Οι δύο πρωταγωνιστές του Νικήτα Παπακώστα, η Μαριώ και ο Φώτης θα γίνουν ζευγάρι στη ζωή όταν έρθει η ώρα. Για κείνη στα 15 για εκείνον λίγο παραπάνω: κάπου στα 20 κι αφού έχει γίνει παπάς.  Και οι δυο τους ψάχνουν το Θεό, με τον τρόπο του ο καθένας.Μιλούν με το Θεό. Και πράττουν στο όνομα του. Και οι δύο όμως έχουν ξεκινήσει τη διαδρομή στο αφήγημα του Παπακώστα με φόνους. Ζώων η πρώτη, δαιμονικών ο δεύτερος.Φόνους ισότιμους με ανθρώπων, δηλαδή, για τη μάνα Φύση, αλλά και για το υποσυνείδητο του χωριού, των χωριανών, που σαν χορός σε ξόδι ή σε δράμα συμμετέχει, υπομένει, υποφέρει αλλά και έχει με τον τρόπο του προκαλέσει ή ανεχτεί.

 

Εν αρχή ην ο φόνος λοιπόν. Αυτός κινεί το νήμα της  (μικρής) ιστορίας του καθένα. Αυτός κινεί το νήμα της (μεγάλης) Ιστορίας που συνθλίβει και αλέθει τις υπάρξεις, φανταστικές ή πραγματικές, του κόσμου τούτου ή του “άλλου”, δεν έχει καμία σημασία – το ίδιο είναι. Αυτός κινεί το νήμα της σκοτεινής ιστορίας που ψάλει σαν μανιάτικο μοιρολόγι αλλά και σαν τρισκατάρατο παραμύθι ο συγγραφέας.H Μαριώ μια μάγισσα που θέλει να φτάσει και να αγγίξει το Θεό ξεκινάει τον Γολγοθά της σκοτώνοντας τα νεογέννητα της γάτας του σπιτιού. Είναι οι δυο πρώτες σελίδες της νουβέλας του Παπακώστα που θεωρώ ίσως και τις κορυφαίες του: “Έσφιξε τον κόμπο καλά. Έβαλε διπλή και τριπλή σακούλα, να μη μπορέσουν να το σκάσουν. Πως να βγαίναν άλλωστε; Δεν είχαν νύχια, δεν είχαν ψυχή και δύναμη για κάτι τέτοιο. Αλλά έπρεπε να ΄ναι σίγουρη”… Η γάτα έλειπε. Πήγε να αναζητήσει τροφή για να΄ χει γάλα για τα νεογέννητα. Ήταν η ευκαιρία της Μαριώς κι έτσι “με μια σακούλα στο κάθε χέρι, βγήκε τρέχοντας απ’ το σπίτι, μην την πάρει χαμπάρι η γάτα. Κατέβηκε στο ρέμα κι από ψηλά πέταξε τις δυο σακούλες ανάμεσα στις ακακίες. Η μία πιάστηκε στα κλαδιά, η άλλη έπεσε στα βάθη και κυλιότανε σαν μπάλα, γιατί οι πέντε ψυχές δεν είχαν γωνίες. Με το χτύπημα οι δυο αφήσαν τα σώματα που είχαν μπει μόλις δυο μέρες πριν. Οι άλλες έφυγαν αργότερα, πιο βασανιστικά, από την έλλειψη του αέρα και της αγάπης, και χάθηκαν στα πνεύματα του δάσους . Έγιναν θεριά να μισούν το κάθε τι ανθρώπινο”…

Το δράμα λοιπόν αρχίζει, και ό,τι αρχίζει με το θράσος του φόνου τελειώνει μέσα στο αίμα, την τρέλα και τον χαμό. Η Μαριώ θα σκοτώνει όλα τα δικά της νεογέννητα. Ο παπα Φώτης, ο άντρας της, θα έρχεται πάντα δεύτερος. Δεν θα μπορεί και δεν θα προλαβαίνει να σώσει τα καταδικασμένα. Θα έρχεται άλλωστε δεύτερος και στην καρδιά της και στη ζωή της. Ασήμαντος, ταλαίπωρος και μόνος. Μόνο οι συγχωριανοί του τον σέβονται, καθ’ ότι ο παπάς τους. Κι αυτός όμως, γλυκόφωνος μικρός, διαλέχτηκε από τον πατέρα και τους χωριανούς μπροστάρης στον εξαγνιστικό χορό των χωρικών που θα σκοτώσει τα δαιμονικά του κάμπου για να θεριέψει η σπορά. Αλλά το κακό πνεύμα τον έβαλε στο μάτι για το κακό που έκανε στα παιδιά του . Τον παραμόνευε και με την πρώτη ευκαιρία του άλεσε το χέρι στο χωράφι του πατέρα του ενώ δούλευε για το ψωμί της χρονιάς. Για αυτό έγινε παπάς. Για να γλυτώσει το κακό. Ικέτης στο ναό να γλυτώσει τη ζωή του. Μια ζωή που θέλησε να ταιριάξει με τη “δαιμονική” Μαριώ, χωρίς να ξέρει τι βρόχο του έχει πλέξει η μοίρα γύρω από το λαιμό του. Η Μοίρα που γίνεται Μανία. Μια Μανία που καταλαμβάνει τη Μαριώ και την κάνει φόνισσα . Όχι σαν την Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη που σκοτώνει τα θηλυκά για να μην περάσουν τη δύσκολη ζωή που πέρασε αυτή σαν γυναίκα, αιτιολογία και αποτέλεσμα αβάσταχτα δυσανάλογο, που αποδυναμώνει τη νουβέλα του μεγάλου κατά τ’ άλλα Σκιαθίτη). Εδώ η αιτία είναι το απόλυτο κακό που έρχεται σαν τιμωρία του ανθρώπου που θέλει να ξεπεράσει την πραγματική του φύση. Επαίρεται να συνομιλεί με το Θεό και να παίρνει το ρόλο του για να τον φτάσει και τιμωρείτε με το αίμα των παιδιών της στα χέρια της. Καταστρέφει την εκκλησιά και τη σοδειά του χωριού. Απειλεί τη ζωή των συγχωριανών . Πρέπει να εξοβελιστεί σαν το απόλυτο κακό που παραβιάζει την φυσική ισορροπία. Κι αφού δεν χωράει  στα μέτρα της κοινής τρέλας, πρέπει να εξαϋλωθεί, να γίνει η “Λευκή αγία” που ανέρχεται στους ουρανούς.

Το κακό και το καλό γίνονται ένα. Είναι μέσα στο καθετί. Στη Φύση και στον Άνθρωπο. Είναι μαζί ο Θεός και ο δαίμονας. Αντιμάχονται, αλλά και συνυπάρχουν. Οι άνθρωποι της υπαίθρου και οι δοξασίες τους είναι οι μακρινοί συγγενείς της αρχαίας τραγωδίας. Είναι ο ελληνικός παγανισμός, που ο ελληνορθόδοξος κόσμος ξόρκισε και εξόρισε για πάντα από τον ελληνικό πολιτισμό. Θέλησε να τον ξερριζώσει από την κουλτούρα της υπαίθρου όπου ζούσε – και ευτυχώς ζει ακόμα στα κρυφά. Στα παραμύθια της γιαγιάς του Παπακώστα και πολλών άλλων, που λένε γεμάτες φρίκη και φόβο μεταφυσικό και κάνουν το σταυρό τους ταυτόχρονα για να μην τους μαγέψει το κακό και πάρει μαζί του τα εγγόνια τους.

 

Ο Παπακώστας, στην πρώτη του νουβέλα που έρχεται από τις εξαιρετικές εκδόσεις Δώμα, αναβιώνει το πνεύμα του κάμπου, του δάσους και του βουνού. Της ελληνικής υπαίθρου που υπέστη τις βιαιότερες αλλαγές και μεταλλάξεις. Που αναγκάστηκε να προσφέρει γη και ύδωρ στον αστικό πολιτισμό και την κουλτούρα του ορθολογισμού που την “εκπολίτισε” με αντάλλαγμα την ψυχή της. Έρχεται να αναστήσει κάτι ξεχασμένο. Να χτυπήσει μια φλέβα γόνιμη που περιφρονήθηκε από τους  στερημένους από το ένστικτο και το συναίσθημα αστούς.

Ο Νικήτας Παπακώστας, όπως και ο Θωμάς Τσαπραΐλης, αναβιώνουν ξεχασμένα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού ο πρώτος με τη νουβέλα Καληνύχτα καλούδια μου κι ο δεύτερος με τη συλλογή ιστοριών και αφηγήσεων κάτω από τον ακαδημαϊκού μανδύα τίτλο Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Γης που μας δίνουν οι λαμπρά επιμελημένες εκδόσεις Αντίποδες. Μικρή σημασία έχει για μας ότι ο Τσαπραΐλης προηγήθηκε εκδοτικά του Παπακώστα. Μεγάλη σημασία έχει αντιθέτως το ότι μαζί με μια ομάδα, άτυπη είναι αλήθεια (για πόσο ακόμα άραγε;),  άλλων, νεαρών στην βιολογική ηλικία, συγγραφέων, αλλά φρέσκων και στο λογοτεχνικό πεδίο, καταβυθίζονται στα σκοτεινά της ιστορίας μας και της ύπαρξης μας και πάνε κόντρα στο επίσημο ρεύμα του υγιούς, ένδοξου και ενάρετου ελληνορθόδοξου φαντασιακού της πλειοψηφίας.Στα σκοτάδια του βυθού δικαιώνεται η λάμψη του διαμαντιού και ο χρυσός αποκτάει μεγαλύτερη αξία . Κι όποιος το κατάλαβε καλώς ορίζει στη ζωή ή στη λογοτεχνία επί του προκειμένου. Κι αν επιμείνουν να αντλούν από τη μαύρη φλέβα αυτής της παράδοσης και της ανατρεπτικής με τον τρόπο της ματιάς, μπορεί να ελπίσουμε σε ένα ρωμαλέο λογοτεχνικό ρεύμα του απελευθερωμένου ενστίκτου και της βαθιάς ενσυναίσθησης. Ενός Διόνυσου που θέλει να ξαναβρεί τον ζωτικό του χώρο και να αμφισβητήσει την μονοκρατορία του δυτικόφρονα ορθολογισμού. Να συμπορευθεί επιτέλους μαζί του και να μην εξορίζεται στην απαξία της δήθεν αφέλειας και της περιφρονητέας πρόληψης των… αμαθών του χωριού, που σνόμπαρε και θέλησε να αναμορφώσει ο εξαίρετος και επίσης αγαπητός μας Κοραής και οι απεχθείς συνοδοιπόροι του, όσο και οι σημερινοί απογυμνωμένοι και αποστειρωμένοι αστοί.  Αλλά που από την άλλη θα ξέρει όμως και να προφυλάσσεται από τις παγίδες του πρωτόγονου συντηρητισμού που έρπει σε ιδεολογίες της φρίκης που καταχράστηκαν στο παρελθόν, κι ακόμα το κάνουν, τη ζωογόνο παράδοση της υπαίθρου.

Επιστρέφω στις παγανιστικές δοξασίες του Τσαπραΐλη.Ο συγγραφέας, σαν γνήσιος παραμυθάς, όσο και απολύτως συνειδητός εραστής των παγανιστικών δοξασιών της γενέθλιας γης του, εμπνέεται από αυτές, εμβαπτίζεται στην σκοτεινή πηγή τους και χτίζει ένα σύμπαν όπου αλυχτούν τα σκυλιά της Εκάτης και παραφυλάνε αιμοδιψείς κέρβεροι, δαιμονικά στοιχειά και μάγια που τρώνε λίγο-λίγο τη ζωή του παιδιού, του πληγωμένου παλικαριού ή της κόρης που την τύλιξε το κακό στους βρόχους του. Με σώματα που λιώνουν από την κατάρα του νεκρού που δεν τιμήθηκε από τους συγγενείς του ή εκείνου που μαράζωσε από τη ζήλεια όσο ζούσε. Με  στοιχειά από την πόλη της Καρδίτσας και τη Λάκκα του Μαντζιάρα, από τα Βλαχοχώρια, τα Καραγκουνοχώρια, τα Δρακοχώρια, αλλά κι από τις πόλεις του Κάμπου της Θεσσαλίας. Με γλώσσα βουτηγμένη στο παραμύθι, δηλαδή λιτή και πλούσια μαζί, ευθύβολη και δολιχοδρομούσα, παραβολική και ρεαλιστικά περιγραφική, χτίζει μικρές ιστορίες τρόμου και υπαίθριας φρίκης που αναζωογονούν τη μαραμένη φαντασία και το απλανές ομφαλοσκοπικό βλέμμα του αστού που έχει στερηθεί το κλάμα του σκυλιού και το θανατερό βουητό της κουκουβάγιας τις βαθιές νύχτες του χειμώνα ή του καυτού καλοκαιριού.

“Στο Ζαΐμι παλιότερα λέγανε πως όποιος θαφτεί Τετάρτη του Ιούλη στο χωριό μένει άλιωτος και οι κουκουβάγιες τον κλαίνε μέχρι το βράδυ της επόμενης Κυριακής. Τότε είναι που σηκώνεται από τη βρώμα του τάφου και πάει και κοιτάει μέσα από τα παράθυρα του παλιού του σπιτιού και λιγουρεύεται το φαί των ζωντανών”….γράφει ο Τσαπραΐλης στο μικρό διαμάντι που έχει τον τίτλο Η κατάρα του χαζού και ανοίγει το χορό των δαιμόνων: “Πλέον όμως ξεχάστηκαν αυτά και τις παραδόσεις για τους κακοπεθαμένους του Ιούλη τις ξέρουν μόνο οι φυλλωσιές των παλαιότερων δέντρων του χωριού. Μια Τετάρτη, λίγα χρόνια πριν, έθαψαν τον χαζο-Μανώλη, που βρήκε το θάνατο από τσαπί προδοτικό. Τον έθαψαν σε ρηχό τάφο, χωρίς στεφάνια κι ο παπάς βιαζόταν να τελειώσει το διάβασμα. Γκρίνιαξαν δύο παππούδες, λέγοντας πως ο τάφος τους μύριζε σαν κακό ρίγος”. Ο Τσαπραΐλης περιγράφει στη συνέχεια τις καθαρτήριες προσπάθειες των συγγενών του νεκρού, των δύο παππούδων και των άλλων που ήταν μαζί τους,  που άφησαν ένα πιάτο μαγειρεμένα μαυροφάσουλα στο περβάζι “κρατώντας βίγλα στο παράθυρο αλλά κοιτώντας μέσα στο σπίτι γιατί δεν κάνει να δεις τον νεκρό την ώρα που τρώει”. Και να η φοβερή σκηνή του ερχομού του νεκρού ανάγλυφη: “μετά τα μεσάνυχτα άρχισαν όλες οι κουκουβάγιες στο Ζαΐμι να κλαίνε και τα φώτα του χωριού τρεμόπαιξαν. Πήρε να φυσάει ένας αέρας έξω, τόσο σφοδρός που ξεκόλλησαν οι χαλαρές πλάκες από τις στέγες , έπεσαν χάμω κι έσπασαν.

Έτυχε εκείνη την ώρα να περνάει μια άμαξα και ο οδηγός καμτσίκωσε με δύναμη τα άλογα, όταν είδε μια μαύρη σιλουέτα, με παρανοϊκά μπλεγμένα κέρατα ελαφιού, να σκαρφαλώνει από τη μέσα μεριά το φράχτη του νεκροταφείου. Η γιατρός που εφημέρευε κι η φαρμακοποιός έπαψαν να αναρωτιούνται γιατί ο αέρας βρώμισε ξαφνικά και κλειδώθηκαν στα σπίτια τους μόλις είδαν ένα κλαψοπούλι να κατεβαίνει και να χαιρετά τον χαζο-Μανώλη, αυτόν που είχαν εξετάσει πριν πέντε μέρες, βρίσκοντας τον κρύο και νεκρό.”… Και κάπου εδώ και λίγο μετά και που λες έρχεται η τιμωρία για όσους από τους συγγενείς αγνόησαν έθιμα και καθαρμούς . “Οι υπόλοιποι συγγενείς του χαζού, αυτοί που δεν έβαλαν φαί στο περβάζι, πριν περάσουν πολλές μέρες χαροπάλευαν με το χτικιό. Σύντομα θα θάβονταν ξανά κόσμος Τετάρτη στο Ζαΐμι”.

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε χαμογελάει ευχαριστημένος από το πέραν του σκοτεινού πουθενά όπου βρίσκεται και βασιλεύει…