Είναι εντυπωσιακό το πόσο καλός, ευφυής, πλήρης συγγραφέας είναι ο Φλοριάν Ζελέρ. Συνδυάζει αρετές σπάνιες σε αναλογίες ιδανικές. Επιλέγει θέματα δύσκολα, συχνά επώδυνα –όπως στην προκειμένη περίπτωση- κι ενώ δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς για κραυγαλέες υποχωρήσεις στην προσέγγισή του, το αποτέλεσμα παραμένει προσιτό στο ευρύτερο κοινό και τα έργα του γνωρίζουν επιτυχία, γεμίζουν αίθουσες. «Ο πατέρας» ειδικά σάρωσε τα βραβεία, παίχτηκε παντού, μεταφέρθηκε δύο φορές στον κινηματογράφο, τη δεύτερη από το συγγραφέα, και αυτή η δική του εκδοχή κέρδισε δύο όσκαρ! Αν μιλήσουμε με παλαιούς –και ξεπερασμένους, εύχομαι και ελπίζω- όρους, ο Ζελέρ ίσως αποτελεί τον ιδανικό συνδυασμό ποιοτικού και εμπορικού.
Στον «Πατέρα», παρακολουθεί τον εφιάλτη της σταδιακής καταβύθισης ενός ανθρώπου στην άνοια. Την ανατριχιαστική αίσθηση μιας πραγματικότητας που γλιστρά σαν άμμος μέσα από τα δάχτυλά του, τα γνώριμα πρόσωπα που θολώνουν και συγχέονται, τα αντικείμενα που γίνονται αναξιόπιστα, τον εαυτό του που αντιμετωπίζεται ως αναξιόπιστος από τους άλλους, ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο εχθρικός. Ο Ζελέρ χτίζει και αποδομεί το πάζλ της ζωής του ήρωά του τόσο μαεστρικά, που γινόμαστε από τις πρώτες ήδη εικόνες κοινωνοί του τρόμου του. Η απελπισία της κόρης του είναι επίσης ανάγλυφη, αλλά το ίδιο το υποκείμενο που καταρρέει, η προσωπικότητα που χάνεται, ο χρόνος που ξεχαρβαλώνεται είναι το πραγματικό ζήτημα του έργου. Κι ο συγγραφέας τo καθιστά προσβάσιμo στο θεατή, αλλά όχι αφόρητo.
Όπως είναι επόμενο, εξίσου καταλυτική είναι η επίδραση της ασθένειας σε όλο το περιβάλλον του ήρωα. Οι εκδοχές των ίδιων καταστάσεων διαδέχονται η μία την άλλη, η αλήθεια και η παραίσθηση γίνονται αξεδιάλυτες, η πραγματικότητα μοιάζει πια σαν παραμορφωμένο είδωλο σε σπασμένο καθρέφτη. Οι ώρες γίνονται ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Η κόρη ακούει από τον πατέρα αλλόκοτες και άδικες εκδοχές της πραγματικότητας. Τι να πιστέψει; Ο πατέρας δεν είναι πια σίγουρος για την οικογενειακή της κατάσταση –ούτε για το πρόσωπό της. Πώς το έλεγε η Σάρα Κέιν στο κύκνειο άσμα της; Όλα περνούν όλα σβήνουν, όλα χάνονται.
Η επιλογή που κερδίζει το στοίχημα είναι αυτή του Περικλή Μουστάκη για τον κεντρικό ρόλο. Όχι μόνο λόγω του γεγονότος πως είναι ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του. Αλλά και της σκηνικής του ευφυΐας που τον ωθεί να αναβαθμίσει ένα –σίγουρα καλό- σύγχρονο έργο δίνοντάς του τραγικές διαστάσεις που διαφορετικά δεν θα διέθετε. Ο Μουστάκης ερμηνεύει τον Ζελέρ, πίσω του όμως υπάρχει ο Μπέκετ. Δανείζεται τη διάσταση της άνοιας από την «Τελευταία ταινία του Κραπ» ή το «Ohio Impromptu» και δημιουργεί έναν ήρωα ενός άλλου πανανθρώπινου διαμετρήματος. Κι όσο εντυπωσιακό κι αν είναι το αποτέλεσμα, δεν αποτελεί έκπληξη. Ο Περικλής Μουστάκης βρίσκεται στην χρυσή ωριμότητα που του επιτρέπει ναι παίξει τους μεγάλους, μνημειακού μεγέθους ρόλους του ρεπερτορίου. Απορώ που δεν έχει παίξει ακόμα το Βασιλιά Ληρ ή τον Οιδίποδα: το δικαιούται. Κι όσο το στερείται, το στερούμαστε κι εμείς μαζί του.
Δίπλα του η Ιωάννα Παππά, εξακολουθεί την πορεία της των τελευταίων ειδικά χρόνων με συνέπεια και αφοσίωση. Η Καλλιόπη Παναγιωτίδου έχει όλη τη γλύκα της τελευταίας ματαιωμένης ελπίδας. Η Λίλη Τσεσματζόγλου, ο Αλέξανδρος Κωχ κι ο Κωνσταντίνος Σειραδάκης αποδίδουν σωστά και ανάγλυφα αυτά που τους ζητήθηκαν από τη σκηνοθετική γραμμή.
Η Ελένη Σκότη ακολούθησε στη σκηνοθεσία του έργου τη γνώριμη επιλογή της, αυτή του ρεαλισμού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι μια ενδιαφέρουσα επιλογή: τοποθετημένη μέσα σε ένα στέρεο περιβάλλον, η ρευστότητα της αντίληψης του ήρωα φαντάζει ακόμα πιο τρομακτική. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ, βέβαια, τι θα συνέβαινε αν ακολουθούσε κανείς τον αντίστροφο δρόμο: αν επί σκηνής η κατάλυση της συνοχής της πραγματικότητας αποτυπωνόταν με τρόπο αντίστοιχο των όσων συμβαίνουν στο μυαλό του ήρωα, αν βλέπαμε τον εφιάλτη του σε αυτό που στον κινηματογράφο ονομάζουμε «υποκειμενικό πλάνο» -πράγμα που το κείμενο ούτως ή άλλως περιλαμβάνει. Όμως η επιλογή της Σκότη είναι σεβαστή και λειτουργεί.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν και η σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου –που υπογράφει και τη μετάφραση- καθώς και οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου στάθηκε –ορθώς- σε δεύτερο πλάνο.
Παρόλο που το θέμα του «Πατέρα» είναι σκοτεινό και επώδυνο, δεν πρόκειται για μια παράσταση που θα δίσταζα να συστήσω σε οποιονδήποτε θεατή –εκτός, ίσως, από όσους έχουν βιώσει τέτοιες καταστάσεις και θα προτιμούσαν να αποφύγουν να τις δουν στο θέατρο, παρόλο που κάποιες φορές κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά. Άλλωστε δεν βλέπει κανείς κάθε μέρα ερμηνείες σν του Περικλή Μουστάκη. Σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός λόγος να δει κανείς την παράσταση. Είναι όμως ο ισχυρότερος.