Φωτογραφίες: Σοφία Μανώλη
Επιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Αλεξοπούλου
Ήταν στο πλευρό της υπέροχης Βίκυς Μαραγκοπούλου στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας, ενός καλλιτεχνικού θεσμού που άλλαξε το πρόσωπο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού – κάποτε πρέπει να το πούμε. Υπήρξε σύμβουλος χορού στο Φεστιβάλ Αθηνών, ως επιλογή του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, ενός ανθρώπου που ξέρει να επιλέγει συνεργάτες. Η Στεργιανή Τσιντζιλώνη προέρχεται από τη σάρκα του ελληνικού χορού, τον αγαπά βαθιά και αγωνίζεται γι αυτόν από όποια θέση και ιδιότητα έχει βρεθεί, Η γνωριμία μας ξεκίνησε από μια έντονη διαφωνία: είχα δημοσιεύσει κάποια αρνητικά σχόλια για τις επιλογές της στο πρώτο της Φεστιβάλ, και με κάλεσε, με πολύ τακτ, αλλά και παρρησία, να της εκθέσω την άποψή μου. Και τότε συνάντησα για πρώτη φορά έναν ξεχωριστό άνθρωπο με γνώσεις και βαθιά ευγένεια. Ήθελα καιρό να κάνουμε τη συζήτηση που ακολουθεί. Νομίζω πως θα τη βρείτε διαφωτιστικότατη. Άλλωστε, δεν ανήκει στις συνήθειές της το να δίνει συνεντεύξεις.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πώς βρέθηκες στον χορό; Πόσο νωρίς και τι σε τράβηξε; Πάρα πολύ νωρίς. 8 χρονών. Εντελώς τυχαία, όπως πολύς κόσμος νομίζω. Ήμουν ένα παιδάκι πολύ υπερκινητικό. Ήμουν μονίμως κρεμασμένη σε ένα μονόζυγο στην παιδική χαρά της γειτονιάς μου. Όλοι οι γονείς έλεγαν στους δικούς μου “αυτό το παιδάκι είναι πολύ ευκίνητο, έχει πολύ τη σωματικότητα, δεν το ψάχνετε λίγο;”. Ενώ κανείς από τους γονείς μου δεν έχει σχέση με κάποιο καλλιτεχνικό επάγγελμα, η μαμά μου ήταν αρκετά ανοιχτή για να το ψάξουμε πραγματικά. Στην αρχή με πήγε στην ενόργανη. Μετά το μάθημα με ρώτησε αν θέλω να ξαναπάω αλλά δεν ήμουν σίγουρη και κατάλαβε ότι δεν ήθελα. Ύστερα με πήγε στη ρυθμική. Τα ίδια. Μετά με πήγε στη Μάνου και όταν βγήκα ήμουν ενθουσιασμένη και της είπα ότι θέλω να ξαναέρθουμε. Έκανα ήδη έναν χρόνο στη Μάνου όταν έμαθαν οι γονείς μου την ύπαρξη της Κρατικής . Έδωσα τις εξετάσεις και μπήκα. Έκανα όλο το φυτώριο, δηλαδή έχω ζήσει όλη μου τη ζωή μέσα σε αυτή τη σχολή. Τελείωσα και το επαγγελματικό. Μπήκα στα 9 μου και βγήκα στα 21 μου.
Τι λες τώρα! Είναι ΟΚ ως “λύση” για ένα παιδί με πολύ κινητικότητα, αλλά ως επαγγελματική προοπτική, το συγκεκριμένο πράγμα στη συγκεκριμένη χώρα, με δύο γονείς οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με την Τέχνη μού κάνει εντύπωση. Συνήθως , οι γονείς σε αποτρέπουν αντί να σε προτρέψουν. Οι γονείς μου δεν με απέτρεψαν, με στήριξαν, χωρίς όμως ποτέ και να μου πουν να το κάνω. Με πίστευαν, και για αυτό τους ευγνωμονώ. Με άφηναν να διαλέξω και μου έλεγαν πως σε ό,τι θέλω θα είναι δίπλα μου και θα με στηρίζουν. Ήμουν και πολύ καλή μαθήτρια, σπούδασα και στο Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο παιδαγωγικά. Οι γονείς μου περίμεναν, και αυτό ήθελα κι εγώ, κάπως να τα συνδυάσω. Δεν ήταν εύκολο να βρω πώς, και δεν το έκανα ποτέ. Απλά η γνώση του Πανεπιστημίου με έκανε να έχω μια άλλη αντίληψη των πραγμάτων και να μου αρέσει να θέλω να κάνω και κάτι πιο θεωρητικό. Έτσι έφτασα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο Σάρρεϋ πάνω στο χορό. Εκεί ήταν μεγάλη αποκάλυψη. Είδα ότι υπάρχει θεωρία χορού και ιστορία χορού. Στη σχολή κάναμε κάποια θεωρητικά μαθήματα όπως ιστορία τέχνης και μουσικής, αλλά καμία σχέση με το θεωρητικό κομμάτι του χορού. Εκεί έπαθα πολιτισμικό σοκ. Γυρνώντας, αποφάσισα ότι αυτό το θεωρητικό κομμάτι με ενδιαφέρει περισσότερο. Συνεργάστηκα με τη Βίκυ Μαραγκοπούλου στο Φεστιβάλ της Καλαμάτας για σχεδόν 20 χρόνια, από το 1998 που γύρισα από την Αγγλία μέχρι το 2015 που έφυγε η Βίκυ. Αργότερα έκανα και το διδακτορικό. Πέρασαν και τα χρόνια, σταμάτησα και να χορεύω λόγω ηλικίας και παιδιού. Το ένα έφερε το άλλο και τελικά κινήθηκα μέσα σε αυτό τον χώρο που αρχικά έμοιαζε αβέβαιος και δύσκολος. Και είναι, αλλά κάπως βρήκα τρόπους να εξακολουθώ να είμαι εκεί.
Νομίζω τα χρόνια σου στην Κρατική ήταν επί Ντόρας Τσάτσου. Όταν πρωτομπήκα, ναι . Βασικά όταν πρωτομπήκα ήταν επί Κούλας Πράτσικα και μετά αμέσως άλλαξε και ήταν επί Ντόρας Τσάτσου. Έτυχα στο επαγγελματικό σε αυτή την περίφημη ιστορία με τους Βούλγαρους όπου πήγε να γίνει Ακαδημία μπαλέτου με την παρέμβαση της Κατσανέβα, όλο αυτό το ιστορικό πράγμα που έζησε η Σχολή για τον προσανατολισμό της. Τελείωσα με την Ντένυ Ευθυμίου- Τσεκούρα.
Αν δεν απατώμαι, λόγω Τσάτσου κυρίως, ο προσανατολισμός της Σχολής ήταν μάλλον προς το Σύγχρονο. Πράγμα πολύ ενδιαφέρον. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέχισες να προσανατολίζεσαι και στο Σάρρεϋ; Εγώ ήθελα να γίνω μπαλαρίνα, κι ας ήμουν στην Κρατική. Παρόλο που η Κρατική είχε έναν προσανατολισμό Σύγχρονου, εγώ σαν παιδί το βίωνα σαν ένα σχολείο που είχε πολλά διαφορετικά πράγματα όλα για το χορό. Ένιωθα δηλαδή μία ισότητα απέναντι στα πράγματα. Είχαμε τη Βίκυ Μαραγκοπούλου που ήταν η πρώτη μου δασκάλα μπαλέτου, τον Γιάννη Μέτση, την Πένυ Μελά. Δεν αισθανόμουν ότι υποβιβαζόταν το μπαλέτο. Είχαμε ρυθμική με τη Ζουζού Νικολούδη, και τη Σοφία Σπυράτου, τη Μαρία Κυνηγού. Για μένα ήταν ένα σχολείο με Σ κεφαλαίο. Δεν ήταν κάποιος εκεί μέσα να σου επιβάλλει μια κατεύθυνση. Το δικό μου όνειρο ήταν να γίνω μπαλαρίνα. Είχα και τον κατάλληλο σωματότυπο. Ακολουθούσα αυτό το όνειρο παρόλο που στην Ελλάδα δεν υπήρχε μπαλέτο γιατί ήλπιζα ότι μέχρι να μεγαλώσω θα είχε γίνει. Έφτασα στο τέλος και δεν είχε γίνει οπότε τελειώνοντας άρχισα να διδάσκω μπαλέτο και να χορεύω Σύγχρονο. Έζησα όλο αυτό το διχασμό. Έκανα και την απόπειρά μου να γίνω μπαλαρίνα. Πήγα στη Ρωσία για να δω αν θα τα καταφέρω, και πιστεύω θα τα κατάφερνα αν είχα πάει σε πιο νεαρή ηλικία. Στο θεωρητικό κομμάτι πήγα πραγματικά χωρίς να ξέρω τι είναι. Ήθελα να κάνω ένα μεταπτυχιακό και ψάχνοντας βρήκα το Σάρρεϋ. Εκεί τότε επίσης είχαν ισότιμο προσανατολισμό ως προς το μπαλέτο. Το Σάρρεϋ όταν ιδρύθηκε είχε μπαλετικό προσανατολισμό στο μεταπτυχιακό του. Έτυχα στην μετάβαση αλλά και πάλι είχαν πολύ μεγάλο σεβασμό και για το ένα και για το άλλο. Εκεί ανακάλυψα τον σύγχρονο χορό – Τρίσα Μπράουν, Στηβ Πάξτον – που δεν είχα ιδέα. Ούτε είχα δει, ούτε είχα διαβάσει.
Είναι λογικό. Στην Ελλάδα ούτε τα είχαμε δει, ούτε τα ξέραμε. Να θυμίσω, γιατί εκ των υστέρων όλα μυθοποιούνται, πως όταν είχαμε δει στην Ελλάδα πρώτη φορά παραστάσεις της Πίνα Μπάους και κάποιοι κοιτάγαμε σαν χαζοί, η μεγάλη πλειοψηφία έλεγε ότι αυτό δεν είναι χορός. Μα καλά, εννοείται. Σηκωνόντουσαν και έφευγαν. Δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Θυμάμαι πως όταν είχε έρθει η ομάδα του Μερς Κάνιγκχαμ στην Καλαμάτα το μισό αμφιθέατρο έφυγε φωνάζοντας. Η μουσική τους ενοχλούσε, αυτό που έβλεπαν τους ενοχλούσε.
Για να μη θυμηθούμε τι είχε γίνει στο The show must go on του Ζερόμ Μπελ… Αυτό είναι από τις εμπειρίες της ζωής μου! Από τα πιο ωραία πράγματα που έχω ζήσει ποτέ. Ακόμα το θυμάμαι και θέλω να το ξαναζήσω! Οι λίγοι που έμειναν ως το τέλος είχαν σηκωθεί και χόρευαν, κι όλο το Κάστρο ήταν ένα πάρτυ. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε ξεχάσει ότι κάποια πράγματα δεν τα είχαμε δει. Όντως κάποια πράγματα τώρα τα παιδιά τα βλέπουν πολύ πιο εύκολα, και ζωντανά και μέσω internet, και αυτό είναι μεγάλη ευτυχία. Τα παιδιά δεν το καταλαβαίνουν, και το βλέπω αυτό γιατί διδάσκω. Τα προτρέπω να πάνε να δουν, να ψάξουν στο κινητό τους χορογράφους που δεν ξέρουν, να μην βλέπουν μόνο αυτά που ήδη ξέρουν. Τώρα είναι τόσο εύκολο να πληροφορηθείς, να δεις. Δεν είναι βέβαια το ίδιο να το βλέπεις ζωντανά με το να το βλέπεις σε ένα βίντεο στο κινητό σου, αλλά αν μη τι άλλο σαν πληροφορία κάπως μπορείς να την έχεις. Εγώ μέχρι το 1994 που πήγα στο Σάρρεϋ δεν είχα δει Τρίσα Μπράουν!
Τι άλλα από αυτά που είδες τότε εκεί ήταν για σένα προσωπική αποκάλυψη; Όλο το θεωρητικό κομμάτι ήταν αποκάλυψη. Καλλιτεχνικά, είχα συγκλονιστεί όταν είχα δει τους DV8. Ο Φιλίπ Ντεκουφλέ, όταν είχα δει το Codex με είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Και μετά από ένα – δύο χρόνια την Ανν Τερέζα ντε Κεερσμάκερ.
Θυμάμαι τον Ζερόμ Μπελ να μου λέει off the record ότι τον χορό τον άλλαξε η Πίνα, η Ανν Τερέζα, ο Φορσάυθ. Όλοι οι υπόλοιποι προσθέτουμε μερικές υποσημειώσεις. Και μάλλον ισχύει. Πιστεύω πως όλες οι γενιές και όλοι οι καλλιτέχνες κάτι προσφέρουμε. Νιώθω ότι αυτοί οι Μύθοι, τα μεγάλα ονόματα, αυτοί οι άνθρωποι που πραγματικά έκαναν τη μεγάλη ανατροπή, όντως εκλείπουν. Και το λέω σαν άνθρωπος που μετά από τόσα χρόνια το βλέπω πιο έμπειρα και όχι με τη νοσταλγία περασμένων μεγαλείων. Πιστεύω ότι η Τέχνη διεθνώς είναι σε τεράστια κρίση. Οι λόγοι δεν είναι μόνο καλλιτεχνικοί.
Οι λόγοι δεν είναι ποτέ μόνο καλλιτεχνικοί. Δύο πράγματα μου έρχονται στο μυαλό. Το ένα το συμπύκνωσε ένας φίλος μου σε μία φράση πολύ ωραία: Ελλείψει κινήματος τρώμε τις σάρκες μας. Και το άλλο ακούστηκε σε μια παράσταση των El Conde de Torrefiel στο MIR Festival της Χριστιάνας Γαλανοπούλου: Έχει παρατηρηθεί ότι σε περιόδους που η Τέχνη αρχίζει και μαλακίζεται. συνήθως αυτό είναι προμήνυμα ότι πρόκειται να χυθεί πάρα πολύ αίμα. Ελπίζω όχι, αλλά σίγουρα δεν είναι ευοίωνα τα πράγματα.
Ας μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο το Φεστιβάλ Καλαμάτας. Πώς συνέβη αυτό το θαύμα; Γι αυτό μάλλον θα πρέπει να μιλήσεις με τη Βίκυ Μαραγκοπούλου! Πάντως σαν προσωπική εμπειρία, ήταν ένα ανεπανάληπτο σχολείο σε όλα τα επίπεδα. Για μένα ήταν η ευτυχία της ζωής μου όταν βρέθηκα εκεί. Ήταν καταρχάς ένα φεστιβάλ που έφερνε ό,τι πιο ενδιαφέρον και καλλιτεχνικά ποιοτικό κυκλοφορούσε διεθνώς σε μία ατμόσφαιρα απίστευτα φιλική, οικογενειακού τύπου. Στο φεστιβάλ δουλεύαμε πέντε, έξι άνθρωποι. Το χτίζαμε όλο τον χρόνο κάνοντας χίλιες δουλειές ο καθένας. Αυτό δημιουργούσε μία πάρα πολύ προσωπική σχέση και μεταξύ μας, αλλά και με τους καλλιτέχνες και τον κόσμο. Τις δέκα μέρες του φεστιβάλ δεν κοιμόμασταν. Υπήρχε τεράστια κούραση, αγωνία και άγχος. Αλλά για μένα ήταν, όχι απλά γιορτή, ένα τεράστιο πάρτι . Ήταν η απόλυτη ευχαρίστηση. Το έχω ζήσει και το έχω ευχαριστηθεί τόσο πολύ.
Είναι ακριβώς αυτό που έχω κι εγώ σαν σκέψη, και συνήθως δεν το πετυχαίνουμε στην Ελλάδα. Προσεγγίζουμε την τέχνη με μία σοβαροφάνεια και φορώντας τα καλά μας, τα καλά μας τα άβολα, όχι τα γιορτινά. Ξεχνάμε ότι η τέχνη είναι γιορτή, απόλαυση. Η Βίκυ είναι ένας άνθρωπος που ξέρει πολύ καλά τον χορό. Στις καλλιτεχνικές της επιλογές, αλλά και γενικά στη ζωή της, το ψάχνει πάρα πολύ πριν αποφασίσει κάτι. Ο τρόπος με τον οποίο έδωσε τον παλμό του φεστιβάλ ήταν ότι ήταν κάτι πραγματικό και ουσιαστικό, όχι για το θεαθήναι. Όλοι οι άνθρωποι που ήμασταν εκεί ήμασταν ταγμένοι, γουστάραμε τρελά αυτό που κάναμε. Το γεγονός ότι ήταν στην Καλαμάτα, μία επαρχιακή πόλη έπαιξε το ρόλο του. Ήταν ταυτόχρονα θετικό και αρνητικό. Το φεστιβάλ Καλαμάτας τότε έπαιζε σχεδόν μόνο του. Το Φεστιβάλ Αθηνών δεν έφερνε τέτοια πράγματα για το χορό. Ήταν σχετικά πιο εύκολο, με την έννοια ότι αν κάποιος έπαιρνε το ρίσκο να το κάνει και να το κάνει καλά, είχε το χώρο. Τώρα υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός. Το ότι ήταν στην Καλαμάτα επίσης βοηθούσε στο γιορτινό κλίμα γιατί είναι μια υπέροχη πόλη. Ερχόντουσαν όλοι με μία διάθεση εκδρομική και πολύ ευχάριστη. Οι καλλιτέχνες ενθουσιάζονταν. Το έχω δει χίλιες φορές αλλά δεν το ξεχνάω αυτό το σοκ. Σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες έφταναν βράδυ. Μέχρι να τους παραλάβουμε από το αεροδρόμιο στην Αθήνα και να φτάσουμε στην Καλαμάτα είχε νυχτώσει, δεν έβλεπαν τι γίνεται γύρω-γύρω. Ξυπνούσαν το πρωί, έβλεπαν τον μεσσηνιακό κόλπο και έμεναν άφωνοι.
Τελικά στα φεστιβάλ, μερικά πράγματα μόνο σε μικρές πόλεις μπορούν να συμβούν. Σε μια πόλη όπως είναι η Αθήνα ή το Παρίσι η διάχυση είναι μεγάλη. Ενώ όταν έχεις να κάνεις με την Καλαμάτα ή με την Αβινιόν…. Είναι μια άλλη ατμόσφαιρα. Τα πρώτα χρόνια μία από τις δουλειές που έκανα ήταν να είμαι contact person για τις ομάδες. Δηλαδή ήμουν συνέχεια μαζί τους, σαν baby sitter. Δεν κοιμόμουν, αλλά ταυτόχρονα ήταν η μεγάλη μου χαρά. Ήμουν συνέχεια στις πρόβες, στις παραστάσεις, στο φαγητό, στο μπάνιο τους. Δούλεψα με τον Άκραμ Καν, με τον Ράσελ Μάλιφαντ… Τρομερή εμπειρία, απίθανο σχολείο.
Και μετά έρχεται η ώρα και μπορείς να κάνεις εσύ κάποιες επιλογές. Βρέθηκες στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ανέλπιστα. Δεν ήταν κάτι που ήρθε μετά από σχεδιασμό.
Πώς συνέβη; Με πήρε τηλέφωνο ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Δεν γνωριζόμασταν. Συστήθηκε, είπε ότι έχει αναλάβει τη διεύθυνση του φεστιβάλ Αθηνών και εξέφρασε την επιθυμία να συνεργαστούμε και πρότεινε να βρεθούμε για να μιλήσουμε. Κάναμε ένα ραντεβού, πήγα στο γραφείο του στο φεστιβάλ και τα βρήκαμε. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Ο Βαγγέλης ήταν πάρα πολύ ανοιχτός, πολύ ξεκάθαρος στο ότι ήθελε να συνεργαστεί με κάποιον που ξέρει καλά από χορό, να τον εμπιστευτεί, γιατί ο ίδιος δεν είχε ειδικές γνώσεις. Ήταν πολύ θετικό και ότι την ώρα που ήμουν εκεί συνάντησα τη Δήμητρα Κονδυλάκη που ήδη γνώριζα, όπως και την Τζωρτζίνα Κακουδάκη, οπότε ήταν φανερό πως όλη η ομάδα θα είμαστε σε ένα κλίμα. Έτσι προέκυψε η συνεργασία μου με το φεστιβάλ. Δεν θα κρύψω ότι υπήρχε ένας κόμπος στο λαιμό μου, γιατί ήταν μεγάλη η ευθύνη που ένιωσα ότι ανέλαβα. Ειδικά μετά το Γιώργο Λούκο, που δεν ήταν απλά καλλιτεχνικός διευθυντής, ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε τον χορό απ’ έξω και ανακατωτά. Κι επίσης, για πρώτη φορά υπήρξε σύμβουλος χορού. Γενικά αυτό το μοντέλο που έκανε ο Θεοδωρόπουλος με την ομάδα των συμβούλων ήταν πρωτοφανές – μπορεί να υπήρχαν παλιότερα, αλλά όχι επισήμως. Για μένα η σκιά του Λoύκου ήταν μια πρόκληση.
Μιλάμε για έναν ιδιοφυή άνθρωπο ο οποίος ήξερε προσωπικά όλα τα ιερά τέρατα του σύγχρονου χορού, είχε δουλέψει με όλους, μπορούσε να τους πάρει ένα τηλέφωνο να τους καλέσει και αυτοί να έρθουν. Ήταν πολύ καυτή η καρέκλα στην οποία εκλήθης να καθίσεις. Ναι, όντως έτσι ήταν. Συν το μικρό χρονικό περιθώριο που υπήρχε, γιατί αναλάβαμε πολύ αργά και μέσα σε δύο μήνες θα έπρεπε να βγει – που είναι αστείο να πει κανείς ότι βγαίνει φεστιβάλ σε δύο μήνες. Αλλά, μιλώντας για τον χορό, θεωρώ ότι και το πρώτο δεν πήγε στράφι. Καλλιτεχνικά για μένα ήταν πολύ αξιόλογο. Αντιμετωπίστηκε λίγο αδιάφορα. Υπήρχε μια αμηχανία στον κόσμο γιατί το φεστιβάλ ήταν ακόμα πολύ πιεσμένο. Είχα πρώτο καλλιτέχνη τον Αλεσσάντρο Σαρόνι, τον οποίο θεωρώ εξαιρετικά ευφυή και σημαντικό, αλλά εδώ στην Ελλάδα δεν τον ήξερε κανένας, ή τον ήξεραν ελάχιστοι. Αυτή ήταν η πρώτη μου παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ένα έργο με κορύνες – δεν ήταν καν με χορό! Δεν μετανιώνω. Θεωρώ ότι αυτός είναι ο σύγχρονος χορός, και η περίπτωση του Σαρόνι είναι ενδεικτική για το πώς σκέφτονται οι σημερινοί καλλιτέχνες. Για μένα ήταν μία λύση για να δώσω το δικό μου στίγμα, να δηλώσω πώς αντιμετωπίζω τα πράγματα στο χορό.
Μίλησέ μου λοιπόν για τους άξονες που επέλεξες. Δεν είναι ακριβώς ίδιοι στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων. Υπάρχουν όμως κάποια βασικά πράγματα που είναι κοινά. Ο ένας έχει να κάνει με τη σκηνή της Ελλάδας, την ελληνική δημιουργία. Η προσπάθειά μου ήταν να στηριχτεί με τρόπους και με δράσεις που προεκτείνονταν και εκτός από καθεαυτή την παραγωγή για το φεστιβάλ. Να βοηθήσω σε ένα βαθμό την έρευνα, ή στην πλαισίωση με δράσεις που θα είχαν πιο μεγάλο χρονικό ορίζοντα. Για αυτό και πολλά πράγματα έμπαιναν στο Άνοιγμα στην Πόλη όπου είχαμε περιθώριο να κάνουμε περισσότερες φορές μία παράσταση. Αυτό ήταν το ένα μου μέλημα. Το άλλο ήταν να δοθεί ένα στήριγμα στους ανερχόμενους. Στην Ελλάδα ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν έχουμε ευρεία γκάμα ονομάτων. Έχουμε μικρούς και μεγάλους, νέους και καθιερωμένους. Αυτό στη διαχείρισή του είναι δύσκολο. Τα μεγάλα ονόματα είναι ο Παπαϊωάννου ο όποιος δεν μπορούσε να έρθει στο φεστιβάλ για ευνόητους λόγους, και αυτοί που έγιναν σιγά-σιγά, όπως ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, που χαίρομαι που υπήρξα στην πορεία του – γιατί το ’16 δεν ήταν ακόμα, αλλά βρισκόταν σε μια δυναμική. Το μέλημα και η ευθύνη ήταν για την εξέλιξη των ανθρώπων, δεν ήταν τόσο για τους ήδη φτασμένους. Ήταν πιο πολύ για αυτούς που θέλουν, μπορούν και πρέπει κάπως να στηριχθούν για να εξελιχθούν. Για την ξένη σκηνή, προσπαθούσα να έχω μία ισορροπία επιλέγοντας και πειραματικά πράγματα, που μπορεί εγώ σαν Στεργιανή να τους έχω μεγαλύτερη αδυναμία. Γενικά μου αρέσει στο χορό να βλέπω τις πιο λοξές προσεγγίσεις, γιατί με ενδιαφέρει να παίρνω καινούργια ερεθίσματα. Μπορώ να καταλάβω όμως ότι για το κοινό δεν είναι πάντα το ζητούμενο. Το φεστιβάλ Αθηνών δεν είναι τοMIR, που μπορεί να είναι πειραματικό μέχρι το κόκκαλο. Μπορούσα να διαλέξω και πιο μεγάλα ονόματα – με μια πίστη στην ποιότητά τους. Δεν θα μπορούσα ποτέ να επιλέξω ένα μεγάλο όνομα απλά για να γεμίσω το θέατρο. Δεν το έκανα, και σε κάποιες περιπτώσεις τσακώθηκα με κάποιους, γιατί το φεστιβάλ ως οργανισμός και δημόσιος φορέας χρειάζεται να έχει και μια οικονομική ανταπόδοση, δεν μπορεί να μπαίνει μέσα.
Καταλαβαίνεις ότι με αυτή την επιλογή πήρες το εξής ρίσκο: αυτοί που τους αρέσουν τα πιο πειραματικά να γκρινιάζουν με τα πιο παραδοσιακά, και τούμπλαλιν. Με λίγα λόγια να βρεθείς να δέχεσαι πυρά και από τις δυο κατευθύνσεις. Δεν ένιωσα πάντως ότι έγινε αυτό. Σιγά-σιγά καθώς έστρωνε η κατάσταση με το πέρασμα των χρόνων – το λέω λες και είναι εκατό χρόνια, αλλά από το πρώτο μέχρι το τελευταίο έχει διαφορά – ένιωσα ότι εισπράττανε μία ισορροπία. Ένιωθα ότι είχε στίγμα, δεν ήταν λίγο από όλα, αλλά ότι υπήρχε μια ισορροπία και αυτό ήταν μέσα στο μυαλό μου. Εγώ πιστεύω ότι στο χορό εν δυνάμει όλοι οι άνθρωποι μπορούν να βρουν κάτι να τους αρέσει και να τους ενδιαφέρει . Δεν εννοώ μόνο σαν παράσταση. Γι αυτό και κάναμε και μέρες χορού. Διάφορες δράσεις όπου ο καθένας αν ήθελε μπορούσε να έρθει κοντά στον χορό, και να πει: Α, μου αρέσει αυτό, με ενδιαφέρει. Το πιστεύω ότι ο χορός μπορεί να κάνει κάτι για τον καθένα. Δεν εισέπραξα βολές, ούτε από τη μία ούτε από την άλλη. Ίσως γιατί δεν πρόλαβα. Ίσως αν συνεχιζόταν η πορεία να προέκυπτε σαν πρόβλημα.
Εγώ είχα την αίσθηση ότι κάθε χρονιά τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα. Κι εγώ την είχα.
Καθένας με τα γούστα του βέβαια, αλλά θυμήθηκα κάτι που λέει ο Μπράιαν Ήνο για τον πρώτο μυθικό άλμπουμ των Velvet Underground με την μπανάνα: Όταν βγήκε ο δίσκος δεν πούλησε πάρα πολλά αντίτυπα, αλλά ο καθένας που τον αγόρασε έφτιαξε μια μπάντα. Θα πω κάτι αντίστοιχο: Δεν ξέρω πόση πληρότητα είχε το 69 Positions της Μέττε Ίνγκβαρσεν, αλλά νομίζω ότι όποιος από εμάς ήταν εκεί δεν βγήκε ίδιος από μέσα. Κι εγώ αυτό πιστεύω. Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που θεωρώ ότι τις αλλαγές στην Ελλάδα πρέπει να τις ξαναδούμε πώς γίνονται και πότε γίνονται, είναι γιατί είναι σαφές ότι ένας άνθρωπος χτίζει σιγά-σιγά, δεν μπορεί να δείξει αμέσως τι μπορεί και τι θέλει. Ακόμα και πρακτικά μέχρι να γνωριστούμε μεταξύ μας, να δούμε πώς δουλεύει ο οργανισμός, να δούμε πώς αντιδρά το κοινό. Όλο αυτό το πράγμα χτίζεται. Είναι μια σχέση εμπιστοσύνης. Εγώ έτσι το νιώθω. Πώς είναι στους ανθρώπους που γνωρίζονται και μέχρι να χτιστεί η εμπιστοσύνη χρειάζεται χρόνος; Πρέπει να το παλέψουνε, να το ζήσουνε και οι δύο για να το δούνε να γίνεται. Δεν συμβαίνει από μόνο του.
Προφανώς. Όπως επιλέγεις έναν άνθρωπο και λες ότι αξίζει τον κόπο να δώσω και τον χρόνο και την υπομονή και την ευκαιρία. Οπότε κάπως έτσι ένιωθα κι εγώ με το φεστιβάλ. Από τον πρώτο χρόνο μέχρι τον τέταρτο ήταν αυτή η σχέση που πήγαινε προς το καλύτερο. Χτιζόταν με όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και όλο πιο γερά θεμέλια.
Να κάνω μια επώδυνη ερώτηση; Είναι μια κουβέντα που την έχω κάνει επανειλημμένα με τον Θεόδωρο Τερζόπουλο. Ένα από το προβλήματα αυτής της χώρας είναι ότι δεν υπάρχει συνέχεια. Γίνεται κάτι, και ο,τι κι αν είναι έχει μια αποσπασματικότητα. Συνήθως οι διάδοχες καταστάσεις ξηλώνουν τα πάντα και φτου και από την αρχή. Ναι. Συνήθως έτσι γίνεται. Είναι ένα φαινόμενο της ελληνικής πραγματικότητας. Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνει κάποιος για να μην συμβεί αυτό. Νομίζω ότι δεν φτάνει η ποιότητα του έργου, το κύρος κάποιου ανθρώπου ή η γενική αποδοχή. Νομίζω ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν οι δομές και οι διαδικασίες για να γίνονται όλα αυτά τα πράγματα. Είναι λίγο τυχαία. Κι εγώ τυχαία, που λέει ο λόγος, βρέθηκα εκεί. Δεν έγινε ένα open call να πω ότι έστειλα τα χαρτιά μου. Αν και πιστεύω ότι αν γινόταν open call και τα έστελνα δεν ήμουν ο άνθρωπος που δεν είχε τα προσόντα για να πάρει τη θέση. Αλλά όμως δεν έγινε έτσι.
Πολύ σωστά. Έχει κοινό ο χορός στην Ελλάδα; Και τι κοινό έχει; Δυστυχώς πρέπει να το πω: Στις παραστάσεις, όταν δεν πρόκειται για μεγάλα πασίγνωστα ονόματα, συνήθως οι περισσότεροι στο κοινό γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Όντως. Καλά, και στο Λονδίνο συμβαίνει αυτό. Αν και εκεί είναι διαφορετικά τα μεγέθη, αλλά λίγο πολύ συμβαίνει να βλέπεις κοινές φάτσες. Θα έλεγα ότι υπάρχει, περιορισμένο. Στα μεγάλα ονόματα μπορεί να δει κανείς κοσμοσυρροή. Στα άλλα είναι λίγο. Χτίζεται όμως. Είναι ένα θέμα το κοινό.
Τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό; Αυτό που προσπάθησα εγώ να κάνω, και το κάναμε και με τη Βίκυ στην Καλαμάτα, το οποίο όμως τώρα έχει γίνει πολύ της μόδας, ήταν πράγματα εκτός φεστιβάλ ΓΙΑ τους ανθρώπους ΓΙΑ τον χορό, με οτιδήποτε μπορούσε να τους φέρει πιο κοντά στον χορό. Διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα, δράσεις. Συζητήσεις, παρουσιάσεις, βιντεοπροβολές, πάρτι, οτιδήποτε. Αυτό προσπάθησα να κάνω στο φεστιβάλ. Βέβαια τώρα όλο αυτό το κάνουν όλοι. Ομάδες, μεμονωμένοι καλλιτέχνες, φορείς, δήμοι, όλος ο κόσμος το κάνει πια σε τέτοιο βαθμό που εγώ βαριέμαι να πάω, όχι να προτείνω σε άλλον να πάει. Οπότε πρέπει να βρούμε άλλον τρόπο τώρα. Ένα από τα πράγματα που προσπάθησα στο φεστιβάλ, χωρίς να θεωρώ ότι είναι πανάκεια, είναι να δημιουργώ πυραμίδες. Ας πούμε, είχαμε κάνει ένα σεμινάριο με τους φοιτητές της Παντείου του τμήματος των ΜΜΕ για τον χορό και την γραφή -επειδή αυτοί οι άνθρωποι θα γίνουν δημοσιογράφοι και θα ασχοληθούν με τον πολιτισμό. Δεν είχαν κάποιον να τους πει πώς να γράψουν για τον χορό να δούμε πώς είναι. Ή να δουν οι ίδιοι πώς είναι να γράφουν για τον χορό. Κάναμε το σεμινάριο, τους βάλαμε να δουν τις παραστάσεις του φεστιβάλ, γράψανε κείμενα. Το επόμενο βήμα ήταν να καλέσουν εκείνοι τους φίλους τους να γράψουν. Να γίνει μια πυραμιδωτή διαδικασία ξεκινώντας από αυτούς που είναι ήδη με το ένα πόδι μέσα. Εγώ σε αυτό πιστεύω πια σαν μοντέλο.
Τώρα σε αυτή τη φάση ποια είναι η δραστηριότητά σου; Κάνω διάφορα ανεξάρτητα πρότζεκτ καλλιτεχνικά και ερευνητικά, γράφω άρθρα, όποτε μπορώ πάω σε συνέδρια. Έχω και κάποια curatorial projects πιο μικρής κλίμακας. Καi διδάσκω ιστορία χορού σε επαγγελματικές σχολές.
Θα ήθελα να μου πεις τρία ονόματα αυτή τη στιγμή στο χορό που μπορεί να μην τα ξέρουμε και δεν προλάβαμε να τα δούμε στο φεστιβάλ Αθηνών, τα οποία θέλεις να προτείνεις. Η Crystal Pite. O Pietro Marullo, ιταλός που μένει στο Βέλγιο, ήταν στο Aerowaves πέρσι με το φουσκωτό μαξιλάρι. Δεν έχω δει το επόμενό του έργο, αλλά θεωρώ ότι έχει κάτι πάρα πολύ ιδιαίτερο, και πολλή ευαισθησία. Και ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ με τον Χρήστο Παπαδόπουλο.
Ωραία επιλογή. Και επειδή θα σκάσω αν δεν το πούμε: Δεν θα ξεχάσω ότι στο Φεστιβάλ ανακάλυψα την Κατερίνα Ανδρέου. Α, ναι. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη γι αυτό, γιατί την Κατερίνα την πιστεύω ΠΑΡΑ πολύ.
Αποκάλυψη. Θυμάμαι βγαίνοντας από το A kind of fierce να λέμε και οι δυο μας “Είδα το μέλλον”. Και το επιβεβαιώνει η άτιμη! Ναι, πάει εξαιρετικά. Πάει πολύ καλά
Υπάρχει κάποια άλλη ευχή ή επιθυμία για το χορό στην Ελλάδα; Ναι. Εγώ αυτό που θα ήθελα να μπορούσα να κάνω, είτε στο φεστιβάλ είτε εκτός, είναι αυτή η σύζευξη της θεωρίας με την πράξη. Γενικά θα ήθελα να υπάρχει μία σχέση θεωρίας, πράξης και καθημερινής ζωής στην τέχνη.