Ο Τιάγκο Ροντρίγκες είναι ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν που δεν είναι γάλλος. Αυτό ήδη βάζει στους ώμους του το βάρος μιας ιστορικής ευθύνης. Όταν συναντιόμαστε, το πρώτο του φεστιβάλ έχει μόλις ολοκληρωθεί, αλλά οι υποχρεώσεις του –ανάμεσα στις οποίες και αυτή η συνέντευξη- δεν σταματούν ποτέ. Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση πριν από επτά χρόνια με το «By Heart», όπου δίδασκε επί σκηνής σε δέκα εθελοντές θεατές την πρώτη στροφή ενός σονέτου του Σαίξπηρ. Επέστεψε στη χώρα μας αυτές τις μέρες με το «Η Καταρίνα και η ομορφιά του να σκοτώνεις φασίστες», μια παράσταση για την οποία είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς χωρίς να αποκαλύψει τις πολλές εκπλήξεις της. Αυτός –καθώς και η μυστικότητα τότε της έλευσής του μέχρι να ανακοινωθεί επισήμως το πρόγραμμα της Στέγης – είναι ο λόγος που μόνο ακροθιγώς αναφερόμαστε σε αυτήν. Μιλάμε όμως εκτενώς για το φεστιβάλ, τις επιδιώξεις του και τον τρόπο του να προσεγγίζει την Τέχνη του θεάτρου ως καλλιτέχνης. Μια συζήτηση ενδιαφέρουσα τόσο για το κοινό, όσο και για τους υπεύθυνους όλων των καλλιτεχνικών σκηνών και των φεστιβάλ της Ελλάδας.
Στο δικό σας έργο, θα μπορούσα να διακρίνω δύο κύριους θεματικούς άξονες. Ο ένας είναι κοινωνικοπολιτικός, όπως στο «Κατά το μέτρο του αδύνατου» ή το «Η Καταρίνα και η ομορφιά του να σκοτώνεις φασίστες». Ο άλλος είναι το ίδιο το θέατρο καθαυτό, ως Τέχνη όπως στο «By heart» ή στο «Ανάσα». Συμφωνείτε; Μιλήστε μου για το δικό σας κόσμο, τις δικές σας εμμονές ως καλλιτέχνης.
Ξεκινάω κάθε μου παράσταση σαν μαθητευόμενος. Αυτό που με ενδιαφέρει όταν κάνω μια παράσταση είναι δύο πράγματα. Το ένα είναι πως πρόκειται να περάσω χρόνο μαζί με καλλιτέχνες που θαυμάζω και που έχω το προνόμιο να προσκαλώ: είναι η ομάδα. Κι το δεύτερο είναι όσα πρόκειται να μάθω με αφορμή αυτή τη δουλειά. Δεν έχω ποτέ εικόνα της παράστασης που πρόκειται να κάνω. Δεν είμαι ποτέ σίγουρος αν όλα θα πάνε καλά. Και φυσικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει ένα θέατρο όπου το κείμενο είναι σημαντικό, ένα θέατρο όπου υπάρχει ένα είδος απλότητας στα μέσα η οποία και χαρακτηρίζει το έργο, κάποιες φορές υπάρχει ένα είδος σιωπής ή και ποίησης. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που το αναζητώ: έτσι το κάνω, έτσι προκύπτει. Δεν είναι ότι κάνω παραστάσεις για να αποδείξω ότι πιστεύω πως το θέατρο θα είναι έτσι. Κάνω παραστάσεις κι όταν μια παράσταση είναι σχεδόν έτοιμη, συνειδητοποιώ πως μοιάζει σαν μια παράσταση που θα μπορούσα να έχω κάνει εγώ, όμως κάποιες φορές προσπαθώ να κάνω κάτι διαφορετικό και δεν τα καταφέρνω. Είναι χρόνια τώρα που θέλω να χρησιμοποιήσω βίντεο, κι άλλα πράγματα πολύ θεαματικά, όμως στα μισά καταλαβαίνω πως δεν είναι για μένα, δεν είναι το δικό μου θέατρο, δεν είναι αυτό που ξέρω να κάνω.
Και τελικώς, αγαπώ ένα θέατρο του ηθοποιού, ένα θέατρο λόγου, επαφής με το κοινό, και κάποιες φορές ένα θέατρο το οποίο μπορεί να εστιάζει με μια πολύ προσωπική ιστορία έρωτα, ή σε ένα μεγάλο πολιτικό ή κοινωνικό φαινόμενο. Όμως πιστεύω πως και μια προσωπική ιστορία έρωτα έχει μια πολύ πολιτική διάσταση. Κι ένα μεγάλο κοινωνικό φαινόμενο, ή μια παράσταση που ασχολείται με ένα πολιτικό ζήτημα, περιέχει μέσα του ιστορίες ερωτικές και προσωπικές. Κι αυτό που με ενδιαφέρει επίσης στο θέατρο είναι αυτός ο παράξενος συνδυασμός, μυστηριώδης αλλά πολύ όμορφος, μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου, του προσωπικού και του πολιτικού. Κι ίσως αυτό είναι κάτι που μαθαίνω από το θέατρο που κάνω. Όμως αυτό που αναζητώ δεν είναι το να κάνω θέατρο: αναζητώ να κάνω θέατρο για να μην είμαι μόνος, για να είμαι μαζί με ανθρώπους που θαυμάζω, που συνήθως είναι πιο ταλαντούχοι από μένα, για να έχω την ευκαιρία να περάσω λίγη από τη ζωή μου μαζί με αυτούς τους ανθρώπους και να δουλέψω μαζί τους. Κι ύστερα, για να μάθω πράγματα με κάποια αφορμή. Όταν κάνω μια παράσταση όπως το «Κατά το μέτρο του αδύνατου» που παρουσιάσαμε στην Αβινιόν, η επιθυμία μου είναι να μάθω πράγματα για τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, για τον κόσμο της βίας, των πολεμικών συγκρούσεων. Ήθελα να μάθω με αυτή την αφορμή, και ήθελα να δουλέψω μαζί με τους ανθρώπους που βρίσκονται στη σκηνή, αυτούς που δημιούργησαν την παράσταση με εμένα στα παρασκήνια. Και λυπάμαι που δεν μπόρεσα να έχω ένα λόγο ακόμα πιο παθιασμένο, αλλά ως εδώ μπόρεσα. Κι είμαι εξαιρετικά τυχερός που μπορώ να προσκαλώ ανθρώπους που αγαπώ για να μαθαίνουμε μαζί με αφορμή τα ζητήματα για τα οποία είμαι περίεργος.
Έχουμε ήδη πίσω μας τον πρώτο σας προγραμματισμό για το Φεστιβάλ της Αβινιόν. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας; Είστε ευχαριστημένος;
Η πρώτη αίσθηση είναι πολύ-πολύ θετική. Με κάθε μετριοπάθεια, νιώθουμε πως ο προγραμματισμός μας έγινε δεκτός με μεγάλο ενδιαφέρον από το κοινό, και μάλιστα από ένα κοινό που έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του. Υπάρχει μάλιστα και μια μικρή αύξηση του αριθμού των θεατών σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, είχαμε πολύ μεγάλο κοινό παρών στο Φεστιβάλ φέτος. Σε επίπεδο οργάνωσης, πιστεύω πως η ομάδα του Φεστιβάλ έκανε εξαιρετική δουλειά στην υποδοχή του κοινού, αλλά και των καλλιτεχνικών ομάδων και την υποστήριξή τους. Αυτό επέτρεψε στο κοινό να συγκεντρωθεί πάνω από όλα στην απόλαυση της ανακάλυψης των έργων, αλλά και στις συζητήσεις του πάνω στο θέατρο, το χορό, τις καλλιτεχνικές προτάσεις κι όχι να ασχολείται με άλλης φύσεως προβλήματα που θα υπήρχαν αν η διοργάνωση δεν ήταν επαρκώς αποτελεσματική. Παρουσιάσαμε 44 παραστάσεις, εκ των οποίων 33 νέες δημιουργίες, πράγμα που επιβεβαιώνει πως το Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι ένα φεστιβάλ που επικεντρώνεται στις νέες παραγωγές σε διεθνές επίπεδο, ευρωπαϊκό και φυσικά γαλλικό. Κι αυτή η διάσταση για μας είναι πολύ σημαντική: να διατηρήσει το φεστιβάλ την ικανότητά του να συνεχίσει να κάνει παραγωγές, και να είναι ένα φεστιβάλ νέων δημιουργιών που υποστηρίζει τους καλλιτέχνες όταν αυτοί έχουν μια ιδέα κι έχουν ανάγκη υποστήριξης. Έχουμε ενδείξεις που πρόκειται να μελετήσουμε περαιτέρω- γιατί ακόμα αναλύουμε τις έρευνες για το κοινό που κάναμε το καλοκαίρι κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ. Πάντως έχουμε ενδείξεις ανανέωσης του κοινού μας. Υπάρχει ένα φανατικό, πιστό κοινό του Φεστιβάλ της Αβινιόν το οποίο είναι πάντα παρόν, στο οποίο προστέθηκαν κι άλλοι θεατές γιατί φέτος πουλήσαμε περισσότερα εισιτήρια, γιατί προστέθηκαν περισσότερες θέσεις σε σχέση με πέρυσι. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει μια άνοδος, όχι μόνο του ποσοστού πληρότητας των αιθουσών, αλλά και των πραγματικών αριθμών, των θέσεων που πουλήθηκαν. Όχι μόνο λοιπόν προσθέσαμε και δεν χάσαμε κοινό, αλλά εργαζόμαστε και προς την ανανέωση του κοινού με ένα πρότζεκτ που ονομάζεται «Πρώτη φορά» και που οργάνωσε την παρουσία 500 νέων που έρχονταν στο Φεστιβάλ για πρώτη φορά. Είδαν παραστάσεις, συνάντησαν τους καλλιτέχνες, αλλά και συμμετείχαν σε δραστηριότητες, μέχρι που πήραν και το λόγο για να μιλήσουν για τις παραστάσεις: εδώ κάθε μέρα είχαμε την εκπομπή Making Waves όπου οι νέοι της «Πρώτης φοράς» έκαναν ανασκόπηση της ημέρας σε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο. Υπήρχε λοιπόν κι αυτή η διάσταση.
Πιστεύω πως υπάρχει μια ανανέωση του τρόπου που το Φεστιβάλ προσλαμβάνεται από το κοινό, και προσπαθούμε όλο και περισσότερο να επιβεβαιώσουμε αυτό που βρίσκεται ήδη στο γενετικό του κώδικα: πως είναι μια μεγάλη λαϊκή γιορτή των παραστατικών Τεχνών, με πολιτικό χαρακτήρα και εμπλεκόμενη με τα φαινόμενα των καιρών της. Επίσης, πιστεύω πως ο προγραμματισμός εξελίχθηκε επίσης κατά την έννοια της πιο μεγάλης ποικιλίας στην αισθητική, αλλά και την παρουσία των καλλιτεχνών. Αυτό σημαίνει πως προσκλήθηκαν καλλιτέχνες που μας παρουσίασαν μια ποικιλία εμπειριών και αισθητικών προτάσεων. Αυτή την ποικιλία την αναζητούμε και στο κοινό. Όμως δεν θα έχουμε στο κοινό αυτή την αντιπροσώπευση της κοινωνίας αν δεν την βρίσκουμε και επί σκηνής. και σε αυτό λοιπόν υπάρχει μια απόπειρα ανοίγματος, και το κοινό την έχει νιώσει απολύτως. Το Φεστιβάλ χαρακτηρίζεται από τρία ζητήματα. Το πρώτο προκύπτει από τους καλλιτέχνες, και είναι η ικανότητά τους να εφευρίσκουν μια μεγάλη ποικιλία από αισθητικές φόρμες έχοντας ως αφετηρία το ζήτημα της ανθρώπινης ευαλωτότητας, είτε αυτή είναι κοινωνική, ανθρώπινη, είτε είναι προσωπική, ατομική, συναισθηματική. Όμως το ζήτημα της ευαλωτότητας είναι εξαιρετικά παρόν. Όχι οργανωμένα, όχι επειδή το επιδιώξαμε, αλλά το εντοπίζουμε μέσα στον προγραμματισμό μας. Πώς οι καλλιτέχνες σήμερα ενδιαφέροντα να δουν την ευαλωτότητα, και εν συνεχεία να τη δομήσουν και με αφετηρία αυτό το ζήτημα να δημιουργήσουν. Βρίσκουμε πως αυτό είναι ένας πραγματικός πλούτος για την κοινωνία μας και μια πολύ ενδιαφέρουσα δυνατότητα για τις παραστατικές τέχνες.
Ένα δεύτερο ζήτημα που πιστεύω πως σημάδεψε το Φεστιβάλ, ήταν η ιδέα μιας «προσκεκλημένης γλώσσας». Προσκαλέσαμε την αγγλική γλώσσα, πράγμα που επέτρεψε στο κοινό να ανακαλύψει ουκ ολίγα πράγματα. Φυσικά, είχαμε και Σαίξπηρ και Βιρτζίνια Γουλφ ανεβασμένους από γάλλους καλλιτέχνες. Όμως είχαμε και αγγλόφωνους θιάσους και καλλιτέχνες που ήλθαν για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ. Μας χαροποίησε πολύ η υποδοχή που είχε, για παράδειγμα, το Royal Court Theatre με το «All of It» που πραγματικά κέρδισε το κοινό, αλλά βέβαια και με τον Tim Crouch που παρουσίασε δύο παραστάσεις για πρώτη φορά στη Γαλλία, όπως και τον Αλεξάντερ Ζέλντιν με το «Εξομολογήσεις» ή τον Τράτζαλ Χάρρελλ στην Αυλή της Τιμής με το «The Romeo». Όμως το βασικό είναι η αίσθηση πως το κοινό βγήκε κερδισμένο από αυτή την ιδέα να προσκαλέσουμε για γλώσσα για να κάνουμε αληθινές ανακαλύψεις, και κατάλαβε πως πίσω από μια γλώσσα που πιστεύουν πως γνωρίζουν υπάρχει ένας μεγάλος πλούτος που δεν είναι προσβάσιμος. Κατ’ αυτή λοιπόν την έννοια, αυτή η ιδέα της «προσκεκλημένης γλώσσας» μας επέτρεψε να ζήσουμε πολύ ιδιαίτερες στιγμές, όπως τη συζήτηση με τη νιγηριανή συγγραφέα Chimamanda Ngozi Adichie. Και τέλος, η παρουσία των φυσικών χώρων. Το λατομείο της Μπουλμπόν (Carrière de Boulbon) επέστρεψε στο Φεστιβάλ τη; Αβινιόν, αλλά υπήρξαν και πολύωρες παραστάσεις στη φύση, όπως το σπονδυλωτό «Μοιρασμένα τοπία», ή το «Ας παραμείνει η χαρά μου ζωντανή» της Κλάρα Χέντουιν που ξεκινούσε με την αυγή στο φυσικό τοπίο της Μπαρμπεντάν. Πιστεύω πως αυτό εξασφαλίζει έναν νέο χώρο μέσα στο φεστιβάλ, που ταιριάζει με τη μοναδικότητα των τοπίων. Το Φεστιβάλ της Αβινιόν συνηθίζει να παρουσιάζει παραστάσεις σε ασυνήθιστους χώρους: την Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών, μοναστήρια, παρεκκλήσια. Όμως πιστεύω πως σε αυτή την ανόργανη αρχιτεκτονική διάσταση προσθέσαμε και μια νέα: τη διάσταση της χλωρίδας, της ζωντανής φύσης. Κι αυτό νομίζω πως πρόσφερε νέες εμπειρίες στο κοινό σε σχέση με τις παραστατικές τέχνες, το θέατρο, το χορό, την περφόρμανς. .
Υπάρχουν κάποιες κυρίαρχες ιδέες πάνω στις οποίες θα βασίσετε τον προγραμματισμό σας κατά τη διάρκεια της θητείας σας, κάποιες βασικές αρχές;
Η πρώτη είναι ήδη το να σταθώ στο ύψος του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Το Φεστιβάλ είναι ένα είδος παρτιτούρας η οποία πρέπει να ερμηνευτεί. Είναι ένα φεστιβάλ που υπερασπίζεται την ουτοπία του λαϊκού θεάτρου. Αυτό είναι θεμελιώδες, και σημαίνει πως είναι ένα φεστιβάλ που έχει έναν προγραμματισμό απαιτητικό, ποιοτικό, γαμ΄το εκπλήξεις, με απρόοπτα, και με το όραμα της υπηρεσίας προς το λαό. Αυτό σημαίνει πως συμπορεύεσαι με τους καλλιτέχνες στους οποίους ίσως οι νόμοι της αγοράς να μην επέτρεπαν να υπάρχουν, και πως προστατεύεις αυτό που θα είναι η κληρονομιά του μέλλοντος η οποία δημιουργείται σήμερα. Να εφεύρουμε την κληρονομιά των παραστατικών τεχνών, τις αναμνήσεις τους, και ταυτόχρονα, έχοντας αυτή την απαίτηση, να παρουσιάσουμε παραστάσεις όσο το δυνατόν πιο εύκολα προσβάσιμες στο κοινό με τον πιο δημοκρατικό τρόπο –και μάλιστα στο πιο ποικίλο κοινό. αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που επισπεύσαμε κατά δύο μήνες το άνοιγμα του ταμείου για την προπώληση των εισιτηρίων έτσι ώστε ο κόσμος να μπορεί να οργανωθεί νωρίτερα, να βρει πώς θα ταξιδεύει και πού θα μείνει –για όσους έρχονται από μακριά. Αλλά και για τους ανθρώπους της Αβινιόν, καθώς το 40% του κοινού μας είναι τοπικό. Μερικές φορές δεν το αντιλαμβανόμαστε, όμως το 40% του κοινού του Φεστιβάλ της Αβινιόν είναι είτε από την πόλη, είτε από τα περίχωρά της, και κατοικεί σε απόσταση μικρότερη της μίας ώρας. Όπως και να έχει όμως, προσπαθούμε να δώσουμε και στους θεατές που έρχονται από μακρια τη δυνατότητα να οργανωθούν όσο νωρίτερα γίνεται, και το οικονομικό εμπόδιο του ταξιδιού, των μετακινήσεων και της στέγασης να είναι όσο το δυνατόν μικρότερα –γιατί στην κοινωνία μας αυτή η οικονομική επιβάρυνση είναι τεράστια. Δεν ζούμε πια στις δεκαετίες του 40 ή του 50 όπου ήταν εύκολο να έρθει κανείς στην Αβινιόν. Εμείς λοιπόν προσπαθούμε να κάνουμε την πρόσβαση σε αυτή τη γιορτή όσο το δυνατόν πιο εύκολη και δημοκρατική. Κι αυτό πιστεύω πως είναι μέρος της σύστασης του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Υπάρχει η διεθνής του διάσταση, όμως ταυτόχρονα ανήκει σε μια περιοχή. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί από τη μία μεριά μας επιτρέπει να συνεχίσουμε να επιβεβαιώνουμε πως το Φεστιβάλ προσκαλεί τον Ιούλιο στην Αβινιόν ολόκληρο τον κόσμο, όμως εμείς παραμένουμε σε αυτή την περιοχή ολόκληρη τη χρονιά, καθώς εδώ ανήκει. Δουλεύουμε με το κοινό όλο το χρόνο, δημιουργούμε παραστάσεις στην Αβινιόν όλο το χρόνο, παραστάσεις που είδαμε στο Φεστιβάλ, όπως αυτή της Καρολίνα Μπιάνκι, το «Η νύφη και το Καληνύχτα Σταχτοπούτα» που έπεσε σαν χαστούκι στο ξεκίνημα του φεστιβάλ, αλλά και του Αλεξάντερ Ζέλντιν ή της Ζυλί Ντελικέ. Αυτές παραστάσεις δημιουργήθηκαν στην Αβινιόν, εδώ έγιναν οι πρόβες, στο La Fabrica, που είναι και ο χώρος μας φιλοξενίας καλλιτεχνικών ομάδων. Κι αυτή η ιδέα μιας «μηχανής» που ανήκει στην περιοχή και είναι σε επαφή μαζί της όλη τη χρονιά, για μας είναι πολύ σημαντική, είναι μια ερμηνεία της ίδιας της σύνθεσης του Φεστιβάλ. Επίσης, τη σημασία των λέξεων και του διεθνούς οράματος του φεστιβάλ, θα την επιβεβαιώνουμε με την «προσκεκλημένη γλώσσα», που θα είναι κάτι που θα κάνουμε κάθε χρόνο. Πιστεύουμε επίσης σε μια ισορροπία, σε έναν γάμο απρόβλεπτο, αλλά πολύ όμορφο, ανάμεσα στη μνήμη, το παρελθόν, την κληρονομιά και την εργαστηριακή έρευνα για το μέλλον. Έτσι προέκυψε η ιδέα του να προσκαλούμε σε κάθε έκδοση του Φεστιβάλ μια παράσταση που είχε ήδη παρουσιαστεί στο παρελθόν στην Αβινιόν, όπως κάναμε με το «En Atendant» της Ανν Τερέζα ντε Κεερσμάκερ. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε κάθε χρόνο. Είναι ένας τρόπος να εγγράψουμε στις νέες γενιές και στο κοινό του σήμερα αυτό το ρεπερτόριο της Αβινιόν, αυτή την ικανότητα που έχει: να παίρνει, μέσω του παρελθόντος, ένα ρίσκο και να δημιουργεί μια κληρονομιά. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε, μαζί με τις άλλες μας ανακαλύψεις. Για παρ4άδειγμα, όταν παρουσιάσαμε φέτος την παράσταση της Καρολίνα Μπιάνκι, το κάναμε αναζητώντας το «En Atendant» του σήμερα. Παρουσιάσαμε όμως και το «En Atendant» που δημιουργήθηκε πριν από 13 χρόνια, ακριβώς στον ίδιο χώρο, ώστε το κοινό να κατανοήσει πως αυτός ο γάμος ανάμεσα στην κληρονομιά, την ιστορία, το παρελθόν, τη μνήμη και την ανακάλυψη, έχει πολλή ευαισθησία και συνεκτικότητα. Κι αυτό είναι κάτι που πιστεύω πως σε ένα φεστιβάλ όπως αυτό της Αβινιόν, πρέπει να το επιδιώξουμε με ένταση τα επόμενα χρόνια. Ύστερα, πιστεύω πολύ στο έργο της προσέγγισης με τα λαϊκά προάστεια της πόλης: να πάμε να παρουσιάσουμε παραστάσεις στις Τοπικές κοινότητες, όπως κάναμε και φέτος με τον Τιμ Έτσελς. Αυτό θα είναι επίσης ένα από τα εμβλήματα της θητείας μου και θα συνεχίσουμε να το εξελίσσουμε. Πιστεύουμε στην ουτοπία του λαϊκού θεάτρου σήμερα, 77 εκδόσεις μετά από την ιδρυτική κίνηση του Ζαν Βιλάρ. Θα συνεχίσουμε να προσκαλούμε τον κόσμο να έρθει σε μας, όσο πιο πολλοί και διαφορετικοί γίνεται. Όμως σήμερα, είναι επίσης απαραίτητο να πάμε εμείς σε αυτούς, και κάποιες φορές το Φεστιβάλ της Αβινιόν να μικραίνει σε κλίμακα ώστε να περάσει από πόρτες πιο μικρές, πιο στενές, αλλά να είναι εκεί, δίπλα σε ένα κοινό που συχνά νιώθει εγκαταλελειμμένο, απομακρυσμένο από την καλλιτεχνική δημιουργία. Κι αυτός είναι ο λόγος που είμαστε εκεί, στις κοινότητες, στις λαϊκές συνοικίες όλο τον Ιούλιο. Όμως και από το Σεπτέμβρη θα είμαστε πάλι εκεί, με παραστάσεις που θα περιοδεύουν στα προάστια.