Ό,τι και να διαβάσει κανείς για τις βιογραφίες των τριών γυναικών που κάπως τυχαία έπεσαν στην αντίληψή μου, σε μία λέξη θα σταθεί: Souffrance. Οδύνη.

Πεθαίνουν και οι τρεις πολύ νέες. Η Μέριλιν Μονρόε (1926–1962), πέθανε 36 ετών από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών στις 5 Αυγούστου του 1962 με το ακουστικό στο μαξιλάρι, έχοντας επιχειρήσει να τηλεφωνήσει.H Γουίτνευ Χιούστον (1963-2012) πεθαίνει στις 11 Φεβρουαρίου του 2012 , στα 49 της χρόνια. Μετά από υπερβολική δόση κοκαΐνης, xanax και αλκοόλ, γλιστρά και πέφτει στη μπανιέρα της με καυτό νερό. Η Μαρία Σνάιντερ (1962-2011), παρτενέρ του Μάρλον Μπράντο στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερτολούτσι και του Τζακ Νίκολσον στο «Επάγγελμα ρεπόρτερ» του Αντονιόνι πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου του 2011 , στα 58 της, από καρκίνο στο στήθος ενώ ήταν κι εκείνη εξαρτημένη από ουσίες, από τις οποίες όμως κατόρθωσε να αποκοπεί.

Εξάρτηση από ναρκωτικά και ουσίες. Εγκατάλειψη, θάνατοι, χωρισμοί στην παιδική ηλικία. Δόξα και ξέφρενη ζωή.Γάμοι και σχέσεις που δεν κατάφεραν να «στεγάσουν» την έλλειψη αγάπης ή μάλλον επιθυμίας από την πλευρά των γεννητόρων τους για τις ίδιες. Και οι τρεις  έζησαν «φιλοξενούμενες» σε άλλες οικογένειες . Αυτή η πρώτη απουσία λιβιδινικής αγάπης δημιουργεί μια «τρύπα», ένα θεμελιακό έλλειμμα στον ψυχισμό και γενικότερα στο ψυχόσωμα. Στη μικρή αυτή έρευνα βασίζομαι στην σύγχρονο έργο της Γαλλίδας ψυχαναλύτριας Κολέτ Σολέρ η οποία υποστηρίζει ότι ο άνδρας καταρρέει όταν χάνει την εργασία του ενώ η γυναίκα όταν παύει να είναι μοναδική για έναν άνδρα  (Διά-φυλη σχέση και οδύνη, Αναγνώσεις της Αυγής 30/9) και στην Φρανσουάζ Ντολτό, επίσης Γαλλίδα ψυχαναλύτρια που υποστηρίζει ότι η αρχική λιβιδινική ενέργεια που μεταφέρουν οι γονείς στο αγέννητο ακόμη παιδί τους,καθορίζει την σχέση ενός ανθρώπου με τη ζωή και τον έρωτα , με την κυριαρχία ορμών ζωής ή θανάτου(Εξερευνώντας την γυναικεία σεξουαλικότητα, artivist, 6/9/2018). Επόμενα συμβάντα στη ζωή κάποιου/ας  ενισχύουν αυτό το έλλειμμα ή μπορούν και να το υφάνουν. Αναφέρομαι στην εμπειρία της ψυχανάλυσης αλλά και του έρωτα.

Μέριλιν Μονρόε: Η ζωή της  χαρακτηρίστηκε από την απουσία του πατέρα από την γέννησή της .Περιστασιακός σύντροφος της μητέρας της, σκοτώθηκε σε ατύχημα. H μητέρα είχε σοβαρά ψυχικά προβλήματα και νοσηλεύτηκε επί σειρά ετών. Εννέα ετών η Μέριλιν μπήκε σε ορφανοτροφείο. Έντεκα ετών φιλοξενήθηκε σε μία φίλη της μητέρας της. Και στα δεκαέξι παντρεύτηκε για πρώτη φορά τον Τζέιμς Ντόχερτι ενώ  στα είκοσι χώρισε.Παντρεύτηκε άλλες δύο φορές: τον Τζο ντι Μάτζιο και τον Αρθουρ Μίλερ. Μετά τον χωρισμό της με τον Μίλερ ήταν κοντά της ο Τζο Ντι Μάτζιο που την αγαπούσε πάντοτε..Ενα  σημαντικό γεγονός, μεταξύ άλλων πολλών, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην οριστική ανακίνηση του τραύματος της «άστεγης» επί της ουσίας ζωής της. είναι η σχέση της με τον Τζον Κένεντι, σχέση στην οποία η ίδια είχε επενδύσει θεωρώντας ότι εκείνος θα χώριζε με τη Τζάκι Κένεντι και θα ζούσε μαζί της, ενώ όπως της εκμυστηρεύτηκε η αδελφή του και φίλη της, για εκείνον ήταν μια περιπέτεια μεταξύ πολλών. Από κει και πέρα φαίνεται να παίρνει οριστικά την κάτω βόλτα: ενισχύονται τα παρανοϊκά της στοιχεία, οι ψευδαισθήσεις, παρόμοια με την μητέρα της, για την οποία η Μέριλιν υπήρξε τελικά κηδεμόνας, συνοδεύοντάς την στις κλινικές. Άλλο αρνητικό  γεγονός ήταν η σχέση με τον ψυχαναλυτή της, με τον  οποίο είχαν πολύ κοντινές σχέσεις. Αποτέλεσμα ήταν να μην δημιουργηθεί ποτέ η σχέση παρουσίας –απόστασης που δομεί τον ψυχισμό και τα ελλείμματα, ενώ ταυτόχρονα ωθεί στην υποκειμενοποίηση.Στην ουσία /ες…δεν απεξαρτήθηκε ποτέ από τον νοσογόνο περιβάλλον που την συνόδευε. Ο Κένεντι έπαιξε φαντασιακά, λόγω θέσης, το ρόλο του μεγάλου Άλλου, του πατέρα, ο οποίος την πρόδωσε και την εγκατέλειψε για μια ακόμη φορά. Όπως και ο αναλυτής με την οικειότητά του. Κανένα πραγματικό στήριγμα στη ζωή της. Τελευταία σκηνή: Σήκωσε το ακουστικό και το παράτησε. Δεν είχε νόημα.

Γουίτνευ Χιούστον: Πώς πέθανε η χαμογελαστή πριγκίπισσα, με λουκ ολίγον κιτς, είδωλο της ποπ με εκατομμύρια θαυμαστές και μια ταινία που την απογείωσε; αναρωτιέται η Γαλλίδα δημοσιογράφος αναφερόμενη σε ένα ντοκυμαντέρ για την ζωή της , με τίτλο Whitney που κυκλοφόρησε στις 5 Σεπτεμβρίου στη Γαλλία. Η μητέρα της, Σίσυ Χιούστον, χορωδός με τον Ελβις Πρίσλευ και την Αρήθα Φράνκλιν, φαίνεται να πέρασε ξυστά από μια καριέρα στην οποία εισήγαγε από πολύ νέα την κόρη της, που μπήκε από μικρή στην πίεση  του σταρ σύστεμ. Στην εφηβεία, η μητέρα της χωρίζει με τον πατέρα της για να ζήσει με τον πάστορα της περιοχής ,γεγονός καταλυτικό που εισάγει τη Χιούστον αρχικά στα ναρκωτικά, σε συνδυασμό με την αλήθεια που μαθαίνει στα 18 της: ο θείος της ήταν πραγματικός της πατέρας. Το μαθαίνει με το θανατό του. Ο θετός της πατέρας την είχε αναθέσει στους μεγάλους της αδελφούς, και ως τραγουδίστρια πλέον την είχε μανατζάρει με οικονομικό όφελος. Σε όλα αυτά προστίθενται κάποια γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης από ξαδέλφες. Παντρεύεται το νεότερό της Bobby Brown με τον οποίο αποκτούν μια κόρη την Bobbi Kristina. Τρελός έρωτας, γάμος αλλά και αρνητική επιρροή από τον άνδρα της σε μία κακή σχέση που αναπαρήγαγε την σχέση με την μητέρα της. Πάντοτε μπλεγμένη με τα ναρκωτικά και τις ουσίες μαζί με τον άνδρα της. Η κόρη της μεγαλωμένη σε ένα χάος, πεθαίνει από ναρκωτικά στα 22, τρία χρόνια  μετά την μητέρα της. Σχέσεις fusionnelles, συγχυτικές. Απουσία πατέρα και πατρικής λειτουργίας που συγκροτεί και στηρίζει τον αποχωρισμό από την μητέρα. Η ίδια, παρόλα τα προβλήματα στη σχέση της με τον Bobby Browm ,κρεμάστηκε πάνω του, αναζητώντας «στέγη». Ήταν όμως σαθρή.Το 2007 χωρίζουν και παίρνει την κάτω βόλτα, οδηγούμενη στο θάνατο.Ο χωρισμός ήταν καταλυτικός. Έζησε πάντοτε με την αναζήτηση και τη νοσταλγία μιας «εστίας» και της «εκκλησίας» που εκπροσωπούσε την μητέρα. Μια νεαρή που δεν μεγάλωσε ποτέ, με βάση τις μαρτυρίες των οικείων της . Προσπαθούσε απελπισμένα να κρατήσει το γάμο της παρόλη την καταστροφικότητα που εμπεριείχε..Οι βιογράφοι της χρησιμοποιούν τις εκφράσεις: γυναίκα χαμέν , εν οδύνει (si en souffrance) και μετά το διαζύγιο: μοναχική, κατεστραμμένη (ruiné).

Μαρία Σνάιντερ: Αντλώ στοιχεία από τη συνέντευξη που έδωσε η πρώτη της εξαδέλφη Βανέσσα Σνάιντερ, με αφορμή το βιβλίο της Ονομαζόσουν Μαρία Σνάιντερ, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία στις 16 Αυγούστου. Κεντρικό σημείο της έκδοσης είναι η προσπάθεια αποκατάστασης της μνήμης της Μαρίας Σνάιντερ όσον αφορά την  κλασσική ερωτική σκηνή με τον Μάρλον Μπράντο, που την τραυμάτισε, όπως η ίδια έλεγε, καθώς ο σκηνοθέτης δεν την είχε ενημερώσει.Μια  19χρονη που ένοιωσε σα να βιαζόταν στην πραγματικότητα από  τον 48χρονο Μπράντο σε ένα κλίμα σεξουαλικής ελευθεριότητας της εποχής. Η ίδια έζησε για χρόνια σε τέτοιο κλίμα, με ισχυρή εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Εξίσου ελευθεριακό  και χίπικο παρουσιάζει η Βανέσα Σνάιντερ και τον τρόπο ζωής των γονιών της, Μισέλ Σνάιντερ ψυχαναλυτή και συγγραφέα, αδελφό της μητέρας της Μαρίας, και της γυναίκας του.Το ζευγάρι φιλοξένησε τη Μαρία όταν την εγκατέλειψε η μητέρα στα δεκαπέντε της χρόνια, αλλά αναγκάστηκε να την αναθέσει αλλού όταν ήρθε η ώρα να αποκτήσουν δική τους κόρη. Άλλος λόγος για τον οποίο η Βανέσα Σνάιντερ θέλησε να αποτίσει φόρο τιμής στην εξαδέλφη της, που θαύμαζε για τη δυναμικότητά της.

Ο πατέρας της Μαρίας, ηθοποιός Daniel Gelin, ήταν απών από την αρχή. Είχε ορίσει νονούς της τον Αλαίν Ντελόν και τη Μπριζίτ Μπαρντό η οποία την φιλοξένησε όταν ήταν να γεννηθεί η Βανέσα και πάλι έπρεπε να βρει «στέγη». Η Σνάιντερ νόσησε στα 48 της χρόνια από καρκίνο στήθους, απεβίωσε δέκα χρόνια μετά. Κατά τη Βανέσσα, η διαδρομή της, δηλαδή τα  ναρκωτικά και η οδύνη, είχαν  να κάνουν με το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ ψυχικά οπλισμένη και δεν ήταν αρκετά περιστοιχισμένη από ανθρώπους που θα μπορούσαν να της δώσουν σταθερότητα και αγάπη.

Γυναίκες εν οδύνει, περιπλανώμενες , άστεγες, έκαναν μία φυγή προς τα μπρος (fuite en avant) στον κόσμο της εικόνας ώστε να «καλύψουν» το κενό.  Ο εύθραυστος ψυχισμός τους δεν μπόρεσε να αντέξει τις ρωγμές στην φαντασίωση που άνοιξαν οι επαναλαμβανόμενες απώλειες , ανακινώντας πρωταρχικές πληγές και κάνοντας να χάσκει ακόμη πιο ανελέητο το κενό που δεν υφάνθηκε ποτέ.

Η Βέρα Παύλου είναι  ψυχαναλύτρια.