Τη Δευτέρα που μας πέρασε ο Σωκράτης Μάλαμας είχε πρεμιέρα στο Σταυρό του Νότου. Το artivist ήταν εκεί…
Ρε Σωκράτη τι λες τώρα, που θα παίζεις ως τις 4 η ώρα! Φωναχτά, τραγουδιστά, συνθηματικά. Ξέρω, πιο γραφική πεθαίνεις. Ή, μήπως, πιο γραφικοί; Όλοι μας, άντρες γυναικόπαιδα, έφηβοι νέοι και γηραιότεροι; Όλοι εκεί ήμασταν στις 19 Νοεμβρίου, οπότε και άνοιξε τον χειμερινό κύκλο εμφανίσεών του, στο Σταυρό του Νότου, ο Μάλαμας. Σα να άργησε λίγο, φέτος, στο Δευτεριάτικο ραντεβού μας. «Ρε Σωκράτη, τι λες τώρα;», αυτό και το όνομα που έδωσαν στα live του – to the point, έξυπνο και με χιούμορ. Όχι «χαμένο ρούχο», αν κι η κολυμπήθρα μας (πάντα θα) ξεχειλίζει νερό αλκοολούχο. Ώρα έναρξης είχε δοθεί: 21.30. Δύο ώρες νωρίτερα, στις 19.30 ακριβώς, διέσχιζα αμέριμνη την αγαπημένη πλατεία της Φραντζή με τις λεύκες. Πρέπει να μου έπεσε ολίγον το σαγόνι όταν αντίκρισα μια παρέα 5 ανθρώπων να στέκεται, ήδη, μπροστά στην είσοδο. Μα από τόσο νωρίς; Τόσο, μου απάντησαν κατηγορηματικά. Πήγα και χώθηκα στη «Γωγώ» για εσπρεσάκι (προβλεπόμενο για το ξενύχτι), η οποία υποδεχόταν άπαντα τα «παιδιά τα δικά μας» με γρέζι στη φωνή και «άντε καλή μας σεζόν»! Τι κι αν παρουσιάζονται τόσα μουσικά προγράμματα ανά την Αθήνα, από την αρχή του φθινοπώρου, ο Σωκράτης είναι που θα σφυρίξει την έναρξη της σεζόν. Κλίμα προσμονής και παρέες που είπαν πως ήρθαν να ζεστάνουν το συκώτι τους! Κάτι από προετοιμασία για μεγάλη γιορτή πολύ φίλου μας, είχαν όλα αυτά. Ήταν, πράγματι, μεγάλη, αν αναλογιστεί κανείς, ότι ξεκίνησε στις 22.10, και ολοκληρώθηκε στις 03.00, με ένα μόνο εικοσάλεπτο διάλειμμα τα μεσάνυχτα.
Χορταστικό πρόγραμμα, αμέτρητα τα τραγούδια, από το μακρινό πια 1990 έως και τον τελευταίο του δίσκο «Με στόμα που γελά», ένα πρώτο μέρος πιο συναισθηματικό, πιο εσωστρεφές, κι ένα δεύτερο μεγαλύτερο, αισθητά πιο ανεβαστικό που κατέληξε σε γλέντι. Μας θύμισε τις συναυλίες του καλοκαιριού που αφήσαμε πίσω στα νησιά. Ο ίδιος με το βλέμμα χαμηλωμένο, την κιθάρα ανά χείρας και φειδωλός στα χαμόγελα και τις κουβέντες για αρκετή ώρα. Αφοσιωμένος στις νότες του, συνάμα και γενναιόδωρος ερμηνευτής. Μέσα από εκατοντάδες στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Οδυσσέα Ιωάννου, του Άλκη Αλκαίου, αλλά και δικούς του, ο Μάλαμας ήταν κατά παράδοση πολύ καλός. Ακούραστος, στην ασφυκτικά γεμάτη κεντρική σκηνή, με δεξιοτέχνες μουσικούς παλιούς γνώριμους στο πλευρό του: ο Γιάννης Παπατριανταφύλλου στο κοντραμπάσο, ο Νίκος Μαγνήσαλης στα τύμπανα, ο Κυριάκος Ταπάκης σε λαούτο-μπουζούκι, ο Νίκος Παραουλάκης στο νέι. Τις δυναμικές τους ερμηνείες μάς χάρισαν ξανά, τόσο ο Φώτης Σιώτας που έπαιξε βιολί και βιόλα, όσο κι η ολόγλυκια ρεμπέτισσα Ιουλία Καραπατάκη.
Η βραδιά δεν είχε εκπλήξεις. Είχε, όμως, δύναμη, νοσταλγία, έρωτα, όνειρα. Είχε εξομολογήσεις που δεν τολμήσαμε, μύχιες σκέψεις, ανείπωτα συναισθήματα. Είχε όλα εκείνα τα κομμάτια που μας συντροφεύουν (στο repeat) σε πίκρες και χαρές. Τραγουδήθηκαν από όλους μας, ευτυχείς λυπημένους και πότες. Μας άφησε εξαντλημένους και σε έκσταση, μέχρι την επόμενη Δευτέρα. Κι όμως, κάτι μου λέει, ότι αρκετοί θα ήθελαν κι άλλο – παρά τη νύστα που βάραινε τα μάτια μας στη δουλειά την Τρίτη.