Στο ελληνικό θέατρο υπάρχουν κάποιες μοναχικές περιπτώσεις ανθρώπων με προσωπική πορεία και ύφος, με προσήλωση στην Τέχνη τους, χωρίς σχεδόν καμία υποστήριξη, μακριά από τα φώτα, τις μεγάλες αίθουσες και τους «αντισυστημικούς» καλλιτέχνες που δημιουργούν καβαντζωμένοι από παντού. Ακόμα κι ανάμεσα σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Κώστας Κουτσολέλος αποτελεί εξαίρεση: συνδυάζει την προσήλωσή του σε κείμενα δυσπρόσιτα, συχνά ερμητικά –Σάμιουελ Μπέκετ, Σάρα Κέιν, Γιώργος Χειμωνάς- με τη σχολαστική σχεδόν τήρηση ενός σκωπτικού, αυτοσαρκαστικού και δημοφιλέστατου δημόσιου προφίλ στο facebook. Η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική: η ίδια βαθιά απελπισία κρύβεται πίσω από τα σκηνικά του εγχειρήματα, όπως και πίσω από τα ευφυολογήματά του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το χιούμορ, παλαιό και παραδοσιακό όπλο των απεγνωσμένων, είναι το προπέτασμα καπνού μπροστά από μια αγωνία έκδηλη επί σκηνής, αλλά και εκτός αυτής.
Η Δώρα Στυλιανέση είναι μια ανάλογη περίπτωση καλλιτέχνιδας που δεν επεδίωξε τα φώτα και τη δημοσιότητα. Δούλεψε επί χρόνια επιλέγοντας να συνεργαστεί με ομάδες με σημαντικούς και στιβαρούς καθοδηγητές –τον Περικλή Μουστάκη στην «Άσκηση», τη Ρούλα Πατεράκη. Τον υπόλοιπο χρόνο, προτίμησε να φροντίζει στοργικά τη χαρά, την έξαρση, τη θλίψη και την παραφορά μας ως οικοδέσποινα του Βυσσινόκηπου της Ζωοδόχου Πηγής. Τα τελευταία χρόνια επανέκαμψε συστηματικότερα στη σκηνή, χαρίζοντας μας μια αξέχαστη ερμηνεία στο Η αδελφή μου του Σταύρου Ζουμπουλάκη, και πάλι υπό την καθοδήγηση του Περικλή Μουστάκη.
Η συνύπαρξη των δύο τους σε ένα θέαμα με αφετηρία ένα από τα πλέον αλλόκοτα και δυσερμήνευτα κείμενα του Γιώργου Χειμωνά, το «Ο γιατρός Ινεότης», περιέχει την ποιότητα και την τρέλα της φιλίας τους, το προσωπικό ύφος και των δύο και τη σκηνική τόλμη που μόνο καλλιτέχνες έμπειροι, ρηξικέλευθοι αλλά και αδιάφοροι για τη δημόσια εικόνα τους μπορούν να χαρίσουν.
Η λέξη-κλειδί για την παράστασή τους είναι: έκθεση. Επώδυνη, συνειδητή και απόλυτη. Όταν ο Κώστας Κουτσολέλος κουβαλά ένα καθημερινό αντικείμενο επί σκηνής ως το σταυρό του χωρίς να ελπίζει στιγμή σε ένα Σίμωνα Κυρηναίο, δεν υπάρχει απορία για το ποιος είναι ο Γολγοθάς του: είναι η καθημερινότητα, η φθορά της επανάληψης, η ευτέλεια, η χαμέρπεια που φέρνει σε όλους μας το κάθε νέο (;) ξημέρωμα ως το αναπόδραστο και τρομακτικό τέλος. Η Δώρα Στυλιανέση αποδεικνύει πως όταν το –εξόχως διαδεδομένο- lip sync εκτελείται με απόλυτη, χειρουργική ακρίβεια, τότε γίνεται ανατριχιαστικό, σχεδόν εφιαλτικό, ακόμα κι αν αφορά ένα «ελαφρύ», δημοφιλές τραγούδι. Δεν είναι τυχαίο πως η απόδραση από την ασφυκτική του φόρμα γίνεται με μια απελπισμένη κραυγή. Και πριν από αυτό, στιγμιαία διέξοδος η καταβύθιση στη λύτρωση της άνοιας.
Οι αναφορές που εισάγει στην παράσταση ο Κώστας Κουτσολέλος είναι τόσο γνώριμες σε όσους έχουν παρακολουθήσει την πορεία του, όσο και απρόσμενες. Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιεί τραγούδι του Γιάννη Πάριου –αυτή τη φορά και της Αλέκας Κανελλίδου. Ο τρόπος όμως είναι απρόσμενος. Το αρχικό χαμόγελο που εξελίσσεται σε γκριμάτσα πόνου –ακόμα και το γέλιο που προκύπτει αβίαστα σε στιγμές καταλήγει να παγώσει στα χείλη μας- η περίλυπη έως θανάτου καρδιά του ακροατή ενός σχεδόν καψουροτράγουδου, με έκαναν να θυμηθώ την αποστροφή της Φανύ Αρντάν στη «Γυναίκα της διπλανής πόρτας» του Φρανσουά Τρυφώ, όταν νοσηλεύεται μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας της: «Ακούω τραγούδια στο ραδιόφωνο. Γιατί τα τραγούδια, όσο πιο χαζά είναι, τόσο πιο αληθινά είναι». Ίσως ο τρόπος της απόδοσής τους, μάλιστα, να αποκαθιστά το περιεχόμενο τωνλέξεων που έχει φθαρεί από τον τρόπο χρήσης τους. Όταν πάλι ο Κουτσολέλος σκεπάζει με ένα σεντόνι τη Στυλιανέση που είναι ξαπλωμένη πάνω σε μια σκάλα από αυτές που όλοι χρησιμοποιούμε σε δουλειές του σπιτιού, βλέπουμε να μεταφέρεται στην καθημερινότητά μας το δωρικό, τελετουργικό «Επιτύμβιο» του Γιάννη Μόραλη. Δεν υπάρχουν σύνορα: η συγκίνηση είναι μία, κι εξαρτάται μόνο από τη ματιά μας.
Το κείμενο του Χειμωνά ακούγεται δύσκολα από τα μεγάφωνα –σκόπιμα, σαν να προσπαθούμε να διαβάσουμε ένα παλίμψηστο. Άλλης τάξεως δυσκολία παρουσιάζει η ηχογραφημένη απαγγελία της Έλλης Λαμπέτη στα ποιήματα του Καβάφη, από τα τελευταία χρόνια της ζωής της, με τη φωνή της ήδη χτυπημένη από τον καρκίνο: την αίσθηση μιας διαθήκης, μιας τελευταίας κατάθεσης πριν από τη βουτιά τη λήθη –απόλυτα συναφές με το έργο που ενέπνευσε την παράσταση. Και πίσω από όλα, ο Μπέκετ. Πάντα ο Μπέκετ. Ακόμα και Δημήτρη Ψαθά να επιχειρήσει να ανεβάσει ο Κουτσολέλος, πίσω από τις γραμμές θα ξεπροβάλει ο Μπέκετ.
Η μοναχική πορεία για την οποία μιλούσα στην αρχή φέρει μαζί της ένα δώρο: τη μοναδικότητα. Δεν υπάρχει κάποιος στο ελληνικό θέατρο που να κάνει αυτό που κάνει ο Κώστας Κουτσολέλος –με εξαίρεση , ίσως τους Nova Melancholia, που όμως τα τελευταία χρόνια τη δουλειά τους χαρακτηρίζει ταυτόχρονα κι ένα joie de vivre. Η Δώρα Στυλιανέση αποδεικνύεται ισότιμη και ακριβή συνοδοιπόρος. Στο εξωτερικό τέτοιοι καλλιτέχνες απολαμβάνουν υποστήριξης και προσοχής από τα Κρατικά Θέατρα και τα Ιδρύματα. Εδώ αφήνονται στη μοίρα τους. Η πορεία τους, μετά από τόσα χρόνια συνεπούς δουλειάς, αντί να διευκολύνεται, αγνοείται.
Αυθαίρετα, αλλά και δικαιολογημένα θα αποτολμήσω μια εικασία: αν ο Γιώργος Χειμωνάς δεν μας είχε αφήσει πρόωρα και άκαιρα πριν από 23 χρόνια, νομίζω πως θα απολάμβανε, θα διασκέδαζε αλλά και θα χαιρόταν με τη σκηνική αντιμετώπιση που είχε το κειμενικό αίνιγμα που είχε καταθέσει στα 33 του χρόνια σε ένα μάλλον έκπληκτο αναγνωστικό κοινό. Μπορώ να τον φανταστώ να το παρακολουθεί με εκείνο το αξέχαστο, ακαταμάχητο και συνάμα τρυφερό χαμόγελό του…