαρκασμό – τα βρίσκει κανείς στο «John».

Ναι. Είναι έργο του 2015. Μετά έχει γράψει τους «Αντίποδες» -καταπληκτικό έργο, και το «Infinite life» που είναι το τελευταίο της. Αλλά είναι από τα πιο ώριμα της έργα. Όταν ξεκίνησε να το γράφει, έλεγε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι γράφουν έργα σχέσεων, μου φαίνονται πολύ βαρετά. Και γι αυτό το λόγο, θα γράψω ένα έργο σχέσης! Πήγα να το γράψω, αλλά επειδή δεν με ενδιέφερε, λέω: θα μιλήσω και για άλλα 17 πράγματα που με ενδιαφέρουν!». Κι αυτό έκανε. Και είναι ωραίο. Μ αρέσει πολύ το μοντάζ, γιατί είναι όπως στη ζωή. Όντως ο πυρήνας είναι ένα ζευγάρι που είναι σε κρίση και πάει διακοπές για να την ξεπεράσει. Αλλά όπως και στη ζωή, όλα τα άλλα θέματα ξεπηδάνε από το πουθενά. Δεν υπάρχει μια ροή όπως στα έργα που ενώ λέγονται ρεαλιστικά, δεν είναι, γιατί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της ζωής. Γιατί στη ζωή είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πέφτω, ξανασηκώνομαι, κλαίω, γελάω, μιλάω για κάτι, μου έρχεται κάτι άσχετο…

Μα ο λόγος για τον οποίο απεχθάνομαι το ρεαλιστικό θέατρο είναι ότι όποιος από αυτό που ζει στην καθημερινότητά του καταφέρνει να βγάλει νόημα, και το βρίσκει αυτό που λέμε ρεαλιστικό, εγώ θα του πω μπράβο, υποκλίνομαι! Πάντως στη δική μου ζωή δεν είναι έτσι.

Έτσι ακριβώς. Συμφωνώ. Τώρα κατάλαβα, νομίζω, γιατί απεχθάνεσαι το ρεαλισμό, με αυτό που συζητήσαμε τώρα. Όντως ισχύει αυτό. Δεν είναι έτσι.

Τουλάχιστον η δική μου ζωή μάλλον φέρνει πιο πολύ προς τον Μπέκετ. (Γέλια) Ένας από τους λόγους που, από την πρώτη φορά που είδα τη δουλειά σου, ανακάλυψα ένα συγγενές πνεύμα, είναι ότι μοιραζόμαστε δύο πράγματα. Το ένα είναι η εμμονή με το θέατρο και το άλλο είναι ότι το θέατρο, ό, τι κι αν πραγματεύεται, είναι πολιτικό.

Τι να πρωτοπώ τώρα γι αυτό; Ναι, είναι πολιτικό. Τα πρώτα χρόνια που έκανα αυτή τη δουλειά ασπαζόμουν αυτό που λένε οι περισσότεροι συνάδελφοι, ότι το θέατρο είναι μια πολιτική πράξη, γιατί είμαστε από σκηνής και απευθυνόμαστε στο κοινό. Πλέον δεν πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι είναι πολιτικό με την έννοια του ότι όταν σαν καλλιτέχνης θέλεις να φτιάξεις κάτι δικό σου, δεν αρκεί να έχεις καλό γούστο –απαραίτητο- γνώσεις -επίσης απαραίτητες- εμμονή στη λεπτομέρεια -απαραίτητη. Πρέπει να έχεις και μια θέση. Η θέση στη ζωή, σε μια δυτική κοινωνία, πρέπει να είναι πολιτική. Αν δεν είναι πολιτική, δεν μπορεί να είναι θέση. Και πρέπει να είναι και καθαρή η θέση σου, ακόμα και αν μέσα στο έργο δεν υπάρχει ένα σαφές πολιτικό στίγμα. Στην Μπέικερ δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως σαφής πολιτική θέση: ο τρόπος που «ειρωνεύεται» τη γενιά των τριαντάρηδων -που είμαι και εγώ- που όλοι κάνουν ψυχοθεραπεία. Όλοι είναι πάρα πολύ διαφορετικοί και πάρα πολύ σημαντικοί και έχουν πολύ σημαντικά τραύματα και τα μικροπροβλήματα τους είναι πάρα πολύ σημαντικά. Πρέπει να ασχοληθείς τόσο πολύ με τη διαφορετικότητα μου, που εγώ δεν ασχολούμαι με τη δικιά σου. Είναι καταφανές ότι το έργο το κοροϊδεύει αυτό αδιανόητα -και καλά κάνει- σε αντίθεση με την παλιά γενιά, που δεν είχε την πρόσβαση στην πληροφορία. Εμείς έχουμε τόση πρόσβαση στην πληροφορία, και καμία πρόσβαση στη γνώση. Έχουμε απλώς πολλές παντελώς άχρηστες πληροφορίες στο κεφάλι μας. Οι άλλοι, οι παλιότεροι, που δεν είχαν πληροφορίες και είχαν γνώσεις, έστω και ελάχιστες, ήταν πολύ πιο ανοιχτοί στην πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η πραγματικότητα δεν υπάρχει, άρα πώς να εξηγηθεί; Η πραγματικότητα είναι η πραγματικότητά ΜΟΥ ή ΣΟΥ. Η πραγματικότητα του καπιταλισμού. Η πραγματικότητα μιας φυλής στην Αφρική. Είναι πολλές οι πραγματικότητες. Σίγουρα η πραγματικότητα η κοινή, είναι ότι υπάρχει κάτι που μας ξεπερνάει, το οποίο δεν είναι λογικό. Είναι συμπαντικό. Δεν μπορεί ούτε να το πιάσεις, ούτε να το αρθρώσεις. Μπορείς να το νιώσεις, να το βιώσεις, να το μυρίσεις. Μου είπες και κάτι άλλο.

Την εμμονή σε ότι αφορά το θέατρο. Δεν είναι καθόλου κακό να βιοπορίζεται κανείς και από την τηλεόραση. Είναι μέσα στο παιχνίδι, δεν το συζητώ. Αλλά η εμμονή σου με το θέατρο είναι ολοφάνερη.

Δεν ξέρω αν είναι εμμονή με το θέατρο. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ ότι κάνω μια δουλειά: βιοπορίζομαι από κάτι, από το να είμαι ηθοποιός. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω ότι πραγματικά έρχομαι σε επαφή με το θέατρο -όπως εγώ το καταλαβαίνω- είτε όταν σκηνοθετώ -σπάνια δηλαδή- είτε όταν δουλεύω με κάποιους ανθρώπους που νιώθω ότι είμαστε συγγενείς. Μια εξ αυτών είναι η Μάρθα Φριντζήλα. Θα πω μόνο τη Μάρθα, επειδή είναι φανερή αγάπη μου, για να μην αδικήσω άλλους. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι που νιώθω αυτή τη συγγένεια. Κατά τα άλλα, είτε παίζω στο θέατρο είτε στην τηλεόραση, είναι η δουλειά μου. Όταν κάνεις κάτι ως δουλειά, το παίρνεις απόφαση ότι δεν θα σχετίζεται πάντα με αυτό που αντιλαμβάνεσαι εσύ ως Τέχνη. Τις περισσότερες φορές μάλιστα, σίγουρα δεν θα σχετίζεται! Και εκεί επιλέγεις: κάνω μια άλλη δουλειά, και κάνω την Τέχνη μου -η οποία δεν σημαίνει ότι είναι καλύτερη από των άλλων, είναι απλώς η Τέχνη μου. Ή είμαι επαγγελματίας ηθοποιός, και είτε τύχει να συναντήσω καινούριους ανθρώπους που έχουμε μια κοινή άποψη για το τι είναι θέατρο, είτε κάνω τις δικές μου παραστάσεις, θα έρθω πάλι σε επαφή με αυτό που εγώ καταλαβαίνω για αυτή την Τέχνη. Χωρίς να λέω ότι το ένα είναι χειρότερο και το άλλο είναι καλύτερο. Μου αρέσει πια που είμαι επαγγελματίας ηθοποιός. Όταν ήμουν μικρός ήθελα να γίνω καλλιτέχνης. Δεν είμαι -ακριβώς επειδή είμαι επαγγελματίας ηθοποιός. Τώρα, αν κάποια στιγμή θα αγγίξω την Τέχνη με τον τρόπο που θέλω, κανείς δεν το ξέρει. Η Μάρθα, μιας και την ανέφερα, έλεγε κάτι καταπληκτικό: Αν θέλεις να κάνεις καριέρα, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις Τέχνη. Αν θέλεις να κάνεις Τέχνη, υπάρχει και μια μικρή περίπτωση να κάνεις καριέρα. Παίζουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιοχές συνέχεια. Όταν δεν αντέχουμε την καριέρα και θέλουμε Τέχνη, είτε επιστρέφουμε σε συγγενείς ανθρώπους, είτε φτιάχνουμε εμείς ένα σύμπαν. Κάπως έτσι προέκυψε και το «John».

Θυμάσαι τι ήταν αυτό που σε έκανε όταν ήσουν μικρός να πεις: εγώ θέλω να γίνω καλλιτέχνης;

Η γιαγιά μου από την πλευρά της μαμάς μου, που έμενα αρκετές ώρες μαζί της, ήταν μια καλλιτεχνική προσωπικότητα. Φορούσε περίεργα ρούχα, όταν έκανε τραπέζια οικογενειακά έβγαινε με περούκες -όχι αποκριάτικες, στο χρώμα των μαλλιών της, αλλά διαφορετικά χτενίσματα. Αργότερα έμαθα ότι η προγιαγιά μου, την οποία πρόλαβα, ήμουν πέντε χρονών όταν πέθανε στα 95, ήταν ηθοποιός στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτήν καθόμασταν και ακούγαμε ραδιόφωνο. Μου έβαζε Τσανακλίδου! Μου διάβαζε βιβλία, οπότε μάλλον κάτι ευαισθητοποιήθηκε. Το πρώτο πράγμα που ζήτησα στην τρίτη Δημοτικού ήταν να μάθω πιάνο. Έτσι ξεκίνησε. Δεν ξέρω από πού. Μάλλον επειδή και με τη γιαγιά μου και με την προγιαγιά μου ακούγαμε πάρα πολλή μουσική -αλλά ωραία μουσική. Και μετά στο δημοτικό, ο τότε κολλητός μου πήγαινε σε ένα κλαμπ θεάτρου στο σχολείο, και μου λέει: έλα να δεις τι κάνουμε εκεί. Λέω: όχι μωρέ, εμένα η μουσική μ’ αρέσει. Πήγα. Και το θυμάμαι τόσο καθαρά ρε συ Γιώργο! Τετάρτη Δημοτικού. Μπαίνω στην αίθουσα και έκαναν ζέσταμα και έπαιζε ένα κομμάτι του René Aubry, το «Après la pluie», το γνωστό. Τους είδα τι έκαναν, και λέω: Αχ! Μαγεύτηκα! Δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω λογικά –ευτυχώς! Νομίζω ότι εκεί πάρθηκε η απόφαση μέσα μου, ψυχικά. Είπα: εγώ εδώ είμαι. Εδώ είναι ο χώρος μου, το σύμπαν μου. Και μέχρι στιγμής δεν έχω μετακινηθεί από αυτό.

Πέρασες από τη σχολή του Εθνικού, σωστά; Δεν θυμίζεις ούτε παικτικά ούτε σκηνοθετικά «Σχολή του Εθνικού». Και αυτό το λέω μάλλον ως κομπλιμέντο.

Μπήκα στη σχολή το 2009 και τελείωσα το 2012. Τότε διευθυντής ήταν ο Βίκτωρ Αρδίττης. Θεωρώ πως ήταν τύχη. Νομίζω ότι επί Αρδίττη η σχολή ήταν στα καλύτερά της, γιατί είχε φέρει πολύ σύγχρονους ανθρώπους για καθηγητές, που ήταν πολύ ενεργοί στο χώρο και διαμόρφωναν το τοπίο. Αν σκεφτείς ότι είχα δάσκαλο τον Ακύλα Καραζήση, τον Νίκο Χατζόπουλο, τη Μάρθα Φριντζήλα, την Ελένη Σκότη, τον Δημήτρη Καταλειφό, τη Φιλαρέτη Κομνηνού, την Αμαλία Μπένετ, τη Μάγια Λυμπεροπούλου στο τρίτο έτος -που πιο σύγχρονη από τη Μάγια δεν γίνεται! Βλέπω ακόμα συνεντεύξεις της προ 15ετίας και λέω πως ήταν προφήτισσα. Είχαμε τρομερό υλικό. Οπότε νομίζω ότι οι δυο-τρεις φουρνιές, όσες βγήκαμε επί Αρδίττη, δεν είχαμε αυτά που καταλαβαίνω ότι εννοείς που μοιάζουν τυπικά του Εθνικού.

Η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά που θυμάμαι ήταν ο Φασμπίντερ.

Η πρώτη με εισιτήριο ήταν ένα χρόνο πριν, πάλι με τη Δανάη Παπουτσή και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, στο Βυρσοδεψείο, του Κολτές: «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι».
Το επόμενο ήταν ο Φασμπίντερ: «Σταγόνες πάνω σε καυτές πέτρες».

Και πάλι πολιτική επιλογή.

Και ο Κολτές, κατεξοχήν.

Πάντα έβλεπα τον Φασμπίντερ ως συνέχεια του Μπρεχτ θεατρικά.

Πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες.

Αυτή η φαινομενική ψυχρότητα την οποία έχει η ματιά του, για μένα δεν είναι ψυχρότητα, είναι μπρεχτική απόσταση. Και μετά;

Το «Festen», επίσης πολιτικό. Αυτό ήταν το τελευταίο. Μετά έγινε η παύση των 8 χρόνων και πέρσι ήρθε το «The Aliens».

Να ρωτήσω για την παύση;

Εννοείται. Έγινε, νομίζω, μισο-συνειδητά, μισο-ασυνείδητα. Πάντα με ενδιέφερε η σκηνοθεσία, από παιδί. Ξεκίνησα στο κλαμπ θεάτρου με έναν καταπληκτικό δάσκαλο που αν δεν τον είχα θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα -ακόμα και το ότι πέτυχα στο Εθνικό, αν δεν είχα τον Καλφόπουλο… Ο Στέργιος Καλφόπουλος και η Μαρία Μαναβή ήταν οι δάσκαλοί μου στη Θεσσαλονίκη. Με διαμόρφωσαν παντοιοτρόπως. Ιδεολογικά, αισθητικά, υποκριτικά, στα πάντα. Ήταν σκηνοθέτης ο Στέργιος, ο δάσκαλός μου, και ο θαυμασμός μου ήταν μεγάλος, υπήρξε αμιγώς πατρικό πρότυπο. Μου άρεσε πολύ αυτό που έκανε. Τον έβλεπα να μας κάνει μάθημα και έλεγα: θα ήθελα να είμαι στη θέση του! Ενώ είχαμε φτιάξει μια εφηβική ομάδα, δεν κάναμε παραμυθάκια. Πρώτη Γυμνασίου κάναμε Άμλετ με κείμενα της Σάρα Κέιν μέσα, ποιήματα του Λειβαδίτη, Ρίτσο… Έτσι μας γαλούχησε. Ήμασταν κι εμείς λίγο βαρεμένα, ζητούσε το ασυνείδητό μας κάτι και αυτός μας το έδινε. Κατάλαβα από τότε ότι μου άρεσε. Μετά ξεκίνησα. Στο σχολείο σκηνοθετούσα. Έχω κάνει δύο παραστάσεις. Λούλα Αναγνωστάκη και «Το γάλα» του Κατσικονούρη. Σκέφτομαι ότι όλα είναι πολιτικά κατά κάποιο τρόπο, ό,τι έχω κάνει! Μέσα στη σχολή σκηνοθέτησα. Στο τέλος του πρώτου έτους ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη κι έκανα την «Παρέλαση» της Αναγνωστάκη. Νομίζω ότι ο έρωτάς μου ο μεγάλος είναι η σκηνοθεσία. Βγαίνοντας από τη σχολή, ποτέ δεν είχα το pr και το «Α, πώς θα χωθούμε τώρα;», ούτε ποτέ με ενδιέφερε ακριβώς η καριέρα. Αυτό που με ενδιαφέρει μεγαλώνοντας είναι να μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα ώστε να μπορώ να κάνω τη ζωή που θέλω -η οποία δεν είναι και ακραία, απλώς να μπορώ να είμαι ανεξάρτητος και να μη μετράω το δίευρω. Επειδή αυτό θέλω, ποτέ δεν ήμουν της καριέρας με την έννοια της αναγνωρισιμότητας ή των ευσήμων. Επειδή δεν βιαζόμουν να γίνω κάτι, συνάντησα τη Μάρθα -η οποία ήταν, είναι και θα είναι οικογένεια- και μπήκα κατευθείαν στην ομάδα της. Με εμπιστεύτηκε και μου έδωσε το χώρο να κάνω πράγματα δικά μου. Ξεκίνησα να σκηνοθετώ. Τότε, όπως και τώρα, ήταν πολύ της μόδας νέοι άνθρωποι να βγαίνουν και να κάνουν δικές τους παραστάσεις. Κάνοντας λοιπόν τις τρεις παραστάσεις –τον Κολτές, τον Φασμπίντερ και το Festen, κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι δεν έχω τα λεφτά που χρειάζομαι για να κάνω αυτά που θέλω -γιατί χρειάζονται και κάποια χρήματα. Δεν με ξέρει η μάνα μου. Δεν θα με εμπιστευτεί εύκολα κάποιος, και δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα για να με εμπιστευτεί πέρα από τη δουλειά: να βγω, να γνωρίσω, να κάνω μια παρέα και μετά από οκτώ μήνες να προτείνω κάτι. Ακριβώς λόγω του ότι δεν με ήξερε η μάνα μου, έτυχε να συναντήσω σε αυτές τις παραστάσεις κάποιους ηθοποιούς που αγαπώ, θαυμάζω και θα συνεργαζόμουν μαζί τους. Παρόλα αυτά όμως δεν μπορούσα να έχω πρόσβαση -και δικαίως- σε άλλους ηθοποιούς που θα ήθελα να τους σκηνοθετήσω, διότι ήμουν πολύ μικρός και ούτε δείγμα γραφής είχα. Επίσης, οι πρώτες μου σκηνοθεσίες ήταν κυρίως διαισθητικές, πήγαινα με το ένστικτο. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι μου λείπει η γνώση. Μου λείπει η απόσταση: να μελετήσω, να δω παραστάσεις, να διαβάσω, να πειραματιστώ. Στη Μάρθα έκανα και εργαστήρια με ερασιτέχνες, οπότε είπα να παραμείνω καλύτερα εκεί που τα πράγματα ήταν πιο ασφαλή. Όλοι μαθαίνουμε κάτι. Να εξερευνήσω με μεγαλύτερη άνεση τις φόρμες που με ενδιαφέρουν, να φτιάξω έναν κώδικα. Αυτός ήταν ο συνδυασμός που με έκανε να σταματήσω.

Πάντως άμα τη επιστροφή σου, με εντυπωσίασε η τόλμη με την οποία χειρίζεσαι το χρόνο στο θέατρο. Για μένα η υπογραφή σου σκηνοθετικά είναι αυτή, οι σιωπές σου. Κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο στο θέατρο, αλλά δεν είναι.

Και στα προηγούμενα μάλλον συνέβαινε αυτό. Είναι και τα έργα. Αν υπήρχε σε λεξικό το τι σημαίνει Άννι Μπέικερ, θα ήταν: παύση.

Όπως και στον Πίντερ.

Ναι. Ούτως ή άλλως όμως, νομίζω ότι το θέατρο γενικώς έχει έναν άλλο χρόνο. Και δεν θα το πω τυπικά: Ευτυχώς αυτή η συνεργασία έγινε με τον Γεροδήμο, ο οποίος μας εμπιστεύτηκε σε όλα τα επίπεδα. Γιατί πλέον υπάρχει η τάση γενικώς στο θέατρο «να μην είναι πολύ μεγάλες οι παραστάσεις, ο κόσμος δεν μπορεί!» Φαντάζομαι το έχεις ακούσει: Γρήγορο μωρέ, μια ώρα και είκοσι λεπτάκια, να τελειώνει! Και το βλέπω ότι συμβαίνει πολύ. Ευτυχώς ούτε στο «Aliens» ούτε εδώ – το «Aliens» ήταν και πολύ πιο ακραίο από άποψη παύσεων, εδώ είναι λίγο πιο μαζεμένα τα πράγματα –ακούσαμε τέτοιο σχόλιο. Το θέατρο δεν μπορεί να είναι Tiktok, δεν μπορεί να είναι σφηνάκι, άντε γρήγορα-γρήγορα να φύγουμε. Αν το θέατρο δεν έχει επαφή με την έννοια της τελετής, της τελετουργίας, δεν στέκεται με τίποτα. Είναι κάτι άλλο. Πάντως θέατρο δεν είναι. Ούτως ή άλλως και στη ζωή υπάρχουν χρόνοι, ανάσες. Εγώ δεν το κάνω συνειδητά. Δεν είναι υπογραφή. Αλλά όταν νιώσω ότι εδώ πρέπει να μη γίνεται τίποτα, δεν θα γίνεται τίποτα. Δεν θα με προβληματίσει το ότι είναι θέατρο και θα βαρεθούν: κι αν βαρεθούν, δεν πειράζει. Στο «John» υπάρχουν άνθρωποι που δεν συνδέονται καθόλου με το έργο, εκνευρίζονται. Παρακολουθώ τα σχόλια σε κάτι ομάδες στο facebook. Αρκετοί γράφουν: «Πολύ ωραία παίζουν. Το έργο όμως, ακατανόητο». Την επόμενη μέρα σε σχόλιο: «Σήμερα όμως σκέφτηκα αυτό!» Μπορεί κάτι να γράψει και να λειτουργήσει στον άλλον ασυνείδητα, βραδυφλεγώς, και να του σκάσει αργότερα. Νομίζω ότι στο θέατρο η παύση η γεμάτη ανοίγει τον χώρο για να μπει ο άλλος. Είναι σαν να του λες (ψιθυριστά): «Δεν γίνεται τίποτα, έλα τώρα κρυφά μέσα!» Ενώ αν συνέχεια τον πυροβολείς με κάτι που γίνεται, υπάρχει αυτή η ασφαλής απόσταση: κάθομαι στην καρέκλα μου χαλαρά σταυροπόδι και παρακολουθώ, αλλά το κέντρο βάρους μου είναι προς τα πίσω, δεν είναι προς τα μπροστά. Αυτό δημιουργούν οι βουβές ζώνες στο θέατρο. Το να έρθει ο άλλος προς τα μέσα -αν γίνονται σωστά.

Κάνοντας τηλεόραση κερδίζει κανείς κάτι που από το θέατρο το κερδίζει ή πολύ πιο αργά, ή πολύ πιο δύσκολα. Το οικονομικό –πολύ βασικό- και την αναγνωρισιμότητα. Πώς το διαχειρίζεσαι αυτό;

Καταρχάς θέλω να σου πω ότι η τηλεόραση -δεν το περίμενα- μου αρέσει πάρα πολύ. Και θα σου πω γιατί: μου αρέσει ο τρόπος που γίνονται τα γυρίσματα. Δεν υπάρχει χρόνος -αυτό είναι κάτι που δεν μου αρέσει στο θέατρο όταν δουλεύω σαν ηθοποιός- να γνωριστούμε, να νιώσουμε άνετα, να πούμε τα ψυχολογικά μας. Ξέρεις: είναι αυτό. Τώρα. Ειδικά στην ελληνική τηλεόραση, οι λήψεις είναι ελάχιστες: ένα προς ένα. Γενικό, κοντινό. Αν δεν πάει κάτι πάρα πολύ στραβά, αυτά κρατιούνται. Εμένα αυτή η πίεση μου πάει πολύ. Με ιντριγκάρει ότι έχω μια λήψη για να βγάλω αυτό που πρέπει, και να είμαι και αληθινός και επικοινωνιακός και να μεταφέρω την πληροφορία που πρέπει. Σαν άσκηση! Το οικονομικό δεν το συζητάω ότι είναι σαφώς καλύτερο. Σαφώς όχι τα ποσά που ακούγαμε κάποτε από παλαιότερους, αλλά και πάλι καμία σχέση με το θέατρο -που και στο θέατρο πια τα τελευταία χρόνια έχω καταφέρει να παίρνω για τα χρόνια μου έναν πολύ καλό μισθό, αλλά δεν συγκρίνεται. Την αναγνωρισιμότητα δεν τη διαχειρίζομαι γιατί δεν τη βιώνω. Η ζωή μου είναι αρκετά ασκητική. Δεν πολυκυκλοφορώ, τους φίλους μου τους συναντάω στο σπίτι μου ή στο σπίτι τους. Γενικώς είμαι του σπιτιού. Οι φίλοι μου είναι πολύ συγκεκριμένοι. Δεν θα βγω να πιω ποτό σε μπαρ για να καταλάβω ότι κάποιος θα με αναγνωρίσει. Και ούτε μπορώ να σου πω ότι η τηλεόραση μου έχει δώσει δουλειά στο θέατρο. Επειδή δουλεύω πια 12 χρόνια, αν κάποιος μου προτείνει να παίξω σε παράστασή του, θα με ξέρει από το θέατρο, όχι από την τηλεόραση. Τώρα, η αναγνωρισιμότητα του δρόμου, το ότι μπορεί να περπατάς και να σε σταματήσουν να σου πουν: «τι ωραία!», μια χαρά είναι, πολύ ευχάριστη. Δεν έχω νιώσει ποτέ ότι πρέπει να διαχειριστώ κάτι. Ίσως γιατί δεν νιώθω τόσο σημαντικός. Είναι μια δουλειά. Φαντάζομαι ότι και έναν πολύ καλό γιατρό, κάποιος θα τον αναγνωρίσει στον δρόμο. Πώς το διαχειρίζεται; Δεν το διαχειρίζεται. Κάποιος του λέει: ευχαριστώ γιατρέ για αυτό που κάνατε. Τέλος. Δεν νιώθω ότι είναι τόσο σημαντικό αυτό που κάνω. Και να λείψω είτε ως σκηνοθέτης είτε ως ηθοποιός, δεν έγινε και τίποτα. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν πολύ ωραία μυαλά, και υποκριτικά και σκηνοθετικά.

Είτε σε επίπεδο σχεδίου –κοντινού ή μακρινού- είτε σε επίπεδο ονείρου, υπάρχουν πράγματα που θέλεις πολύ να κάνεις;

Ένα είναι το βασικό -και νομίζω γι αυτό συνδέθηκα τόσο πολύ και με την Μάρθα: Θα ήθελα μια θεατρική οικογένεια. Θα ήθελα κάποια στιγμή να έχω έναν μεγάλο χώρο με τους φίλους μου, με ανθρώπους που μοιραζόμαστε μια κοινή αισθητική και μια κοινή γλώσσα. Έναν πολυμορφικό χώρο που να κάνουμε τα πράγματα που θέλουμε όπως θέλουμε, χωρίς κανέναν έλεγχο, χωρίς καμία οικονομική αγωνία. Δεν το λέω για κακό, είναι απόλυτα λογικό. Ο Γεροδήμος μάς στήριξε και δεν έχει επέμβει στο ελάχιστο στη δουλειά. Παρόλα αυτά, ειδικά όταν ένας άνθρωπος είναι τόσο σωστός απέναντί σου, έχεις μια ευθύνη: να βγάλει κι αυτός αυτό που έβαλε. Όταν έχεις κάτι δικό σου, έχεις την ευθύνη να συντηρήσεις τον χώρο σου. Αλλά δεν έχεις την αγωνία του «Έχω ένα αφεντικό όπου πρέπει -και δικαίως, γιατί σε αυτή την κοινωνία ζούμε- να λογοδοτήσω». Αυτό είναι το όνειρό μου. Και ιδανικά -και μιμητικά ταυτόχρονα- α λα Μνουσκίν ή α λα Μπάρμπα, θα ήταν ωραίο να είναι έξω από την πόλη. Θα μου άρεσε να ζούμε εκεί σε μια μεγάλη έκταση, σε μια κολεκτιβιστική κατάσταση, με κάποιους να έρχονται, να φεύγουν, να έχουμε τα προϊόντα μας, τα ζώα μας, τα λουλούδια μας και να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Πολύ θα μου άρεσε! Μόνο αυτό το όνειρο έχω. Μικρά όνειρα, τι ρόλο να παίξω, τι να σκηνοθετήσω; Δεν έχω. Θα ήθελα να μπορώ τώρα να συνεχίσω να βιοπορίζομαι από αυτή τη δουλειά. Μπορεί σε δέκα χρόνια να μην το αντέξω. Δεν ξέρεις ποτέ. Είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής μου το θέατρο και πάντα θα είναι –ψυχικά. Δεν ξέρω αν θα είναι για πάντα επαγγελματικά, αν θα το αντέχω, γιατί -ειδικά με τον τρόπο που γίνεται σε αυτή τη χώρα, δεν ξέρω σε άλλες- υπάρχει μια μόλυνση. Κατέκρινα πολύ ως υπερφίαλος μικρός, έλεγα: «Αχ, αυτός ή αυτή, γιατί έχουν γίνει έτσι; Τόσο παράξενοι, τόσο μαλάκες, τόσο στριμμένοι!» Όντας πια μόλις δώδεκα χρόνια στη δουλειά, αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί κάποιος άνθρωπος που παίζει 25 και 30 χρόνια μπορεί να αποκτήσει μια συμπεριφορά ή έναν τρόπο που φαίνεται μαλακισμένος. Για αυτό δεν ξέρω αν θα το κάνω πάντα. Πάντα θα είναι μεγάλο μέρος της ζωής μου, και ίσως βρω έναν άλλο τρόπο κάποτε.

 

Το «John» της Άνι Μπέικερ παίζεται στο θέατρο «Δίπυλον» (Καλόγηρου Σαμουήλ 2 & Διπύλου). Μετάφραση: Χρύσα Κοτταράκου. Σκηνοθεσία: Μιχάλης Πανάδης. Δραματουργία: Παύλος Παυλίδης . Σκηνικά – φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη. Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου. Μουσική: Βασίλης Μαντζούκης. Ειδικές κατασκευές κοστουμιών: Αλέξανδρος Λόγγος. Κομμώσεις: Θωμάς Γαλαζούλας. Ερμηνεύουν:  Κόρα   Καρβούνη,   Χρήστος Κοντογεώργης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιούλη Τσαγκαράκη. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: https://www.more.com/theater/john-tis-brabeumenis-me-poulitzer-annie-baker/