Υπήρξε στη νεοελληνική δραματουργία μια τάση μακρόχρονη, διαρκώς αναγεννώμενη από τις στάχτες της: η νατουραλιστική αποτύπωση μιας καθημερινότητας δύσκολης, στερημένης και μίζερης, αγροτικής, εργατικής ή μικροαστικής, συχνά κι αυτού που ονομάζουμε – ή ονομάζαμε κάποτε, τέλος πάντων – λούμπεν προλεταριάτου.

Υποστηριγμένη από μερικές πολύ σπουδαίες πένες, η τάση αυτή όχι απλώς κράτησε πολύ, αλλά δείχνει τα τελευταία χρόνια να δημιουργεί μια γενιά επιγόνων, που εμπνεόμενοι από την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας δημιουργούν τα εγγονάκια αυτών των κειμένων. Ξεχνούν, βέβαια, πως η επανάληψη της ιστορίας υλοποιείται ως φάρσα – κι η φάρσα στο θέατρο είναι κάτι απολύτως συγκεκριμένο. Όπως έγραφε κάποτε ο Παύλος Μάτεσης, «Στο Θέατρο, αυτός που σήμερα θα περισυλλέξει με επιμέλεια γνήσιες φέτες ζωής, γεγονότα εκ του φυσικού, και τα παραθέσει περιποιημένα πάνω στη σκηνή, θα δει (ή θα δουν άλλοι για λογαριασμό του) πως αντί για έργο κατασκεύασε πτώμα έργου».

Η παράσταση που είδα στο καφενείο Εξαρχειώτης υπήρξε πολλαπλά αποκαλυπτική. Πριν απ’ όλα, με έκανε να καταλάβω πως πολλά από αυτά τα κείμενα είναι πραγματικά ανεξάντλητα, τεράστιας σημασίας, και πως μάλλον η κόπωση που μας προκλήθηκε από αυτά στο παρελθόν είχε να κάνει με τον τρόπο που αποδόθηκαν σκηνοθετικά και ερμηνευτικά. Η φρικαλέα «νατούρα» δεν οφείλετο στη γραφή, αλλά στην επί σκηνής αναπαράστασή της.

Πραγματικά, από την πρώτη στιγμή που ο Θοδωρής Σκυφτούλης εμφανίστηκε στο τραπέζι του ως Κόλιας,  ήταν δύσκολα αναγνωρίσιμος από όσους τον έχουν δει στο παρελθόν: ήταν σαν να φορούσε μια μάσκα. Πάνω στο πρόσωπό του είχε παγιωθεί η αηδία, η μιζέρια, η παραίτηση από τα πάντα – ακόμα κι από το ζωτικό ψεύδος από το οποίο έχει αρπαχτεί: το βιβλίο με την ηρωική αντιστασιακή του δράση επί κατοχής. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τον Φώντα του Ντίνου Ποντικόπουλου: άμα τη εμφανίσει η μάσκα του δείχνει την εξαπάτηση – των πάντων, και πρώτα του εαυτού του. Το δικό του ζωτικό ψεύδος το κρατά ζωντανό με νύχια και με δόντια: τη μεγάλη κομπίνα που του ήρθε ως ξαφνική ιδέα στο πανούργο μυαλό του – σχεδόν βλέπει κανείς πάνω από το κεφάλι του τη λάμπα που άναβε πάνω από τους ήρωες των κινουμένων σχεδίων όταν τους ερχόταν κάποια εξίσου φαεινή ιδέα. Κι ας είναι ακόμα μεγαλύτερη η δική του εξαθλίωση, που τον έχει οδηγήσει και σε εξαχρείωση. Ξοφλημένος, όπως θα τον χαρακτηρίσει κι ο κουνιάδος του, Κόλιας, σε μια στιγμή του έργου που αποτελεί πραγματική παράβαση έτσι όπως ερμηνεύεται από το Σκυφτούλη. Σε απόλυτη όμως άρνηση της πραγματικότητας. Και εντελώς σημερινός: ο Φώντας είναι το κατά φαντασίαν μέλος της μεσαίας τάξης, που μόλις ψήφισε δεξιά για να απολαύσει τα – ανύπαρκτα –προνόμια που θα του χαριστούν. Είναι αυτός που θεωρεί πως ήδη αγγίζει ένα στόχο που, πολύ απλά, δεν θα φτάσει ποτέ. Στερείται οποιασδήποτε ταξικής συνείδησης, όπως στερείται και ηθικής.

Ο όποιος ρεαλισμός λοιπόν έχει συντριβεί από  πριν καν καθίσουν οι δυο ήρωες στο αρχετυπικό τραπεζάκι του καφενείου. Από την ίδια τη χορογραφία της παρτίδας, που την εκτελούν ισορροπώντας μαεστρικά ανάμεσα στο γκροτέσκο και στο τραγικό. Από τα λόγια που μουρμουρίζουν χωρίς να ακούμε – ο τόνος της φωνής κι οι εκφράσεις αρκούν, και ηθοποιοί και σκηνοθέτις το γνωρίζουν καλά. Τον Θοδωρή Σκυφτούλη τον γνώριζα από άλλες ερμηνείες του και τον εκτιμούσα βαθιά. Ομολογώ πως τον Ντίνο Ποντικόπουλο δεν τον είχα ξαναδεί, και με έκανε να ντρέπομαι γι αυτό: όταν δεν γνωρίζουμε τέτοιους ηθοποιούς, κάτι κάνουμε στραβά στη δουλειά μας.

Η Δανάη Σπηλιώτη ευτύχησε στους δύο ηθοποιούς της. Είχε όμως και την ευφυΐα να κρατηθεί μακριά από το όποιο φολκλόρ του καφενείου – θα ήταν τεράστια παγίδα να εξαντλήσει τη σκηνοθεσία της στην επιλογή του εκ πρώτης όψεως φυσικού χώρου για το έργο και να αυτοεγκλωβιστεί σε ό,τι συνεπαγόταν αυτή της η επιλογή. Πληροφορήθηκα πως η ομάδα δοκίμασε την παράσταση σε αυθεντικότατα καφενεία της επαρχίας, ανάμεσα σε θεατές ελάχιστα μυημένους στη θεατρική πράξη. Εκφράζω το θαυμασμό μου για το γεγονός πως δεν παρασύρθηκαν σε ευκολίες.  Η σκηνοθέτις μπόρεσε επίσης να αποφύγει όλες τις παγίδες που έκρυβε το ίδιο το κείμενο – όλα όσα θα το εγκλώβιζαν στην εποχή που γράφτηκε: τη Μπιάφρα, τη γενιά της εθνικής αντίστασης, την καμαριέρα. Πέτυχε να αναδείξει τις αρετές του έργου που το καθιστούν κλασικό. Να αναζητήσει το κωμικό μέσα στο σπαρακτικό. Και τούμπαλιν.

Θα ήταν έγκλημα αν οι συνειρμοί που αυθόρμητα φέρνει η περιγραφη «Το Τάβλι του Κεχαΐδη σε καφενείο» με είχαν αποτρέψει από το να βρεθώ το βράδυ της Δευτέρας στον Εξαρχειώτη. Μην διαπράξετε παρόμοιο σφάλμα: θα στερηθείτε μια σπάνια θεατρική απόλαυση.

Το Τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη παίζεται κάθε Δευτέρα  στις 21.30 στο καφενείο “Ο Εξαρχειώτης” (Σολωμού 12, Εξάρχεια). Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη. Παίζουν: Ντίνος Ποντικόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης.