Φωτογραφίες: Γεωργία Πονηράκου

 

Έχετε παρακολουθήσει ποτέ, από κοντά, από πολύ κοντά, έναν ποιητή να προσφέρει θεατρικά την ποίηση του; Το έκανα ένα Σάββατο βράδυ, μεσάνυχτα, σε βιβλιοπωλείο της πλατείας Εξαρχείων. Μοναδικό το συναίσθημά μου βγαίνοντας. Μυσταγωγία. Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981. Ζει στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως ρεμβαστής των εκδόσεων Υποκείμενο. Έτσι λέει ο ίδιος. Από το 2016 έχει εκδώσει δύο ποιητικά έργα, τα οποία αποτιμώνται, ήδη, ως σπουδαία. Φέρουν τα μυστηριώδη ονόματα «αμπερλουδαχαμίν» και «Ούτις».  Προηγήθηκαν αυτών, το προσωπικό του blog Πορτατίφ [άνθρωπος, η ψυχή της αβύσσου] και η χειροποίητη συλλογή «Ψυττάλεια», η οποία κυκλοφόρησε σε τρεις διαφορετικές γραφές εκτός εμπορίου. Είχα πολλές ερωτήσεις να του θέσω, ωστόσο τις περιόρισα αισθητά.

 

Είσαι βαφτισμένος Σαμσών; Όντως; Όχι.

Ολόκληρο το όνομά σου είναι σπάνιο, εύηχο κι εντυπώνεται μεμιάς. Από πού προέρχεται; Δεν θυμάμαι πολύ καλά. Έχουν περάσει χρόνια. Ίσως ήταν τυχαία η επιλογή. Ή ίσως να ήθελα απλώς να γελοιοποιήσω την βιβλική φιγούρα του Σαμψών, μιας και η επίδειξη δύναμης και η πόζα μού είναι απεχθής.

Πού μεγάλωσες; Με τι αναγνωστικά ερεθίσματα; Στον Πειραιά τα πολύ πρώτα χρόνια και έπειτα απέναντι στη Σαλαμίνα. Δεν έχει νομίζω μεγάλη σημασία τι διάβαζα. Αυτό που μου κάνει εντύπωση, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί τότε μου φαινόταν πολύ κανονικό πράγμα, είναι πως έπαιρνα τα μαθήματα του σχολείου και πήγαινα στη θάλασσα να τα διαβάσω.

Με ποιο τρόπο, λες, «θα πάψει να αστράφτει στα μάτια των παιδιών η άγρια χαρά στο σχόλασμα»; Τι θα άλλαζες στο εκπαιδευτικό μας σύστημα; Την υποχρεωτική παρακολούθηση.

Γιατί αποχωρίζεσαι αυτά που αγαπάς; Ό,τι και να σου απαντήσω εγώ, ο Βαρβέρης το έχει ήδη πει καλύτερα σε ένα ποίημά του: «Η έρημος έγινε για να περιφρονούμε τις οάσεις». Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που παίζεις εσύ τον ρόλο της όασης, οπότε σε διώχνουν οι άλλοι.

Θεωρείς εαυτόν ποιητή; Ναι, είναι κάποιες στιγμές που χάνω τις δυνάμεις μου και τον θεωρώ.

Ποια συστατικά δύνανται να δημιουργήσουν έναν ποιητή σήμερα; Δεν υπάρχει συνταγή. Ίσως η μοναξιά στην παιδική ηλικία να παίζει τον πιο καθοριστικό λόγο. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος. Είναι και λίγο αδιανόητος ο τρόπος που κινούνται όλα αυτά τα πράγματα.

Πώς βιοπορίζεσαι; Παλιότερα έσκυβα το κεφάλι και έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού. Τώρα πια είμαι αριστοκράτης, δηλαδή, ψυχικά ανάπηρος να καταπιαστώ με οτιδήποτε δεν περιέχει την ποίηση μέσα του. Αλλιώς αναστατώνομαι μέχρι εσχάτων. Οπότε, αποφάσισα να αυξήσω τις στερήσεις μου και να ζω ως ένα βαθμό από το κοινό που παρακολουθεί την δουλειά μου.

Με τι ασχολείσαι όταν δεν γράφεις;  Με χαζομάρες του 21ου αιώνα. Για παράδειγμα μου αρέσει να παρακολουθώ Snooker στο youtube.

«Χιλιάδες οι λέξεις σήμερα, μα ο Σαίξπηρ πουθενά». Ποια η σχέση σου με τις λέξεις; Κάποτε μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως πρέπει να υπάρχουν τρεις λέξεις που αν τις έβαζες στη σειρά, σε όποια γλώσσα κι αν τις έβαζες, θα ξεκλείδωναν κάποιο συμπαντικό νόημα, θα προκαλούσαν έναν σεισμό, θα γεννούσαν μια τεράστια θύελλα. Είχα μια αφελή πίστη στο λόγο. Τώρα έχω χάσει την ελπίδα μου στις λέξεις. Η γλώσσα δεν είναι και η πιο αξιόλογη μορφή επικοινωνίας. Τυγχάνει όμως η πιο βολική. Αν ασκούμαι στη γλώσσα, είναι γιατί θέλω να φωτίσω καταστάσεις πριν από αυτήν. Πώς, όμως, να φτάσεις σε μια προ-γλωσσική συγκίνηση χρησιμοποιώντας λέξεις; Μοιάζει με μία προκαθορισμένη ήττα. Θα χρειαστούν λοιπόν τρικ. Όλος ο «Ούτις» ίσως είναι απλά ένα προσωπικό μου τρικ.

«Ούτις», σαν άλλος Οδυσσέας μπροστά στον Πολύφημο; Ναι, κι αυτός ένα κόλπο έψαχνε για να γλιτώσει το τομάρι του από βέβαιο θάνατο. Συστήθηκε με ψεύτικο όνομα. Με όνομα ανυπαρξίας.

Γιατί θέλησες να παρουσιάσεις θεατρικά το βιβλίο σου; Ίσως γιατί δεν μου αρκούν οι λέξεις πια. Αυτό που σου ‘λεγα. Έχτισα μια παράσταση για να προτείνω μια εκδοχή ανάγνωσης του βιβλίου μου και τελικά κατέληξα να επιτίθεμαι στο ίδιο το βιβλίο μου. Ξέρεις τι; Και η ίδια η ποίηση μού μοιάζει κάπως κούφια στις μέρες μας. Δεν είναι η ποίηση ως λογοτεχνικό είδος η λύση. Αλλά η ποιητικότητα σε όλες τις εκφάνσεις τις ζωής. Και δε μιλάω για το στυλ. Αλλά για το ήθος.

Γι’ αυτό αποφάσισες να «προσφέρεις» την ποίησή σου κατ’ οίκον; Πόσοι άνθρωποι έχουν δει την παράσταση μέχρι σήμερα, σε πόσα σπίτια έχεις πάει; Κάπως έτσι. 21 παραστάσεις έχουν γίνει. Υπολείπονται λίγες μέσα στο καλοκαίρι. Οι θεατές πρέπει να αγγίζουν τους 300. Κάποιοι εξ αυτών βέβαια την έχουν παρακολουθήσει πάνω από μία φορά.

Γιατί την ονόμασες «ωμοπλατοσκοπία» (το κοίταγμα της σπάλας του αρνιού); Το ίδιο το υλικό με οδήγησε σε αυτό. Την περίοδο που αποφάσισα να δραματοποιήσω το βιβλίο μου, εντόπιζα σε πεζοπορίες στο βουνό διάφορα οστά από νεκρά ζώα. Κι άρχισα να τα μαζεύω. Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση οι ωμοπλάτες του αρνιού. Ψάχνοντας σε λαογραφικά βιβλία εντόπισα τον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισαν στα ελληνικά ήθη και τον βρήκα πολύ συμβατό με τις προθέσεις μου. Γενικά, η σύνθεση των οστών, ακόμη κι αν προέρχονται από διαφορετικά ζώα, αποτελεί το πολυπόθητο ποιητικό σώμα της παράστασης.

«Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λείψανα που μιλούν». Αυτό είναι εξόχως λυρικό, τρόπον τινά, ή πολύ κυριολεκτικό; Και ο λυρισμός καμιά φορά έχει απίστευτη κυριολεξία. Το γεγονός πως οι σπάλες του αρνιού διαβάζονταν με βάση τα σημάδια που έφεραν πάνω τους, και αποκάλυπταν τα μελλούμενα σε μια οικογένεια ή μαρτυρούσαν την έκβαση μιας επικείμενης μάχης κατά την διάρκεια της ελληνικής επανάστασης – οι οπλαρχηγοί ήταν άψογοι γνώστες της ωμοπλατοσκοπίας – όλη αυτή η πίστη δεν είναι μια λυρική κυριολεξία;

Εξομολογήθηκες κάποια στιγμή, ότι, κάπως αψυχολόγητα, σε μια παράσταση έγλειψες το κρανίο του ζώου, κάτι που σε ταρακούνησε. Τι γεύση έχει, άραγε, το οστό; Τη γεύση τoυ εαυτού.

Ποια είναι η πιο ποιητική στιγμή της μέχρι τώρα ζωής σου; Τη νύχτα που είδα τις ουρές δυο αλεπούδων να έχουν δεθεί κόμπο.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου; Σκέφτομαι τον χειμώνα να ανεβάσω την παράσταση με κάπως διαφορετικό format σε έναν σταθερό χώρο, όχι απαραίτητα θεατρικό, έτσι ώστε να διασφαλίσω την ποιότητά της. Οι συνεχόμενες μετακινήσεις, ναι μεν αποτελούν προσωπική πρόκληση, αλλά δεν λειτουργούν πάντα έτσι όπως θες.

Υπάρχει τίποτε, θεωρείς, στη ζωή μας που κοντράρει το θάνατο στα ίσα; Υπάρχει μια μέδουσα που λέγεται Turritopsis dohrnii. Αν θυμάσαι, γίνονται διάφορες αναφορές σε αυτήν μέσα στο βιβλίο μου. Tο συγκεκριμένο είδος όταν φτάνει στα στάδια προχωρημένης γήρανσης έχει την ικανότητα να επιστρέφει σε μια νεανική κατάσταση. Το γεγονός της αθανασίας της είναι μια σπαζοκεφαλιά για την επιστημονική κοινότητα. Θέλω να πω, πως ακόμη και η ιδέα του θανάτου, αν υποθέσουμε πως ο θάνατος είναι ο προορισμός των πάντων, δεν οφείλει να πεθάνει κάποια στιγμή; Δεν έχω ιδέα λοιπόν.

Πώς η στιγμή του οργασμού υπερβαίνει τις τάξεις των ανθρώπων, όπως λες; Γιατί εκείνη τη στιγμή βιώνεις την απώλεια της συνείδησης. Ζεις μια συμπαντική ανακωχή.

Στην παράστασή σου, σκοτώνεις, προκειμένου να κλέψεις μιαν ανάσα. Μπορούμε να πάρουμε ανάσες χωρίς να σκοτώσουμε κάποιον, κάτι; Το ότι σκοτώνω πρώτα, για να κλέψω έπειτα την ανάσα του άλλου είναι, ως αλληλουχία κινήσεων, η απόλυτη ύβρις που διαπράττω στην παράσταση. Σημάδι μεγαλομανίας μεγαλύτερο και από την νεκρανάσταση του υβριδίου που επιχειρώ.

Εσύ πού, πώς, πότε ανασαίνεις; Σού ‘χει τύχει ποτέ να βουτάς στο βυθό και να αισθάνεσαι πως μετακομίζεις; Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας την πιο όμορφη ή περίεργη αντίδραση σε παράστασή σου; Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι δυο περιπτώσεις ανθρώπων που δεν μιλούσαν ελληνικά και στο τέλος μου είπαν πως τα κατάλαβαν όλα.

Τι σε απογοητεύει περισσότερο σήμερα; Η κουλτούρα του τουρισμού.

Πληροφορίες για το πρόγραμμα των παραστάσεων του Σαμσών Ρακά μπορείτε να βρείτε στο:  http://www.ypokeimeno.com/performance-outis/