Φωτογραφίες: Άρης Λυχναράς
Δεν υπάρχουν πλέον πολλές  παραστάσεις που να μπορεί να τις χαρακτηρίσει κανείς απρόσμενες. Ούτε στη μορφή, ούτε στο περιεχόμενο. Το «Στη σκιά του Λούσια» είναι μια από αυτές τις ευφρόσυνες εξαιρέσεις. Χρόνια ονειρευόταν να μεταφέρει στη σκηνή το κλασικό πια μυθιστόρημα του Νίκου Χουλιαρά η Ρηνιώ Κυριαζή, άνθρωπος του θεάτρου με σπάνια αφοσίωση και ρηξικέλευθη ματιά. Ο Άθως Δανέλλης, μάστορας του θεάτρου σκιών που δεν κλείνει τα μάτια του σε νέους δρόμους, και η Σοφία Χουλιαρά, στάθηκαν δίπλα της στο εγχείρημα, και το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, ασύνηθες, κι όμως πιστό στο πνεύμα του μυθιστορήματος.
Βρεθήκαμε με τη Ρηνιώ για να μιλήσουμε για την παράσταση, κι αναπόφευκτα η συζήτηση ξεστράτισε στις δικές της καταβολές και τα μονοπάτια που την οδήγησαν στο θέατρο –μονοπάτια που πολλές φορές διασταυρώθηκαν με του Λούσια, και δεν υστερούν σε γοητεία από τις πολυδαίδαλες αφηγήσεις του Χουλιαρά.

 

Το «Στη σκιά του Λούσια είναι πολύ παραπάνω από μια παράσταση. Δείχνει πολύ σκάψιμο πριν, αλλά και πολλή γνώση πάνω στο έργο. Νομίζω ότι ο Νίκος Χουλιαράς θα ήταν πολύ χαρούμενος.

Μακάρι! Κοίταξε, είναι ένα βιβλίο που είχα πρωτοδιαβάσει στην εφηβεία μου. Θυμάμαι τα κείμενα που είχα διαβάσει στην εφηβεία. Κάποια από αυτά γράψανε μέσα μου. Και πολλές φορές λέω πως ήμουν τυχερή που έπεσε αυτό το βιβλίο στα χέρια μου τότε, όπου η ψυχούλα μας είναι πιο αγνή, πιο έτοιμη, πιο ανοικτή να εισπράξει τα πράγματα και να τα αφήσει να γράψουν μέσα της. Μου συμβαίνει φυσικά και τώρα διαβάζοντας, αλλά πιο δύσκολα, αυτό το απόλυτο άφημα σε μια ιστορία. Εγώ έχω μεγαλώσει στα Γιάννενα, και το διάβασα εκεί το βιβλίο. Το διάβαζα μάλιστα και στη λίμνη, περπατώντας στα παγκάκια εκεί στο Παραλίμνιο… Τότε τα Γιάννενα -ακόμα και τώρα βέβαια, αλλά τότε πολύ περισσότερο- διατηρούσαν αυτή την ατμόσφαιρα την σκοτεινή με την ομίχλη, με την βροχή που ξεκινάει και δεν σταματάει. Τώρα μέχρι και το κλίμα έχει αλλάξει. Δεν είναι πια τόση η ομίχλη στα Γιάννενα, ούτε η βροχή. Όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα έλεγα: Μα τι γίνεται εδώ; Δεν βρέχει ποτέ; Τι συμβαίνει; Μου φαινόταν αυτός ο ήλιος κάποια στιγμή αφόρητος. Τώρα βέβαια μ’ αρέσει ο ήλιος της Αθήνας πολύ και με δυσκολεύουν τα Γιάννενα. Πώς αλλάζουμε μέσα στα χρόνια… Υπήρχαν λοιπόν αυτές οι βόλτες στον Παραλίμνιο, όπου κυκλοφορούσαν κιόλας οι τρελοί της πόλης. Πολύ χαρακτηριστικές φιγούρες, φυσιογνωμίες που μου έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση. Θυμάμαι σαν όνειρο, πολύ μικρή, έναν τύπο με μια αρκούδα. Θυμάμαι αυτή την αρκούδα να είναι ταλαιπωρημένη, πληγωμένη, να την σέρνει με αλυσίδες… Εικόνες πολύ κινηματογραφικές. Τώρα λέω: είναι δυνατόν; Τα έχω ζήσει αλήθεια ή τα έχω δει σε κάποια ταινία; Τα έχω ζήσει. Τα θυμάμαι σαν όνειρο, αλλά τα έχω δει.

Σαν το ποίημα του Σικελιανού.

Ναι, ακριβώς. Ακριβώς αυτό είναι. Εκεί στο Δώδεκα είναι ένα σημείο που λένε ότι είναι το πιο βαθύ σημείο της λίμνης. 12 μέτρα. Αλλάζει βέβαια το βάθος ανάλογα με τις βροχές. Είναι κοντά στην ακτή και παραδοσιακά εκεί αυτοκτονεί κόσμος. Πολλές φορές και με αυτοκίνητο, παίρνανε τη στροφή και βουτούσαν στο Δώδεκα. Υπάρχει χαρακτηριστική φράση στα Γιάννενα: Μη με με στενοχωρείς, θα πάω να πέσω στο Δώδεκα. Υπάρχει μέσα στο βιβλίο. «Το Δώδεκα», λέει ο Λούσιας. «Εγώ πάλι εδώ θα έρθω. Ό,τι και να κάνω πάλι εδώ θα έρθω». Μάλιστα έτυχε η Σοφία Χουλιαρά, η κόρη του Νίκου, να μην έχει μεγαλώσει στα Γιάννενα -γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα αργότερα- και δεν ήξερε τι είναι αυτό το Δώδεκα.

Όπως δεν ήξερα και εγώ μέχρι τώρα!

Και αυτό το πλάσμα που στέκεται εκεί στο Δώδεκα, σε μια προβλήτα, λέει: «Και πού να πάω τώρα; Όπου και να πάω εδώ πάλι θα έρθω εδώ, στο Δώδεκα». Έχω καθίσει εκεί. Ο πατέρας μου, ενώ δεν ήταν από τα Γιάννενα, ζούσε στα Γιάννενα με τη μητέρα μου. Είχε πάντα κάτι που το κρατάω στη ζωή μου: να ανακαλύπτει τον κάθε τόπο, με πολύ περπάτημα και πολλές γνωριμίες με ανθρώπους. Πηγαίναμε εκεί στα «Ναυτάκια», ήταν ένα καφενείο. Εκεί έχουν γυριστεί και σκηνές του Αγγελόπουλου από την «Αναπαράσταση». Κι ο «Θίασος» έχει γυρίσματα στα Γιάννενα, αλλά σε άλλο σημείο, είναι το χάνι που έρχονται από το χωριό και μένουν στα Γιάννενα. Από κάτω λοιπόν ήταν τα «Ναυτάκια», και πάνω η «Νέα Υόρκη». Η «Νέα Υόρκη» ήταν κάτι σαν μπουρδέλο. Ενώ ήταν άκρη-άκρη, τώρα πια θεωρείται κέντρο των Ιωαννίνων, έχει μπαρ, γίνεται χαμός. Τότε όμως θεωρούσε κανείς ότι δεν πάμε μέχρι εκεί, ήταν έξω από τα όρια της πόλης. Και πηγαίναμε μες στην ομίχλη να πιούμε πορτοκαλάδα κάτω στα «Ναυτάκια», και να δούμε και τη γυναίκα που κρατούσε τη «Νέα Υόρκη» επάνω. Μικρή εγώ, πιτσιρίκι 10 χρονών! Αυτή είχε πει μια φράση που μου έχει μείνει. Λέει «Αχ παιδάκι μου. Σαράντα χρόνια είμαι εδώ στο μαγαζί. Να τα μετρήσεις κουράζεσαι, όχι να τα ζήσεις!» Είχε μια τόλμη ο πατέρας μου, να μη φοβάται να μου δείξει τον κόσμο και έξω από τα όρια. Πέρα από το κέντρο των Ιωαννίνων, πέρα από αυτό που είναι αποδεκτό. Μιλούσε με τους τρελούς, έρχονταν κοντά μας, δεν τρόμαζε. Άλλοι άνθρωποι φοβόντουσαν. Κάνανε πέρα. Εμείς τους μιλούσαμε. Ήταν και μια μορφή, η Βούλα. Όποιος είναι Γιαννιώτης, περίπου στην ηλικία μου και πιο μεγάλος, θα θυμάται. Γυρνούσε η Βούλα και λέγανε οι μαμάδες: θα σε πάρει η Βούλα! Πρόσεχε δηλαδή -όπως λέμε: θα σε πάρει ο γύφτος! Και ο Καραγκιόζης έπαιζε στην πλατεία Μαβίλη. Παρακολουθούσαμε και Καραγκιόζη.

Και πώς τώρα μέσα στο κεφάλι μου συνδυάστηκε ο τρελός που περιφέρεται, αυτή η μορφή που την έχω ξανασυναντήσει και στον Παπαδιαμάντη, σε πολύ σπουδαία κείμενα, ο αλαφροΐσκιωτος, ο αδύναμος στα μυαλά, αυτός που είναι λίγο εκτός πραγματικότητας σε μια δική του κοσμοθεωρία, αλλά από την άλλη θα πει τη μεγάλη αλήθεια… Τον θεωρούμε χαζό, αλλά μόνο χαζός δεν είναι: δεν μπορούμε να τον χωρέσουμε μέσα στα δικά μας, στους κανόνες μας. Η κοινωνία δεν μπορεί να τον χωρέσει, οπότε τον πετάει. Από την άλλη γίνεται ταυτόχρονα ιερό πρόσωπο. Θα πει στην κοινωνία την αλήθεια, θα της κάνει τον καθρέφτη. Σαν να τον ήξερα αυτόν τον Λούσια. Μέσα από τη λογοτεχνία, μέσα από το σινεμά και μέσα από αυτές τις βόλτες που σου λέω και αυτές τις μορφές. Έχουν μια γοητεία οι άνθρωποι αυτοί. Τώρα το σκέφτομαι: είχα και στην οικογένειά μου μια περίπτωση ανθρώπου που είχε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Και τον αγαπούσα ιδιαίτερα. Ίσως υπήρχε μια ανάγκη μου να μιλήσω για αυτό που μας φαίνεται τόσο ανοίκειο, αλλά τελικά είναι μέσα μας. Γιατί κι εμείς όλοι, παρότι ζούμε και παλεύουμε σε αυτή την κοινωνία και υποτίθεται ότι τα βγάζουμε πέρα, έχουμε ένα κομμάτι που θέλει να επικοινωνήσει με κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι πιο βαθύ, πιο ελεύθερο. Ζορίζεται, πληγώνεται, παθαίνει τις καταθλίψεις του, τις κρίσεις πανικού του. Δεν του το επιτρέπουμε βέβαια, γιατί πρέπει να είμαστε αποτελεσματικοί. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου έχω θυμώσει πολύ με το πόσο αποτελεσματικοί πρέπει συνεχώς να είμαστε. Να τα καταφέρνουμε σε όλα. Να συνδυάζουμε πολλές διαφορετικές ιδιότητες στη ζωή, την καθημερινότητα, και να είμαστε πάντα επαρκείς, σωστοί επαγγελματίες και να βγάζουμε και χρήματα -που δεν βγάζουμε. Και δεν υπάρχει καθόλου χώρος και χρόνος για μια άλλου είδους επικοινωνία που να μην στοχεύει συνεχώς στο αποτέλεσμα. Ακόμα και με τους μαθητές μου που διδάσκω πολλά χρόνια, ενώ τα παιδιά είναι εξαιρετικά, νιώθω τα πράγματα συνεχώς να στενεύουν στο θέμα του χρόνου. Πρέπει να αποδώσει το μάθημα μέσα στη μια ώρα. Αν δεν αποδώσει, δεν είσαι καλή δασκάλα, ή δεν είναι ο άλλος καλός μαθητής. Δεν έχεις το περιθώριο να κάνεις περισσότερη ώρα μάθημα, δεν έχεις το περιθώριο να συναντηθείς εκτός, να πας με τα παιδιά να δεις μια παράσταση. Το παλεύουμε και το προσπαθούμε. Αλλά βλέπεις ότι συνεχώς ο χρόνος που σου δίνει ο άλλος, ζητάει να είναι αποτελεσματικός, γιατί είναι χρόνος που χάνει από το να δουλέψει σε ένα καφέ για να βγάλει να πληρώσει τη ζωή του, κι εσύ του τον στερείς. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις…

Απολύτως. Το ζούμε πολύ σε μια θεατρική πρόβα. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι στο πεντάωρο πάνω θα έχεις φτάσει κάπου. Μπορεί κάτι να έχει αρχίσει να συμβαίνει ακριβώς την ώρα που η πρόβα πρέπει να εκπνεύσει. Τι κάνουμε εκεί;

Δυστυχώς πρέπει να σταματήσουμε, διότι ο καθένας μας έχει να τρέξει σε χίλιες δουλειές και δεν μπορείς να πεις στον συνεργάτη σου «δεν θα πας εκεί», γιατί δεν τον καλύπτει η αμοιβή που του δίνεις για να μείνει μόνο σε σένα. Εδώ δεν καλύπτει ούτε εσένα που τρέχεις! Είναι αδύνατον μία παράσταση να καλύψει έναν συνεργάτη και να απαιτήσεις από αυτόν την αποκλειστικότητα. Βέβαια πολλές φορές οι άνθρωποι υπερβαίνουν εαυτούς και θα μείνουν στην πρόβα, και θα συζητήσουν, και θα προσπαθήσουν με πολύ κόπο να είναι αυτή η πρόβα δημιουργική. Δεν λέω ότι τα όρια δεν είναι πολλές φορές χρήσιμα. Ούτε πιστεύω ότι πρέπει κανείς να δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο. Είναι καλά τα όρια και μπορούν να δώσουν μια μεγάλη ελευθερία μέσα στο πλαίσιο που θέτουν. Αλλά είναι απάνθρωποι ρυθμοί, και για να σκάψεις πραγματικά σε αυτούς τους ρυθμούς υπάρχει μια βία. Πρέπει να μπω στην πρόβα και να μπορέσω να μπω στη σκέψη του Λούσια πολύ γρήγορα. Αλλά η σκέψη του Λούσια είναι άλλη. Είναι αργή, έχει άλλη ταχύτητα. Κι εγώ βιάζω τον εαυτό μου για να μπει μέσα στην κατάσταση του Λούσια. Και τότε φυσικά ξεφτίζει. Δεν είναι αρκετά δημιουργικό. Με πληγώνει, με καταπονεί. Χρειάζεται μια φοβερή ισορροπία για να πεις: ναι, θα επιτρέψω στον εαυτό μου για μια πρόβα να μείνουμε στην πρώτη σελίδα γιατί πρέπει! Δεν γίνεται να το τρέξουμε. Δεν γίνεται!

Σκεφτόμουνα πόσο σημαντικά είναι κάποια πράγματα τα οποία διαβάζουμε ή βλέπουμε σε νεαρή ηλικία, ενδεχομένως πριν από τη στιγμή που «θα έπρεπε». Γιατί ο «Λούσιας» είναι ένα κείμενο τολμηρό για μία έφηβη ή μία κοπέλα σε πολύ νεαρή ηλικία, όπως μου περιγράφεις. Να μνημονεύσω ότι η ραδιοφωνική μετάδοση του «Λούσια» από το Τρίτο Πρόγραμμα προκάλεσε σκάνδαλο. Κόπηκε.

Ναι. Θεωρήθηκε αθυρόστομο. Προκλητικό. Δεν το ένιωσα ποτέ έτσι.

Ούτε εγώ. Μάλιστα θυμάμαι να διαβάζω το βιβλίο έχοντας τη γνώση του γεγονότος και να λέω «μα γιατί;»

Ίσως οι στιγμές που περιγράφει την σεξουαλική του εμπειρία. Είναι συγκλονιστικά όμως αυτά τα κομμάτια. Στο σπίτι που έχουν τον Λούσια παραπαίδι για κάποια χρόνια, στην οικία του κυρίου Κοντολέοντος, υπάρχει μια γυναίκα που έρχεται από ένα χωριό και αναλαμβάνει να του δείξει πώς γίνεται η ερωτική πράξη. Και μετά ο Στέργιος τον πηγαίνει σε μια πόρνη. Η περιγραφή της σωματικής του εμπειρίας είναι συγκλονιστική. Και ίσως αυτό σοκάρει, γιατί όταν μιλάμε για αυτούς τους ανθρώπους, δεν το σκεφτόμαστε ότι έχουν κι αυτοί ανάγκες ερωτικές, σεξουαλικές. Ο Λούσιας έχει ανάγκη να συνδεθεί, να αγαπήσει, να αγαπηθεί. Μας φαίνεται ότι δεν θα έπρεπε. Δεν έχει το δικαίωμα. Είμαστε πολύ σκληροί απέναντι σε αυτή την σεξουαλική επιθυμία. Υπάρχει ένα διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου που με έχει συγκλονίσει. Περιγράφει μια μητέρα με ένα παιδί με πρόβλημα -με αυτισμό μάλλον- και στην ηλικία που το παιδί θα έπρεπε να έχει κάποια σεξουαλική εμπειρία, η μητέρα κάνει έρωτα με το γιο της μόνο και μόνο για να τον ανακουφίσει. Και ενώ είναι ανατριχιαστικό και μπορεί να σε απωθήσει, από την άλλη βλέπεις την τεράστια αγάπη αυτής της μάνας που το κάνει μόνο και μόνο για να ανακουφίσει το παιδί από τον σωματικό πόνο και την επιθυμία, η οποία πρέπει να εκφραστεί, να εκδηλωθεί και να μάθει το σώμα αυτή του τη λειτουργία. Είναι τολμηρός ο Σωτήρης Δημητρίου. Όπως και ο Χουλιαράς στον «Λούσια».

Είναι όμως και λογοτεχνικώς εκπληκτικά αυτά τα αποσπάσματα. Εμένα το μυαλό μου πήγε στον Φώκνερ, «Η βουή και η αντάρα». Ο τρόπος που ακολουθεί τη ματιά αυτού του παιδιού με πήγε σε ένα τεράστιο συγγραφέα.

Είναι εκπληκτικός ο τρόπος που έχει βρει και έχει πιάσει τον τρόπο ομιλίας. Ενώ είναι μυθιστόρημα, είναι η αφήγηση προσωπική: ο Λούσιας μιλάει και περιγράφει. Οι επαναλήψεις του, τα κολλήματα του με κάποια πράγματα που επανέρχονται, η σχέση του με το χρόνο, με το σώμα του, με τη μνήμη. Ο Χουλιαράς μπήκε πολύ βαθιά στη σκέψη του Λούσια. Μου έκανε εντύπωση πώς μιλώντας το με οδηγούσε μόνο του: λέμε πως όταν το θεατρικό έργο είναι καλό, ο τρόπος γραφής του συγγραφέα θα σε οδηγήσει και στον χαρακτήρα και μπορεί να τον βρεις μέσα από τον τρόπο ομιλίας. Το βρήκα εδώ που είναι μυθιστόρημα και δεν είναι θεατρικό έργο. Έχει πιάσει ακριβώς αυτό το χάσιμό του, τα κενά του. Πιστεύω βέβαια πως είχε κάτι από το Λούσια κι ο ίδιος ο Χουλιαράς.

Επέλεξες και μια φόρμα αρκετά τολμηρή και ασυνήθη για να το αποδώσεις.

Νομίζω ότι εκεί έγινε το κλικ, γιατί ήθελα πολλά χρόνια να ασχοληθώ με τον Λούσια, αλλά δεν ήξερα πώς. Όλο το σκεφτόμουν κι όλο το παρατούσα. Η Σοφία Χουλιαρά είχε τη σκέψη για τον Άθω Δανέλλη. Γνωρίζοντας το έργο του πατέρα της, είχε αυτή τη γνώση ότι ο Χουλιαράς παίζει με τη σκιά. Αυτές οι τερατόμορφες σκιές που είναι κυρίαρχες στο έργο του. Και η Σοφία και εγώ θέλαμε να δουλέψουμε με τον Άθω. Εκεί γίνονται αυτά τα κλικ που λες ότι μπορεί να είναι και μαγικά. Επειδή έχεις συναντηθεί με κάποιον άνθρωπο, κάνεις μια σκέψη πάνω σε ένα έργο και λες: ναι, με αυτόν θέλω. Ο Άθως έχει ένα χαρακτηριστικό πολύ σπάνιο: είναι εξαιρετικά βαθύς γνώστης της παράδοσης του Καραγκιόζη -του αυθεντικού Καραγκιόζη- αλλά τολμάει να δοκιμάζει πράγματα που είναι εκτός παραδοσιακής φόρμας. Το έχει κάνει και στο παρελθόν, το κάνει και τώρα μαζί μας. Αυτό είναι σπάνιο. Συνήθως οι καλλιτέχνες που υπηρετούν μια λαϊκή παραδοσιακή τέχνη – μουσική, θέατρο σκιών, παραδοσιακούς χορούς κτλ- έχουν κάποιες εμμονές στο να μη χαλάσουνε αυτό που φέρει η παράδοση. Βέβαια εκεί είναι που χάνεται ένα κομμάτι της παράδοσης, γιατί η παράδοση είναι φτιαγμένη μέσα από αλλοιώσεις και φτάνει σήμερα εδώ. Δεν είναι ότι εμείς παραλάβαμε κάτι τώρα και πρέπει να το διατηρήσουμε αυτούσιο -αυτό πια είναι πεθαμένο. Αν πιστεύουμε ότι η παράδοση είναι ζωντανή, αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να την πειράξουμε, γιατί μέσα από εμάς θα συνεχίσει να υπάρχει.

 

Ο Άθως πάντως έχει αυτό το μεγάλο χάρισμα. Είναι μεγάλο σχολείο να είσαι δίπλα του και να μαθαίνεις πώς αλλάζει τις φωνές, πώς περνάει από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον. Μιλάμε για τέχνη ηθοποιού με την δική του φόρμα, του θεάτρου σκιών. Επίσης λατρεύει τον Νίκο Χουλιαρά. Εγώ δεν ήθελα σε καμία περίπτωση, αλλά δεν μπορούσαμε και πρακτικά να κάνουμε μια παράσταση που θα είχαμε δέκα ηθοποιούς να παίζουν τον κύριο Κοντολέοντα, την κυρία Κοντολέων -μπερδεύομαι γιατί ο Λούσιας δεν το κλίνει το επώνυμο, το αφήνει  Κοντολέων. Δεν θα το έκανα. Πιστεύω ότι όλα είναι μέσα στο κεφάλι του. Αυτοί οι άνθρωποι που έχει γνωρίσει, που έχουν περάσει από τη ζωή του, τώρα, εκεί που στέκεται στο Δώδεκα, όλοι αυτοί ξεπηδάνε μέσα από το κεφάλι του, τους θυμάται και τους φέρνει μέσα από τα δικά του μάτια και μέσα από μια αλλοίωση. Είναι πειραγμένες οι μορφές, οι σκιές. Όλοι αυτοί τον έχουν στοιχειώσει, με την κακία τους, με τη συμβατικότητα τους, με τους φόβους. Εμφανίζονται παραμορφωμένοι, αλλά τελικά αυτή η παραμόρφωση είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Γι αυτό είπαμε ότι θα ξεπηδήσουν μέσα από τον μπερντέ. Είναι ένας μπερντές-παράθυρο ή πόρτα, πύλη σε κάτι άλλο.

Τώρα που το λες, και στα εικαστικά του Χουλιαρά υπάρχουν αυτές οι σκιές.

Ναι, ναι, ακριβώς. Από εκεί προέκυψε και ο τίτλος «Στη σκιά του Λούσια», που και αυτός ανήκει στη Σοφία  Χουλιαρά.  Είναι «Ο Λούσιας» μεν, αλλά επεξεργασμένος πολύ. Με παίδεψε πάρα πολύ το κόψιμο. Δεν μπορούσα να κόψω τίποτα! Ήθελα να κάνουμε όλο το μυθιστόρημα! Με πολύ πόνο έκοβα. Γιατί λες: «Μα αυτό το έχει ξαναπεί». Ναι, μα το ότι το έχει ξαναπεί είναι η ουσία. Έχει λόγο αυτό. Το περιεχόμενο βγαίνει μέσα από την εμμονή του και την επανάληψη. Περνάνε πράγματα για όλη την ιστορία της Ελλάδας από το ’50 μέχρι το ’77, που δεν ξέρεις ποιο να πιάσεις, ποιο να αφήσεις. Οπότε έπρεπε να βρεθεί ο άξονας. Με παίδεψε πολύ αυτό κι ακόμα με παιδεύει.

Μου δημιουργείται μια άλλη απορία. Πώς ένα κορίτσι στα Γιάννενα του τότε συναντιέται με το θέατρο;

Κοίταξε, ήταν τότε η ίδρυση του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Υπήρχε το πάθος κάποιων ανθρώπων να υπάρξει και στα Γιάννενα επαγγελματικό θέατρο. Πέρασαν ωραίοι ηθοποιοί και ωραίοι σκηνοθέτες. Ενώ οι γονείς μου δεν ήταν καλλιτέχνες αλλά καθηγητές, είχαν πάντα επαφή με τη ζωή της πόλης γενικότερα, με την κουλτούρα της. Βρισκόμουν συχνά εκεί σε πρόβες, στο θέατρο Καμπέρειον, και με είχε μαγέψει η ζωή του ηθοποιού πρώτα απ όλα: μια κατάσταση λίγο μποέμικη, έξω από τα πλαίσια, αντισυμβατική. Αυτά τα πάθη, οι εντάσεις, τα έργα, τα κοστούμια κι οι κουβέντες μέχρι αργά. Παρακολουθούσα αυτή τη διαδικασία. Και βέβαια, έβλεπα παραστάσεις που ερχόντουσαν στα Γιάννενα και στο θέατρο της Δωδώνης. Ήμουν τυχερή: κάποια στιγμή το Πνευματικό Κέντρο Ιωαννίνων είχε φέρει τον Μαρσέλ Μαρσό. Είχα δει την Ομάδα Εδάφους του Παπαϊωάννου στην πρώτη της παράσταση, «Τα τραγούδια»! Και είπα: Τι είναι αυτό; Πόσο σημαντικό είναι σε μια μικρή πόλη έστω και ένας άνθρωπος στην κατάλληλη θέση να κάνει μια κίνηση… Αυτή η κίνηση γράφει πάρα πολύ, ειδικά στα παιδιά που βρίσκονται στην εφηβεία. Γι αυτό είναι ακόμα καημός μου και τα Γιάννενα, και το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων. Εγώ που έχω ζήσει στην επαρχία, καταλαβαίνω ότι κι ένα καλό πράγμα να συμβεί, κάνει μεγάλο γκελ. Μπορεί να βοηθήσει πολλά παιδιά να σταθούν στα πόδια τους, να πάρουν αποφάσεις, να φύγουν από την κατάθλιψη ή τη μαυρίλα. Μια παράσταση. Εγώ την ένιωσα αυτή τη δύναμη που έχει το έργο τέχνης. Μια παράσταση να σε μετακινήσει και να σου πει: Υπάρχει και κάτι άλλο, που μπορεί να σου ανοίξει μια πόρτα κάπου αλλού. Δεν είναι μοναχά τα Γιάννενα, όπως λέει και ο Λούσιας. Υπάρχει και κάτι έξω. Τα Γιάννενα ήταν και είναι κλειστά. Είναι το λεκανοπέδιο, είναι η μαύρη τρύπα της λίμνης που σε ρουφάει κάτω, και γύρω-γύρω είναι τα βουνά, δεν έχεις διέξοδο. Έχει μια γοητεία, σε πάει πολύ μέσα. Τα ευγνωμονώ για τα ψαξίματα μου, τα υπαρξιακά και φιλοσοφικά, για το σκοτάδι της ψυχής μου, αλλά κάπου χρειάζεται μια ανάσα. Αυτή την ανάσα σε μένα προσωπικά, την έδωσε το θέατρο μέσα από το ΔΗΠΕΘΕ,  αλλά και οι παραστάσεις που έρχονταν από την Αθήνα ή και από το εξωτερικό. Πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί ή έναν έφηβο να δει ότι υπάρχει και ένα παράθυρο σε κάτι άλλο, που μπορεί να το ακολουθήσει με όποιον τρόπο θεωρήσει! Έτσι έγινε. Πάντως όταν ήρθα στην Αθήνα, χάρη σε όλες αυτές τις εμπειρίες δεν ένιωσα επαρχιωτάκι! Φυσικά και είδα εδώ παραστάσεις που με συγκλόνισαν  και που δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν, όπως του Λευτέρη Βογιατζή. Αλλά είχα υλικό. Έχω έναν καημό για το αν στην επαρχία αυτή τη στιγμή δίνεται η δυνατότητα για να υπάρξει αυτό το υλικό. Αλλού ναι κι αλλού όχι, ανάλογα με τη φάση που περνάει η κάθε πόλη.

 

Το «Στη σκιά του Λούσια», βασισμένο στο μυθιστόρημα «Ο Λούσιας» του Νίκου Χουλιαρά, παίζεται στο Θέατρο Από Μηχανής κάθε Δευτέρα και Τρίτη.  Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Ρηνιώ Κυριαζή. Εικαστική επιμέλεια – Φωτογραφίες: Σοφία Χουλιαρά. Σκηνογραφία: Σοφία Χουλιαρά – Ναταλία Μαντά. Μουσική σύνθεση: Νίκος Βελιώτης. Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση. Παίχτης Θεάτρου Σκιών: Άθως Δανέλλης. Ηθοποιός: Ρηνιώ Κυριαζή. Συνεργάτης σκηνής: Δέσποινα Χαλκορόκα. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: Στη Σκιά του Λούσια | Εισιτήρια online! | More.com