Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τον Nick Bärtsch στην ανεπανάληπτη εμφάνισή του στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση προ δεκαετίας, σίγουρα δεν τον έχουν ξεχάσει -σπάνια θυμάμαι κοινό να βγαίνει τόσο καθηλωμένο από συναυλία. Η δικιά μας Τάνια Γιαννούλη πάλι, βρίσκεται στην πιο δημιουργική της ίσως στιγμή: οι συναυλίες της διεθνώς χαλάνε κόσμο, και ο τελευταίος της σόλο δίσκος δρέπει δάφνες σε όλα τα ευρωπαϊκά και μη έντυπα που ασχολούνται με τη τζαζ. Η συνύπαρξή τους επί σκηνής τα τελευταία χρόνια σε διάφορα φεστιβάλ είναι από μόνη της ένα σημαντικό γεγονός. Και να που θα έχουμε την ευκαιρία να τους χαρούμε μαζί και στην Αθήνα. Με αυτή την αφορμή κάναμε μια συζήτηση και με τους δύο, έτσι ώστε να πάμε προετοιμασμένοι την Παρασκευή να τους χαρούμε στο Ωδείο Αθηνών. Όσο προετοιμασμένοι γίνεται, φυσικά: τέτοιες σπουδαίες μουσικές συναντήσεις είναι πάντα απρόβλεπτες.
Πού και πότε συναντηθήκατε καλλιτεχνικά για πρώτη φορά;
Τ. Γ.: Γνώρισα την μουσική του Νικ πριν καν γνωρίσω τον ίδιο και πάντα είχε μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου. Όταν τον πρωτοείδα να παίζει ένα κονσέρτο σόλο πιάνο σκέφτηκα πως παρότι οι μουσικές μας γλώσσες είναι διαφορετικές, έχουμε παρά πολλά κοινά στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την μουσική. Το φθινόπωρο του 2022 ήμασταν και οι δυο artists in residence στο Enjoy Jazz festival στη Γερμανία. Εκεί γεννήθηκε η ιδέα του να παίξουμε μαζί. Αυτό τελικά συνέβη τον Φεβρουάριο του 2023 στο jazz club Moods στην Ζυρίχη, όπου είχαμε την πρώτη μας συναυλία.
Ν. Β.: Συνάντησα την Τάνια για πρώτη φορά στο Enjoy Jazz Festival στο οποίο έδινα ένα σόλο κοντσέρτο, και όπου κι εκείνη ήταν επίσης προσκεκλημένη. Ένα χρόνο αργότερα, είχαμε και οι δύο residency στο ίδιο φεστιβάλ, και από τότε θέλαμε να παίξουμε μαζί, αλλά είχαμε κι οι δύο πάρα πολλά άλλα πρότζεκτ. Τελικώς το καταφέραμε και παίξαμε μαζί ένα χρόνο αργότερα, έχοντας προετοιμάσει ένα πρόγραμμα για τη Ζυρίχη. Όπως συμβαίνει συχνά, τα καλά πράγματα απαιτούν χρόνο και χρειάζονται υπομονή.
Τι βλέπει ο καθένας σας στη μουσική του άλλου;
Τ. Γ.: Η μουσική του Νικ είναι όπως και ο ίδιος: Είναι ουσιαστική, φαίνεται απλή αλλά είναι πολύπλοκη, είναι ευφυής, μπορεί να εμπεριέχει εξίσου καλά βάρος κι ελαφρότητα. Στον Νικ θαυμάζω την συγκέντρωση του, την αφοσίωση του, τη σκέψη του αλλά κυρίως την ηθική του. Είμαι πολύ χαρούμενη που κάνουμε μαζί μουσική και που είναι φίλος μου.
Ν. Β.: Στη μουσική της Τάνιας ακούω μια πολύ προσωπική οπτική. Είναι πολύ σπάνιο να βρει κανείς μια μουσική που ανοίγει ένα δικό της κόσμο ανάμεσα σε είδη που είναι ξεκάθαρα διακριτά. Έχει έναν εντελώς δικό της τρόπο να βιώνει το τρίγωνο της σύνθεσης, του αυτοσχεδιασμού και της ερμηνείας. Όλες οι πλευρές μετράνε εξίσου. Αυτό το πνεύμα της παιγνιώδους σοβαρότητας είναι κοντά και στο δικό μου τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη μουσική ως δημιουργική διαδικασία. Δεν υπάρχουν στυλιστικά ζητήματα προς επίλυση –η εστίαση εντοπίζεται περισσότερο στο πώς να κάνεις μουσική, και ειδικά στο πώς να παίξεις μαζί με τον άλλο.
Ποιες θεωρείτε τις βασικές μουσικές σας ομοιότητες, αλλά και διαφορές;
Τ. Γ.: Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την μουσική, σαν ενέργεια, σαν αφήγηση, σαν ροή. Επίσης μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για τον ρυθμό και τα ρυθμικά patterns. Βρίσκω ότι η μουσική γλώσσα του Νικ είναι περισσότερο minimal από την δίκη μου, εγώ λατρεύω την μελωδία και δεν διστάζω να βάλω μαζί περισσότερα στοιχεία, χωρίς να με απασχολεί από που πρόερχεται το καθένα.
Ν. Β.: Όπως είπα και πιο πριν, υπάρχει μια κοινή προσέγγιση προς την ερμηνεία, την κατανόηση της σύνθεσης και τον αυτοσχεδιασμό. Φυσικά έχουμε πολύ προσωπικούς τρόπους στο πώς δομούμε τη μουσική μας σε ότι αφορά το ρυθμό και τη φόρμα. Αλλά με την προσέγγιση που ανέφερα, δημιουργείται ένας τρίτος τρόπος. Έχουμε ως πρώτη προτεραιότητα να προσπαθούμε να ακούγεται καλά ο παρτενέρ μας.
Η μουσική σας συνήθως θεωρείται τζαζ. Αυτός ο όρος περιέχει όλο και περισσότερα και διαφορετικά ιδιώματα όσο περνούν τα χρόνια. Εσείς οι ίδιοι πώς θα περιγράφατε αυτό που κάνετε;
Τ. Γ.: Δεν μου είναι εύκολο να βάλω μια ταμπέλα σε αυτό που κάνω. Αντιλαμβάνομαι ότι πολύ συχνά έρχονται στην ίδια θέση και κάποιοι μουσικοκριτικοί. Είναι πολύ ευκολότερο να αναζητάμε να κατατάξουμε κάτι κάπου. Προέρχομαι από την κλασική μουσική, έχοντας στις αποσκευές μου ένα δίπλωμα σολίστ πιάνου και ανώτερες σπουδές λόγιας σύνθεση αλλά και πολλές και διαφορετικές επιρροές. Η μουσική που κάνω είναι πολύ προσωπική. Και αυτό είναι κάτι που έχουμε κοινό με τον Νικ. Έχει αυτό το «κάτι» που σε κάνει να αναγνωρίζεις ότι αυτό είναι «Bärtsch» ή «Γιαννούλη». Ταυτόχρονα, ο αυτοσχεδιασμός είναι για μένα πολύ βασικό κομμάτι της συνθετικής διεργασίας αλλά και της εκτέλεσης. Έχοντας λοιπόν πει όλα αυτά, θα έλεγα ότι η μουσική μου είναι ο καθρέφτης μου.
Ν. Β.: Η τζαζ είναι η μία από τις βασικές επιρροές,με την έννοια ότι ο αυτοσχεδιασμός, το groove και η ρυθμική εκλέπτυνση είναι ουσιώδη σε αυτό που κάνουμε. Αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία το πώς ορίζεται –είναι περισσότερο μια άποψη στο πώς κάνεις μουσική. Εγώ ονομάζω αυτή την οπτική Τελετουργική Groove Μουσική.
Έχετε δώσει συναυλίες σε πολλές χώρες. Πόσο διαφορετικό είναι το κοινό σε κάθε μια από αυτές; Υπάρχει για σας αγαπημένο κοινό;
Τ. Γ.: Για μένα, ξεκάθαρα και με διαφορά το πιο θερμό κοινό είναι το γερμανικό. Με υποδέχεται πάντα με ειλικρινή ενθουσιασμό, με οποίο πρότζεκτ και να παίζω.
Ν. Β.: Σε κάθε συναυλία, το κοινό της είναι το αγαπημένο μου κοινό. Το Τώρα είναι που μετράει.Όλοι μέσα στην αίθουσα δημιουργούν τη συναυλία μαζί. Γι αυτό και βιώνουμε κάθε συναυλία, κάθε κατάσταση, κάθε πόλη διαφορετικά. Μπορεί να επιστρέψεις στο ίδιο μέρος και η αίσθηση να είναι τελείως διαφορετική, και να συμβούν πράγματα που θα σε εκπλήξουν.
Πόσα από αυτά που κάνετε μαζί είναι αυτοσχεδιαζόμενα, και πόσα είναι ήδη προετοιμασμένα ή καταγεγραμμένα;
Τ. Γ.: Θα έλεγα ότι η αναλογία είναι 50 / 50 κι έχω μεγάλη περιέργεια να δω τί έχει απαντήσει ο Νικ στην ερώτηση αυτή.
Ν. Β.: Αυτό είναι το μυστικό: από την οπτική γωνία του ακροατή, αυτό δεν θα έπρεπε να έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι η δραματουργία. Κομμάτια γραμμένα μπορεί να ακούγονται σαν αυτοσχεδιαζόμενα, και το αντίστροφο. Δραματουργία: γνωρίζουμε ήδη την κεφαλαιώδη σημασία της από το αρχαίο ελληνικό θέατρο.