Φωτογραφίες παράστασης: Alex Kat

 

Η Φένια Παπαδόδημα είναι μια πολύπλευρη καλλιτέχνις: μουσικός, σκηνοθέτις, ηθοποιός. Είναι επίσης ένας άνθρωπος με το θάρρος της γνώμης του, κι αυτό σίγουρα της έχει κοστίσει. Δεν διστάζει να πει αυτό που σκέφτεται, χωρίς να την απασχολεί πώς θα την χαρακτηρίσουν, ή τι εντύπωση θα δώσει. Έχει την εσωτερική ηρεμία όσων έχουν βρει το δρόμο τους και τον ακολουθούν με αποφασιστικότητα. Η συνομιλία μαζί της υπήρξε ιδιαιτέρως απολαυστική. Σίγουρα το ίδιο θα συμβεί και με τις παραστάσεις που εκείνη κι ο σύντροφος και συνένοχός της Γιώργος Παλαμιώτης ετοιμάζουν στις Ροές, εμπνεόμενοι από τον Ξεπεσμένο Δερβίση του Παπαδιαμάντη.

 

Πόσα χρόνια μετράει αυτό το πρότζεκτ; Από το 2003-4 που κάναμε την πρώτη του βερσιόν. Το κόνσεπτ όμως παραμένει το ίδιο: όταν είδα για πρώτη φορά στο Παρίσι στο θέατρο Bouffes du Nord που τότε είχε ο Πήτερ Μπρουκ τους griot που έφερνε από το Μάλι, τους εκεί αντίστοιχους ραψωδούς που παραμένουν ζωντανοί ως σήμερα, έπαθα κάτι! Αυτό δεν το είχα δει πουθενά στο δυτικό θέατρο. Είναι πάρα πολύ λεπτή, αλλά κοσμογονικά τεράστια η απόσταση από αυτό που θεωρούμε δυτικό μουσικό θέατρο ή μιούζικαλ ή όπερα ή  οτιδήποτε άλλο. Η διαφορά έγκειται στο ότι είναι μουσικό θέατρο, με την έννοια ότι τη δραματουργία την οδηγεί η μουσική, και όχι ο λόγος ή τα γεγονότα που αυτός περιγράφει. Από την άλλη, δεν είναι περιγραφική η συνύπαρξη του λόγου και της μουσικής. Είναι σαν να γεννιούνται μαζί μέσα από μία κοινή δόνηση και συγκίνηση που εμπεριέχεται στο κείμενο, αλλά είναι σαν από πάντα να την εμπεριείχε η μουσική. Είναι κάτι που δεν ανήκει στο δυτικό τρόπο προσέγγισης. Αυτό είναι και το μοναδικά εξαιρετικό που κατάφερε να κάνει ο Γιώργος Απέργης: από ένα δρόμο της Δύσης και μουσικούς από αυτή την πλευρά, αλλά είχε αυτή την προσέγγιση που είναι πολύ βαθιά, αρχετυπική και ποιητική. Κι επειδή πλέον ζούμε σε μια εποχή όπου η ποίηση θεωρείται κάτι μουσειακό, βαρύγδουπο και πομπώδες, κάτι νεκρό, εν πάση περιπτώσει, έχει αντικατασταθεί από ένα είδος γραφής ψυχωτικής κι αρρωστημένης. Έχει γίνει μόδα η αρρώστια. Η αρρώστια δεν είναι απαραίτητα σπουδαία ποίηση.

Ούτε και μου φαίνεται καλή ιδέα να ψυχαναλυόμαστε μέσα από την τέχνη μας. Ακριβώς. Η τρομολαγνεία, η σαρκοφαγία και οτιδήποτε τείνει να νεκρώσει τη συνείδηση παρά να την αφυπνίσει. Όταν βομβαρδίζεσαι με χιλιάδες gigabytes από αυτά, δεν έχεις χρόνο να υπάρξεις, να συνομιλήσεις με αυτό το έντονο ερέθισμα. Όλα λοιπόν τείνουν να γίνουν απροκάλυπτα επιθετικά και έντονα. Στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην τέχνη γενικά. Φοβάμαι πως όλο  αυτό είναι μια μόδα. Κι όσο πιο σκοτεινά και αδιέξοδα είναι όλα, τόσο μεγαλύτερη πέραση έχουν.

Υποθέτω βέβαια, πως έχοντας γύρω μας τόσο σκοτάδι, τόση βία κι απελπισία, είναι φυσικό να περνάνε αυτά και στην τέχνη. Βέβαια δεν μπορεί κι η τέχνη να είναι αποκλειστικά αναπαράσταση του τι συμβαίνει. Σαφέστατα. Κι επίσης δεν μπορεί αυτό που συμβαίνει γύρω μας να είναι κι αυτό που θέλουμε να βιώσουμε μέσα μας. Γιατί αυτή είναι μια κατάσταση ανελευθερίας, προς την οποία όλοι βαδίζουμε σαν να μη γίνεται αλλιώς. Όχι, δεν είναι έτσι. Η ελευθερία είναι εσωτερική και είναι θέμα απόφασης. Μπορείς να είσαι ανελεύθερος υπό τις καλύτερες συνθήκες, και μπορείς να είσαι ελεύθερος υπό τις πιο αντίξοες. Τώρα λέω κοινοτοπίες… Η Ελλάδα όμως, όπως κάθε επαρχία, αντιγράφει αυτά τα πρότυπα. Αυτό το δυτικό αδιέξοδο… Τα πράγματα που έξω έχουν γίνει τη δεκαετία του ’80, κι εδώ προβάλλονται ως φοβεροί νεωτερισμοί. Ενώ, ας πούμε, ο Σιγανίδης, κάνει αυτά που κάνει έχοντας σχέση με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Ενώ οι περισσότεροι δεν έχουν. Και δεν εννοώ να έχεις διαβάσει, αλλά να έχεις συνυπάρξει μαζί της. Για μας τους μουσικούς, οι ποιητές είναι οι συγγενείς μας,  τα αδέλφια μας, είτε ζούνε είτε όχι – για μένα είναι όλοι ζωντανοί. Έχει  χαθεί αυτή η ησυχία που έχουν οι άνθρωποι που έχουν σχέση με την ποίηση. Γιατί η ησυχία έχει φως, δεν έχει ποτέ σκοτάδι. Η ανησυχία έχει σκοτάδι.

Πέρα από τη θεματική, μπορώ να υποθέσω  -γιατί βέβαια ποτέ δεν θα μάθουμε πώς ήταν τότε – πως και ως δομή το πρότζεκτ σου προσεγγίζει  αυτό που ονομάζουμε ραψωδιακό χαρακτήρα. Εκατό τοις εκατό! Αυτό προσπαθεί να αναβιώσει. Γι αυτό και σου μίλησα για το Μάλι, γι αυτούς τους τεράστιους, φωτεινούς δέκτες και πομπούς . Η μουσική και ο λόγος είναι ένα πράγμα, τόσο απλό στην παρουσίασή του…  Προσπαθώ πλέον όσο μπορώ να πηγαίνω προς αυτό το απλό θέατρο – προς το τίποτα. Κι αν υπάρχει εικόνα, να είναι σε μια διακριτική, ποιητική συνομιλία με αυτό που συμβαίνει. Αρχικά, δανείστηκα τις άρπες, κι άρχισα να πηγαίνω προς την αρχαία ελληνική ραψωδία. Κι άρχισα να βλέπω πως είναι κοινοί οι δρόμοι με αυτούς που έχουν οι griot σήμερα. Αναζήτησα τους ρυθμούς. Και είδα πως στην αρχαία μετρική το δακτυλικό εξάμετρο είναι ένας ρυθμός που χρησιμοποιείται πολύ στην αφρικανική μουσική σε συνδυασμό με τα 4/4. Ο ρυθμός της ομηρικής γλώσσας ταιριάζει απίστευτα: αν έδινα σε έναν griot να εκφέρει το δακτυλικό εξάμετρο χωρίς να καταλαβαίνει τι λέει και να το συνοδεύσει με μουσική, θα ταίριαζε τέλεια! Γιατί, φυσικά, δεν γνωρίζουμε πώς συνόδευαν τότε το λόγο με τα όργανα. Προσπαθήσαμε λοιπόν όσα στοιχεία έχουμε να τα χρησιμοποιήσουμε μέσα στα δικά μας ακούσματα. Έγιναν διάφορες απόπειρες, και σιγά-σιγά αρχίσαμε να το ανοίγουμε και σε άλλα κείμενα, όχι μόνο τα αρχαία. Κάναμε το Είμαι ο Οδυσσέας στο Γαλλικό Ινστιτούτο όπου συνδυάσαμε τον Όμηρο με τα Ημερολόγια Αλληλεγγύης του Χρήστου Αγγελάκου από τη Μυτιλήνη, με κείμενα του Λακαριέρ… Η σχέση ήταν η ίδια: σαν η μουσική να είναι το άλογο κι ο λόγος ο αναβάτης. Στοχεύοντας πάντα σε μια συγκινησιακή έκρηξη και μέθεξη. Εκεί η καρδία είναι ανοιχτή, δεν είναι όπως ο εγκέφαλος: είναι ένα όργανο που δονείται. Οι αρχαίες σχολές σε αυτή τη δόνηση στοχεύουν. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος επιλέγει την εγκεφαλική επικοινωνία σε ένα τοπίο προκαθορισμένων, συγκεκριμένων κανόνων – όπως για παράδειγμα ένας τζαζ αυτοσχεδιασμός. Τα κίνητρά μας καθορίζουν και το επίπεδο της απεύθυνσής μας στον άλλο. Γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε; Για να βγάλουμε λεφτά; Για προβολή; Για επιβεβαίωση; Στα σπουδαία έργα, πάντα έχουμε παρονομαστή την ποίηση.

Εσύ ξεκίνησες ως ηθοποιός, και μάλιστα με λαμπρές προδιαγραφές. Και κάποια στιγμή αποφάσισες να κάνεις κάτι άλλο…  Κατ’ αρχάς ,για το κοινό ξεκίνησα ως ηθοποιός. Ξεκίνησα ως σκηνοθέτης, 19 χρονών έκανα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους, το Γιατί, Άμα, Όμως, όπου κι εκεί πάλι είχα κάνει τη μουσική – η μουσική ήταν κάτι που με ακολουθούσε πάντα. Αυτή ήταν ο λόγος που δεν πήγα να σπουδάσω σκηνοθεσία στο Παρίσι και σπούδασα στο Conservatoire Superieur d’Art Dramatique. […] Όταν είδα τι σημαίνει να σπουδάσεις σκηνοθεσία, με έπιασε τρέλα, λέω «αποκλείεται».  Αυτό που έχω μέσα μου, θα το χάσω! Θα κάθομαι να κάνω ταινίες όπως όλοι οι άλλοι, «ταινίες γι ανθρώπους», όπως έλεγα τότε: τα προβλήματα των ανθρώπων που ζουν σε διαμερίσματα. Μου φαινόταν απίστευτα βαρετό, θα τρελαινόμουνα. Οπότε είπα να σπουδάσω ηθοποιία, που θα μου χρειαστούν και ως σκηνοθέτη και θα τα χρησιμοποιήσω αργότερα. Έτσι βρέθηκα στο χώρο του θεάτρου. Είχα δεξιότητες γι αυτό, πήγα πολύ καλά. Δούλεψα με πολύ σοβαρούς σκηνοθέτες στη Γαλλία και σε πολύ μεγάλες σκηνές. Το αγάπησα. Παράλληλα όμως συνέχισα να σκηνοθετώ μικρού μήκους. Έτσι λοιπόν και στην Ελλάδα όταν γύρισα, έγινα γνωστή στον κόσμο, σαν ηθοποιός.  Αυτός ήταν κι ο τρόπος να βγάζω χρήματα για να ζω. Την αγάπησα τη δουλειά, δουλεύοντας με πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Όμως δεν σκόπευα να γίνω ηθοποιός – ούτε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό! Έμαθα όμως πάρα πολλά μέσα από το θέατρο. Έμαθα να διαλύω τον εγωισμό μου, να γίνομαι κομμάτια.  Εκεί κατάλαβα γιατί στην αρχαία Ελλάδα όλοι έκαναν θέατρο. Τη σημασία του να εκτίθεσαι. Όμως ήταν ασφυκτικό για μένα το να μπω στη διαδικασία να κάνω καριέρα ηθοποιού. Δεν το μπορούσα καθόλου. Και πολύ περισσότερο εδώ.

Πώς αποφάσισες να γυρίσεις από τη Γαλλία; Ήθελα να παίξω στα ελληνικά. Ήθελα να μιλήσω τη γλώσσα μου. Να παίξω τραγωδία στα ελληνικά. Τα λέω και συγκινούμαι, γιατί τώρα ξαναφεύγω στη Γαλλία…  Αλλά είναι πολύ δύσκολη για μένα η Ελλάδα. Κι αν δεν είχα τη μουσική δεν ξέρω τι θα έκανα – γιατί καλώς ή κακώς, δεν έχω μια οικονομική καβάτζα ώστε να μπορώ να κάνω με άνεση τα δικά μου πράγματα.

Πάντως το να προσεγγίσεις αυτά τα είδη μουσικά, πέρα από πολύ ενδιαφέρον, είναι πιθανότατα και πιο σωστό. Αυτό το πιστεύω απόλυτα. Θα ήθελα σιγά-σιγά να μου επιτρέψουν τα πράγματα εκεί να δημιουργηθούν συνεργασίες. Γιατί είναι κάτι που όσο ήμουν εδώ δεν το έχω κυνηγήσει καθόλου. Θέλουμε όλα αυτό που έχουμε δημιουργήσει με το Γιώργο (Παλαμιώτη), να μπουν κάτω από μια ομπρέλα, το Αθηναϊκό Μουσικό Θέατρο, και πέρα από τις δικές μας δουλειές, να έρχονται και νέοι δημιουργοί και να μπορέσουμε να τους στηρίξουμε ώστε να συνεχιστεί αυτό το είδος.  Εμείς ξεκινήσαμε από την Οδύσσεια, που είναι ένα θεολογικό κείμενο – ειδικά η Νέκυια, από τον Όμηρο, που είναι ο πρόδρομος της τραγωδίας. Ήταν σαν να με κάλεσε εκεί αυτή η δόνηση του λόγου που δεν μπορούσα να την εξηγήσω, καταλάβαινα όμως πως δημιουργεί μια άλλη διάσταση. Και κανείς σήμερα δεν ασχολείται με αυτή τη διάσταση. Συνήθως οι προσεγγίσεις είναι πολύ εγκεφαλικές, σημειολογικές ή οτιδήποτε άλλο. Επιδιώκουμε την αρχέγονη προσέγγιση όπου ρυθμός, λόγος και μουσική γίνονται ένα. Δεν περιγράφουμε αυτό που συμβαίνει, όπως συνήθως γίνεται στο δυτικό μουσικό θέατρο. Όλες οι σοβαρές μελέτες που έχουν γίνει, και τα ντοκιμαντέρ όπως αυτά του Ζαν Ρους, που έκανες όλες αυτές τις μελέτες για την έκσταση και τη μουσική στην Αφρική και τις θεραπευτικές της διαστάσεις, αλλά κι ο τρόπος που τις συνέδεσε με τις αρχαίες τελετουργίες, αυτό δείχνουν. Το αναφέρει κι ο Ζενέ, που λέει πως οι Δούλες θα ήθελε να παίζονται όπως στη Νιγηρία, όταν έμπαιναν σε έκσταση κι έπαιζαν τους ρόλους των δυτικών, προσπαθώντας έτσι να έρθουν σε επικοινωνία με αυτούς τους ξένους. Αυτό είναι και το θέατρο: αυτή η υπέρβαση ώστε να δημιουργηθεί μια γέφυρα με τον Άλλο.

Και το επόμενο κεφάλαιο της αναζήτησής σου είναι ο Παπαδιαμάντης. Ακριβώς. Για μένα δεν είναι τυχαία όλη αυτή η φανταστική ανάλυση που έχει κάνει ο Ελύτης για τον Παπαδιαμάντη και τη σχέση του με τον Όμηρο. Είναι ακριβώς αυτό το άχρονο τοπίο και η μεταφυσική διάσταση που έχουν και οι δυο. Στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, και το θέατρο και η ποίηση οδηγούν στο πρόσωπο του Χριστού, σε αυτή τη δόνηση. Το είπε ο Λακαριέρ στο Ελληνικό Καλοκαίρι με έναν εκπληκτικό τρόπο. μιλώντας για το θέατρο λέει πως πάνω στη σκηνή ο θεατής παρατηρεί τον ηθοποιό, τον πρώτο υποκριτή, κι αυτό είναι μια επανάσταση στην ανθρώπινη συνείδηση. Τώρα μας φαίνεται αυτονόητο. Όμως το γεγονός πως από την ομαδική αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο, ξαφνικά ο θεατής παρατηρεί τον υποκριτή και κάνει πάνω του προβολή της δικής του ιστορίας, κι  έτσι έρχεται τελικά η κάθαρση, είναι συγκλονιστική στιγμή: είναι η γέννηση του υποκειμενικού λόγου. Κατόπιν ο Λακαριέρ, άθεος ων, πηγαίνει στο Άγιον Όρος. Και βλέπει πάνω στον τρούλο της εκκλησίας το πρόσωπο του Παντοκράτορα. Κι ο Θεός είναι ένα πρόσωπο, το μάτι της παρατήρησης. Με τον ίδιο τρόπο, η μετάλλαξη της συνείδησης μέσα από το θέατρο, μέσα από την ποίηση, έκρυβε από πίσω αυτό το κάλεσμα  αυτού του προσώπου Θεού, ο οποίος ανασαίνει, είναι τόσο ζωντανός και καθημερινός δίπλα μας, υλικός και απρόοπτος στα γραπτά του Παπαδιαμάντη, κι επίσης τόσο όμορφα ελληνικός. Ταπεινός και πράος. Ένα τεράστιο ΝΑΙ. Αυτό είναι το νόημα όλου αυτού του διηγήματος του Παπαδιαμάντη με το δερβίση. Κι όπως λέει στην ανάλυσή του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο δερβίσης έχει μέσα του αυτό το ιλιγγιώδες αίνιγμα. Αυτός ο ξένος δεν έχει ταυτότητα, δεν ξέρουμε τι είναι. Δεν ανήκει πουθενά, ούτε έχει κάποιο λόγο που βρίσκεται εδώ. Όπως λέει η Καίτη Χιωτέλλη, η μουσική του είναι το δικό του ΝΑΙ.

 

To ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – ATHENS MUSIC THEATER, παρουσιάαει την πρώτη του παραγωγή,  Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης του Α. Παπαδιαμάντη, στο Θέατρο ΡΟΕΣ, στις 2,3 & 9,10 Νοεμβρίου, στις 22.00. Παίζουν: Χάρης Λαμπράκης-Νέυ, Παναγιώτης Κωστόπουλος-τύμπανα, Γιώργος Παλαμιώτης-μπάσο, Φένια Παπαδόδημα-πιάνο, φωνή.