Από την παρουσίαση του προγράμματος του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών από τον καλλιτεχνικό του διευθυντή Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, κατέστη σαφές πως, καθώς είναι το τελευταίο που υπογράφει, τουλάχιστον στην παρούσα θητεία του που λήγει στα τέλη Απριλίου, αυτή θα συνδυαζόταν και με ένα είδος απολογισμού. Ας κινηθούμε λοιπόν σε αυτή την κατεύθυνση…

Ξεκινώντας θα ήθελα να πω πως αυτό το άρθρο θα ασχοληθεί τόσο με όσα θα λάβουν χώρα στην Αθήνα, όσο και στην Επίδαυρο: μπορώ να υποθέσω για ποιους λόγους το πρόγραμμα παρουσιάστηκε σε δύο φάσεις, αλλά το Φεστιβάλ είναι ενιαίο, Αθηνών και Επιδαύρου, και ως τέτοιο θα εξεταστεί.

Προφανέστατα, το ζήτημα της διαφορετικότητας, είτε στο επίπεδο των έμφυλων ταυτοτήτων είτε σε άλλα, είναι ένα από τα πλέον καυτά και ευαίσθητα, και απασχολεί πλήθος δημιουργών ανά τον κόσμο. Επίσης, η τόλμη αυτής της επιλογής σε μια χώρα όπου τίποτα τέτοιο δεν είναι αυτονόητο, είναι προφανώς αξιέπαινη. Όμως θεωρώ πως θα ήταν σφάλμα να μην επισημανθεί πως σχεδόν ταυτόσημο υπήρξε το θέμα του περυσινού Φεστιβάλ της Αβινιόν: θεμιτό και δημιουργικό το να εμπνέεται κανείς από τα συμβαίνοντα, όμως το να επαναλαμβάνει, και μάλιστα τόσο σύντομα, την επιλογή ενός τόσο μεγάλου θεσμού μη δηλώνοντας την πηγή έμπνευσης, μπορεί να μην είναι και τόσο λαμπρή ιδέα. Σε τελική ανάλυση, εφόσον ο καθείς δικαιούται τη δική του, ξεχωριστή ταυτότητα, το ίδιο δεν ισχύει και για το Φεστιβάλ Αθηνών;

Σε ότι αφορά το ξένο πρόγραμμα, οι μεγάλες εκπλήξεις εντοπίζονται στην Επίδαυρο. Εντός των τειχών, θα δούμε το υπερφιλόδοξο, αμφισβητούμενο, αναβληθέν και τελικώς ολοκληρωμένο Kanata, συνεργασία του Ρομπέρ Λεπάζ με την Αριάν Μνουσκίν και το Θέατρο του Ήλιου. Κάτι που ξεκίνησε ως μια απρόσμενη, αλλά ενδιαφέρουσα συνεργασία μεταξύ δύο μέγιστων δημιουργών, εξελίχτηκε σε εφιάλτη: οι αυτόχθονες κάτοικοι του Καναδά που αποτελούν και το αντικείμενο της παράστασης, διαμαρτυρήθηκαν έντονα που ο Λεπάζ κάνει παράσταση γι αυτούς χωρίς αυτούς. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση του Κεμπέκ απέσυρε την οικονομική της υποστήριξη από το εγχείρημα. Η Μνουσκίν ανέλαβε το ρίσκο, και το αποτέλεσμα, που δεν πρόλαβε να λάβει μέρος στο φετινό Φεστιβάλ του Φθινοπώρου, όπως είχε προγραμματιστεί, κι ανέβηκε τον Ιανουάριο στο Θέατρο του Ήλιου. Οι κριτικές διχάζονται: κάποιοι μιλούν για δημόσια απολογία των συντελεστών της, και κάποιοι για ένα υπέροχο σκηνικό αντικείμενο.

Ο πάλαι ποτέ καινοτόμος δημιουργός και νυν πειθήνιο festival darling Ρομέο Καστελλούτσι, θα μας επισκεφθεί για νιοστή φορά με τη νέα του παραγωγή, La Vita Nuova. Το δελτίο τύπου αναφέρεται στον Ερνστ Μπλοχ ως αφετηρία, ο τίτλος όμως παραπέμπει στο Δάντη: τον ίδιο Δάντη που, μέσω Θείας Κωμωδίας, υπήρξε το όχημα του Καστελλούτσι προς την ευρύτερη αποδοχή, αλλά και τη λείανση της τραχύτητας από το έργο του προκειμένου να την επιτύχει. Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία: ως γνωστόν, ο τέως ερημίτης της Τσεζένα κάνει παραστάσεις με βάση την εικόνα, όπου τα κείμενα δεν είναι παρά αφορμές, ενώ συχνά απουσιάζουν παντελώς από την τελική εκδοχή. Οψόμεθα…

Στο, πάντοτε ενδιαφέρον, ξένο πρόγραμμα, συναντάμε επίσης μεταξύ άλλων  την Ανχέλικα Λίντελ, πάντοτε ακραία κι απρόβλεπτη: άγνωστο αν θα δει κανείς ένα εξαντλητικό Misery Show με τη γνωστή ανεξέλεγκτη υστερία της, ή ένα τολμηρό δημιούργημα που θα αγγίζει σπανίως παρουσιαζόμενα σημεία του ανθρώπινου υποσυνείδητου – ή κάτι ανάμεσα στα δύο. Η Λίντελ είναι σαφέστατα ικανή για όλα τα παραπάνω.

Στα καθ’ημάς τώρα: απολύτως ευφρόσυνη η πρώτη παρουσία του Θάνου Σαμαρά με το Χρύσιππο του Δημήτρη Δημητριάδη: μετά τον Ευαγγελισμό της Κασσάνδρας του ίδιου συγγραφέα, που υπήρξε από τις καλύτερες στιγμές της περυσινής σεζόν, αλλά και το κορυφαίο σκηνοθετικό ντεμπούτο της, ανυπομονώ να δω τι μας επιφυλάσσει στη νέα του απόπειρα ο Σαμαράς. Επίσης μεγάλη χαρά μου δίνει η παρουσία στο Φεστιβάλ των C for Circus: μετά την καλλιτεχνική επιτυχία που είχε Το Δαχτυλίδι της Μάνας, επιστέγασμα μιας πορείας χρόνων, αλλά και ένδειξη του περάσματός τους στην ωριμότητα, οι Μεταμορφώσεις του Οβίδιου είναι μια νέα πρόκληση για την ομάδα. Επίσης, ο Κώστας Κουτσολέλος κι η Βάσω Καμαράτου, προερχόμενοι από το θρίαμβο του Lasciatemi Morire στην Πειραματική Σκηνή, καλούνται να δείξουν με τα Καλοκαιρινά Μπάνια τους, τι άλλο μας επιφυλάσσει η πολύχρονη και γόνιμη σκηνική τους συνύπαρξη.

Δύο προβλήματα θα μπορούσα να επισημάνω στο ελληνικό κομμάτι του Φεστιβάλ. Το ένα είναι η σχεδόν αποκλειστική παρουσία νεώτερων ομάδων και καλλιτεχνών. Δεν είναι δυνατόν ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ή ο Γιώργος Παπαγεωργίου να συγκαταλέγονται στους σχετικά έμπειρους, ενώ οι περισσότεροι εκ των άλλων να είναι ακόμη νεώτεροι. Φυσικά και είναι απαραίτητη και γόνιμη η είσοδος και η παρουσία των επερχομένων σκηνοθετών στο Φεστιβάλ Αθηνών, όχι όμως με την ολοκληρωτική σχεδόν απουσία των παλαιοτέρων – με εξαίρεση την Επίδαυρο. Αισθάνομαι πως η Πειραιώς θα είχε ανάγκη από δυο-τρεις μεγάλες παραγωγές καταξιωμένων δημιουργών – κι ας περίσσευαν λιγότερα χρήματα για τους υπόλοιπα. Γιατί αν αυτή η νεολαγνεία λάβει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, κινδυνεύει το ΦΑ να αρχίσει να μοιάζει με το Bob… To δεύτερο ζήτημα είναι η παρουσία στο Φεστιβάλ δύο έργων από την Ισπανία – στο σύνολο των τεσσάρων ξένων! Δεν συμμερίζομαι τη μανία που έχει καταλάβει τη θεατρική Αθήνα με το ισπανικό και καταλανικό ρεπερτόριο. Συχνά έχουμε να κάνουμε με υπερεκτιμημένους δημιουργούς (π.χ. Μπελμπέλ) ή έργα εμφανώς αδύναμα, όπως Τα Μάτια που είδα πρόσφατα, που με το πλήθος τους δημιουργούν απορία γι αυτή τη νέα εμμονή, η οποία μοιάζει να προσβάλλει και το ΦΑ. Μέχρις αποδείξεως του εναντίου φυσικά: δεν γνωρίζω τα εν λόγω κείμενα. Μακάρι να αποδειχτούν διαμάντια.

Ως συνήθως, στο χορό τα πράγματα είναι πολύ καλά. Προσωπικά, σαν λαίμαργος μπροστά σε τραπέζι με λιχουδιές, θα ήθελα να τα δω όλα, ελληνικά και ξένα. Αν όμως δεν μπορεί κανείς παρά να δει μόνο ένα, τότε αυτό ας είναι το αριστούργημα της Ανν Τερέζα ντε Κεερσμάκερ πάνω στις σουίτες για τσέλο του Μπαχ : κάντε ένα δώρο στον εαυτό σας και πηγαίνετε στο Ηρώδειο να δείτε κάτι που ήδη είναι κομμάτι της ιστορίας του χορού, και κάποτε θα περάσει στη σφαίρα του μύθου.

Και πάλι ως συνήθως, τα σοβαρότερα προβλήματα του Φεστιβάλ εντοπίζονται στη μουσική. Όχι λόγω της απουσίας μεγάλων ονομάτων – δεν ισχύει κάτι τέτοιο, κάθε άλλο. Αλλά στην απουσία ουσιαστικής πρότασης, και την έντονη ατολμία που παρουσιάζει το πρόγραμμμα. Κάποιες σημαντικές ξένες ορχήστρες – αν η Pomo d’ oro κι ο Έσσα Πέκκα Σάλονεν δεν πήγαν καλά εμπορικά πέρυσι, ο Λεωνίδας Καβάκος φέτος πού θα πάει, θα το γεμίσει, όπως κι ο Ρικάρντο Μούτι – κάποια βαριά ονόματα σε συμπαραγωγή με τα γνωστά μεγάλα γραφεία, τα οποία όμως τις ίδιες μετακλήσεις θα έκαναν κι εκτός του πλαισίου του Φεστιβάλ, απλώς ενοικιάζοντας το χώρο – Dead Can Dance, Jethro Tull, Tindersticks – κι έξω από την πόρτα. Που είναι η πρόταση του Φεστιβάλ Αθηνών; Ποιο όνομα που ίσως δεν γνωρίζαμε θα μας μάθει, επιλέγοντάς το με παρρησία; Σε ποιο είδος θα επικεντρωθεί και θα το φωτίσει με ένα νέο τρόπο; Κρίμα…

Σε ότι αφορά την Επίδαυρο, λυπάμαι που δεν μπορώ να συμμεριστώ το γενικό ενθουσιασμό: εκτός από τον Οιδίποδα του Μπομπ Ουίλσον και τα πολυαναμενόμενα Ηλέκτρα και Ορέστη του Ευρυπίδη με την Κομεντί Φρανσέζ σε σκηνοθεσία Ίβο βαν Χόβε, τι άλλο έχει πραγματικό ενδιαφέρον, με την έννοια του να μην αισθάνεται κανείς εκ των προτέρων πως το έχει ξαναδεί – αυτό άλλωστε δεν είναι και ένα από τα μόνιμα προβλήματα στην Επίδαυρο;

Η Ορέστεια του Αισχύλου από τρεις διαφορετικές σκηνοθέτιδες (Ιώ Βουλγαράκη, Γεωργία Μαυραγάνη, Λίλλυ Μελεμέ) αποτελεί για μένα ένα μυστήριο: αν η τριλογία θεωρείται ενιαίο σύνολο, γιατί δεν αφήνεται μια από τις τρεις δημιουργούς να πράξει όπως νομίζει; Αν πάλι όχι, από πού κι ως πού καλούνται τρεις τόσο διαφορετικές στην αντίληψή  τους για το θέατρο σκηνοθέτιδες να δουλέψουν με το ίδιο σύνολο ηθοποιών, που αναπόφευκτα δεν θα είναι για καμιά τους ακριβώς αυτό που θα επέλεγε; Αισθάνεται κάποιος πως οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα, που υπήρξαν αποτέλεσμα παρόμοιας έμπνευσης, σημείωσαν τόσο θριαμβευτική επιτυχία που να πρέπει το εγχείρημα να επαναληφθεί;

Όσο για τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, τι να πω… Κατανοώ πως τα Αθηναϊκά Θέατρα έχουν βρει μια λύση που τους βολεύει, αναθέτοντας συχνά τη σκηνοθεσία σε ηθοποιούς. Όμως η Επίδαυρος έχει άλλη λογική και απαιτήσεις. Και δεν κρύβω πως οι απόπειρες του Μαρκουλάκη στις σκηνές της Αθήνας τη τελευταία διετία, μου έχουν φανεί στην πλειοψηφία τους σχεδόν «ασκηνοθέτητες». Και δεν θα ήθελα να ακούσω το επιχείρημα πως η παράσταση θα σημειώσει σίγουρα εμπορική επιτυχία, γιατί θα θυμηθώ την γνωστή ρήση του Αλέξη Μινωτή: Αν η επιθυμία μας είναι η Επίδαυρος να γεμίζει, μπορούμε να διοργανώνουμε εκεί ποδοσφαιρικούς αγώνες. Μακάρι το σκηνικό αποτέλεσμα να μας εκπλήξει ευχάριστα. Προσωπικά δεν αισιοδοξώ.

Για μένα, λοιπόν, ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ιφιγένεια εν Αυλίδι σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού (είναι μια ευκαιρία που νομίζω πως τη δικαιούται), καθώς κι οι Νεφέλες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά: θέλω πολύ να δω αν η θεματική εξέλιξη στη δουλειά του  – ακόμα νεαρού, και το εννοώ πραγματικά ως φιλοφρόνηση  – σκηνοθέτη μας, έχει επηρεάσει και το βλέμμα του στην αρχαία γραμματεία. Δεν θα το κρύψω: τον εκτιμώ, αλλά δεν ανήκω στους θαυμαστές της παλαιότερης Ελένης του. Κατόπιν αυτών, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη  μικρή Επίδαυρο, με κορωνίδες τα έργα Ξενάκη, Χρήστου, Κουμεντάκη σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, και τη Φαίδρα του Ρακίνα από την Έφη Θεοδώρου. Όλα όμως σχεδόν όσα θα παρουσιαστούν εκεί μοιάζουν να αξίζουν να τους δοθεί μια ευκαιρία.


Συνοψίζοντας: Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ευφυής άνθρωπος, είχε την πρόνοια να συγκεντρώσει γύρω του μια ομάδα ικανότατων συνεργατών, που σε κάθε περίπτωση θα κάνουν επιλογές που κινούνται από το αξιοπρεπέστατο και πάνω. Όμως, σε ότι αφορά κάποιες κεντρικές επιλογές (προφανώς δικές του), υπάρχουν πράγματα που σηκώνουν συζήτηση: αντιστρέφοντας το ερώτημα με το οποίο ο ίδιος είχε θέσει στο πρώτο Φεστιβάλ που διοργάνωσε, Τι Φεστιβάλ Θέλουμε, θα αναρωτηθώ με τη σειρά μου: Τι θέλουμε από το Φεστιβάλ; Αν μας αρκούν κάποιες από πολύ ενδιαφέρουσες έως υψηλοτάτου επιπέδου μετακλήσεις από το εξωτερικό, καθώς και τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσοτέρων ελληνικών θεατρικών ομάδων με κυκλική εναλλαγή προς ενίσχυσην της βιωσιμότητός τους, τότε δεν πρέπει να έχουμε παράπονο. Αν ζητάμε από το Φεστιβάλ  εξίσου αυστηρά κριτήρια στις μετακλήσεις και τις ελληνικές παρουσίες, λιγότερες και καλύτερα χρηματοδοτούμενες παραγωγές, μεγαλύτερη διάδραση με το εξωτερικό και περισσότερες πιθανότητες για τις θεατρικές μας ομάδες να εμφανιστούν και εκτός συνόρων… δεν είμαι σίγουρος πως βρισκόμαστε σε σωστό δρόμο. Τρία χρόνια πριν – πώς περνάει ο χρόνος! – στο θέατρο Σφενδόνη, ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων καλλιτεχνών εξαπέλυε μύδρους κατά του Γιαν Φαμπρ και διεκδικούσε τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Αθηνών σχεδόν δικαιωματικά. Να υποθέσω πως είναι σήμερα ικανοποιημένο; Ίσως χρειάζεται ένας ευρύτερος διάλογος πάνω στο ζήτημα. Καλή ιδέα θα ήταν να πάρουν το λόγο κι οι σημερινοί σύμβουλοι της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Όλα αυτά θα επιχειρηθούν από το artivist το συντομότερο.