Ο ήσκιος ενός αμαξά, με τον ήσκιο της βούρτσας έσβηνε τον ήσκιο μιας άμαξας. (Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι)
Το μόττο του Ντοστογιέφσκι, από το μυθιστόρημα Αδελφοί Καραμαζώφ, όπου επάλληλοι ήσκιοι σβήνουν ο ένας τον άλλον, έρχεται ασφαλώς από τον Όμηρο[1] και τον Πίνδαρο: «ἐπάμεροι˙ τί δέ τις; τί δ’ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ / ἄνθρωπος».[2] «Εφήμεροι˙ τί είναι ο άνθρωπος; τί δεν είναι; ήσκιος ονείρου είναι» (Πυθιόνικος, 8. 95-96). Το ρητορικό ερώτημα πέρασε αλληγορικά στον Ευριπίδη (Ἑλένη, 1137) και από εκεί στον Γ. Σεφέρη: «τ’ εἶναι θεός; τί μὴ θεός;» («Ἑλένη», 1953). Το 1984 ο Πέτερ Βάις (Peter Weiss) δημοσίευσε τη νουβέλα Ο ήσκιος του σώματος του αμαξά (Der Schatten des Körpers des Kutschers), όπου όλα ανεξαιρέτως, πρόσωπα και πράγματα, περιγράφονται ως «σκιᾶς ὄναρ». Ο γνωστός μας, από προηγούμενο σημείωμα, Τσέχος ποιητής Γιαν Σκάτσελ έγραψε στον ομότεχνό του Ράινερ Κούντσε (Reiner Kunze, 1933): «[…] έχασα τον παλιό μου στυλογράφο… / Θα μπορούσες να μου στείλεις έναν καινούργιο; Ει / δυνατόν, με φτερό, να γράφει σκιερά, δηλαδή / με μύτη σμιλεμένη πλαγίως, καθόλου / μαλακή, έτσι που το γραπτό, αν το τυπώσεις, να ρίχνει λεπτή σκίαση». Και στις 18 Σεπτεμβρίου 1989, δύο μήνες πριν τον θάνατό του, αφού στο μεταξύ έχει λάβει τον στυλογράφο με φτερό: «[…] θα μπορούσες να μου στείλεις μερικά μπουκαλάκια μαύρης μελάνης;». Δεν ξέρω αν ο Κούντσε πρόλαβε να του στείλει τη μαύρη μελάνη. Του απάντησε, πάντως, με το ακόλουθο ανεπίδοτο ποίημα:
Μελάνη μαύρη τώρα έχεις αρκετή
για την αιωνιότητα
Μα πού θα βρεις
τη σκίαση εκεί;
Πώς σιωπά το μνήμα για λογαριασμό σου!
Ήθελες πάντοτε το μυστικό
να μένει μυστικό
Για σε τον ίδιο ακόμη,
και στον ίδιο σου τον στίχο
Στεκόμαστε, σκυφτοί, στεκόμαστε
στης πέννας σου τη φωτεινή πλευρά
Φαίνεται πως ο «ήσκιος»[3] φωτίζει καλύτερα τα πράγματα. Ας το εξετάσουμε στην περίπτωση του Γιάννη Σκαρίμπα που του έδωσε, με τρόπο διακριτικό, ρόλο πρωταγωνιστή στο έργο του.
Το 1931 ο σχετικά άγνωστος ακόμη Σκαρίμπας γράφει το άγνωστο ακόμη σήμερα, αριστουργηματικό διήγημα «Ἡ Χρυσόμυιγα τῆς Βρώμας»: Ο μεσήλικος ήρωάς του, Γιάννης κι αυτός, επισκέπτεται την Μαρή, παιδική του φίλη και πρώτον, ανομολόγητο έρωτά του. Τώρα η Μαρή είναι πόρνη. Ωστόσο, ο Γιάννης δεν δείχνει να προσέχει τόσο αυτήν όσο ένα φαινόμενο οπτικό: «Παρατηροῦσα ἐπίμονα ἕνα μπρίκι κρεμασμένο στὸν τοῖχο˙ τὸ φῶς τῆς λάμπας τὸ χτύπαε πλάγια˙ ἐκεῖ στὸ βάθος βυθισμένο στὸ ἡμίφωτο, ἄφηνε τὸ χάλκωμά του ἕνα στίλβο». Λίγο αργότερα, στην απελπισμένη σιωπή τους, ο Γιάννης ρωτά την Μαρή: «Ποῦ νἄχει πάει ἡ λάμψη […], ὣστε λοιπὸν καὶ σὺ τὸ ἀπόραγες;». Κι όταν μείνει ξανά μόνος «κάτω ἀπ’ τ’ ἀστέρια», αναρωτιέται με νόημα: «Ποῦ νἄχει πάει ἡ λάμψη;». Τώρα, τη θέση της «λάμπας» έχει πάρει το φεγγάρι που βουλιάζει, και τη θέση της λευκής επιφάνειας του τοίχου, το σπίτι ολόκληρο, συνεκδοχή της πόλης: «Καθὼς τὸ φῶς του [τοῦ φεγγαριοῦ] ἐχλώμιαζε νόμιζες πὼς μετατοποῦσε τὸ σπίτι της».[4]
Η εικόνα επανέρχεται στὴ νουβέλα Τὸ θεῖο Τραγί (1933): «Πῆγε ν’ ἀνάψει τὴ λάμπα καὶ τὰ χέρια της ἔτρεμαν. Καθὼς ἀναδόθηκε ἡ φλόγα ἀπ’ τὸ σπίρτο της, ὂπ κάμαν γοργὰ μιὰ στροφὴ πὰ στοὺς τοίχους οἱ ἴσκιοι τους». Ο ήρωας εξακολουθεί να μην προσέχει το πρόσωπο, αλλά τον ήσκιο του. Και αμέσως μετά, «ἡ φλόγα τῆς λάμπας ἐμάκρυνε κι ὄπ, μιὰ στροφὴ οἱ σκιὲς κάμαν ὅλες».[5] Τέλος, στη «μοιραία σμίξη» του με την Μαρή δεν θα ξεχάσει να «σβήσει τὴ λάμπα».
Νέα εμφάνιση της εικόνας, τέσσερα χρόνια αργότερα, στο μυθιστόρημα Μαριάμπας. Αντιγράφω: «[…] θυμήθηκε κείνη τὴ λάμψη ἀπ’ τὸ μπρίκι. (Καθὼς ἡ λάμπα εἶχε μετατοπιστεῖ -ποὺ τὸ φώτιζε- χάθηκε ἀπ’ τὸ χάλκωμά του ἡ στράψη) Ποῦ νἆχε πάει; στοχάζονταν». Ο Σκαρίμπας υποσημειώνει, μάλιστα, για τον ανυποψίαστο αναγνώστη: «Πράγματι τοὖχε συμβεῖ κάποτε αὐτό. Ἐκεῖ ποὺ κάποια Μαρὴ τὸν εἶχε καλέσει καὶ τοὔλεγε, αὐτὸς παρατήραε ἐπίμονα ἕνα μπρίκι πάνω στὸν τοῖχο. Καθὼς τὸ φῶς τῆς λάμπας τὸ χτύπαε πλάγια, αὐτὸ βυθισμένο στὸ ἡμίφωτο ἄφηνε ἀπ’ τὸ χάλκωμά του ἕνα στίλβο». Στον επίλογο του έργου ο ήσκιος του Μαριάμπα αναρριχάται στη μάντρα και βρίσκεται στον κήπο της Μύριαμ. Ας τον παρακολουθήσουμε: «Μὰ γιὰ στάσου, ἐκεῖνος ὁ ἴσκιος κινήθηκε, τ έ ν τ ω σ ε… στὸν τοῖχο. Τώρα λ ό ξ ε ψ ε… τώρα φάνηκε κάτι μακρὺ νὰ κινάει… Ἦταν σὰν ἡ σκιὰ ἑνὸς δίκανου. Καὶ νά τὸ φεγγάρι! Τρυφερὸ σά ‘να φυλλαράκι… ἀϋλώνονταν ἐκεῖ στὸ βάθος τοῦ κόσμου». Ο ήσκιος της Μύριαμ με τον ήσκιο του όπλου σημαδεύει και σκοτώνει τον ήσκιο του Μαριάμπα.[6] Άκρως ενδιαφέρουσα και η κατάληξη της εικόνας. Ο Μαριάμπας νεκρός «νόμιζες γέλαε. Ἂχ γιατί; Λέτε νὰ ξεπλησσόταν κι’ ἀπόραε γιὰ κείνη τὴ λάμψη ἀπ’ τὸ μπρίκι;».[7]
Ποια πρόθεση του συγγραφέα να εξυπηρετεί αυτή η επίμονη, αν και αμέτοχη στην πλοκή του έργου, εικόνα που ακολουθεί τον ήρωα μέχρι τον θάνατό του;[8]
Στον Σκαρίμπα η λειτουργία της «σκίασης» συνδέεται οργανικά με το Θέατρο Σκιών και κατ’ επέκταση με τον κόσμο της Ανατολής.[9] Στη νουβέλα Ἡ μαθητευομένη τῶν τακουνιῶν η Κάι-Τσου, μυστηριώδης φιγούρα της Ανατολής, γεμάτη ηδυπάθεια και σοφία, προσφέρει σε όποιον κερδίσει την εύνοιά της, ένα «ἀλεξήλιον», σύμβολο της σκιάς. Η επίμονη εικόνα με τη λάμπα και το φως που πέφτει στα πρόσωπα και τα πράγματα, αντιστοιχεί, σε επίπεδο γραφής, στην επίμονη ματιά του συγγραφέα επάνω στις λέξεις και στον ήσκιο που αφήνουν στο χαρτί, στην ἀγραφη, λευκή, σαν τον τοίχο, σελίδα. Αν η ματιά γίνει λοξή, τότε ο ήσκιος γιγαντώνεται ή, αναλόγως, μικραίνει. Στόχος του συγγραφέα δεν είναι η λέξη, το κείμενο καθ’ εαυτό, αλλά η διακοπή του, το «ἀλεξήλιον» που διακόπτει τη συνέχεια του φωτός. Πρόθεση του κειμένου, και κατά τον Σκαρίμπα, πρέπει να είναι οι δυνητικές μεταμορφώσεις του, η εωσφορική καταστροφή των αναλογιών που το απειλούν με προσομοίωση. Ο Ρολάν Μπαρτ (Roland Barthes) εννοεί ως συγγραφέα εκείνον που διαλύεται μέσα στην ουτοπία της γραφής του.[10] Στην πρωταρχική εικόνα με τη «λάμπα», ανάλογη με την πρωταρχική σκηνή του Φρόυντ, ο συγγραφέας γίνεται τώρα ο ίδιος το «στίλβον χάλκωμα», και η σκιά ενοφθαλμίζεται ολόκληρο το έργο του στην ανάμνηση μιας λάμπας.
Ο ευφάνταστος αναγνώστης μπορεί να συνοψίσει ως εξής τις σκηνές και τα παιγνίδια της σκιάς στο σελιλόιντ της γραφής: Ένας Καραγκιοζοπαίχτης επισκέπτεται κρατώντας αλεξήλιο τη φανταστική χώρα της γραφής, τη χώρα του σκιόφωτος. Τον συνοδεύει η συμβία του, η σαγηνευτική Κάι-Τσου. Η Κάι-Τσου ήταν κάποτε μια παράξενη μαριονέτα από άψυχο χαρτόνι. Όταν χόρευε, έμοιαζε να απελευθερώνεται από το νήμα του μαριονετίστα, να αποκτά υπόσταση και ψυχή. Η κίνησή της επέστρεφε μέσω του νήματος στον μαριονετίστα και τον εμψύχωνε, τον μετέτρεπε σε δικό της ενεργούμενο. Ήταν η στιγμή που και οι δύο άρχιζαν να ορχούνται κάτω από τον ήσκιο μιας vis motrix, μιας κινητήριας δύναμης, της ψυχής τους: εκείνη σε κατάσταση ολικής απώλειας του βάρους (antigrav) κι εκείνος λησμονώντας ότι κάποτε δοκίμαστε το μήλο της γνώσεως.[11] Ο Καραγκιοζοπαίχτης σκέφτεται ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον συγγραφέα και τις λέξεις του που απελευθερώνονται από αυτόν, το υποκείμενο της γραφής, και πορεύονται χωρίς υλικό βάρος στον δικό τους δρόμο αναγκάζοντάς τον να τις ακολουθεί. Από εκεί θα γεννηθούν ηρωίδες («ηρώισσες», τις λέει ο Σκαρίμπας) αυθύπαρκτες, με σάρκα και οστά˙ θα στοιχειώσουν στην πόλη του με το παράξενο όνομά τους και θα τον αναζητούν κλαίγοντας όταν θα έχει πια πεθάνει: η Σιωπία (το άλλο όνομα της Κάι-Τσου), η Νανά Κελαδή, η Ζηνοβία Ζαλούχου, η Μύριαμ Χόπκινς-λάι, η Αερία, η Φιγιέττα…
Λέξεις και πρόσωπα γεννημένα, ερήμην του συγγραφέα τους, από τον ήσκιο της γραφής του, από «το φως μιας λάμπας που έπεφτε λοξά πάνω στο μπρίκι…».
[1] «οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν» (Ζ, 146). Βλ. Κοκόλης, Ξ.Α., «Ο ίσκιος ενός αμαξά…: ο Κάτω Κόσμος από τον Σκαρίμπα ώς τον Όμηρο», περ. Νέα Εστία, 1730, Ιαν. 2001, 141-146. Και στου ιδίου: Άνθρωποι και μη: τα όρια της φαντασίας στο Σκαρίμπα. Μελέτες και σημειώματα, University Studio Press, Θεσ/νίκη 2001, 65-77.
[2] Γράφονται σε τονική, δηλαδή πολυτονική, μορφή τα αρχαία παραθέματα, τα παραθέματα και οι τίτλοι έργων του Γιάννη Σκαρίμπα.
[3] «Ίσκιος, ήσκιος, σκιά». Στο σημείωμα χρησιμοποιούνται και οι τρεις εκδοχές ανάλογα με τον συγγραφέα και τη γραφή στο λήμμα της αρχικής δημοσίευσης.
[4] «Ἡ Χρυσόμυιγα τῆς Βρώμας», Τὸ θεῖο Τραγί, εκδ. Ἀρ.Ν. Μαυρίδης, Αθήνα 1933, 150, 157, 161.
[5] Τὸ θεῖο Τραγί, επιμ. Κ. Κωστίου, Νεφέλη, Αθήνα 1993, 13, 14, 83.
[6] Γ.Σ., Μαριάμπας, επιμ. Κ. Κωστίου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, 76-78. Η σκηνή επαναλαμβάνεται στο δράμα Ὁ ἦχος τοῦ κώδωνος (1950), ἐπιμ. Σ.Γ. Σταμπουλού, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2017, 115.
[7] Μαριάμπας, ό.π., 156-157.
[8] Για λόγους οικονομίας δεν αναφέρονται οι πολυπληθείς εικόνες «φωτοσκίασης» στο έργο του Σκαρίμπα. Βλ. Σ.Γ. Σταμπουλοὐ, «Ο ίσκιος της Γραφής. Όψεις μιας επίμονης εικόνας του Γιάννη Σκαρίμπα». Πρακτικά Α’ Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Γιάννη Σκαρίμπα, εκδ. Διάμετρος, Χαλκίδα 2007, 291-299.
[9] Βλ. -Γ.Σ., Ἀντι-Καραγκιόζης ὁ Μέγας, εισαγωγή Σ.Γ. Σταμπουλού, εκδ. Νεφέλη 2014. – Αρ. Γιαγιάννος, Τα χαρτονόμουτρα του Γιάννη Σκαρίμπα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1981.
[10] Ρολάν Μπαρτ, Η επικράτεια των σημείων, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, εκδ. Κέδρος-Ράππας, Αθήνα 2001.
[11] Η ιστορία είναι συμπίλημα εικόνων του Μπαρτ, από την Επικράτεια των σημείων (1970) και του Χάινριχ φον Κλάιστ (Heinrich von Kleist) από το δοκίμιο Για το θέατρο της μαριονέτας (1810). Στα ελληνικά: Οι Μαριονέτες, μτφρ. Τζένη Μαστοράκη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1982.