Στο εξωτερικό δεν βρίσκονται μόνο επιστημονικά μυαλά από την Ελλάδα, αλλά και καλλιτέχνες. Η τέχνη είναι μια σκληρή, απαιτητική δουλειά και αυτό το γνωρίζει καλά ο Σπύρος Εξάρας. Ψάχνοντας ανακάλυψα τις συνεργασίες του με σημαντικούς συνθέτες και τραγουδιστές, ήδη από νεαρή ηλικία. Μεταξύ άλλων, έχει παίξει και ηχογραφήσει με την Ευανθία Ρεμπούτσικα, τον Κώστα Χατζή, τον Μάριο Φραγκούλη, τον Ηλία Ανδριόπουλο, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, τον Κώστα Καράλη και τον Αντώνη Καλογιάννη. Το 1992, αφού έπαιξε στην Αθήνα με τη Shirley Bassey, μετά την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου, πηγαίνει στη Νέα Υόρκη και κυνηγά τον έρωτά του, τη τζαζ. Από τότε, έμεινε εκεί. Έπαιξε από νωρίς με μεγάλα-μερικά από τα μεγαλύτερα!- ονόματα της νεοϋορκέζικης τζαζ σκηνής, όπως με τον Randy Brecker, τον Philip Hamilton, τον Andy Middleton, τον Joel Rosenblatt, τον Gerardo Velez, τον Charles Blenzig, τον Mike Pope, τον Jon Benitez, τον Dave Valentin, τον Hernan Romero, και άλλους, και άλλους… Το 2000,δημιούργησε το πρώτο του γκρουπ, το World Jazz Ensemble. Έδωσαν μεγάλη συναυλία στο Flushing Town Hall, έναν ιστορικό χώρο, όπου είχε εμφανιστεί στο παρελθόν και ο Louis Armstrong. Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή και την καριέρα του ήταν η συνεργασία και η φιλία με τον θρύλο της τζαζ Mark Murphy, με τον οποίο έκανε περιοδεία στην Ευρώπη και κατέληξαν σε τρεις συναυλίες στο δικό μας Gazarte με μεγάλη επιτυχία, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε ψηφιακό δίσκο. Ο Σπύρος Εξάρας αγαπά τη μουσική όσο και τη ζωή του και, σήμερα, καταγράφεται στα ελληνικά media ως ο πρώτος Έλληνας τζαζίστας της Νέας Υόρκης. Ξεκίνησε και αυτός, όπως όλοι, από κάποιο… ελληνικό εστιατόριο, το πείσμα του, όμως, τον οδήγησε σε δρόμους που ο ίδιος είχε ονειρευτεί και επιλέξει.
Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες; Με τι ερεθίσματα και τι επιθυμίες; Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα με τα ερεθίσματα μιας μεγαλούπολης, στη δεκαετία 70-80. Τότε που η ροκ μουσική ήταν το mainstream της εποχής. Με αντιπολεμικά συνθήματα και τραγούδια του Bob Dylan, μελοποιημένα ποιήματα του Edgar Allan Poe και καλλιτέχνες, όπως οι Joni Mitchel, Doors, Pink Floyd, Jethro Tull, Simon and Garfunkel και πολλοι άλλοι. Φυσικά, η επιθυμία μου ήταν να γίνω μουσικός και να μοιάσω στα ινδάλματά μου.
Τι νοσταλγείς σήμερα περισσότερο από τα χρόνια αυτά; Νοσταλγώ πολύ τις παιδικές μου τρέλες. Τα βράδια που, 16 χρονών ακόμη, έκλεβα τα δεύτερα κλειδιά του αυτοκινήτου του πατερα μου για να βγάλω βόλτα κάποιο κορίτσι και να το εντυπωσιάσω. Τα βράδυα που μαζί με φίλους πηδούσαμε απο την πλαινή παραλία της San Lorenzo (καλοκαιρινή ντισκοτέκ στη Βούλα) ώστε φεύγοντας να χαιρετήσουμε τον πορτιέρη γιανα μας θυμάται και να μας αφήνει να περνάμε ελεύθερα, επειδή λόγω ηλικίας δεν τον πείθαμε. Νοσταλγώ τις φάρσες που σκαρώναμε παίρνοντας τηλέφωνο σε αγνώστους 3 η ώρα το πρωί (τότε δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσης) και κρατούσαμε την κοιλιά μας από τα γέλια. Νοσταλγώ τα μαθήματα κιθάρας, όπου μαζευόμαστε όλη η τάξη αι αφού ακούγαμε ο ένας τον άλλο να παίζει, μετά πηγαίναμε σε ένα ταβερνάκι και συνέχιζε κι εκεί το μάθημα με φιλοσοφίες και αστεία. Ωραίες εποχές… Νοσταλγώ τις οικογενειακές στιγμές, ιδιαίτερα όταν καθόμουν με τον πατέρα μου στο μπαλκονάκι του διαμερίσματός μου, στου Ζωγράφου, τα ζεστά καλοκαιρινά βράδυα της «φλεγόμενης» Αθήνας και μου διηγιόταν ιστορίες από τα παιδικά του χρονια, τις εμπειρίες του από τον εμφύλιο πόλεμο, το χαστούκι που του είχε δώσει ένας Βουλγαρος συνταγματάρχης όταν έψαχναν να βρουν τον πατέρα του και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες. Και σβήναμε τις αναμνήσεις με μια παρτίδα τάβλι.
Πώς αποφάσισες να ζήσεις μόνιμα στη Νέα Υόρκη; Όλα ξεκίνησαν όταν είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ το Detroit του Michigan και να μείνω για μία ολόκληρη σχολική χρονιά, όπου και αποφοίτησα από το λύκειο, στα πλαίσια ενός προγράμματος διεθνών ανταλλαγών μαθητών από όλο τον κόσμο, το AFS (American Field Service). Εκεί έπαθα το πρώτο μου πολιτισμικό σοκ. Τα πράγματα που είδα και οι καταστάσεις που βίωσα μού άλλαξαν όλη μου την οπτική. Το σχολείο που πήγα ήταν σαν πανεπιστήμιο με πολλά διαφορετικά κτίρια. Διέθετε γήπεδο ποδοσφαίρου, μπάσκετ, φούτμπωλ, αίθουσα θεατρικών παραστάσεων και συναυλιών, αίθουσες διαλέξεων, επιστημονικά εργαστήρια για πειράματα και ό,τι μπορεί κανείς να ονειρευτεί. Και να φανταστείτε ήταν δημόσιο. Επίσης, μετά από ακρόαση με δέχτηκαν στην big band του σχολείου, μία δεκαεξαμελή ορχήστρα με μοντέρνο ρεπερτόριο, κυρίως τζαζ. Το επίπεδο της ορχήστρας ήταν πολύ υψηλό. Eίχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πολλές συναυλίες σπουδαίων μουσικών της τζαζ όπως ο Dizzy Gillespie, οι Spyro Gyra, και ο Earl Klugh. Αυτή η χρονιά ήταν καθοριστική για μένα και πάντα είχα στο μυαλό μου να ξαναγυρίσω. Έτσι, αφού επέστρεψα στην Ελλάδα και ολοκλήρωσα μουσικές σπουδές και στρατιωτικό, άρχισα να σχεδιάζω την επάνοδό μου στη Αμερική. Και επέλεξα τη Νέα Υόρκη για δοκιμή. Την πόλη με την πιο ενδιαφέρουσα μουσική σκηνή. Τη Μέκκα της τζαζ. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατάλαβα πως αυτή είναι η πόλη μου και πως εδώ θέλω να ζήσω. Είχε κάτι από την αναρχία της Αθήνας που μου άρεσε, αλλά και κάτι από το οργανωμένο κράτος μιας Αμερικής, που επίσης μου άρεσε. Αυτός ο συνδυασμός μου ταιριάζει, γιατί κάπως έτσι είναι και η φύση μου.
Ποια ήταν η πιο δυνατή ενεργειακά συναυλία που έχεις δώσει; Ηρώδειο 1990, Σεπτέμβρης μήνας και είμαι μέλος της 30μελούς ορχήστρας που συνοδεύει την μαγευτική Shirley Bassey. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδυά. Το θέατρο κατάμεστο, πάνω από 5.000 άτομα. Δεν ακουγόταν τίποτα, νεκρική σιγή και βγαίνει στη σκηνή η Shirley με ένα κατακόκκινο μακρύ φόρεμα και αφήνει το κοινό άναυδο. Θυμάμαι πως κάποιες στιγμές δεν παρακολουθούσα τις παρτιτούρες μου, γιατί δεν ήθελα να χάσω αυτό το θαύμα της φύσης…
Τι αισθάνεσαι για την Ελλάδα; “Ζεις στη λευτεριά” στη Νέα Υόρκη; Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά; Η Ελλάδα είναι και θα είναι πάντα μέσα στην καρδιά μου. Άλλωστε, είμαι Έλληνας γέννημα θρέμμα και είμαι υπερήφανος γι’αυτό. Μεγάλωσα με αρχές και αξίες που με στιγμάτισαν και θα με ακολουθούν για το υπόλοιπο της ζωής μου. Όσο για τη «λευτεριά» της Νέας Υόρκης, όντως νιώθεις μία ελευθερία κινήσεων. Εδώ, μπορείς να φορέσεις ό,τι θέλεις και να μην υποστείς δυσμενή κριτική ή έχεις το δικαίωμα να εκφράσεις τις πολιτικές και θρησκευτικές σου απόψεις χωρίς η κουβεντα να καταλήξει σε καυγά. Ο κόσμος εδώ είναι πολύ ανοιχτός και οι τολμηρές ιδέες κάποιου μπορούν να εξελιχτούν σε μελλοντικές καινοτομίες.
Πώς είναι, αλήθεια, η ζωή στην Αμερική; Και πώς άλλαξαν-αν άλλαξαν- τα πράγματα μετά την εκλογή του Τραμπ; Δεν είναι τόσο χλιδάτη όσο παρουσιάζεται στις ταινίες. Οι ρυθμοί είναι πολύ γρήγοροι κι όποιος αντέξει. Υπάρχει πολύ «γκλάμουρ» στην πόλη, αλλά και πολλή φτώχεια. Τρέχεις σε γρήγορους ρυθμούς, απλά για να επιβιώσεις. Το οχτάωρο των εργαζομένων εδώ ειναι παραγωγικό, συνεπώς γίνεται πολύ εξαντλητικό. Όμως, κάπου υπάρχει η ελπίδα του «American dream» που ,όσο πια κι αν έχει φθαρεί, αφήνει πάντα το περιθώριο της ελπίδας… Δεν θα έλεγα πως έχουν γίνει δραστικές αλλαγές στα δύο χρόνια προεδρείας του Τραμπ. Σίγουρα, δεν διαθέτει το τακτ και τη διπλωματία ενός πολιτικού και προσωπικά δεν συμφωνώ σε πολλές αποφάσεις του, αλλά είναι και απρόβλεπτος, αν κρίνουμε το χειρισμό του στο θέμα Βόρειας-Νότιας Κορέας. Έχει όμως ακόμη μία διετία μπροστά του και οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν πως διατηρεί την ισχύ του. Συνεπώς, σε δύο χρόνια θα είμαστε σε θέση να μπορούμε να κρίνουμε το έργο του.
Μίλησέ μου για τις συνεργασίες σου με αστέρια της μουσικής σε διεθνές επίπεδο. Οι ξένοι σταρ είναι πολύ απλοί. Ίσως γιατί έχουν αναγνωρισθεί διεθνώς. Τον Mark Murphy, θεατρικό θα τον έλεγα, με συγκλόνισε όχι μόνο λόγω του ότι ήταν ένας σπουδαίος ερμηνευτής , αλλά για τα όσα υπέστη ως ομοφυλόφιλος σε μία εποχή που η ομοφυλοφιλία δεν ήταν αποδεκτή. Και γι’αυτό πιστεύω πως δεν εισέπραξε ποτέ αυτό που του άξιζε. Ίσως, σε άλλες εποχές, να ήταν πιο διάσημος κι από τον Tony Bennet ακόμη…. Mε τον Κώστα Χατζή, αυτόν τον χαρισματικό οδηγητή, βίωσα τις μεγαλύτερες συγκινήσεις. Πρώτη φορά είδα καλλιτέχνη μόνο του επί σκηνής να υποβάλλει το κοινό με τα τραγούδια του. Αυτό το είδα αργότερα στην Αμερική με την Eva Cassidy, η οποία δυστυχώς μας αποχαιρέτησε πρόωρα…. Ο βραβευμένος με Grammy φλαουτίστας Dave Valentin, ο οποίος μας άφησε κι αυτός πρόωρα. Ήταν τόσο πηγαίος και αστείος. Με τίμησε που εμφανίστηκε σε μία συναυλία μου. Αλλά και ο Gerardo Velez, περκασσιονίστας του Jimmy Hendrix στο Woodstock, το 1969. Πολύ απλός άνθρωπος…Κατά καιρούς, έχω γνωρίσει και το Steve Miller (τζαμάραμε και μαζί), αλλά και ηθοποιούς του Hollywood όπως ο Bill Murray, ο Mike Myers και ο Forest Whitaker. Όλοι τους πατάνε σταθερά στη γη.
Έχεις μια διαλεκτική σχέση με την ελληνική μουσική: κρατάς κριτική στάση, δεν παθιάζεσαι με τον βάκιλλο του ρεμπέτικου και του λαϊκού, αγαπάς άλλους δρόμου έκφρασης, λιγότερο διαδεδομένους στη χώρα καταγωγής σου. Ένας Έλληνας στη Νέα Υόρκη που παίζει τα πάντα…εκτός από το συρτάκι του Ζορμπά. Το συρτάκι του Ζορμπά το έχω παίξει πολλές φορές. Γράφτηκε σε μία εμπνευσμένη στιγμή του Θεοδωράκη που αγκάλιασε τον κόσμο όλο και πέτυχε. Απλά εγώ μεγάλωσα με ροκ μουσική και σταδιακά οδηγήθηκα στη τζαζ. Από την άλλη σπούδασα κλασσική μουσική. Λογικό δεν είναι να τα παντρέψω όλα αυτά μαζί; Η κριτική στάση που κρατάω απέναντι στην ελληνική μουσική είναι ακριβώς γιατί την αγαπώ και τη σέβομαι, αλλά τη θεωρώ πολύ εγωιστική. Αναρωτιέμαι γιατί θα πρέπει να υπάρχει μόνο ενα κυρίαρχο όργανο, το μπουζούκι, τη στιγμή που έχεις μιά πενταμελή ομάδα και δεν αξιοποιείται σωστά! Επίσης, όλοι θέλουν να γίνουν τραγουδιστές στην Ελλάδα. Υπάρχει σοβαρή έλλειψη παιδείας και κουλτούρας – νομίζει κάποιος πω ,επειδή ξέρει το στίχο ενός τραγουδιού, μπορεί και να τον ερμηνεύσει…
Πώς προέκυψε ο δίσκος πάνω στα ποιήματα του Καμπανέλλη; Σπουδαία δουλειά. Σ’ευχαριστώ. H Ελληνοαμερικανίδα σοπράνο Λίνα Ορφανού, που είναι η κύρια τραγουδίστρια του δίσκου και συνεργάτις μου πάνω από δέκα χρόνια, γνωρίστηκε πριν τρία χρονια με την κόρη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, την Κατερίνα, σε ένα αφιέρωμα γι’αυτόν. Υπέροχη γυναίκα η Κατερίνα.‘Ετσι, έγραψα τρία δοκιμαστικά τραγούδια και τα στείλαμε στην Κατερίνα και μετά από είκοσι μέρες περίπου μας απάντησε πως θα ήθελε να είμαι εγώ ο συνθέτης των δέκα τραγουδιών, παρ’όλο που ηταν σε συζητήσεις και με άλλους συνθέτες στην Ελλάδα. Πολύ μεγάλη τιμή για μένα! Την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε. Τη Λίνα επίσης για το ένστικτό της. Τα ποιήματα όμως αυτά ήταν προφανώς κάποια που είχαν περισσέψει από κάποιες άλλες συνεργασίες του Καμπανέλλη. Κάποια μάλιστα ήταν περισσότερο πεζά και, εκ πρώτης όψεως, δεν μπορούσαν να μελοποιηθούν. Αλλά τόσο πολύ μου άρεσαν που δεν ήθελα να αφήσω κανένα απ’ έξω. Έτσι, σκαρφίστηκα διάφορα τεχνάσματα. Στα κομμάτια που είχαν λιγότερο στίχο συνέθεσα περισσότερη μουσική, ενώ στα πεζά σκέφτηκα πως μια ηθοποιός θα μπορουσε να κάνει αφήγηση κι αυτή ήταν η ανατριχιαστική Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Κάτι ακόμα πιο τολμηρό που έκανα ήταν να συνεργαστώ με ράπερ σε ένα από τα τραγούδια. Αυτό με παίδεψε λίγο, γιατί δεν μπορούσα να βρω αυτό που ακριβώς έψαχνα, μέχρι που ένας καλός φίλος μου σύστησε τον συνταρακτικό Κόμη Χ. Στο δίσκο επίσης συμμετέχει σε δύο τραγούδια και ο Νίκος Κουρουπάκης από το Τρίφωνο, ο οποίος ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη.
Ετοιμάζεις κάτι καλλιτεχνικά αυτή την περίοδο; Ναι. Σύντομα θα ηχογραφήσω δύο άλμπουμ . Το πρώτο αφορά περισσότερο το ελληνικό κοινό. Έχω γράψει μουσική πάνω σε έντεκα τραγούδια του αριστουργηματικού στιχουργού Φώντα Λάδη, ο οποίος μου ανέθεσε αυτόν τον εμπευσμένο κύκλο τραγουδιών του που αναφέρονται στο έγκλημα, είτε πολιτικό, είτε κοινωνικο. Θα συμμετάσχουν σπουδαίοι κι επώνυμοι ερμηνευτές. Το δεύτερο είναι η καινούργια δουλειά με το γκρουπ μου. Έντεκα ορχηστρικά κομμάτια βασισμένα στην ελληνική μυθολογία. Η μουσική θα έχει στοιχεία τζαζ, ροκ και Ελληνικης παραδοσιακής μουσικής.