Έπεισόδια, φωτιές και μπάχαλα. «Χαμός πάλι φέτος στο Πολυτεχνείο, ε» μου λένε γνωστοί και φίλοι που φρόντισαν για την ενημέρωσή τους από τα – θεωρητικώς – εκτενή ρεπορτάζ των μεγάλων μέσων ενημέρωσης. Τί γίνεται στ’ αλήθεια με όσα δεν περιγράφονται στα ρεπορτάζ; Γιατί «αν δεν έχει αίμα ή σπέρμα, δεν πουλάει», που λένε κάτι παλιές καραβάνες της «δημοσιογραφίας». Γιατί οι χιλιάδες κόσμου που συναντιούνται στο κέντρο της Αθήνας, πορεύονται και κλείνουν τις φωνές τους με συνθήματα κατά του φασισμού, δεν αποτελούν είδηση. Μόνο όταν η πρώτη μολότοφ σκάσει στην Τοσίτσα ή στη Στουρνάρη θα ανάψουν τις κάμερες τα μεγάλα κανάλια για να ενημερώσουν από το «πεδίο μάχης», για να διαμαρτυρηθούν τάχα μου για τις εικόνες ντροπής, για τους ανεξέλεγκτους κουκουλοφόρους, για τα οδοφράγματα και τις φωτιές σε κάδους των Εξαρχείων.
«…Πίσω απ’ τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ’ ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει»
Κωστούλα Μητροπούλου
Πάνω από 5.000 αστυνομικοί επιστρατεύτηκαν, φέτος, για να πραγματοποιηθεί ομαλά, λέει, η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία και να αποφευχθούν τυχόν επεισόδια. Και νά σου από πάνω τα ελικόπτερα και τα drones. Ερώτηση: Γιατί τόση αστυνομία; Ποιος φοβάται ποιον; Δεν ξέρω πόσοι από αυτούς χρειάστηκαν – τελικά – προκειμένου να χτυπηθούν απρόκλητα διαδηλωτές (κυκλοφόρησαν σχετικά βίντεο) και να αντιμετωπιστούν λίγοι (κάτι δεκάδες) κουκουλοφόροι διαδηλωτές που είχαν ως ορμητήριό τους το κτίριο του Πολυτεχνείου. Όχι μία, αλλά δύο Αύρες για ρίψεις νερού, κατέβασε μέχρι την Πατησίων και τοποθέτησε απέναντι από την πύλη, η αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με τους περισσότερους από τους συναδέλφους ρεπόρτερ να απορούμε. Κάπως ακριβό δεν ήταν αυτό το εφέ για φωτογραφίες και τηλεοπτικά πλάνα;
«Έτσι ρίξε! Ρίξε στα κωλόπαιδα! Να το ευχαριστηθούνε τα πουστράκια», κι έμεινα πάλι ακίνητη να ανακατεύομαι από τον βόθρο κάποιων ένστολων στομάτων εν ώρα υπηρεσίας, ενώπιον μάλιστα των σιωπηλών προϊσταμένων τους, αλλά και ενώπιον δημοσιογράφων.
«Τα τανκς είχαν παραταχθεί στην Πατησίων, αλλά αποφασίσαμε να μείνουμε. Από νωρίς οι ακροβολιστές της Αστυνομίας χτυπούσαν στο ψαχνό. Μας έφερναν μέσα νεκρούς και τραυματίες. Εκεί το φράγμα του φόβου είχε ξεπεραστεί. Ήταν η στιγμή που βιώνεις το ιερό. Όταν ήρθε η ώρα της μεγάλης θυσίας, όταν μπήκε το τανκ, ακολούθησαν οι στρατιώτες. Μπήκαν με χαμηλωμένα τα όπλα, δε μας κοίταζαν στα μάτια…»
Νίκος Σιδέρης
Μα το Πολυτεχνείο ΔΕΝ είναι το «ρημαδιό» που περιγράφουν για να σε τρομοκρατήσουν και να κλειστείς (πάλι) σπίτι. Με στόχο τελικά να ξεχάσεις. Η Ιστορία δεν ξεγράφεται. Ευτυχώς. Όσο κι αν σφυρίζει σήμερα το φίδι, όσο εκσυγχρονισμένα κι αν εμφανίζονται μπροστά μας σήμερα τα τανκς.
«Απεριόριστη η πρόσβαση στο διαδίκτυο,
μια τσόντα η ζωή σου όλη μέρα; Έγινε η δυσωδία συνήθειά μας».
Αγνώστου
«Συλλογίζομαι πως αν όλες οι πολυκατοικίες στη Στουρνάρη και στην οδό Πολυτεχνείου άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, αν φώτιζαν όλα τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ετούτα τα μεσάνυχτα δεν θα μπορούσαν να μας μακελέψουν. Κι ήξερα πως ό,τι γίνει απόψε εδώ, θα γίνει με την ανοχή των πολυκατοικιών – της σιωπηλής πλειοψηφίας. Κι αυτό που λέει ο Φραντς Φανόν για τους δειλούς και τους προδότες, ήταν εδώ ακριβώς που εφάρμοζε απόλυτα. Αναρωτιόμουν τι να κάνουν στα σπιτάκια τους. Θα κοιμούνταν άραγε;»
Μάρω Δούκα
Το Πολυτεχνείο ανήκει σε όλους μας. Σε όλους όσους το τιμούν καθημερινά με τη στάση ζωής τους.
Είναι οι εικόνες που δε θα περιγραφούν ποτέ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Είναι όλα τα παρακάτω:
Το μεγάλο όχι, δε θα περάσει ο φασισμός που τραγουδούν δυνατά νέοι και γέροι στην πορεία.
Οι προβολές κι οι συζητήσεις στην αίθουσα Γκίνη.
Οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου κι η φωνές της Φαραντούρη, της Δημητριάδη, της Τσανακλίδου,
η μουσική του Λοίζου, του Μαρκόπουλου, του Θεοδωράκη.
Είναι τα λόγια του Σκούρτη, ο ήλιος του Μπιθικώτση κι η ξαστεριά του Ξυλούρη που άκουσα από κάτι μπαλκόνια.
Είναι οι ζωγραφισμένες καρδιές στους τοίχους και το γελαστό παιδί που πέρασε στην αθανασία.
Είναι οι στρατευμένοι νέοι που έδωσαν το παρών κι είπαν «ποτέ ξανά».
Η υπερηφάνεια των μαθητών στις σχολικές εορτές όταν απαγγέλλουν Ρίτσο, Λειβαδίτη, Αναγνωστάκη. Κι ας μη δύνανται να τους καταλάβουν στην ολότητά τους. Είναι το ένστικτο.
Το καμάρι των γονιών τους κι ο ενθουσιασμός με τον οποίο μοιράζονται τις προσωπικές ιστορίες από την περίοδο της Χούντας.
Οι έφηβοι που σκάνε με κοντομάνικα παρά το κρύο και υψώνουν με ορμή τα πανό για την ελευθερία.
Αυτό το αίμα που βράζει.
Που μάτωσε τότε τη γαλανόλευκη σημαία.
Είναι τα κατακόκκινα λουλούδια τα δεμένα στα κάγκελα.
Είναι οι ζωγραφιές των παιδιών που μόλις έμαθαν να συλλαβίζουν.
Είναι τα αφημένα γαρίφαλα. Πόση αγάπη κρύβει άραγε ένα κόκκινο γαρίφαλο;
Πόση ανάγκη κρύβει μια κόκκινη σημαία που ανεμίζει;
Είναι οι ζωντανοί που θρήνησαν νεκρούς.
Είναι τα υγρά μάτια των ντουντουκέρηδων που εμψυχώνουν τους διαδηλωτές.
Οι φωνές τους που ενίοτε σπάνε.
Είναι και κάτι συνθήματα που πρέπει να ανανεωθούν γιατί έχουν ξεφτίσει.
Σε αντίθεση με το αναλλοίωτα εύστοχο «δεν υπάρχουν Έλληνες, δεν υπάρχουν ξένοι, μόνο καταπιεστές και καταπιεσμένοι» ή ρομαντικά παραφράζοντας «μόνο προλετάριοι τρελοί κι ερωτευμένοι».
«…Ξέρετε, ρε μαλάκες, ότι ο άνθρωπος από τα δεκατρία του ως τα βαθιά γεράματα μπορεί να κάνει έρωτα κάθε μέρα; Και γιατί άλλο, αλήθεια, θα την κάνετε την επανάσταση, ρε, αν όχι για να ξαναδώσετε στη ζωή τα δικαιώματά της, να την κάνετε χαρά, παιχνίδι, φαντασία, έρωτα; …Οι λέξεις χωρίς μνήμη και ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες αφίσες των κομμάτων και των σωματείων. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα».
Χρόνης Μίσσιος
Είναι οι ηλικιωμένοι που δεν τους βαστάνε πια τα πόδια τους να περπατήσουν τη διαδρομή, μα στέκουν στα πεζοδρόμια. Κάθονται σε στάσεις λεωφορείων ή σε πεζούλια απέναντι από την Πρσβεία. Είναι πάλι εδώ. Και ξέρουν γιατί είναι εδώ. Μας κοιτάζουν κατάματα (πολύτιμο βλέμμα). Πότε πότε χαμογελούν πλατιά, άλλοτε πάλι δακρύζουν. Ποιος ξέρει τί σόι μνήμες κουβαλούν.
Είναι τα τσιγάρα που ανάβουμε όταν η πορεία για λίγο σταματά κι οι κουβέντες που ανταλλάσσουμε με αγωνία για το αύριο.
Είναι οι φουσκάλες στα πόδια μας μετά το περπάτημα.
Είναι οι «μαλλιάδες» κι οι «τζιβάτοι», είναι όσοι ήρθαν με ποδήλατα, αλλά κι όσοι έφεραν μαζί τους τα σκυλιά τους.
Είναι και τα ζευγάρια όλων των ηλικιών. Αυτά τα ζευγάρια που πορεύονται αγκαλιά ή με τα χέρια τους πλεγμένα γιατί δε νοείται επαναστατική πράξη χωρίς έρωτα. Τα φιλιά που δίνουν, καταμεσής της Σταδίου, Πανεπιστημίου και Βασ. Σοφίας, θαρρείς και θέλουν να καταπιούν ο ένας τον άλλον. Αυτανάφλεξη.
Βγάζει μάτι ο έρωτας, κυριεύει όλες τις νευρικές απολήξεις. Αναρχικός κι ασυμβίβαστος από τη φύση του, αναδεικνύεται πάντα σε επίμονο αντιεξουσιαστή. Και παράφορα λέφτερος και παράφορα επαναστάτης. Όπως οι αγωνιζόμενοι του Πολυτεχνείου (κάθε πολυτεχνείου).