Φωτογραφίες: Albert Vidal / Vèrtex Comunicació
Το Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας είναι το τελευταίο γεγονός που επέζησε από μια λαμπρή ιδέα της δεκαετίας του ’90: να ανατεθεί, κατά τα γαλλικά πρότυπα, μια τέχνη σε κάθε πόλη. Ελλιπής στήριξη από το κοινό και τις τοπικές αρχές, αλλά ενίοτε και από την κεντρική εξουσία, οδήγησαν τους υπόλοιπους θεσμούς σε μαρασμό. Στην Καλαμάτα, το φεστιβάλ ευτύχησε να έχει επί πολλά χρόνια μια εμπνευσμένη καλλιτεχνική διευθύντρια στην οποία η πόλη, αλλά και όλοι μας, οφείλουμε σημαντικό μέρος των γνώσεών μας για το σύγχρονο χορό: τη Βίκυ Μαραγκοπούλου.
Η φετινή 26η έκδοση του Φεστιβάλ Χορού έρχεται σε ένα καλοκαίρι από δύσκολο έως τραγικό για τον πολιτισμό: οι ματαιώσεις των εκδηλώσεων είναι αλλεπάλληλες, οφειλόμενες τόσο στο φόβο του ιού, όσο και στις παλινωδίες των αρμοδίων φορέων, που εξαντλούν την αυστηρότητα και την προνοητικότητά τους έναντι της πανδημίας σχεδόν αποκλειστικά στις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Παρόλα αυτά, η εδώ και τρία χρόνια καλλιτεχνική διευθύντρια Λίντα Καπετανέα πέτυχε κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο: όχι μόνο την επιτυχή διεξαγωγή του φεστιβάλ, αλλά και ένα λαμπρό προγραμματισμό, που συμπεριλάμβανε ηχηρά ονόματα από το διεθνή χώρα που κάθε ευρωπαϊκός θεσμός θα ήθελε να έχει καλεσμένους του, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα εκπροσώπηση των τάσεων του ελληνικού σύγχρονου χορού.
Ο πολύς Βιμ Βαντεκέιμπους με την ιστορική ομάδα του Ultima Vez κήρυξαν την έναρξη με την τελευταία τους ολοκληρωμένη δουλειά, Traces. Μπορεί να μην πρόκειται για το αριστούργημά του, αλλά είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά με λαμπρές στιγμές, βιτριολικό χιούμορ και τον γνωστό δυναμισμό που χαρακτηρίζει το χορογράφο. Η παλιά του φιλία με τη Λίντα Καπετανέα, που υπήρξε για καιρό χορεύτρια της ομάδας,
Η Κατρίν Ποντιέ ανέλαβε να χορογραφήσει το Same Same, ένα ντελιριακό ντουέτο για τη σημαντική τσέχα χορεύτρια Τερέζα Όντροβα και την περσόνα του θεάτρου Πέτρα Τεϊνόροβα. Ένα ιδιοφυές και απολαυστικό παιχνίδι μίμησης και ανταγωνισμού, με ευρηματική χρήση των αντικειμένων και αστείρευτη πρωτοτυπία. Κάτι που πρέπει να δει κανείς για να το πιστέψει!
Δεν θα προσπαθήσω καν να κρύψω το σοβαρό πρόβλημα που μου προκύπτει πάντοτε με τις δουλειές του Ισραέλ Γκαλβάν. Το είδος που υπηρετεί, το φλαμένκο, είναι μια φόρμα, παγιωμένη, δύσκαμπτη, με περιορισμούς από τη φύση της. Οι προσπάθειές του να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη γλώσσα για να διατυπώσει διαφορετικές, αφηρημένες, οικουμενικές έννοιες, μοιάζουν να πέφτουν, παρόλη την αδιαμφισβήτητη δεξιοτεχνία του, στο κενό. Ο κραυγαλέος ναρκισσισμός του δεν βοηθά προς καμία κατεύθυνση. Στο σόλο του, είτε χορεύει πάνω σε χαλίκια, είτε πάνω σε ένα κρουστό όργανο, είτε χρησιμοποιεί οποιοδήποτε αντικείμενο ή πηγή ήχου, εξακολουθώ να βλέπω μόνο …φλαμένκο. Δεν κατόρθωσα ποτέ να δω πού συναντιούνται οι δημιουργίες του με αυτό που ονομάζουμε σύγχρονο χορό. Φυσικά, πρόκειται για ένα σημαντικό όνομα του διεθνούς χορευτικού στερεώματος, κι η μετάκλησή του μόνο επιτυχία αποτελεί για οποιοδήποτε φεστιβάλ.
Για το Kaos της Ιωάννας Πορτόλου και της Griffón Dance Co, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια: πρόκειται ίσως για το κορυφαίο τους επίτευγμα. Η Ελλάδα του χτες και του σήμερα (έχει διαφορά άραγε; Και ποια;) σε ένα σαρδόνιο, ευφυές, σατιρικό και σπαρακτικό δημιούργημα που εντυπωσίασε από την πρώτη του κιόλας παρουσίαση πέρυσι στη Μικρή Επίδαυρο. Άξιζε – και αξίζει – μερικές παραστάσεις ακόμη.
Στον αντίποδα, τα Τάματα του Φώτη Νικολάου δεν πέτυχαν να προσθέσουν κάτι στα ήδη γνωστά. Το κινητικό τους λεξιλόγιο έμοιαζε γνωστό και πολυφορεμένο, η ανάπτυξή τους αναμενόμενη, κι η διάρκεια της παράστασης σαφώς μεγαλύτερη από αυτό που μπορούσε να υποστηριχτεί δραματουργικά. Το σύνολο ανέδινε μια αίσθηση παλαιού και ξαναϊδωμένου. Σίγουρα δεν ανήκουν στις ευτυχείς στιγμές του άξιου και έμπειρου χορογράφου τους.
Το Here της Λάλι Αϊγουαδέ και του Γκιγιέμ Σατίρ (το ρόλο του εδώ ερμήνευσε ο Λίσαρντ Τράνις) δημιουργεί ένα κόσμο εκ του μηδενός. Η παρουσία κι η φωνή μιας σοπράνο θέτουν τους όρους και τις συνθήκες, και οι δύο χορευτές, τα δύο πλάσματα, ενσαρκώνονται, εξερευνούν, ζουν, αυτονομούνται. Μια ονειρική στιγμή, που μου έφερε στο νου την Εφεύρεση του Μορέλ.
Οι kóka&panú δημιουργούν όλο και σοβαρότερες υποθήκες για το μέλλον. Η νέα τους δουλειά, ύλη, διαθέτει σημαντικότατες αρετές, αλλά και λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν πως ακόμα το ντουέτο βρίσκεται στη διαδικασία να προσδιορίσει το στίγμα του – πράγμα διόλου αρνητικό. Οι ηχητικές εγκαταστάσεις του Παναγιώτη Μανουηλίδη υπό τη μορφή κατασκευασμένων μουσικών οργάνων είναι απλώς συναρπαστικές, και θα έβρισκαν λαμπρές εφαρμογές και στο θέατρο. Η Κωνσταντίνα Ευθυμιάδου διαθέτει ερμηνευτική λιτότητα ως χορεύτρια, την οποία θα πρέπει να αποκτήσει λίγο περισσότερο δραματουργικά ως χορογράφος – το βασικό που μπορεί κανείς να προσάψει στην παράσταση είναι πως θα μπορούσε να είναι λίγο πιο συμπυκνωμένη σε διάρκεια, καθώς δίνει την αίσθηση πως έχει πάνω από ένα φινάλε.
Ο Βίκτωρ Τσέρνιτσκυ μας παρουσίασε το Pli, ένα σόλο του με 22 καρέκλες (!). Ο νέος αυτός τσέχος καλλιτέχνης, που είχε ξεχωρίσει από την πρώτη του κιόλας δουλειά, έστησε πάνω στη σκηνή ένα ευφυέστατο παιχνίδι γεμάτο χιούμορ και σασπένς, συνδυάζοντας τσίρκο, χορό και αφηγηματικότητα σε ένα μείγμα εκρηκτικό και βαθιά παράλογο, ταυτόχρονα πρωτότυπο, αλλά και προερχόμενο από την κεντροευρωπαϊκή παράδοση του είδους.
Τελευταία είδαμε την αδιαμφισβήτητη κορωνίδα του Φεστιβάλ, το Diptych των Peeping Tom. Οι ιδρυτές και χορογράφοι της ρηξικέλευθης, εδραζόμενης στο Βέλγιο ομάδας, Γκαμπριέλα Καρίτζο και Φρανκ Σαρτιέ, διαθέτουν μια σπάνια ικανότητα: να δημιουργούν εικόνες που έχουν την ποιότητα του εφιάλτη. Η πραγματικότητα, η φαντασίωση, η φοβία και το όνειρο λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο με την ίδια ρευστότητα που τα σώματα των χορευτών κινοιύνται προς τη συνάντησή τους, ενώ ταυτόχρονα οπισθοχωρούν, σε μια κίνηση – σήμα κατατεθέν του λεξιλογίου των Peeping Tom. Συγκίνηση, τρόμος, ομορφιά κι ανατριχίλα, σε ένα εξαίσιο σύνολο που δύσκολα σβήνεται από τη μνήμη. Ευφρόσυνη προσθήκη στην ομάδα, ο θαυμάσιος κύπριος χορευτής Πάνος Μαλακτός, που ανακαλύψαμε στην πιο πρόσφατη παράσταση του Ηλία Αδάμ.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς τις καθημερινές παραστάσεις στην κεντρική πλατεία της πόλης, που ενέτασσαν το χορό στην καθημερινότητα και της προσλαμβάνουσες των κατοίκων της, περαστικών ή θαμώνων των γύρω καφέ, αλλά και τα σεμινάρια, πολύτιμα για όλους τους επαγγελματίες του χώρου. Το σύνολο ήταν ένα δεκαήμερο κατά το οποίο, όπως θα ονειρευόταν κανείς, ολόκληρη η πόλη ζούσε στους ρυθμούς του Φεστιβάλ, που με λίγους παραπάνω πόρους θα μπορούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του παντού. Να τονιστεί ιδιαίτερα πως η τήρηση των κανόνων ασφαλείας και υγιεινής ήταν σχολαστική και επιτηρείτο ευγενέστατα, αποδεικνύοντας πως οι παραστατικές τέχνες μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς κίνδυνο για το κοινό, πολύ ευκολότερα από άλλες δραστηριότητες που όλοι γνωρίζουμε και δεν χρειάζεται να κατονομάσουμε. Συνοψίζοντας το καλλιτεχνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, αλλά και τη δύναμη του παραδείγματος που τόλμησε να θέσει εν μέσω της φετινής αδιανόητης συνθήκης, το 26ο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας υπήρξε το κορυφαίο πολιτιστικό γεγονός αυτού του καλοκαιριού. Κι όχι επειδή τα περισσότερα άλλα ματαιώθηκαν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν: θα ήταν ούτως ή άλλως. Υπήρξε, άλλωστε, και στο παρελθόν, τότε που στην Καλαμάτα μπορούσε κανείς να δει πρώτος τους καλλιτέχνες για τους οποίους θα μιλούσε σε λίγο καιρό όλη η Ευρώπη. Αν συνεχίσει με την ίδια ένταση και προς την ίδια κατεύθυνση, η Λίντα Καπετανέα θα επιτύχει να αναβιώσει αυτές τις λαμπρές στιγμές και – γιατί όχι; – να τις ξεπεράσει.