Το Φεστιβάλ της Αβινιόν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Το «Εκάβη- Όχι Εκάβη» του Τιάγκο Ροντρίγκες, σε δική του σκηνοθεσία με το θίασο της Comédie-Française, ήδη έχει κάνει πρεμιέρα στο λατομείο της Μπουλμπόν, ιστορικό χώρο του Φεστιβάλ που εγκαινιάστηκε το 1985 ειδικά για τη «Μαχαμπαράτα» του Πήτερ Μπρουκ όπως και το δικό μας Θέατρο Πέτρας. Όμως, πέρα από το φόρτο εργασίας, για τον Τιάγκο υπάρχει επιπλέον ένταση που σχετίζεται με όσα συμβαίνουν στο πολιτικό επίπεδο στη Γαλλία: διανύουμε την εβδομάδα ανάμεσα στον 1ο και το 2ο γύρο των βουλευτικών εκλογών, κι η αγωνία για την έκβαση αυτής της κρίσιμης μάχης είναι έκδηλη παντού. Δυο μέρες πριν τη συνάντησή μας, τη νύχτα της 4ης προς την 5η Ιουλίου, ο Τιάγκο Ροντρίγκες διοργάνωσε τη Νύχτα της Αβινιόν, μια ολονυκτία στην Αυλή της Τιμής του Παλατιού τον Παπών, όπου οι άνθρωποι της Τέχνης, της σκέψης, των γραμμάτων, συγκεντρώθηκαν ενώπιον χιλιάδων θεατών που κατέκλυσαν κυριολεκτικά την Αυλή για να πουν ΟΧΙ στην έλευση της ακροδεξιάς. Υπό τη φόρτιση αυτής της βραδιάς, και με άγνωστη ακόμα την έκβαση των εκλογών της 7ης Ιουλίου –χωρίς, δηλαδή, να μιλάμε εκ του ασφαλούς – βρεθήκαμε για να μιλήσουμε για το «Εκάβη- Όχι Εκάβη» που θα δούμε στην Επίδαυρο την Παρασκευή και το Σάββατο, για το θέατρο, την πολιτική και τη σχέση τους, για το Φεστιβάλ της Αβινιόν, όπως και για την πρώτη του συνεργασία με έλληνες ηθοποιούς που θα κάνει πρεμιέρα τον Οκτώβριο στη Στέγη. Για μια ακόμη φορά, ο Τιάγκο Ροντρίγκες υπήρξε ένας απολαυστικός και συναρπαστικός συνομιλητής.

Αφού είδα χθες βράδυ την παράσταση, μπορώ να πω πως αναμένω με ακόμα μεγαλύτερη ανυπομονησία το «Εκάβη- Όχι Εκάβη» στην Επίδαυρο σε λίγες εβδομάδες. Πλησιάζει η ώρα…

Σχεδόν τρεις! Τώρα μου φαίνεται πολύ μακρινό, γιατί το Φεστιβάλ της Αβινιόν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. μετά την πρώτη του εβδομάδα, είμαστε πολύ ευτυχείς με τη φετινή του έκδοση, παρόλο που εξελίσσεται εν μέσω πολλών αβεβαιοτήτων, πολιτικών και άλλων. Όμως το κοινό είναι πιστό στο ραντεβού του, και νομίζω πως υπάρχουν πολύ καλές παραστάσεις. Έχουμε όμως μπροστά μας δύο ολόκληρες εβδομάδες ως το τέλος του Φεστιβάλ, και μετά έχω μια μέρα για να κοιμηθώ, και φεύγω για την Επίδαυρο!  Ακόμα, λοιπόν, θα βρίσκομαι στο ρυθμό του Φεστιβάλ. Κι είμαι πολύ ενθουσιασμένος που θα παρουσιάσω για πρώτη φορά τη δουλειά μου στην Επίδαυρο. Πολλώ μάλλον που θα το κάνω μαζί με την Comédie-Française, οι οποίοι έχουν ξαναπαίξει στην Επίδαυρο. Και μάλιστα με αυτή την παράσταση, που έχει μεγάλες ποσότητες Ευριπίδη μέσα της, κι είναι εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από τον Ευριπίδη. Πιστεύω πως υπάρχει κάποια σχέση με αυτή την τοποθεσία που είναι πολύ ιδιαίτερη, κι αυτό το ένιωσα από την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα.  Πήγα στην Επίδαυρο πρόσφατα, όταν παρουσίασα στη Στέγη το «Καταρίνα ή η ομορφιά του να σκοτώνεις φασίστες». Πήγα στο θέατρο, έφαγα στην ταβέρνα του Λεωνίδα και έδωσα την υπόσχεση να έλθω με την παράσταση αυτό το καλοκαίρι. Δίσταζα πραγματικά. Πιστεύω πως για μένα, μετά από αυτή τη δεύτερη έκδοση του Φεστιβάλ της Αβινιόν, το να μπορέσω να έρθω κατευθείαν στην Επίδαυρο, είναι σαν ένα θαυμαστικό στην περιπέτειά μου. Για μένα, θα είναι σχεδόν ένα κομμάτι του Φεστιβάλ της Αβινιόν αυτό που πρόκειται να ζήσω στην Επίδαυρο.

Η πολιτική είναι αρκετά παρούσα στη δουλειά σας, όπως και στη Γαλλία αυτή τη στιγμή, αλλά κι εδώ, στην Αβινιόν. Και στην «Εκάβη» σας υπάρχει πολλή πολιτική.

Πράγματι. Το «Εκάβη-Όχι Εκάβη», που ξεκίνησε από την παρατήρησή μου σε ένα πραγματικό σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ελβετία σχετικά με την κακοποίηση αυτιστικών παιδιών σε ένα ίδρυμα. Το πληροφορήθηκα την εποχή που ήμουν στη Γενεύη κι ανέβαζα ένα έργο που λεγόταν «Στο μέτρο του αδυνάτου», που βασιζόταν σε συνεντεύξεις με εθελοντές στην ανθρωπιστική βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού και των Γιατρών χωρίς Σύνορα.  Κι ανακάλυψα πως μια από τις ηθοποιούς μου σε αυτή την παράσταση ήταν η μαμά ενός από τα παιδιά που κακοποιήθηκαν στη Γενεύη. Και με την άδειά της, αλλά βέβαια και με όλη την ελευθερία της φαντασίας μου με αφετηρία αυτό το γεγονός και άλλα περιστατικά που θέλησα να διερευνήσω, δημιούργησα αυτό το ρόλο μιας γυναίκας η οποία είναι ηθοποιός, αλλά και μαμά ενός αυτιστικού παιδιού που κακοποιήθηκε σε ένα κρατικό ίδρυμα, έκανε αγωγή και ενεπλάκη σε μια δικαστική έρευνα. Την παρακολουθούμε λοιπόν να επαναλαμβάνει τις ίδιες ιστορίες, τα ίδια γεγονότα, όπως συμβαίνει σε μια δικαστική ανάκριση, αλλά όπως συμβαίνει και σε μια θεατρική πρόβα. Με αυτή την ιδέα για το έργο και συζητώντας με την Comédie-Française για να παίξει η Elsa Lepoivre τον κεντρικό ρόλο και για το θίασο ποιο έργο θα μπορούσε  να ετοιμάζεται να παίξει στο θέατρο, η απάντηση ήταν προφανής και ήλθε σε δύο λεπτά: την «Εκάβη». Καταρχάς γιατί είναι ένα έργο για την οργή μιας μάνας που δολοφονούν το παιδί της. Είναι ένα έργο για τη δικαιοσύνη και για την απαίτηση για δικαιοσύνη για τους πιο ευάλωτους, γι αυτούς που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, και που συνήθως είναι τα παιδιά. Αλλά και γιατί αντανακλά αυτή την ανησυχία, την αναρώτηση: πώς μπορούμε, σε κοινωνίες όπως η πορτογαλική, η ελληνική, η ελβετική ή η γαλλική, που προφανώς με όλες τις διαφορές τους και τις τεράστιες ανισότητές τους, είναι πάντως κοινωνίες όπου υπάρχει ειρήνη και πρόσβαση για την πλειοψηφία του πληθυσμού σε κάποια στοιχειώδη αγαθά και δικαιώματα, πώς μπορούμε να είμαστε συλλογικά τόσο αμελείς και αδιάφοροι προς τους πιο ευάλωτους –οι οποόιο μπορεί να είναι πρόσωπα και ομάδες που ζουν υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες, αλλά που μπορούμε εύκολα να τους αναγνωρίσουμε: ηλικιωμένοι που βρίσκονται σε οίκους ευγηρίας, άτομα με αναπηρία, μετανάστες ή ξένοι. Μπορεί νμα πρόκειται για πολλές ομάδες. Όμως αυτό που είναι αλήθεια, είναι πως έχουμε μια παράλογη ικανότητα να ζούμε με τη βίαιη αδιαφορία μας προς τους πλέον ευάλωτους. Ύστερα, ήθελα να μιλήσω για το ζήτημα της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Το ζήτημα των δημοσίων υπηρεσιών, που είναι ο συλλογικός μας τρόπος να εγγυηθούμε την προστασία των πιο ευάλωτων μέσω του κράτους –κι η αποτυχία του κράτους είναι μια αποτυχία συλλογική. Κι ύστερα, θα ήθελα, κατά κάποιον τρόπο –και σε αυτό ο Ευριπίδης έχει μια τεράστια δύναμη- να μιλήσω για το πώς το θέατρο, οι λέξεις, η λογοτεχνία, μπορούν να μας χρησιμεύσουν για να διασχίσουμε τις οδύνες της ζωής, κάποιες φορές για να βρούμε παρηγοριά, και κάποιες φορές ακόμα ίσως και για να αποδώσουμε δικαιοσύνη.

Γιατί έχω την εντύπωση πως και η Νύχτα της Αβινιόν ήταν προς την ίδια κατεύθυνση;

Γιατί δεν τα διαχωρίζω. Δεν πιστεύω πως το θέατρο είναι ξεκάθαρη και σκληρή πολιτική, όμως προφανώς και έχει πολιτική διάσταση. Κι εδώ, μιλώντας σε έναν έλληνα, δεν έχω τίποτε να σας διδάξω: γνωρίζουμε καλά πως το θέατρο είναι η κατ’ εξοχήν ανθρώπινη συγκέντρωση –και πολιτική. Εκεί είναι που συζητάμε το πώς η πόλη, ο δήμος θα οργανωθεί. Εκεί ξαναβρίσκουμε στις αφηγήσεις, στους μύθους, τα εργαλεία για να σκεφτούμε το πώς θα ζήσουμε μαζί. Και προφανώς, πιστεύω πως δεν είναι πολιτική, με την έννοια πως κάνω μια τεράστια διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι σχετικό με ένα  καλλιτεχνικό πλαίσιο δημιουργικής ελευθερίας και με αυτό που είναι σχετικό με ένα πολιτικό πλαίσιο, σε μια συνέντευξη για παράδειγμα, πάνω σε ένα πολιτικό βήμα, στην εθνοσυνέλευση, σε ένα καφέ, στους δρόμους. Αυτή η διαφορά υπάρχει. Όμως οι πεποιθήσεις μου είναι οι ίδιες και στις δύο περιπτώσεις. Απλώς τις εφαρμόζω διαφορετικά. Στο θέατρο, τις εφαρμόζω με τις λύσεις που μπορεί να δίνω, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά μου, στο παίξιμο των ηθοποιών, στην πολλαπλότητα των ερμηνειών των πραγμάτων, στο μοίρασμα με το κοινό. Και στη ζωή, προσπαθώ να συμμετέχω ως πολίτης, κι όταν πρέπει, να παίρνω το λόγο, από μια προνομιούχο θέση όπως είναι η δική μου. Από τη μια αισθάνομαι ένα χρέος προς αυτούς που μου έχουν επιτρέψει να έχω την ελευθερία να παίρνω το λόγο. Κι όταν παίρνω το λόγο πολιτικά ως διευθυντής του Φεστιβάλ ή ως πολίτης, το κάνω εν μέρει επειδή έχω ένα χρέος απέναντι σε αυτούς που υπέφεραν για να μπορώ εγώ να μιλάω ελεύθερα, και που ακόμα υποφέρουν κάποιες φορές, αλλά επίσης κι επειδή έχω μια ευθύνη έχω το προνόμιο να μπορώ να το κάνω, ενώ γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που δεν μπορούν να ρισκάρουν τη θέση τους, τη δουλειά τους, το μισθό τους, το διαβατήριό τους, τον περίγυρό τους, ακόμα και τη νομιμοποίησή τους μέσα στην κοινωνία. Αν παίρνω το λόγο για να υπερασπιστώ αυτές τους τις πεποιθήσεις, έχω συνείδηση πως το κάνω από μια προνομιούχο θέση. Όταν οργανώνουμε τη Νύχτα της Αβινιόν, πιστεύω πως το Φεστιβάλ προσπαθεί να σταθεί στο ύψος των ιστορικών του ευθυνών. Πιστεύω πως αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να μείνουμε πιστοί στις ιδρυτικές ιδέες του Φεστιβάλ, που είναι ένα φεστιβάλ λαϊκό, δημοκρατικό, ριζοσπαστικό, προοδευτικό και διεθνιστικό. Και γι αυτό, προφανώς ένα Φεστιβάλ πρέπει να παίρνει το λόγο όταν η άκρα δεξιά που απειλεί τη δημοκρατία και τις θεμελιώδεις ιδέες της και τις αξίες της και τους ίδιους τους λόγους ύπαρξης αυτού του Φεστιβάλ. Πρέπει να παίρνουμε το λόγο, ακόμα κι αν αυτό περιλαμβάνει ρίσκα και περιπλοκές. Πρέπει να το κάνουμε. Είναι το ιστορικό καθήκον του Φεστιβάλ. Και πιστεύω πως όποιος κι αν θα ήταν ο διευθυντής ή η διευθύντρια του Φεστιβάλ, θα είχε την υποχρέωση να το κάνει. Άλλωστε, εγώ προσωπικά, το κάνω επίσης και από πεποίθηση προσωπική, καθώς είμαι γιος ενός δημοσιογράφου που υποχρεώθηκε να δραπετεύσει από τη φασιστική δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, για να προσφύγει –από όλες τις χώρες του κόσμου- στη Γαλλία, που τον υποδέχθηκε και τον φιλοξένησε επί χρόνια επειδή διωκόταν από την αστυνομία στην Πορτογαλία για πολιτικούς λόγους. Κατ’ αυτή την έννοια, πιστεύω πως οφείλω επίσης σε αυτή τη Γαλλία που υποδέχθηκε τον πατέρα μου, να πολεμήσω για τις ιδέες της κοινωνίας που επέτρεψαν στη Γαλλία να τον υποδεχθεί, και που επέτρεψαν ίσως και την ίδια μου την ύπαρξη, καθώς αυτό συνέβη πριν τη γέννησή μου.

Στο «Εκάβη– Όχι Εκάβη» τα σύνορα ανάμεσα στο έργο και τις πρόβες της «Εκάβης» και τη ζωή πέφτουν.  Όπως έπεσαν και τα σύνορα στο Παλάτι των Παπών πριν από δύο νύχτες, κι όπως τα σύνορα μεταξύ της σκηνής και του κοινού έπεσαν στο «Καταρίνα ή η ευχαρίστηση του να σκοτώνεις φασίστες» στη Στέγη. Μου φαίνεται πως σας αρέσςι να κάνετε τα σύνορα μεταξύ ζωής και θεάτρου να πέφτουν.

Μου αρέσει πολύ, περισσότερο από το να κάνω τα σύνορα να πέφτουν, το να βρίσκομαι στα σύνορα. Μου αρέσει πολύ αυτή η περιοχή. Όταν ήμουν παιδί, μεγάλωσα στα σύνορα της Πορτογαλίας με την Ισπανία. Ίσως να οφείλεται και σε αυτή την εμπειρία. Αργότερα, έφηβος, ήμουν στα προάστεια της Λισσαβόνας, που ήταν επίσης μια περιοχή πολύ ανακατεμένη πολιτισμικά. Μου αρέσουν πολύ αυτά τα μέρη όπου είσαι ταυτόχρονα κι εδώ κι εκεί, όπου βρισκόμαστε στη φαντασία, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Σκέφτομαι πως ίσως αυτός να είναι και ο πλούτος της ζωής ενός καλλιτέχνη. Ίσως αυτό που έψαχνα στη ζωή μου, να είναι αυτή η δυνατότητα να βρίσκομαι πάντα μέσα στη φαντασία που την τρέφει η πραγματικότητα, και στην πραγματικότητα που την τρέφει η φαντασία. Και πιστεύω πως αυτό είναι και το θέατρο: το θέατρο είναι πραγματικό και μιλάει για μας, και ταυτόχρονα μας επιτρέπει να μιλάμε για μας με τα φανταστικά εργαλεία της μυθοπλασίας. Κι ίσως αυτός ο τόπος να είναι το φυσικό μου περιβάλλον. Και πράγματι μου αρέσει αυτή η ιδέα, περισσότερο από το να ρίχνω σύνορα ή τοίχους, γιατί κάποιες φορές μπορεί να μην υπάρχουν –ή και να υπάρχουν. Μου αρέσει να προτείνω στο κοινό ή στους ανθρώπους που συναντώ, να σταθούμε σε αυτό εκεί το σύνορο. Όταν προσκαλώ κάποιν να μπει σε μια αίθουσα θεάτρου για να δει ένα έργο, δεν τους καλώ να βγουν από τη χώρα τους για να μπουν σ μια άλλη: τους προσκαλώ να σταθούν στα σύνορα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, στα σύνορα ανάμεσα στο θέατρο και στο δρόμο. Όχι όμως για να εγκαταλείψουν την πραγματικότητά τους, αλλά για να σταθούν στα σύνορα αυτής της πραγματικότητας και να κοιτάξουν κάποιον άλλο. Είναι επίσης μία πρόσκληση στο να εξασκήσει κανείς την περιέργειά του, πράγμα που το θέατρο κάνει από την εποχή του Αισχύλου. Να σκεφτεί τον κόσμο μέσα από την ευαισθησία του άλλου. Πώς αυτοί που έχασαν τον πόλεμο ενάντια σε μας, τους έλληνες, αισθάνθηκαν την ήττα τους; Αυτή είναι η ίδια η φύση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πώς αυτή η γυναίκα, η οποία εκείνη την εποχή δεν μπορούσε καν να μπει στο θέατρο –μιλάμε για 25 αιώνες πριν- και που δεν μπορούσε καν να παίξει στο θέατρο, πώς εκείνη η νέα γυναίκα, η Ιφιγένεια, πώς βλέπει εκείνη τον κόσμο; Πώς βλέπει η Αντιγόνη τον κόσμο και τις γυναίκες; Πράγματι, εκείνη την εποχή η αρχαία τραγωδία αφορούσε ξεκάθαρα τον άλλο, αφού δεν υπήρχαν παρά μόνον άντρες μέσα στην αίθουσα ή στο αμφιθέατρο. Κι εκείνη η ιδέα, του πώς ο άλλος βλέπει τον κόσμο, πιστεύω πως εκείνη είναι το θέατρο. Το θέατρο χρησιμεύει σε αυτό, στο να μας τοποθετεί σε αυτό το σύνορο, όχι μόνο ανάμεσα στην εμπειρία της ζωής και στη φαντασία, αλλά επίσης ανάμεσα σε μένα και τον άλλο. Το θέατρο είναι ο τόπος όπου μπορώ να είναι ο εαυτός μου προσπαθώντας να καταλάβω πώς  ο άλλος βλέπει τα πράγματα. Αυτό είναι για μένα και το επάγγελμα του ηθοποιού. Είναι πράγματι αυτό, δεν είναι το να ακυρώσεις τον εαυτό σου για να μπεις στην υπηρεσία του ρόλου σου. Ο ρόλος είναι το εργαλείο που μας επιτρέπει να φανταστούμε πώς να δούμε τον κόσμο μέσα από άλλα μάτια, που δεν είναι τα δικά μας, αλλά που μπορούν να είναι πολύ κοντινά με τα δικά μας. Αν πούμε στον εαυτό μας: μα εγώ μοιάζω, μοιάζω τρομερά με το ρόλο, αλλά εξακολουθεί να πρόκειται για κάποιον άλλο. Και να προτείνουμε και στο κοινό να κάνει το ίδιο. Μετά το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», ο έρωτας είναι το να μπορούμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από την ευαισθησία του άλλου. Σαν να μετατιθέμεθα, να μεταμορφωνόμαστε σε Άλλον για να δούμε τον κόσμο, και μετά να επιστρέψουμε στον εαυτό μας πιο πλούσιοι. Για μένα, αυτό είναι το θέατρο. Πηγαίνουμε στο θέατρο για να δούμε τον κόσμο με έναν τρόπο με τον οποίο δεν ήμασταν ικανοί να τον δούμε, κι όταν μετά επιστρέφουμε στον εαυτό μας, είμαστε πιο πλούσιοι. Και λέμε πως μας άρεσε ή πως δεν μας άρεσε η παράσταση. Σύμφωνοι, είναι και ζήτημα ευχαρίστησης, και αναγνώρισης της ποιότητας κλπ. Όμως είναι πάντα και ζήτημα του να δούμε τον κόσμο όπως τον βλέπει ο Άλλος.

Μιλήσατε για το «Αντώνιος και Κλεοπάτρα». Θυμάμαι μια άλλη φορά, στο «By Heart» το 2016,  που προσκαλούσατε επί σκηνής μέλη του κοινού να ανέβουν στη σκηνή και να αποστηθίσουν ένα σονέτο του Σαίξπηρ.

Ναι. Μα κι εκεί έχει να κάνει με το πώς να μιλήσεις για τον κόσμο μαθαίνοντας άλλες λέξεις. Και αυτό το σόλο που είχα παίξει την πρώτη φορά που είχα έρθει στην Αθήνα, πρόκειται πραγματικά για το να ζητήσεις από το κοινό να μάθει ένα κείμενο απ’ έξω, αλλά και να καταλάβει με τον τρόπο του αυτό το ποίημα, δίνοντάς του διάφορα εργαλεία: τις ιστορίες μου, άλλες ιστορίες, την ιστορία της γιαγιάς μου, έτσι ώστε αυτό το ποίημα, το σονέτο που μου φαίνεται παράξενο, μακρινό, καθώς είναι ένα σονέτο του Σαίξπηρ, να μην είναι πια Σαίξπηρ και να γίνει δική μου εμπειρία του κόσμου. Και μπορώ να πω πως μιλώντας καλύτερα για τον κόσμο, μπόρεσα να το κάνω. Και πιστεύω πως κι αυτό είναι η εμπειρία του θεάτρου. Και στο «Εκάβη-Όχι Εκάβη», υπάρχουν κρίσιμες στιγμές όπου η Elsa Lepoivre που ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο, που παίζει αυτή την ηθοποιό που είναι μητέρα ενός αυτιστικού παιδιού, πράγματι οι καλύτερες λέξεις που βρίσκει για να μιλήσει για τη ζωή της, είναι οι λέξεις που ξέρει απ’ έξω για να τις ερμηνεύσει στο θέατρο. Κι αρχίζει να απαγγέλει Ευριπίδη για να απαιτήσει δικαιοσύνη, γιατί ο Ευριπίδης το έχει ήδη κάνει εδώ και 26 αιώνες –καλύτερα από μας. Μπορούμε να το κάνουμε και σήμερα –είναι και για μένα πολύ πρακτικό. Η αρχαία τραγωδία είναι για μένα όπως τα σημεία του ορίζοντα: σε περίπτωση αμφιβολίας πάνω σε μια κατάσταση – για παράδειγμα, ποια είναι η άποψή μου για τον κίνδυνο ανάληψης της εξουσίας από την άκρα δεξιά στη Γαλλία- πρέπει να διαβάσω τον Σοφοκλή, και μετά το συζητάμε. Τι είναι, για παράδεογμα, ο Κρέων, αν όχι ένας αυταρχικός, ένας κανονικοποιημένος δικτάτορας; Εγώ βρίσκω κάποιε φορές τις αναφορές μου στην αρχαία τραγωδία, ακόμα κι αν η αρχαία τραγωδία δεν είναι ποτέ ένα παράδειγμα για να ακολουθήσουμε, ακριβώς επειδή είναι τραγική –τελειώνει πάντα άσχημα! Η Αντιγόνη δεν είναι ένα παράδειγμα, και γι αυτό μιλάω για τον Κρέοντα. Η Αντιγόνη δεν είναι παράδειγμα: η Αντιγόνη είναι η συνθήκη. Το παράδειγμα είναι ο Κρέων. Τον Κρέοντα είναι που πρέπει να κατανοήσουμε. Η Αντιγόνη είναι εκεί για να επιχειρηματολογήσει, για να προκαλέσει κάτι που είναι η επιτομή της αυταρχικής αλαζονείας του Κρέοντα. Για να μας κάνει να είμαστε δύσπιστοι απέναντι σε αυτή την ιδέα του κοινού καλού για το οποίο μιλάει εκείνος, για την πόλη που είναι πιο σημαντική από τους νόμους τον θεών ή τους οικογενειακούς δεσμούς ή την αδελφική αγάπη. Όμως δεν είναι η Αντιγόνη που πρέπει να κοιτάξουμε αναζητώντας απαντήσεις. Αν αναζητούμε απαντήσεις, αυτές βρίσκονται στον Κρέοντα.  Και με αυτή την έννοια, πιστεύω πως η αρχαία τραγωδία μας βοηθά επίσης να βρούμε, αν όχι απαντήσεις, τουλάχιστον καλύτερους τρόπους να θέσουμε τα ερωτήματα σήμερα.

Την Κυριακή. 7 Ιουλίου) έχουμε τις εκλογές. Ελπίζουμε όλοι, κι εσείς κι εμείς, για το καλύτερο. Όπως και να έχει, του χρόνου θα έχουμε την 79η έκδοση του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Τι σκέφτεστε γι αυτήν, λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία;

Πιστεύουμε πως η επόμενη έκδοση του Φεστιβάλ θα είναι όπως την έχουμε φανταστεί, και θα ξεδιπλωθεί μέσα σε μια χώρα δημοκρατική, με κάθε κανονικότητα. Γιατί πιστεύω ήδη πως η δημοκρατική ευθυκρισία των γάλλων είναι αυτή που θα κερδίσει τις εκλογές. Αν αυτό δεν συμβεί, θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Η θέση μου είναι πολύ ξεκάθαρη και δεν εμπεριέχει καμιά αμφισημία. Αυτό σημαίνει πως αν η άκρα δεξιά δεν γίνει κυβέρνηση, τότε συνεχίζουμε να δουλεύουμε όπως συνήθως. Αν όμως η άκρα δεξιά γίνει κυβέρνηση, τότε εγώ θα πρέπει να δράσω όπως λογαριάζω να δράσω σε αυτή την περίπτωση. Είναι ένα δυστοπικό σενάριο, αλλά θα πρέπει να δράσω σύμφωνα με τη θέση που έχω ήδη πάρει, πως δεν πρόκειται να συνεργαστώ με μια κυβέρνηση της άκρας δεξιάς. Τι σημαίνει αυτό; Θα δούμε. Όμως η θέση μου είναι ξεκάθαρη. Και υπό αυτή την έννοια θα είναι ίσως και η παραμονή μου. Δεν πρόκειται να παραιτηθώ. Πιστεύω πως το Φεστιβάλ της Αβινιόν πρέπει να συνεχίσει. Και η δική μου ερμηνεία, την οποία είναι δική μου ευθύνη να εκτελέσω, είναι πως το Φεστιβάλ της Αβινιόν δεν πρέπει να δεχτεί να συνεργαστεί με μια κυβέρνηση της άκρας δεξιάς. Ακόμα και σεβόμενοι το αποτέλεσμα των εκλογών, είμαστε ένας σύλλογος, δεν έχουμε κηδεμονία, δεν ανήκουμε στο κράτος. Είμαστε ένα είδος αστικής εταιρίας, η οποία βεβαίως και υποστηρίζεται από το κράτος και τις τοπικές αρχές. Όμως δεν είμαστε ένας κρατικός θεσμός. Είμαστε ένας θεσμός της κοινωνίας των πολιτών, με όλη την ελευθερία και την αυτονομία που αυτό μας επιτρέπει. Και μία από αυτές τις ελευθερίες είναι και το να μη δεχτούμε να συνεργαστούμε με μια κυβέρνηση της άκρας δεξιάς. Το τι συνέπειες θα έχει αυτό για το Φεστιβάλ, θα τις δούμε. Και θα δούμε κι αν αυτό  δεν σημαίνει και την απόλυσή μου από το Φεστιβάλ. Σε αυτή την περίπτωση, είναι το διοικητικό συμβούλιο του Φεστιβάλ και όλοι του οι εταίροι που έχουν το δικαίωμα να διορίσουν ή να απολύσουν έναν διευθυντή, αν αυτή είναι η απόφασή τους. Όμως αυτό είναι πολιτική φαντασία: θα το δούμε αργότερα, μόνο σε περίπτωση που το χειρότερο έχει συμβεί. Εγώ διατηρώ τη μαχητικότητά μου και την εμπιστοσύνη μου στη δημοκρατική ευθυκρισία των γάλλων. Πιστεύω πως ο κόσμος αναλαμβάνει τις ευθύνες του, κινητοποιείται, κι ελπίζω πως η νύχτα της Κυριακής θα είναι εορταστική, παρά μια νύχτα όπου το Φεστιβάλ θα περάσει σε κάποια μορφή αντίστασης. Όμως, σκεπτόμενος το 2025, δουλεύουμε καθημερινά σαν το 2025 να πρόκειται να κάνουμε το φεστιβάλ υπό τις συνθήκες μιας δημοκρατικής Γαλλίας. Υπό αυτή την έννοια, λογαριάζουμε να συνεχίσουμε τη δουλειά που κάνουμε, με κάποιες καινοτομίες, αλλά στην πραγματικότητα εμβαθύνοντας στη δουλειά που ήδη προσπαθούμε να φέρουμε εις πέρας:  να προτείνουμε μια πληθώρα αισθητικών, να κάνουμε το Φεστιβάλ όλο και πιο προσβάσιμο, να πετύχουμε την ανανέωση του κοινού και να επιβεβαιώσουμε αυτή την ιδέα ενός μεγάλου λαϊκού φεστιβάλ που ποτέ δεν είναι εντελώς επιτυχημένο, που είναι μια ιδέα ουτοπική μεν, αλλά που μας υποχρεώνει να εξακολουθήσουμε να εξελίσσουμε και να βελτιώνουμε το φεστιβάλ έτσι ώστε όλο και μεγαλύτερος αριθμός θεατών να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτό, και ταυτόχρονα να υπερασπιζόμαστε την ελευθερία  των δημιουργιών του. Υπό αυτή την έννοια, είμαι ικανοποιημένος. Κατά τη διάρκεια αυτής της έκδοσης, συναντήσαμε ήδη ένα πολύ μεγάλο μέρος από τους καλλιτέχνες της επόμενης έκδοσης. Βρίσκω πως έχουμε πολύ ωραίες ιδέες. Υπάρχουν σχέδια που μας ενθουσιάζουν, και η βασική ιδέα είναι να συνοδεύουμε τους καλλιτέχνες, τους πόθους και τις ανάγκες τους και να μπορέσουμε να τις συνδέσουμε με αυτές του κοινού, κάνοντας την οργανωτική δουλειά που θα  επιτρέψει να εξακολουθήσει να προστίθεται όλο και μεγαλύτερος αριθμός θεατών: πέρυσι το κοινό μας αυξήθηκε κατά 20 %. Είχαμε ένα 15 % θεατών που ήρθαν στο Φεστιβάλ για πρώτη φορά: αυτό ήταν ένα ισχυρό άνοιγμα για το Φεστιβάλ. Φέτος, νομίζω πως το κοινό τήρησε το ραντεβού του με το Φεστιβάλ σε μια χρονιά δύσκολη. Το Φεστιβάλ είναι πλούσιο, εξελίσσεται με ευτυχή τρόπο και αυτό είναι που θέλω να προσπαθήσουμε με ολόκληρη την ομάδα να οργανώσουμε και για το 2025.

Από την πρώτη φορά με το «By Heart» αλλά και ιδιαιτέρως φέτος με το «Καταρίνα…», το ελληνικό κοινό σας αγάπησε πολύ – και ξέρω ήδη πως αυτό θα ενταθεί με το «Εκάβη- Όχι Εκάβη». Δεν έχετε σκεφτεί να έρθετε να δουλέψετε σε μας, με έλληνες ηθοποιούς;

Μα θα το κάνω! Ήδη ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε πρόβες στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση πάνω στη «Χορωδία των εραστών», ένα έργο που έχω ανεβάσει με γάλλους ηθοποιούς στο Théâtre des Bouffes du Nord και που είναι ακόμα σε περιοδεία. Τώρα θα το ανεβάσω με έλληνες ηθοποιούς, το Νίκο Καραθάνο και τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδη στη Στέγη. Θα είναι η πρώτη φορά που θα δουλέψω με έλληνες ηθοποιούς, και είμαι πολύ ενθουσιασμένος. Θα με περιβάλλει η ομάδα της Στέγης που τη γνωρίζω πολύ καλά, και θα συνεργαστώ καλλιτεχνικά με την Αργυρώ Χιώτη, που θα με βοηθήσει και με το ζήτημα της ελληνικής γλώσσας. Τώρα το καλοκαίρι θα ξεκινήσουμε πρόβες, θα ακολουθήσει ένα δεύτερο στάδιο, και η πρεμιέρα μας θα γίνει τον Οκτώβριο.

Το «Εκάβη- Όχι Εκάβη» του Τιάγκο Ροντρίγκες, σε δική του σκηνοθεσία και με το θίασο της της Comédie-Française, θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 26 και το Σάββατο 27 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2024. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια: Hecuba, not Hecuba – Athens Epidaurus Festival (aefestival.gr)