Η Σοφία Κορώνη είναι μια ειδική, ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους καλλιτέχνες του ελληνικού θεάτρου. Κινήθηκε εξ αρχής και μέχρι σήμερα εκτός του κυρίου ρεύματος και των εμπορικών κυκλωμάτων, υπηρετώντας, είτε στις δικές της δημιουργίες, είτε ως ερμηνεύτρια σε παραστάσεις άλλων, ένα αυστηρά προσωπικό όραμα. Αυτή την περίοδο ερμηνεύει τη συνονόματή της Σοφία Αποστόλου, ηρωίδα της Λούλας Αναγνωστάκη, στο «Ουρανός Κατακόκκινος: Χρόνος Πριν, Χρόνος Μετά» σε σκηνοθεσία Ελένης Παργινού. Μιλά για το ρόλο, τη συνεργασία, αλλά και τη ζωή της και την πορεία της στο χώρο με μια γλώσσα προσωπική –σχεδόν ιδιόλεκτο- περιγράφοντας τη συναρπαστική, λοξή ματιά της στον κόσμο και την Τέχνη.
Μου είπες ότι είναι μήνες που δούλεψες πάνω στο έργο της Αναγνωστάκη. Μίλησέ μου γι αυτό.
Η πρόταση μου έγινε το καλοκαίρι από την Ελένη Παργινού. Η Ελένη είναι παλιά φίλη, πολύ καλή. Είχαμε χαθεί βέβαια. Έκανε εκείνη τα δικά της πράγματα με την Ομάδα Κέντρο, έκανα τα δικά μου. Όταν σκέφτηκε όμως να κάνει το «Ο ουρανός κατακόκκινος», σκέφτηκε εμένα. Όταν μου το πρότεινε, εγώ ενθουσιάστηκα γιατί μου αρέσει πάρα πολύ η Λούλα Αναγνωστάκη. Ήταν μια πρόκληση -και ως κείμενο πολύ δυνατό. Και ο λόγος της και όλες οι δυνατότητες και τα ανοίγματα που μπορούσαν να προσφερθούν για να δουλέψω κι εγώ πράγματα. Οι πρόβες μας ξεκίνησαν από το φθινόπωρο. Όλο το καλοκαίρι καθόμουν και διάβαζα για να είμαι ειλικρινής. Ξαναδιάβαζα κάποια έργα της, μελετούσα, ξέρεις, είναι το σύστημα τέτοιο: να απλώνομαι μέσα στα κείμενα, γιατί εμπλουτίζεται και η εμπειρία σου και η κατανόησή σου για τον συγγραφέα και το πώς μπορείς να συναντηθείς κάθε φορά με ένα κείμενο. Νομίζω εκεί είναι το σημαντικότερο. Ξεκίνησα νωρίς γιατί υπήρχε η απόφαση να γίνει πρώτα ένα δραματοποιημένο αναλόγιο της παράστασης στην Κεφαλονιά, που έγινε το Δεκέμβριο, οπότε δουλέψαμε για δύο μήνες πάνω σε αυτό, έγινε και εκεί αρκετή δουλειά. Παρουσιάστηκε για δύο παραστάσεις στο θέατρο Κέφαλος, αν δε με απατά η μνήμη μου. Ξεκινήσαμε μετά πάλι το Γενάρη. Ήταν πολύ δυνατή εμπειρία, γιατί είναι πολύ ενδιαφέρον να ξεκινάς να κάνεις αναλόγιο, να έχεις κάνει μια πρώτη πολύ μεθοδευμένη δουλειά και να έχεις πια το κείμενο και να μπαίνεις πιο βαθιά μέσα σε κανονικές φόρμες. Μου είχε φύγει ένα άγχος για το πού βρίσκομαι, ποια είναι η γλώσσα που θα συνομιλήσουμε με την Ελένη, τη σκηνοθεσία της, το πώς σκύβει και βλέπει τα πράγματα…
Είναι ένα έργο το οποίο αναρωτιέμαι αν χαρακτηρίζει και τη στιγμή που γράφτηκε. Έχουν περάσει χρόνια από τότε.
Όταν το πρωτοδιάβασα αυτό ήταν σίγουρα ένα ερώτημα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι και ο δικός μου τρόπος να σκύβω και να βλέπω ένα κείμενο πάντοτε το φέρνει στο εδώ, στο σήμερα, σε αυτό που είμαι εγώ, σε αυτό που συμβαίνει στη δική μου την εποχή, στις δικές μου τις συνθήκες. Αυτό ήταν και το πολύ ενδιαφέρον με την Ελένη: και εκείνη ακριβώς το ίδιο έκανε. Γι αυτό και με ενδιέφερε, αυτό ήταν το σημαντικό. Και ο τρόπος που δουλεύει, και ως φόρμα και ως προσέγγιση, ως στήσιμο δηλαδή, αυτό που κάνει η ίδια, αλλά και το κυριότερο, που είναι η εσωτερική γλώσσα που ανιχνεύεται στο συγκεκριμένο κείμενο. Το να δουλεύω με τη Σοφία Αποστόλου –τον ρόλο- ήταν μια ευκαιρία να ξαναμιλήσω ως Σοφία Κορώνη. Και αυτό το κάναμε από την αρχή και δουλέψαμε πάνω σε αυτό. Συνδέομαι με πάρα πολλά πράγματα που αφορούν το κείμενο. Η απώλεια, η μοναξιά, ο εγκλωβισμός… Η αίσθηση του ότι βρισκόμαστε σε έναν κόσμο σχεδόν πεταμένοι, μέσα στον οποίο προσπαθούμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε καλύτερα ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και την εποχή που ζούμε, που είναι πολύ σημαντικό. Δεν έχει αλλάξει κάτι σήμερα. Μπορεί να έχουν μεταβληθεί τα γεγονότα, αλλά στον πυρήνα των πραγμάτων είμαστε σε ένα τεράστιο αδιέξοδο κοινωνικά. Και αυτό είναι κάτι πολύ οδυνηρό και πολύ βασανιστικό για όλους. Βρίσκεσαι πάντοτε σε έναν εσωτερικό πυρήνα να δεις ποιος είσαι. Τι δυνατότητές σου δίνονται ως κοινωνικό ον; Πόσες είναι δικές σου; Πόσες λίγες είναι δικές σου; Πόσες είναι οι επιλογές που έχεις; Το όνειρο; Η ελπίδα; Η συνύπαρξη; Τότε υπήρξε κι ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα, που δεν το έχουμε κιόλας αυτή την εποχή και το αναζητούμε. Το όνειρο κάποτε υπήρξε ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Αλλά το ποιόν μας στο οποίο αναφέρεται το έργο είναι μια ροπή προς το κακό, είναι ένα σκοτάδι μέσα στο ανθρώπινο πλάσμα που το στρίβει και χάνει το δρόμο κάθε φορά. Αυτή είναι η αίσθησή μου για την πορεία μας ως ανθρωπότητα. Άλλα πράγματα που κινούνται μέσα σε αυτό το κείμενο είναι η ματαίωση, αλλά και το γήρας, η αδράνεια.
Αυτό που ζούμε αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι όλοι το κοιτάμε λίγο απορημένοι. Τι είναι; Μια δυστοπία; Κάτι από το οποίο αναζητούμε τη διέξοδο; Τι βλέπεις;
Προσωπικά νιώθω εγκλωβισμένη βαθιά, αλλά είναι ένα αίσθημα που συνειδητοποίησα τώρα. Μου έρχονται κάποιοι στίχοι από τον Τζιμ Μόρισον Into this world we’re thrown, από το Riders on the storm. Σ’ αυτόν τον κόσμο πεταχτήκαμε! Έτσι ακριβώς…
Για κάποιο λόγο ήξερα ότι θα μου πεις Μόρισον πριν να μου πεις το όνομα.
Μα μου ήρθε γιατί ακριβώς έτσι ένιωσα στα 15-16 μου, όταν άρχισα να καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. Και μια εποχή που ήταν ακόμα πολύ κοντά στην εποχή της Αναγνωστάκη. Δεκαετία του ‘70. Δεν έχασα ποτέ αυτό το αίσθημα. Νομίζω ότι σαν βαθιά ευαίσθητος και ευαισθητοποιημένος άνθρωπος -δεν θα πω σκεπτόμενος, είναι πολύ ανοιχτό- θέλεις να βρεις έναν τρόπο να υπάρξεις και να αναπτυχθείς ουσιαστικά. Δεν υπάρχουν οι συνθήκες που να σου το επιτρέπουν. Από τότε παλεύω με πάρα πολλά πράγματα τα οποία τώρα μας έχουν εγκλωβίσει ακόμα χειρότερα. Νιώθω ότι αυτό είναι ένα κομμάτι που στην εποχή μας είναι το πιο επικίνδυνο για όλους. Γιατί υπάρχει μια ουσιώδης κινούμενη αδράνεια. Υπάρχει πάρα πολλή κίνηση, πολλή δράση, πολλή πληροφορία, πολλά συμβάντα από τη μια στιγμή στην άλλη μέσα στη ροή της καθημερινότητας και ταυτόχρονα όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Και νομίζουμε ότι κινούμαστε. Αλλά είμαστε πανικόβλητοι και τρέχουμε πίσω από τα πράγματα για να αντιμετωπίσουμε τον τεράστιο φόβο ότι δεν υπάρχουμε όπως θα θέλαμε και θα μπορούσαμε. Κι αυτό είναι ένα βαθύ υπαρξιακό ζήτημα. Προσωπικά δεν έχω άμεσες ελπίδες. Καθόλου κιόλας, Αλλά δεν είναι θέμα απαισιοδοξίας: δεν μπορέσαμε να σταθούμε στο ύψος των πραγμάτων γενικότερα σαν κοινωνία. Και να δούμε τι θα γίνει. Αλλά τέλος πάντων, δεν το πάω τόσο μακριά. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που είναι αισιόδοξοι. Δεν είμαι όμως ούτε απαισιόδοξη, δεν είναι αυτό.
Η εποχή που μου λες ότι μεγάλωνες και ήσουν έφηβη ήταν αλλιώς. Ήταν άλλες οι ελπίδες, άλλες οι προσδοκίες. Μπορούσε κανείς αυτό που ζούμε σήμερα να το δει να έρχεται; Το είχατε φανταστεί; Κι εσύ που μου λες ότι δεν είσαι ιδιαίτερα αισιόδοξη…
Προσωπικά η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πάντοτε -και ακόμα νιώθω- άβολα μέσα στον κόσμο. Δεν αισθάνομαι ότι άλλαξα και ιδιαίτερα. Τότε θυμάμαι υπήρχε η φοβερή λέξη «το σύστημα». Για όλα φταίει το σύστημα! Αυτό το καφκικό, άγνωστο, περίπλοκο οικοδόμημα αράχνης που δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι. Και μεγαλώνοντας κατάλαβα τι είναι το σύστημα. Πολύ γρήγορα και σταδιακά. Και νιώθω ότι είμαι πάντοτε μέσα σε αυτό. Υπάρχει η ισχύς της προσωπικότητας και των επιλογών που θα επιλέξεις να κάνεις. Είναι πάρα πολύ σημαντικά και δυνατά, αλλά ακόμα κι εκεί νιώθω ότι υπάρχει μια μικρή ψευδαίσθηση, γιατί μέσα σε δεδομένες συνθήκες πρέπει να επιλέξεις. Οι συνθήκες σαφέστατα για μένα και κοινωνικά έχουν προχωρήσει σε πάρα πολλά πράγματα. Αλλά σαφέστατα είμαστε και πάλι εγκλωβισμένοι μέσα σε άλλους μηχανισμού που δεν τους έχουμε αντιληφθεί.
Στο θέατρο τι σε οδήγησε, Σοφία; Θυμάσαι;
Τυχαία πήγα. Στα 19 μου έχω ένα παιδί, έχω κάνει τεράστια επανάσταση στην εφηβεία, έχω παρατήσει το σπίτι μου, τα έχω κάνει όλα λίμπα. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο, αλλά κατά του συστήματος. Τσακωνόμουνα όλο το σύστημα στο σχολείο. Έφτασα στο σημείο να το παρατήσω. Ήθελα να αλλάξω τον κόσμο εδώ και τώρα. Ήταν αυτή η γενιά μου, και εγώ το είχα μέσα στο σώμα μου αυτό. Ήταν τρομακτικό και αυτοκαταστροφικό σε ένα βαθμό. Αλλά κατάφερα τέλος πάντων και βρήκα τον τρόπο. Αλλά στα 20 μου αρχίζω και περνάω μια πρώτη κατάθλιψη και τυχαία μου είπε ένας φίλος να πάω σε μια σχολή θεάτρου. Στη σχολή Χατζίκου τότε. Είχα ξεκινήσει σπουδές φωτογραφίας αλλά τις είχα αφήσει. Πήγα στη σχολή Χατζήκου, μπήκα μέσα και μου είπανε να κάνω προετοιμασία. Μπήκα ένα απόγευμα Παρασκευής και δεν ξανακοιμήθηκα μέχρι να ξαναπάω τη Δευτέρα, για τρεις μέρες! Δεν ξέρω τι έγινε. Από ένστικτο ένιωσα ότι βρέθηκα στο σπίτι μου. Έχεις μερικές φορές κάποια πολύ καθοριστικά γεγονότα στη ζωή σου. Αυτό που όρισε τη ζωή μου ήταν σίγουρα ένα παιδί που το έκανα και τόσο νέα, αυτός ο άνθρωπος που ήρθε στη ζωή μου: αυτό έχει κάτι απόλυτο από μόνο του. Και μετά στο καπάκι ήταν αυτό: το ότι αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο. Βρήκα εκεί ένα σπίτι εσωτερικό, όπου μπορούσα μα διοχετεύσω όλο αυτό το χείμαρρο, ένα υλικό που υπήρχε μέσα μου. Είχα, σαν παιδί, ένα τεράστιο γιατί και ένα θυμό για τα πράγματα. Και μια λύσσα να βρω τον τρόπο μου να μιλάω. Δεν είχα όμως τα όπλα, δεν ήταν αρκετά: και τα βιβλία ακόμα δεν μου έφταναν. Διάβαζα από πολύ μικρή, λογοτεχνία. Προτιμούσα να διαβάζω λογοτεχνία παρά να διαβάζω τα μαθήματά μου. Τα βαριόμουν έτσι όπως ήταν τα βιβλία. Και στο θέατρο βρήκα αυτό: ότι μπορούσα να εκφράζομαι, να μιλάω, να ανακαλύπτω. Και αυτό που με βοηθάει πάντα στο θέατρο όταν δουλεύω ρόλους είναι να διαχειρίζομαι καλύτερα όλα αυτά τα ερωτήματά μου. Δεν βρίσκω απαντήσεις, αλλά για μένα αυτό είναι παρηγορητικό, ανακουφιστικό. Θα πω κάτι κανείς δεν θέλει να πει: έχω μεγαλώσει αρκετά και μου αρέσει κι ο εαυτός μου πολύ. Μ’ αγαπάω και μ’ εκτιμάω. Μου αρέσει αυτό που έχω γίνει ως άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Κι εγώ, όπως και η Σοφία Αποστόλου, αντιμετωπίζω μπροστά μου το γήρας -το επερχόμενο. όπως λέω, γήρας. Ότι έχω μεγαλώσει και μου αρέσει κιόλας, και εύχομαι να είμαι καλά, να είμαι γερή, να ζήσω αρκετά χρόνια, να δω πώς είναι να είσαι και πολύ γέρος. Με όση υγεία θα μπορώ να έχω. Έχω μια καλή κοινωνική ζωή, ανθρώπους που αγαπάω, με αγαπάνε, με εκτιμάνε. Αλλά βαριέμαι, πλήττω. Αυτό της Αναγνωστάκη με εκφράζει τόσο βαθιά, αυτό το «πλήττω». Πλήττω με τα περισσότερα. Όταν κάνω θέατρο δεν πλήττω. Δεν θέλω να κάνω συνέχεια, αλλά όταν το κάνω με τις συνθήκες που θέλω δεν πλήττω. Αλλιώς πλήττω. Γι αυτό και είμαι πιο κλειστή. Δεν βγαίνω πάρα πολύ, βλέπω κάποιους ανθρώπους συγκεκριμένους… Με κουράζει να αναλώνομαι. Δεν λέω ότι είναι κάτι καλό αυτό, αλλά έτσι είμαι. Και επειδή έχω και μεγαλώσει, είμαι αυτό. Και είμαι ΟΚ με αυτό.
Είσαι ένας άνθρωπος με μια πορεία στο θέατρο πολύ προσωπική. Θα ήθελα να μου πεις αν υπάρχουν πράγματα που τα θυμάσαι ως σταθμούς σε αυτή την πορεία.
Δεν έχω κάνει τα άπειρα, αλλά όσα έχω κάνει τα θεωρώ σταθμούς. Τα έζησα, τα πάλεψα και τα δούλεψα με όλη τη δύναμη και τη διάθεση, τη δημιουργική έμπνευση και την πίστη μου. Γιατί πάντα ξεκινώ από πίστη να κάνω κάτι. Θα βρεθώ με ένα κείμενο που με ενδιαφέρει τρομερά και θα μπορέσω εκεί να μιλήσω και να πω αυτά που έχω. Και θα βρεθούμε με ανθρώπους που θα μπορέσουμε να το κάνουμε. Κι επειδή γίνεται εκ του μη όντος, συνήθως εκ του μηδενός και με δικές μας προσπάθειες, το κάνω με έναν τρόπο απόλυτο και ολόκληρο. Όλες οι δουλειές που έχω κάνει είναι σταθμοί στη δική μου πορεία, ως Σοφία -δεν είναι τόσο το καλλιτεχνικό. Όλοι κάνουμε πολλά πράγματα, λιγότερο και περισσότερο σημαντικά, αλλά για μένα είναι μεγάλοι σταθμοί και νιώθω κάθε φορά ότι κάνω ένα επόμενο βήμα. Έχω αγαπήσει όλες τις δουλειές που έχω κάνει. Και αυτή η συγκυρία τώρα είναι για μένα πολύ ευτυχής, γιατί νιώθω πολύ καλά, πολύ προστατευμένη σε αυτή τη συνεργασία. Η Ελένη Παργινού είναι ένας άνθρωπος που με έχει στηρίξει πάρα πολύ. Έχει σκύψει πάνω μου. Έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει έναν ηθοποιό και να φτιάξει ένα τέτοιο περιβάλλον σκηνοθετικά που να νιώθω απόλυτα καλά. Να συνάδουμε και αισθητικά, αλλά να υπάρχει και μια ψυχική συγγένεια πάνω σε θέματα δημιουργίας. Έτσι τρομερά ενθουσιασμένη, ευτυχισμένη ήμουν και με την προηγούμενη δουλειά μου, την «Αφροδίτη» του Μάτεσι, την οποία αν δεν είχα την πλήρη στήριξη από την στενή μου συνεργάτιδα, συν-σκηνοθέτρια Κατερίνα Κλειτσιώτη, δεν θα είχα καταφέρει να ολοκληρώσω. Μαζί είχαμε κάνει και την πρώτη μας δουλειά “Τα απέχοντα μυριάδες μυριάδων έτη φωτός άστρα” το 2014. Ξαναβρεθήκαμε στην “Αφροδίτη”, πιο δεμένες, πιο ώριμες. Και διατηρούμε, δημιουργικά πάντα, ανοιχτούς λογαριασμούς, με την Κατερίνα. Και αυτό που είχαμε κάνει με τα κείμενα της Βιρτζίνια Γουλφ, το «Κουνέλι» με την Αγγελική Παπαθεμελή. Και αυτό που έκανα με την Ελένη Καλαρά στο «Αγάπη», παρότι ήταν γκεστ ρόλος. Και παλιότερα που έκανα τα πρώτα μου. Όλα για μένα ήταν πολύ σημαντικά.
Και με τους Nova Melancholia…
Τους Nova Melancholia, τι τυχερή! Κατάλαβες; Όπου έχω πάει είμαι πολύ χαρούμενη. Έχω κάνει οικογένειες. Επειδή είμαι άνθρωπος… δεν θα πω μοναχικός, αλλά μου αρέσει να είμαι μόνη μου. Δεν μου αρέσει η οικογένεια γενικώς, καθόλου. Άλλη ιστορία… Αλλά είμαι όμως άνθρωπος που έχω ανάγκη οικογενειακή. Η οικογένεια μου αρέσει πολύ στο θέατρο, είναι σημαντικό για μένα να το νιώθω αυτό. Και δεν είναι θέμα ανασφάλειας, γιατί αυτά μπορεί να τα έλεγα παλιότερα που ήμουν και νεότερη. Δεν έχω ανασφάλεια. Έτσι έχω επιλέξει να είμαι, να ζω, και είμαι πολύ καλά με αυτό. Κι επειδή μέσα σ’ αυτόν τον τεράστιο κόσμο προσπαθούμε να τη βγάλουμε καθαρή, ο καθένας μας βρίσκει έναν τρόπο να είναι πιστός σε αυτό που είναι: αυτό είναι για μένα το σημαντικό. Σε αυτό νιώθω ότι είμαι απόλυτα εντάξει απέναντι μου. Από ό,τι θέλησα, πίστεψα, ένιωσα ότι θέλω να γίνω όταν ήμουν δεκάξι που κατάλαβα πέντε πράγματα, δεν άλλαξα ποτέ. Είμαι ακριβώς το ίδιο, και αυτό μου δίνει ικανοποίηση. Για όλα τα άλλα, τη βγάζω όπως μπορώ καθαρή καθημερινά, όπως όλοι.
Όλες αυτές οι επιλογές που απαριθμήσαμε τώρα, ανήκουν σ ένα χώρο εκτός κύριου ρεύματος. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω αυτούς τους όρους -δεν ξέρω και τι νόημα έχουν πια- πρωτοπορία και αβανγκάρντ, δεν ξέρω πώς τα λένε αυτά…
Ξέρεις, αλλά δε μας λες! Τα πάντα ξέρεις! Για πες…
Αναρωτιέμαι αν μερικές φορές αυτό, το να θεωρείσαι ιέρεια και κοινωνός αυτού του χώρου, γίνεται κι αυτό μια ταμπέλα που μπορεί να σε κουράσει.
Έχω εγώ καμιά ταμπέλα; (Γέλια) Γιατί δεν την ξέρω! Σοβαρά, το ρωτάς ως κάτι που θα μπορούσε να έχει να κάνει με κάποια ταμπέλα, ή μια θέαση από άλλους προς εμένα;
Θα έλεγα τον τρόπο με τον οποίο σε σκέφτονται οι άλλοι μέσα σε αυτό το χώρο.
Δεν έχω ιδέα πώς με σκέφτονται οι άλλοι γενικότερα, για να είμαι ειλικρινής. Μόνο οι άνθρωποι που γνωρίζω ξέρω πως με σκέφτονται. Όλες μου οι σχέσεις είναι πολύ προσωπικές. Δουλεύω πάντα έτσι: μπορεί να ξεκινήσω να συνεργαστώ με κάποιον που δεν τον ξέρω και να γνωριστούμε πολύ βαθύτερα. Αλλιώς δεν θα δουλέψω, θα προτιμήσω να μην το κάνω. Δεν θεωρώ ότι είμαι κάτι -αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο. Το αντίθετο: δεν θέλω να είμαι τίποτα. Ελεύθερη. Μια άλλη λέξη πολύ σημαντική στην ζωή μου είναι «ελεύθερη»: δεν είμαι ελεύθερη, άλλο όπου μπορώ να είμαι, με νύχια και με δόντια θα το καταφέρω. Στην δουλειά αυτή θέλω να είμαι ελεύθερη. Θέλω να κάνω ό,τι γουστάρω, άμα γουστάρω και με αυτούς που γουστάρω. Δεν νιώθω υποχρεωμένη να κάνω απολύτως τίποτα. Ποτέ. Ούτε να καταγράφεται κάτι για μένα, ούτε τίποτα, δεν με απασχολεί καθόλου. Υπάρχει ένα κοινό που έρχεται, εντάξει. Είδες; Έρχομαι και στο κείμενο: Αυτή είναι η δική μου επανάσταση. Και δεν την κάνω με κάποιον, γιατί δεν το έχω, δεν είμαι, το ξέρω. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ούτε για πλάκα. Στο έχω πει κι άλλη φορά: δεν ξέρω ποτέ αν θα ξανακάνω δουλειά. Κάθε φορά είναι σαν να κάνω την τελευταία. Γιατί; Δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό. Γιατί δεν ξέρω αν θα βρεθεί ξανά η κατάλληλη συνθήκη. Όταν ήρθε το καλοκαίρι αυτή η πρόταση, δεν το περίμενα. Και πως το ένστικτό μου με οδήγησε καλά. Πιστεύω πως θα βγει μια δουλειά για την οποία θα είμαι πολύ χαρούμενη και περήφανη. Και το κυριότερο: και ερμηνευτικά θα μπορέσω να κουμπώσω. Ούτε θεωρώ τον εαυτό μου διάττοντα αστέρα, ούτε αστέρα. Τίποτα δεν νιώθω. Απολύτως τίποτα. Συναντιέμαι, κάνω μια ωραία παρέα. Και βλέπουμε πάλι.
Πριν έρθουν οι συνθήκες έρχεται η επιθυμία. Θυμάμαι ανεξίτηλα την βόλτα μας επί covid -σχεδόν παράνομα- στο Ζάππειο, όπου μου πρωτομίλησες για την «Αφροδίτη» του Μάτεσι, την οποία συμπτωματικά είχα διαβάσει πριν από λίγο διάστημα και είχα ξετρελαθεί. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή αντίστοιχες επιθυμίες στο μυαλό σου;
Όταν είμαι μέσα σε κάτι, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω άλλη σκέψη. Μπορεί βέβαια να προκύψει. Ε, να το πω έτσι, πολύ ανοιχτά: νομίζω ότι θα ήθελα πολύ να κάνω κάποια στιγμή Τσέχωφ. Θα μου άρεσε να κάνω τον Θείο Βάνια! (Γέλια) Μου αρέσουν πάρα πολύ οι ανδρικοί ρόλοι. Θα μου άρεσε να δουλέψω και στον αγαπημένο «Βυσσινόκηπο». Αλλά αυτό θα πρέπει να μου έρθει από αλλού, να προκύψει από κάποια συγκυρία. Γιατί από μόνη μου δεν ξέρω αν θα ξεκινήσω δική μου δουλειά τέτοια. Προς το παρόν είμαι κουρασμένη γι’ αυτό. Αλλά ειλικρινά αυτή την φορά δεν έχω κανένα σχέδιο, τίποτα. Κουράστηκα και λίγο με τις δουλειές που έκανα. Η «Αφροδίτη» ήταν θέμα πίστης. Πάντοτε όταν θέλω κάτι, έχω πίστη. Πίστη όχι γενική και αόριστη. Πιστεύω σε κάτι και με πηγαίνει, και βρίσκω όλους τους τρόπους μετά, γιατί είμαι και μαμούνι. Βρίσκω τρόπους, ανθρώπους, το ένα, το άλλο… Τα καταφέρνω -και με όποιο κόστος πολλές φορές. Αλλά κουράστηκα μετά την «Αφροδίτη». Ήταν πολύ δύσκολο. Οπότε τώρα το ότι είμαι εδώ και μόνο παίζω, είναι μια εμπειρία πολύ ιδιαίτερη. Όπως και η δουλειά που έκανα το καλοκαίρι. Σκηνοθέτησα μόνο, ένα φοβερό κορίτσι, την Ειρήνη Μαργαρίτη σε μια παράσταση ντοκουμέντο πάνω στην έμφυλη βία, το “St-οργή” στο ΠΛΥΦΑ. Ήταν τρομερή εμπειρία και αυτό. Το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ να μην κάνω και τα δύο, να παίζω και να σκηνοθετώ, όλα μαζί.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ δεν θα τον είχα σκεφτεί από μόνος μου τον Τσέχωφ για σένα, τώρα που το λες, βρίσκω ότι θα σου ταίριαζε τρελά.
Εντελώς. Νιώθω όλη αυτή την ανθρωπινότητα, ευθραυστότητα και ευαλωτότητα που έχουν αυτά τα πλάσματα. Κι ένα άλλο κομμάτι που μεγαλώνοντας αποδέχτηκα τόσο βαθιά και τόσο ήρεμα, είναι ότι είμαι ένα τίποτα, ένας άνθρωπος είμαι, τόσο ατελής… Και ότι δεν πειράζει. Και λάθη κάνουμε. Και δεν μπορούμε να καταφέρουμε όσα θα θέλαμε. Ματαιωνόμαστε, πληγωνόμαστε, μεγαλώνουμε, πεθαίνουμε… Κι αυτό με έχει ηρεμήσει πάρα πολύ. Αυτό μου αρέσει και στους ήρωες του Τσέχωφ: αυτή η όμορφη, ατελής ανθρωπινότητα τους.