Επανειλημμένα κατά τις προηγούμενες θεατρικές σεζόν αναρωτήθηκα, βλέποντας παραστάσεις στην Κεντρική, κυρίως, Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, γιατί τέτοια στροφή προς ένα θέατρο που ανήκει στο παρελθόν. Το μόνο καλό που αποκόμισα από αυτή την παράσταση του Τίμων ο Αθηναίος, είναι η επίλυση αυτής της απορίας: ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, Στάθης Λιβαθινός, διανύει μια περίοδο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «όπισθεν ολοταχώς». Δεν μπορώ να γνωρίζω τι οδήγησε εκεί ένα σκηνοθέτη που το παρελθόν έχει δώσει δείγματα αρκετά διαφορετικά. Όμως τώρα πια ξέρω πως όσα παρακολουθήσαμε κατά τις τελευταίες σεζόν από Αντύπα, Τζαμαργιά, Κοντούρη κ.ο.κ δεν ήταν εκτός γραμμής – κάθε άλλο. Και φυσικά, το ζήτημα δεν είναι (τόσο) η συγκεκριμένη επιλογή, όσο ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζεται.
Πραγματικά, τα ακατάπαυστα μπες – βγες των ηθοποιών στη σκηνή-πασαρέλα, συνοδευόμενα από σχόλια ή ηχηρά γελάκια, με πήγαν πολλά χρόνια πίσω, σε σαιξπηρικές και άλλες παραστάσεις της παιδικής μου ηλικίας, σε εποχές που έτρεφα την ελπίδα πως έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Φευ… Το ίδιο ισχύει και για τα μινιμαλιστικής προέλευσης και αισθητικής φωνητικά των ηθοποιών (δεν τολμώ καν να τα χαρακτηρίσω μουσική σύνθεση) που, απαράλλαχτα από την αρχή μέχρι το τέλος, κατάντησαν κουραστικά, κωμικά σχεδόν. Όπως και οι δίσκοι με τα ψεύτικα εδέσματα που κατέβηκαν από την οροφή, και που οι ηθοποιοί καμώνονταν πως τρώνε…
Το αληθινό πρόβλημα της παράστασης είναι η απουσία ενός άξονα που θα δικαίωνε τις επί μέρους επιλογές του σκηνοθέτη. Είναι κάτι προαπαιτούμενο σε οποιαδήποτε παράσταση, πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για ένα δύσκολο, προβληματικό κείμενο που δεν ανεβαίνει συχνά, ακριβώς γιατί απαιτεί λύσεις που δεν βρίσκονται εύκολα. Δεν αρκούν οι εικαστικές αναφορές της σκηνογραφίας και των κοστουμιών: μια παράσταση δεν είναι άσκηση στην ιστορία της τέχνης. Όπως ακριβώς όταν οι ηθοποιοί μιλούν διαρκώς και ασκόπως κινούμενοι, διασκορπίζοντας τον ήχο και την ενέργεια, έτσι και τα διάφορα επιμέρους ευρήματα μοιάζουν αδικαίωτα απόντος του άξονα, διασκορπίζοντας την προσοχή του θεατή που, δυσκολευόμενος να παρακολουθήσει με ακρίβεια τους διαλόγους – πρόβλημα που παρατηρείται σε όλο και περισσότερες παραστάσεις τελευταία – καταλήγει να μένει με κενά και, τελικώς, να πλήττει.
Ο Βασίλης Ανδρέου ως Τίμων, καλύτερος στο πρώτο μέρος απ’ ότι στο δεύτερο, δεν κατόρθωσε να αποκρυπτογραφήσει το δύσκολο χαρακτήρα που εκλήθη να ερμηνεύσει. Δείχνει να μην έχει καθοδηγηθεί σωστά. Παρόλη τη διόλου ευκαταφρόνητη διάρκεια της παράστασης, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τις γιγάντιες μετατοπίσεις του χαρακτήρα από την υπέρμετρη γενναιοδωρία στην μισανθρωπία και τέλος στο θάνατο: έμοιαζαν να γίνονται απότομα, χωρίς ενδιάμεσα στάδια.
Χωρίς δική τους ευθύνη, σε παρόμοια φλύαρες, θολές ερμηνείες οδηγήθηκαν κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, μη εξαιρουμένου ακόμα και του Ιερώνυμου Καλετσάνου, που θα ήταν ίσως και η προφανής επιλογή για τον επώνυμο ρόλο. Μοναδική διασωθείσα η Μαρία Σαββίδου ως Φλάβιος, λόγω λιτότητας και ακρίβειας – αυτά ακριβώς που στερήθηκαν οι υπόλοιποι.
Ούτε η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, έμπειρου, ουσιαστικού και παθιασμένου μελετητή του Σαίξπηρ, μοιάζει να ευτύχησε αυτή τη φορά. Χωρίς ακρίβεια, μουσικότητα και ποίηση ακούστηκε ο λόγος. Φυσικά, η ταχυλογία στην οποία επιδόθηκαν όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί, δεν βοήθησε στο να έχει κανείς αληθινή άποψη. Όμως είναι σαν ο μεταφραστής να μην είχε τον απαιτούμενο χρόνο να δουλέψει διεξοδικά και να οδηγήθηκε σε πρόχειρες λύσεις.
Ο Στάθης Λιβαθινός, φτάνοντας στη λήξη της θητείας του ως καλλιτεχνικός διευθυντής, θέλησε προφανώς να επιλέξει ένα έργο μεγάλου κλασικού που να δώσει τελετουργικό χαρακτήρα σε αυτή την ολοκλήρωση της πρώτης, προς το παρόν, τετραετίας του. Μεγαλεπήβολο σχέδιο. Όμως το αποτέλεσμα δεν τον δικαίωσε. Παρόλη την επιδιωκόμενη συχνά χωρίς λόγο, ταχύτητα σε όλα τα τεκταινόμενα (ακόμα και το διάλειμμα ήταν πιεστικά βιαστικό!), η παράσταση παρέμεινε άρρυθμη, ασαφής και εν τέλει πληκτική. Ό,τι ακριβώς δεν θα έπρεπε να είναι ο Σαίξπηρ.
Ο Τίμων ο Αθηναίος είναι μια ατυχής στιγμή για όλους σχεδόν τους συντελεστές του. Θα ήταν καλύτερα να μην τη συζητούσαμε και πολύ, καθότι όλοι δικαιούνται τέτοιες στιγμές. Όμως η συγκεκριμένη παράσταση παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετημένη από τον καλλιτεχνικό του διευθυντή. Η Αριάν Μνουσκίν έλεγε κάποτε: Εφόσον κάνουμε τέχνη με δημόσιο χρήμα, οφείλουμε κάθε φορά να δίνουμε κάτι πίσω στο λαό που μας επιδότησε με το υστέρημά του μέσω της φορολογίας του. Κι η Αριάν Μνουσκίν είναι σοφή δασκάλα…