Μπορεί να μην μας περνά συχνά από το μυαλό, αλλά κάθε ανθρώπινη εμπειρία είναι αποτέλεσμα διαχείρισης τόσο των δυνάμεων που την διαμορφώνουν εσωτερικά όσο και εκείνων που της επιτρέπουν να αναδυθεί στην επιφάνεια και να συναποτελέσει δείγμα μιας ευρύτερης «αντίληψης» για το σώμα. Στην ουσία κάθε δύναμη που επενεργεί πάνω στο πολιτικό υποκείμενο-άτομο συνιστά, επίσης, μια μορφή βιοπολιτικής. Και εφόσον μιλάμε για έμβια, πολιτικά όντα, κάθε απόπειρα συντονισμού της μονάδας ή του συνόλου –ακόμη και σε καθαρά καλλιτεχνικό πλαίσιο- αποτελεί ταυτόχρονα και μια απόπειρα άσκησης εξουσίας. Ωστόσο κάθε εξουσία, για να ασκηθεί, προϋποθέτει ένα καλά οριοθετημένο πλαίσιο, έναν χώρο ο οποίος εξασφαλίζει τόσο την ορατότητα των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα σε αυτόν, όσο και την προβλεψιμότητα των κινήσεών τους (βλ. τον θεατρικό μηχανισμό και τον τρόπο που διαχειρίζεται αυτή τη σχέση).

Ο Αρκάντι Ζαΐντες στο έργο Talos, κάνοντας λίγο-πολύ τους παραπάνω συνειρμούς, παραδίδει μια διαλέξη-performance γύρω από τους μηχανισμούς και τα πρωτόκολλα ασφαλείας που φιλοδοξεί να αναπτύξει η Δύση στο μέλλον, προφυλάσσοντας τα σύνορά της από τους πιθανούς «εισβολείς». Ας μην ξεχνάμε ότι η πρόσφατη προσφυγική κρίση γέννησε πληθώρα «ανεπιθύμητων» υποκειμένων που ξαφνικά εγκλωβίστηκαν σε μια γκρίζα ζώνη: Απογυμνωμένοι από την πολιτική τους ταυτότητα, οι άνθρωποι αυτοί –διωγμένοι από τις πατρίδες τους αλλά και διωκώμενοι στα νέα εδάφη- συνωστίζονται στις γραμμές των συνόρων, στα διάφορα «στρατόπεδα» φιλοξενίας, περιμένοντας ένα θετικό νεύμα ή έστω μια ένδειξη ότι η αναμονή τους δεν είναι μάταιη. Οι ίδιοι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν νοούνται παρά ως μια εκκρεμότητα προς επίλυση, στο πλαίσιο μιας κρατικής-διεθνικής στρατηγικής που απλώς μένει να εφαρμοστεί.

Ορμώμενος από το μυθολογικό τέρας-φύλακα Τάλως, ο Ζαΐντες, σαν μεγαλοστέλεχος-γκουρού των εταιρειών της Σίλικον Βάλλεϋ, παρουσιάζει τα επιτεύγματα και τις εφαρμογές της ρομποτικής στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Ένας προτζέκτορας καθοδηγεί τον θεατή σε όσα θαυμαστά εξιστορεί ο καλλιτέχνης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η ασφάλεια των συνόρων είναι κατ’ ουσίαν θέμα σωστής «χορογραφίας», ελέγχου των ροών που διακλαδώνονται στον γεωγραφικό χώρο. Όσο περισσότερο ελέγχουμε τα δεδομένα, τόσο προβλέψιμη καθίσταται η αντίδραση ή συμπεριφορά των ανθρώπων που διέρχονται από τις απαγορευμένες αυτές ζώνες. Η Ευρώπη πλέον, αντίστοιχα με το μυθολογικό «ρομπότ» Τάλω, επιθυμεί να εφεύρει ένα «μυθικών» ικανοτήτων πλάσμα που να επαγρυπνά για την ασφάλεια των πολιτών, έναν ακούραστο μηχανισμό επιτήρησης που να συλλέγει, καταγράφει και αξιοποιεί δεδομένα για όσους επιχειρούν να βρεθούν στην άλλη πλευρά των συνόρων.

Ο τρόπος που γίνεται η έρευνα για την κατασκευή των ρομπότ, δεν διαφέρει και πολύ από τον τρόπο με τον οποίο εκπαιδεύονται οι στρατιώτες, ή σε κάποιο βαθμό και οι αθλητές: η ρομποτική βασισμένη στα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης και της κινησιολογίας, μελετά και εφαρμόζει όλη τη σχετική γνώση ώστε να να κατασκευάσει πιστά το ομοιώμα ενός ζωντανού οργανισμού, ή μάλλον μια καλύτερη εκδοχή του. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος, πέρα από την ευαλωτότητα του σώματός του, έχει κι άλλα «ελαττώματα»: η ταχύτητα των αποφάσεων, η δυνατότητα να κρίνει ανάμεσα σε διαφορετικές κατάστασεις, το βάρος ενός ηθικού ενδοιασμού σε έκτακτες περιπτώσεις, η ικανότητα να χρησιμοποιεί στο μέγιστο τις αισθήσεις του κ.ο.κ. Οι έννοιες της διασωματικότητας και της ενσυναίσθησης θέτουν ένα κομβικό ερώτημα γύρω από την μεταχείριση του άλλου: ο άνθρωπος, ως φυσικό ον, έχει όρια.

Πέρα από κάθε σενάριο επιστημονικής φαντασίας, όσο η ίδια η ανθρωπινότητα τίθεται εν αμφιβόλω, τόσο το μέλλον θα προδιαγράφεται δυσοίωνο. Τα βίντεο με τα διάφορα ρομπότ δεν είναι απλώς ενημερωτικά, ωθούν τον θεατή να σκεφτεί τις πιθανές εφαρμογές των πειραμάτων αυτών στην πράξη και συγκεκριμένα στο ζήτημα της εθνικής φύλαξης. Στην πραγματικότητα, κάθε μεθοδευμένη προσπάθεια αποκλεισμού των ανθρώπων από το δικαίωμα στη ζωή –ακόμη και με πρόφαση την προστασία των συνόρων–, απαντά στο ερώτημα «ποιες ζωές αξίζει να σωθούν» και ποιες όχι –δίλημμα που γεννά τρομακτικές μνήμες και σκοτεινούς συνειρμούς. Άλλωστε, στο μεγαλύτερο μέρος της διάλεξης αυτής, οι άνθρωποι αναπαρίστανται ως κουκίδες (μπλε για αυτούς που είναι σε φυγή, μαύρες για αυτούς που φρουρούν την τάξη), οι οποίες παραπέμπουν σε σημεία στον χώρο, αριθμητικά ή γεωγραφικά προσδιορίσιμες, άλλα όχι πολιτικά.

Αν εκλάβει κανείς τη συγκεκριμένη διάλεξη ως διάλεξη, ενημερώνεται στεγνά για το προκλητικά αβέβαιο μέλλον της Ευρώπης και της «ανθρωπιστικής» πολιτικής της Δύσης γενικότερα. Ωστόσο, διερωτώμενοι για τις καλλιτεχνικές αξιώσεις του εγχειρήματος του Ζαΐντες, εξακολουθούμε να έχουμε την εξής απορία: πώς αξιοποιείται η συγκεκριμένη γνώση στο πεδίο της τέχνης; Η έρευνά του, αν διαβαζόταν ως ακαδημαϊκή εργασία, θα εκπλήρωνε σαφώς τον σκοπό της, όμως παρουσία κοινού, η διάλεξη παίρνει τη μορφή μιας τοποθέτησης που θέλει να είναι τόσο καλλιτεχνική όσο και πολιτική. Το πολιτικό ζήτημα στη σύγχρονη τέχνη –αν όντως υφίσταται αυτή η οξύμωρη διατύπωση- δεν μπορούμε πλέον να το συλλάβουμε μέσα από το δίπολο πολιτική/αισθητική, ούτε στο πλέγμα των σχέσεων που εγκαλούν τον εκάστοτε καλλιτέχνη στη δράση και διαμόρφωση μιας συνείδησης ταγμένης υπέρ του «κοινού καλού».

Η παραπάνω απορία δεν εναρμονίζεται με τα θεωρητικά πρωτόκολλα της σύγχρονης τέχνης που φαίνεται να αξιοποιεί κάθε πτυχή του πολιτικού, μετατρέποντας τη δράση της σε ένα είδος «φιλανθρωπικού στοχασμού». Η καλλιτεχνική ασάφεια της συγκεκριμένης διάλεξης δεν είναι απλώς αποτέλεσμα μιας μεταμοντέρνας στροφής, αλλά περισσότερο συνέπεια της μελαγχολίας που προκύπτει από την συνειδητοποίηση των ίδιων των ορίων της καλλιτεχνικής δράσης, τον περιορισμό της ανατρεπτικής της δύναμης και το έλλειμμα της πολιτικής της παρέμβασης. Αντίστοιχα, αν κάποιος δεν αφαιρέσει το καρφί από το πόδι του Τάλω, κλέβοντας έτσι και τη δύναμή του, το τέρας θα εξακολουθεί να μας απειλεί ως φαντασιακή προσωποποίηση της αποξένωσης που ενυπάρχει μέσα μας.